Εκσυγχρονίστε και αναβαθμίστε τη ψηφιακή υποδομή του λογιστικού σας γραφείου!

Μάθετε περισσότερα

Ο φορολογικός σας σύμβουλος! Αποκτήστε πρόσβαση στη γνώση από €8,33/ μήνα.

Μάθετε περισσότερα

Νομολογία

ΣτΕ 5988/1996

Αριθμός 5988/1996

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Β'

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 17 Μαΐου 1995 με την εξής σύνθεση : Η. Παπαγεωργίου, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Φ. Στεργιόπουλος, Δ. Κωστόπουλος, Σύμβουλοι, Α. Γκότσης, Ι. Γράβαρης, Πάρεδροι. Γραμματέας η Π. Στεργιοπούλου. Γ ι α να δικάσει την από 17 Μαΐου 1993 αίτηση : του Προϊσταμένου Δ.Ο.Υ. Ψυχικού, ο οποίος παρέστη με τον Π. Κιούση, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, κατά της Ζωής Κομποτιάτη, κατοίκου Αθήνας, οδός Π. 15 (Χ. ), η οποία δεν παρέστη.

Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων Προϊστάμενος επιδιώκει να αναιρεθεί η 9904/1992 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθήνας.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Παρέδρου Ι. Γράβαρη.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον αντιπρόσωπο του αναιρεσείοντος Προϊσταμένου, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη, σε αίθουσα του Δικαστηρίου και

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

Σκέφθηκε κατά το Νόμο

1. Επειδή, η υπό κρίσιν αίτηση ασκήθηκε κατά νόμον χωρίς καταβολή τελών και παραβόλου.

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση της υπ' αριθ. 9904/1992 αποφάσεως του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, ανέκκλητης λόγω ποσού κατ' άρθρ. 60 παρ. 1 του Ν. 2065/1992 (φ. 113 Α'), με την οποία, κατ' αποδοχήν προσφυγής της αναιρεσίβλητης, μεταρρυθμίσθηκε το υπ' αριθ. 1/2541/12-1-1990 εκκαθαριστικό σημείωμα εφ' άπαξ εισφοράς άρθρου 7 Ν. 1870/1989, που είχε εκδοθή εις βάρος της από τον Προϊστάμενο της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας Ψυχικού, και με το οποίο της είχε επιβληθή εισφορά κατά την ανωτέρω διάταξη, ύψους 34.370 δρχ.

3. Επειδή, όπως προκύπτει από τις υπ' αριθ. 2602Β και 2603Β/25-4-1995 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Κ. Χαρμπίλα, στην αναιρεσίβλητη, η οποία δεν παρέστη κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση της υποθέσεως, επεδόθησαν νομοτύπως και εμπροθέσμως αντίγραφα της υπό κρίσιν αιτήσεως και της από 8-2-1995 πράξεως του Προέδρου του Β' Τμήματος περί ορισμού δικασίμου και εισηγητού. Συνεπώς, η κρινομένη αίτηση, η οποία και κατά τα λοιπά ασκείται παραδεκτώς, είναι τύποις δεκτή και εξεταστέα περαιτέρω.

4. Επειδή, στην παράγραφο 1 του άρθρου 7 του Ν. 1870/1989 (φ. 250 Α') ορίζεται ότι επιβάλλεται εφ' άπαξ εισφορά, μεταξύ άλλων, στο φόρο εισοδήματος των φυσικών προσώπων, στην δε παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι για την επιβολή της εισφοράς αυτής λαμβάνεται ως βάση, για τα φυσικά πρόσωπα, το ποσό του φόρου εισοδήματος το οποίο αναλογεί κατά το οικονομικό έτος 1989 στο συνολικό τους εισόδημα, όπως αυτό προσδιορίζεται σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις της νομοθεσίας περί φορολογίας εισοδήματος. Ακολούθως, στην μεν παράγραφο 1 το άρθρου 8 του αυτού ως άνω νόμου ορίζεται ότι για τα φυσικά πρόσωπα η παραπάνω εισφορά υπολογίζεται με συντελεστή 5% επί του ποσού του κυρίου και του συμπληρωματικού φόρου, κατά δε την παράγραφο 1 του άρθρου 9 του ιδίου νόμου, η εισφορά βεβαιώνεται βάσει των αντιστοίχων τίτλων βεβαιώσεως του φόρου εισοδήματος. Εξ άλλου, με το άρθρο 51 του Ν. 1882/1990 (φ. 43 Α') κυρώθηκε η υπ' αριθ. 104/6962/477/Α.0012/18-4-1989 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, κατά την οποία οι αναδρομικές αποδοχές που καταβλήθηκαν στους δικαστικούς λειτουργούς το 1988, επειδή οι βασικοί μισθοί τους που καθορίζονταν με το Ν. 755/1978 και τα πριν από το Ν. 1587/1986 νομοθετήματα ήταν κατώτεροι εκείνων των καθηγητών των Α.Ε.Ι. που καθορίσθηκαν με το Ν. 1517/1985, λογίζονται ότι αποτελούν εισόδημα που αποκτάται κατά τη χρήση 1988, ποσοστό δε 20% από τις πιο πάνω καθαρές αναδρομικές αποδοχές απαλλάσσεται από το φόρο εισοδήματος. Τέλος, με το μεταγενέστερο Ν. 1884/1990 (φ. 21 Α'), με το άρθρο 35 παρ. 14 του οποίου αντικαταστάθηκε το άρθρο 41 του Ν.Δ. 3323/1955, αντιμετωπίσθηκε γενικότερα το θέμα του εισοδήματος από αποδοχές και συντάξεις που καταβάλλονται, πλην άλλων, βάσει δικαστικών αποφάσεων και ορίσθηκε, σε αντίθεση με το προηγούμενο καθεστώς (άρθρο 41 παρ. 1 Ν.Δ. 3323/55, όπως η παράγραφος αυτή είχε αντικατασταθεί από το άρθρο 9 παρ. 3 του Ν. 1828/89 - φ. 2 Α'), ότι ως χρόνος αποκτήσεώς τους για τη φορολογία εισοδήματος θεωρείται ο χρόνος κατά τον οποίο εισπράττονται από τους δικαιούχους.

5. Επειδή, κατά την έννοια των διατάξεων που αναφέρονται στην προηγούμενη σκέψη, η προβλεπομένη από το ανωτέρω άρθρο 7 του Ν. 1870/1989 εισφορά, η οποία, κατά τα προεκτεθέντα, υπολογίζεται επί του φόρου εισοδήματος των φυσικών προσώπων οικονομικού έτους 1989 (χρήσεως 1988), επιβάλλεται και επί του φόρου εισοδήματος που αναλογεί στις ως άνω αναδρομικές αποδοχές των δικαστικών λειτουργών, αφού οι αποδοχές αυτές αποτελούν κατά το νόμο φορολογητέο εισόδημά τους της χρήσεως 1988. Εξ άλλου, η επιβολή της εν λόγω εισφοράς και επί του φόρου εισοδήματος που αναλογεί στις αναδρομικές αυτές αποδοχές των δικαστικών λειτουργών δεν αντίκειται στη συνταγματική αρχή της ισότητας και, ειδικότερα, της ισότητας ως προς τα δημόσια βάρη (άρθρο 4 παρ. 1 και 5 του Συντάγματος), γιατί, όπως για τους λοιπούς φορολογουμένους, έτσι και για τους δικαστικούς λειτουργούς η εισφορά αυτή υπολογίζεται επί του φόρου που αναλογεί στα εισοδήματά τους, τα οποία ο νόμος θεωρεί ως (φορολογητέα) εισοδήματα της χρήσεως 1988. Τούτο δε ιδίως εν όψει και του ότι δεν αποκλείεται, κατ' αρχήν, εκ του Συντάγματος στον κοινό νομοθέτη να ορίσει ότι εισόδημα αναγόμενο σε προηγούμενη χρήση αποτελεί φορολογητέο εισόδημα επομένης χρήσεως, εφ' όσον, όπως συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση, συναρτά τη σχετική ρύθμιση με πραγματικό δεδομένο, το οποίο δημιουργεί, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, πραγματική φοροδοτική ικανότητα του φορολογουμένου κατά την τελευταία αυτή χρήση, όπως είναι η είσπραξη του οικείου ποσού κατά τη χρήση αυτή. (Βλ. ΣτΕ 974, 1783/95 κ.α.).

6. Επειδή, εν προκειμένω, κατά τα γενόμενα δεκτά με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, εις βάρος της αναιρεσίβλητης, δικαστικής λειτουργού, επεβλήθη η ένδικη εισφορά άρθρου 7 Ν. 1870/1989, υπολογισθείσα επί του φόρου του κατά το έτος 1988 εισοδήματός της, όπως αυτό είχε προσδιορισθή με το οικείο εκκαθαριστικό σημείωμα φόρου εισοδήματος. Στο φορολογητέο δε αυτό εισόδημα είχε συμπεριληφθή και ποσόν 1.297.318 δρχ., το οποίο αντιστοιχούσε σε αποδοχές της αναιρεσίβλητης των ετών 1985 και 1986, που της είχαν καταβληθή το 1988 σε εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων και είχαν δηλωθή από αυτήν ως εισόδημα του ενδίκου οικονομικού έτους, σύμφωνα με την ως άνω κυρωθείσα με το Ν. 1882/1990 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών. Το διοικητικό πρωτοδικείο, με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, έκρινε ότι μη νομίμως συνυπολογίσθηκε για τον προσδιορισμό του φόρου επί του οποίου υπολογίσθηκε η ένδικη εισφορά το ως άνω ποσόν των αναδρομικών αποδοχών της αναιρεσίβλητης, αφού οι αποδοχές αυτές, εκτός του ότι δεν συνιστούν φορολογητέο εισόδημα αλλά αποζημίωση, πάντως δεν προέκυψαν κατά το έτος 1988 αλλά ανάγονται σε προηγούμενα έτη, τυχόν δε συνυπολογισμός και των αναδρομικών αυτών αποδοχών για την επιβολή της εν λόγω εισφοράς θα οδηγούσε σε άνιση μεταχείριση των δικαστικών λειτουργών σε σχέση με τους λοιπούς φορολογουμένους, για τους οποίους η εισφορά αυτή υπολογίζεται μόνον επί των εισοδημάτων που προέκυψαν και αποκτήθηκαν το έτος 1988. Η κρίση όμως αυτή του δικαστηρίου, πέραν του ότι εξηνέχθη χωρίς να ληφθεί υπ' όψιν ως δεσμευτικός ο αποτελών κατά νόμον τη βάση της ενδίκου εισφοράς τίτλος της φορολογίας εισοδήματος, είναι και καθ' εαυτήν εσφαλμένη, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη. Για το λόγο, συνεπώς, αυτό, βασίμως προβαλλόμενο με την υπό κρίσιν αίτηση, η προσβαλλομένη απόφαση πρέπει ν' αναιρεθεί, η δε υπόθεση, η οποία χρήζει διευκρινίσεως κατά το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί στο ίδιο δικαστήριο για νέα κρίση.

Διά ταύτα

Δέχεται την αίτηση.

Αναιρεί την υπ' αριθ. 9904/1992 απόφαση του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, στο οποίο και παραπέμπει την υπόθεση, σύμφωνα με το σκεπτικό και Επιβάλλει στον αναιρεσίβλητο τη δικαστική δαπάνη του Δημοσίου, η οποία ανέρχεται σε είκοσι οκτώ χιλιάδες (28.000) δραχμές.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 18 Μαΐου 1995 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 11ης Δεκεμβρίου 1996.

Ο Προεδρεύων Σύμβουλος Η Γραμματέας

Ηλ. Παπαγεωργίου Π. Στεργιοπούλου

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Δεν θέλετε να συμπληρώνετε το κείμενο αυτό σε κάθε αναζήτηση σας; Αρκεί απλά να γραφτείτε δωρεάν στο Forin.gr πατώντας εδώ ή να συνδεθείτε με τον λογαριασμό σας.

Δεν υπάρχουν σχόλια! Πρόσθεσε το σχόλιο σου τώρα!