Εκσυγχρονίστε και αναβαθμίστε τη ψηφιακή υποδομή του λογιστικού σας γραφείου!

Μάθετε περισσότερα

Ο φορολογικός σας σύμβουλος! Αποκτήστε πρόσβαση στη γνώση από €8,33/ μήνα.

Μάθετε περισσότερα

Νομολογία

ΣτΕ 810/2010

Αριθμός 810/2010

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Β΄

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 25 Νοεμβρίου 2009 με την εξής σύνθεση: Ε. Γαλανού, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύουσα, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος και του αρχαιοτέρου της Συμβούλου, που είχαν κώλυμα, Α.-Γ. Βώρος, Ι. Γράβαρης, Σύμβουλοι, Ι. Σύμπλης, Κ. Λαζαράκη, Πάρεδροι. Γραμματέας η Α. Ζυγουρίτσα.

Για να δικάσει την από 5 Μαΐου 2003 αίτηση: της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΠΕΤΡΕΛΑΙΑ Α.Ε.", που εδρεύει στην Αθήνα (Λεωφ. Αμαλίας αρ. 54), καθολικής διαδόχου κατόπιν συγχωνεύσεως με απορρόφηση της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΔΙΫΛΙΣΤΗΡΙΑ ΑΣΠΡΟΠΥΡΓΟΥ Α.Ε.», η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Σπυρ. Μαράτο (Α.Μ. 6564), που τον διόρισε με ειδικό πληρεξούσιο, κατά του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών και ήδη Υπουργού Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με την Μ. Μ., Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.

Με την αίτηση αυτή η αναιρεσείουσα εταιρεία επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθ. 613/2002 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Συμβούλου Α.-Γ. Βώρου.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο της αναιρεσείουσας εταιρείας, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και την αντιπρόσωπο του Υπουργού, η οποία ζήτησε την απόρριψή της.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α

Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο

1. Επειδή, για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (υπ’ αριθ. 389965-67/2003 γραμμάτια παραβόλου, σειράς Α)

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται, παραδεκτώς, η αναίρεση της αποφάσεως 613/2002 του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία, κατόπιν της 2356/2000 προδικαστικής αποφάσεως του ίδιου δικαστηρίου, έγινε δεκτή έφεση του Δημοσίου και εξαφανίσθηκε η απόφαση 1828/1998 του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την απόφαση αυτή είχε γίνει εν μέρει δεκτή προσφυγή της αναιρεσείουσας κατά της 104/1995 προσωρινής πράξεως προσδιορισμού φόρου προστιθέμενης αξίας (Φ.Π.Α.) διαχειριστικής περιόδου 1.1.1994-31.12.1994 του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Β.Ε. Αθηνών, μεταρρυθμίσθηκε αυτή και υποχρεώθηκε ο Προϊστάμενος της ως άνω Δ.Ο.Υ. να ενεργήσει νέα εκκαθάριση του επιστρεπτέου στην αναιρεσείουσα Φ.Π.Α. της ως άνω χρονικής περιόδου, συνυπολογίζοντας στα απαλλασσόμενα του Φ.Π.Α. έσοδά της ποσό τόκων 359.376.075 δραχμών λόγω καθυστερήσεως εξοφλήσεως τιμολογίων που είχαν εκδοθεί σε προηγούμενες χρήσεις προς την Δημόσια Επιχείρηση Φ. Αθηνών (Δ.) για την τιμολόγηση αμοιβής της από την παροχή υπηρεσιών διυλίσεως νάφθας.

3. Επειδή, κατά το άρθρο 2 της Έκτης Οδηγίας του Συμβουλίου της 17ης Μαΐου 1977 περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των Κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών - Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση (77/388/ΕΟΚ, L 145), στο φόρο προστιθέμενης αξίας υπόκεινται οι παραδόσεις αγαθών και οι παροχές υπηρεσιών, που πραγματοποιούνται εξ επαχθούς αιτίας στο εσωτερικό της χώρας από υποκείμενο στο φόρο, που ενεργεί υπό την ιδιότητά του αυτή. Σύμφωνα με το άρθρο 11, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο,

«Α. Στο εσωτερικό της χώρας

1. Βάση επιβολής του φόρου είναι:

α) για τις παραδόσεις αγαθών και τις παροχές υπηρεσιών, … οτιδήποτε αποτελεί την αντιπαροχή, την οποία έλαβε ή πρόκειται να λάβει για τις πράξεις αυτές ο προμηθευτής ή ο παρέχων τις υπηρεσίες από τον αγοραστή, τον λήπτη ή τρίτο πρόσωπο, …·

β)

2. Στην βάση επιβολής του φόρου περιλαμβάνονται:

α) οι φόροι, δασμοί, δικαιώματα, εισφορές και τέλη, εξαιρέσει του φόρου προστιθεμένης αξίας·

β) τα παρεπόμενα έξοδα, όπως έξοδα προμηθείας, συσκευασίας, μεταφοράς και ασφαλίσεως, με τα οποία επιβαρύνει ο προμηθευτής τον αγοραστή ή τον λήπτη· τα Κράτη μέλη δύνανται να θεωρούν ως παρεπόμενα τα έξοδα που αποτελούν αντικείμενο χωριστής συμφωνίας.

3. Στην βάση επιβολής του φόρου δεν περιλαμβάνονται:

α) οι μειώσεις της τιμής υπό μορφή εκπτώσεως για προκαταβολική πληρωμή·

β) οι εκπτώσεις και επιστροφές τιμήματος, οι χορηγούμενες στον αγοραστή ή τον λήπτη κατά τον χρόνο πραγματοποιήσεως της πράξεως·

γ) τα ποσά τα οποία λαμβάνει ο υποκείμενος στον φόρο από τον αγοραστή ή τον λήπτη, για κάλυψη εξόδων γενομένων επ' ονόματι και για λογαριασμό τους, και τα οποία έχουν καταχωρηθεί σε εκκρεμή λογαριασμό των λογιστικών του βιβλίων. Ο εν λόγω υποκείμενος στον φόρο οφείλει να δικαιολογήσει το πραγματικό ποσό των εξόδων αυτών και δεν δικαιούται να εκπέσει τον φόρο, στον οποίο ενδεχομένως έχουν υποβληθεί.». Διατάξεις ανάλογες προς τις ανωτέρω περιελήφθησαν στο ν. 1642/1986 «Για την εφαρμογή του φόρου προστιθέμενης αξίας και άλλες διατάξεις» (Α’ 125). Κατά το άρθρο 2 αυτού, αντικείμενο του φόρου είναι η παράδοση αγαθών και η παροχή υπηρεσιών, εφόσον πραγματοποιούνται από επαχθή αιτία στη χώρα, από υποκείμενο στο φόρο που ενεργεί με αυτή την ιδιότητα. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 15 αυτού, στην παράδοση αγαθών και στην παροχή υπηρεσιών, ως φορολογητέα αξία λαμβάνεται η αντιπαροχή που έλαβε ή πρόκειται να λάβει ο προμηθευτής των αγαθών ή αυτός που παρέχει τις υπηρεσίες, προσαυξημένη με οποιαδήποτε παροχή που συνδέεται άμεσα με αυτή (παρ. 1), στη δε φορολογητέα αξία περιλαμβάνονται και «Οι τόκοι των επί πιστώσει πωλήσεων, οι τόκοι υπερημερίας, καθώς και τα παρεπόμενα έξοδα με τα οποία ο προμηθευτής επιβαρύνει τον αγοραστή των αγαθών ή το λήπτη των υπηρεσιών, όπως τα έξοδα προμήθειας, μεσιτείας, συσκευασίας, ασφάλισης, μεταφοράς, φορτοεκφόρτωσης, ακόμη και αν αποτελούν αντικείμενο ιδιαίτερης συμφωνίας» (παρ. 3 περ. α, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 4 παρ. 2 του ν. 1676/1986, Α’ 204, στη συνέχεια δε αριθμήθηκε σε παρ. 4 περ. α με το άρθρο 1 παρ. 23 του ν. 2093/1992, Α’ 181).

4. Επειδή, το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων δεχθέν ότι «εν όψει των ανωτέρω διατάξεων [άρθρο 8 παρ. 1 στοιχ. α και παρ. 13 του παραρτήματος Α της Δεύτερης Οδηγίας 67/228 του Συμβουλίου] διαπιστώνεται ότι οι τόκοι που αποτελούν το αντικείμενο της κυρίας δίκης δεν έχουν σχέση με την παροχή ή την λήψη της παροχής αυτής και δεν αποτελούν την αντιπαροχή (…) για μία εμπορική πράξη. Οι τόκοι αυτοί συνιστούν απλώς απόδοση εξόδων, δηλαδή αποζημίωση για την καθυστέρηση της καταβολής. Δεν δύναται να γίνει δεκτή η άποψη … σύμφωνα με την οποία οι τόκοι αυτοί υπάγονται στα «παρεπόμενα έξοδα» της παρατηρήσεως 13 του … παραρτήματος Α, επειδή είναι έξοδα στα οποία υποβάλλεται ο λήπτης της παροχής πέρα από την καθαυτό αντιπαροχή και συνεπώς συνιστούν συμπληρωματική αντιπαροχή για την παροχή του επιχειρηματία. Πράγματι, ο επιχειρηματίας υπεχρεώθη να χορηγήσει στον λήπτη των παρασχεθεισών υπηρεσιών του προθεσμία για την καταβολή, η οποία δεν προεβλέπετο στην σύμβαση. Οι τόκοι που αποτελούν την αντιπαροχή για αυτή την χορήγηση προθεσμίας, καθορίσθησαν δικαστικώς κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του αστικού κώδικα και του εμπορικού κώδικα. Υπό τις συνθήκες αυτές η χορήγηση πιστώσεως ευρίσκεται σε χαλαρή μόνο σχέση με την κυρία παροχή. Επομένως, οι τόκοι που συνδέονται με την πίστωση αυτή δεν δύνανται να χαρακτηρισθούν ως συμπληρωματική παροχή», έκρινε ότι «η βάση επιβολής του φόρου, η οποία αναφέρεται στο άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο α της δεύτερης οδηγίας του Συμβουλίου, της 11ης Απριλίου 1967, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των Κρατών μελών των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών, δεν περιλαμβάνει τους τόκους που επιδικάζονται στον επιχειρηματία επειδή το υπόλοιπο της αντιπαροχής για την παροχή των υπηρεσιών δεν κατεβλήθη όταν κατέστη απαιτητό» (απόφαση της 1/7/1982, C-222/81, Bausystem, Συλλογή 1982, σελ. 2527).

5. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη απόφαση έγιναν δεκτά τα εξής : «Η εφεσίβλητη [ήδη αναιρεσείουσα] ανώνυμη εταιρεία κατά την κρίσιμη διαχειριστική περίοδο (1.1.1994 έως 31.12.1994) είχε ως αντικείμενο εργασιών τη διύλιση αργού πετρελαίου για λογαριασμό της Δημόσιας Επιχείρησης Πετρελαίου (Δ.Ε.Π. Α.Ε.), της οποίας ήταν θυγατρική. Στις 8.5.1995 η εφεσίβλητη υπέβαλε στη Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Β.Ε. Αθηνών την 12977/1995 αίτησή της με την οποία ζήτησε την επιστροφή πιστωτικού υπολοίπου του Φ.Π.Α. που προέκυπτε από την υποβληθείσα στην ίδια Δ.Ο.Υ. εκκαθαριστική δήλωσή της του Φ.Π.Α. για τη χρήση 1.1-31.12.1994. Σχετικά με την αίτηση αυτή διενεργήθηκε προσωρινός φορολογικός έλεγχος στα τηρούμενα από την εφεσίβλητη βιβλία και στοιχεία Γ’ κατηγορίας, από τον οποίο προέκυψε μεταξύ των άλλων ότι τα έσοδά της από τόκους ποσού 359.376.075 δραχμών λόγω καθυστέρησης εξόφλησης τιμολογίων που είχαν εκδοθεί σε προηγούμενες χρήσεις προς τη Δημοτική Επιχείρηση Φ. Αθηνών (Δ.Ε.Φ.Α.) για την τιμολόγηση αμοιβής της από την παροχή υπηρεσιών διύλισης νάφθας, είχαν συμπεριληφθεί στις απαλλασσόμενες του φόρου εκροές της, παρά το ότι οι πιο πάνω αμοιβές, κατά την άποψη της φορολογικής αρχής, υπόκεινται στο Φ.Π.Α. Με βάση τις προαναφερόμενες διαπιστώσεις, αλλά και άλλες αμφισβητηθείσες από την εφεσίβλητη πρωτοδίκως μόνον διαπιστώσεις του φορολογικού ελέγχου, εκδόθηκε η 104/1995 προσωρινή πράξη προσδιορισμού Φ.Π.Α., με την οποία προσδιορίστηκε το προς επιστροφή ποσό Φ.Π.Α. της διαχειριστικής περιόδου 1.1.1994 έως 31.12.1994 του Προϊσταμένου Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Β.Ε. Αθηνών σε 756.053.329 δρχ. αντί του ποσού των 886.959.104 δρχ. που είχε ζητήσει με την προαναφερθείσα 12977/1995 αίτησή της. Κατά της ένδικης αυτής προσωρινής πράξης η εφεσίβλητη άσκησε προσφυγή μεταξύ των άλλων και για το κονδύλιο αυτό των τόκων, ως προς το οποίο και μόνο έγινε δεκτή και μεταρρυθμίστηκε η εν λόγω πράξη, γενομένου δεκτού ότι έπρεπε να γίνει νέα εκκαθάριση του επιστρεπτέου σ’ αυτήν Φ.Π.Α. της παραπάνω διαχειριστικής περιόδου με συνυπολογισμό του ποσού των 359.376.075 δραχμών που προέρχεται από τόκους από καθυστέρηση εξόφλησης τιμολογίων που αναφέρονταν σε έσοδα που πραγματοποίησε η εφεσίβλητη από τη διύλιση της νάφθας για παραγωγή αερίου πόλης (φωταερίου) στις χρήσεις 1988-1990, 1991 και 1992. Σημειώνεται ότι μέχρι τη χρήση 1992 η τιμολόγηση του αερίου πόλης περιελάμβανε δυο τμήματα, ένα που εκάλυπτε τις λειτουργικές δαπάνες του διυλιστηρίου και αποτελούσε έσοδο της ελεγχόμενης εταιρείας και ένα την πώληση του προϊόντος (αξία αυτών κλπ.) που αποτελούσε έσοδο της Δ.Ε.Π. Α.Ε. Α. τη χρήση 1993, δεν εισπράττεται ξεχωριστή αμοιβή από την εφεσίβλητη εταιρεία για τη διύλιση της νάφθας για την παραγωγή αερίου πόλης, αλλά στη συνολική αμοιβή για διύλιστρα που εισπράττει από τη Δ.Ε.Π. Α.Ε. περιλαμβάνεται και αμοιβή για τις υπηρεσίες αυτές. Ακολούθως, με την κρινόμενη έφεσή του το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο εκπροσωπούμενο από τον Προϊστάμενο Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Β.Ε. Αθήνας επικαλέστηκε ότι εκκρεμούν δίκες επί της κυρίας ενοχής ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (Τμήμα Δ’ τριμελές) και ότι είχε διαταχθεί δυνάμει προδικαστικών αποφάσεων να προσκομισθούν συμπληρωματικά στοιχεία για να κριθεί εάν τα έσοδα που απέκτησε η εφεσίβλητη εταιρεία για την κάλυψη των λειτουργικών δαπανών για τη διύλιση της νάφθας υπόκεινται σε Φ.Π.Α., και ότι μέχρις εκδόσεως τελεσιδίκων αποφάσεων επί της κυρίας ενοχής δεν μπορεί να υπάρξει κρίση για το εάν οι παραπάνω τόκοι απαλλάσσονται ή υπάγονται στο Φ.Π.Α. Έτσι και ενόψει των ως άνω σημειώσεων του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. αυτής στην κρινομένη έφεσή του το παρόν Δικαστήριο (Τμήμα Γ’ τριμελές) ανέβαλε την οριστική του κρίση μέχρις εκδόσεως τελεσιδίκων αποφάσεων επί της κυρίας ενοχής. Σε εκτέλεση της σχετικής με αριθ. 2356/2000 προδικαστικής απόφασής του προσκομίστηκε η από 24.4.2001 έκθεση επανελέγχου, καθώς και οι εκδοθείσες τελικά κατά το μεσολαβήσαν διάστημα με αριθ. 3983/2000, 3985/2000 και 3986/2000 οριστικές αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου επί της κυρίας ενοχής (Τμήμα Δ’ πενταμελές) οι δύο πρώτες και Τριμελές η τελευταία, με την πρώτη από τις οποίες απορρίφθηκε η έφεση της ήδη εφεσίβλητης εταιρείας, ενώ με τις άλλες δύο εξαφανίστηκαν οι με αριθ. 10836/1996 και 10835/1996 αποφάσεις του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών και απερρίφθησαν οι ασκηθείσες προσφυγές της εφεσίβλητης. Συγκεκριμένα με τις πιο πάνω τελεσίδικες αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου κρίθηκε ότι τα τιμολόγια των σταθερών λειτουργικών δαπανών που εκδόθηκαν από την εφεσίβλητη εταιρεία προς της Δ.Ε.Φ.Α. Α.Ε. κατά τις χρήσεις 1988-1990, 1991 και 1992 υπάγονται σε Φ.Π.Α., γιατί δεν φέρουν βεβαίωση της εποπτεύουσας τελωνειακής Αρχής ότι οι υπηρεσίες αυτές αναφέρονται σε νάφθα, κατά το χρόνο που αυτή βρίσκεται υπό τελωνειακή επίβλεψη, δηλαδή η εφεσίβλητη δεν τήρησε τη διαδικασία απαλλαγής της από το Φ.Π.Α. που προβλέπεται από την 1019939/978/πολ 1058/12.3.1990 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, οι τόκοι που τιμολογήθηκαν από την εφεσίβλητη εταιρεία στη χρήση 1994 που αφορούν τα έσοδά της (αμοιβή για κάλυψη λειτουργικών δαπανών) και οι οποίοι ανέρχονται, όπως δεν αμφισβητείται από κανένα από τους διαδίκους στο ποσό των 359.376.075 δραχμών, υπόκεινται σε Φ.Π.Α., αφού η κύρια ενοχή δηλαδή η αμοιβή για παροχή υπηρεσιών προς τη Δ.Ε.Φ.Α., έχει υπαχθεί σε Φ.Π.Α. Έτσι υπόκεινται σε Φ.Π.Α. και οι τόκοι για την καθυστέρηση εξόφλησης των τιμολογίων που εκδόθηκαν για τα επί της κύριας αυτής ενοχής έσοδα, όπως αυτά αναφέρονται, με μνεία των οικείων τιμολογίων, στις προαναφερόμενες ως προς την κύρια ενοχή, τελεσίδικες αποφάσεις του Δικαστηρίου τούτου». Με τις σκέψεις αυτές, το Διοικητικό Εφετείο έκανε δεκτή την έφεση του αναιρεσιβλήτου, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, δίκασε την προσφυγή της αναιρεσείουσας κατά της 104/1995 προσωρινής πράξεως προσδιορισμού Φ.Π.Α. διαχειριστικής περιόδου 1.01.1994-31.12.1994 του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Β.Ε. Αθηνών και την απέρριψε.

6. Επειδή, η ως άνω κρίση του διοικητικού εφετείου δεν είναι νομίμως αιτιολογημένη. Τούτο δε, διότι το δικάσαν δικαστήριο δέχεται ότι αφού τα εκ της κύριας ενοχής έσοδα της αναιρεσειούσης, δηλαδή η αμοιβή της για παροχή υπηρεσιών προς τη Δ.Ε.Φ.Α., έχει υπαχθεί σε Φ.Π.Α., υπόκεινται εξ αυτού και μόνον του λόγου σε Φ.Π.Α. και οι τόκοι για την «καθυστέρηση εξόφλησης των τιμολογίων» που εκδόθηκαν για τα επί της κύριας αυτής ενοχής έσοδα, χωρίς να εξετάσει περαιτέρω, όπως όφειλε, υπό το πρίσμα της ως άνω αποφάσεως του Δ., αν η αναιρεσείουσα υπεχρεώθη να χορηγήσει στον λήπτη των παρασχεθεισών υπηρεσιών της προθεσμία για την καταβολή της αμοιβής, η οποία δεν προεβλέπετο στην σύμβαση, αν οι τόκοι που αποτελούν την αντιπαροχή για αυτή την χορήγηση προθεσμίας, καθορίσθησαν δικαστικώς κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του αστικού κώδικα και του εμπορικού κώδικα και αν υπό τις συνθήκες αυτές ή άλλες τις οποίες το δικαστήριο της ουσίας ήθελε διαπιστώσει ως συντρέχουσες στην επίδικη περίπτωση και ιδίως αν τυχόν προεβλέπετο στην σύμβαση προθεσμία προς τον λήπτη των παρασχεθεισών υπηρεσιών της για την καταβολή, η χορήγηση πιστώσεως ευρίσκεται σε χαλαρή μόνον σχέση με την κυρία παροχή ή αντιθέτως σε στενή σχέση προς αυτήν και να κρίνει, αναλόγως, σύμφωνα με τις ως άνω διακρίσεις της απόφασης του ΔΕΚ, αν οι τόκοι που συνδέονται με την πίστωση αυτή αποτελούν ή μη βάση για επιβολή Φ.Π.Α.. Για το λόγο συνεπώς αυτό, βασίμως προβαλλόμενο, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και η υπόθεση, η οποία χρειάζεται διευκρίνιση ως προς το πραγματικό, να παραπεμφθεί στο ίδιο δικαστήριο για νέα κρίση, παρέλκει δε ως αλυσιτελής η εξέταση των άλλων λόγων αναιρέσεως.

Διά ταύτα

Δέχεται την αίτηση.

Αναιρεί την υπ’ αριθ. 613/2002 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, στο οποίο και παραπέμπει την υπόθεση, κατά το αιτιολογικό.

Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου.

Επιβάλλει στο Δημόσιο τη δικαστική δαπάνη της αναιρεσειούσης εταιρείας, η οποία ανέρχεται σε εννιακόσια είκοσι (920) ευρώ.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα την 1η Δεκεμβρίου 2009 και στις 19 Ιανουαρίου 2010 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 3ης Μαρτίου 2010.

Η Προεδρεύουσα Σύμβουλος Η Γραμματέας

Ε. Γαλανού Α. Ζυγουρίτσα

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Δεν θέλετε να συμπληρώνετε το κείμενο αυτό σε κάθε αναζήτηση σας; Αρκεί απλά να γραφτείτε δωρεάν στο Forin.gr πατώντας εδώ ή να συνδεθείτε με τον λογαριασμό σας.

Δεν υπάρχουν σχόλια! Πρόσθεσε το σχόλιο σου τώρα!