ΣτΕ 4040/1995
Αριθμός 4040/1995
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ B
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 31 Mαϊου 1995 με την εξής σύνθεση : Σ. Γιάγκας, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Β Τμήματος, Σ. Καραλής, Ν. Σκλίας, Σύμβουλοι, Π. Κοτσώνης, Ε. Αναγνωστοπούλου, Πάρεδροι. Γραμματέας η Δ. Μουζάκη. Γ ι α να δικάσει την από 10 Νοεμβρίου 1992 αίτηση : τ ο υ Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Αγίου Δημητρίου Αττικής, ο οποίος παρέστη με τον Δ. Παπαδόπουλο, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, κ α τ ά του Σάββα Σπανίδη του Ευσταθίου, κατοίκου Αγίου Δημητρίου Αττικής, οδός Φ. αρ. 14, ο οποίος δεν παρέστη.
Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων Προϊστάμενος επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ' αριθμ. 1112/1992 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της Εισηγήτριας, Παρέδρoυ Ε. Αναγνωστοπούλου.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον αντιπρόσωπο του αναιρεσείοντος Προϊσταμένου, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση, το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του Δικαστηρίου και,
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά τονόμο
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως δεν απαιτείται, κατά το νόμο, καταβολή τελών και παραβόλου.
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση της υπ' αριθμ. 1112/1992 αποφάσεως του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιώς, ανέκκλητης λόγω ποσού κατά τη διάταξη του άρθρου 60 παρ. 2 του ν. 2065/1992, Α' 113 (βλ. Ολ. 3621/1995). Με την εν λόγω απόφαση, κατόπιν αποδοχής προσφυγής του αναιρεσιβλήτου, ακυρώθηκε η υπ' αριθμ. 14362/20-7-1990 αρνητική απάντηση του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Αγίου Δημητρίου και μεταρρυθμίστηκε το από 12-1-1990 εκκαθαριστικό σημείωμα εφ' άπαξ εισφοράς άρθρου 7 του ν. 1870/1989 που είχε εκδοθεί από τον ίδιο Προϊστάμενο.
3. Επειδή, όπως προκύπτει από τις υπ' αριθμ. 77 και 78 της 26ης Ιουλίου 1994 εκθέσεις επιδόσεως της δικαστικής επιμελητρίας του Πρωτοδικείου Αθηνών Αθανασίας Αμπράση, αντίγραφα της κρινομένης αιτήσεως και της από 30-6-1994 πράξεως του Προέδρου του Β' Τμήματος περί ορισμού εισηγητού και δικασίμου, επιδόθηκαν στον αναιρεσίβλητο νομοτύπως και εμπροθέσμως. Επομένως η αίτηση αυτή, η οποία ασκήθηκε και κατά τα λοιπά παραδεκτώς, είναι τύποις δεκτή και περαιτέρω εξεταστέα παρά την μή παράσταση του αναιρεσιβλήτου κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση της υποθέσεως.
4. Επειδή, στην παρ. 1 του άρθρου 7 του Ν. 1870/89 (φ. 250 Α') ορίζεται ότι επιβάλλεται εφάπαξ εισφορά, μεταξύ άλλων, στο φόρο εισοδήματος των φυσικών προσώπων, στην δε παρ. 2 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι για την επιβολή της εισφοράς αυτής λαμβάνεται ως βάση, για τα φυσικά πρόσωπα, το ποσό του φόρου εισοδήματος το οποίο αναλογεί κατά το οικονομικό έτος 1989 στο συνολικό τους εισόδημα, όπως αυτό προσδιορίζεται σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις της νομοθεσίας περί φορολογίας εισοδήματος. Ακολούθως, στην παρ. 1 του άρθρου 8 του αυτού ως άνω νόμου ορίζεται ότι για τα φυσικά πρόσωπα ή παραπάνω εισφορά υπολογίζεται με συντελεστή 5% επί του ποσού του κύριου και του συμπληρωματικού φόρου. Εξάλλου, με το άρθρο 51 του Ν. 1882/90 (φ. 43 Α') κυρώθηκε η υπ' αριθ. 104/6962/477/Α.0012/18-4-1989 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, κατά την οποία οι αναδρομικές αποδοχές που καταβλήθηκαν στους δικαστικούς λειτουργούς το 1988, επειδή οι βασικοί μισθοί τους που καθορίζονταν με το Ν. 755/78 και τα πριν από το Ν. 1587/86 νομοθετήματα ήταν κατώτεροι εκείνων των καθηγητών των Α.Ε.Ι. που καθορίσθηκαν με το Ν. 1517/85, λογίζονται ότι αποτελούν εισόδημα που αποκτάται κατά τη χρήση 1988, ποσοστό δε 20% από τις πιο πάνω καθαρές αναδρομικές αποδοχές απαλλάσσεται από το φόρο εισοδήματος. Τέλος, με το μεταγενέστερο Ν. 1884/90 (φ. 21 Α'), με το άρθρο 35 παρ. 14 του οποίου αντικαταστάθηκε το άρθρο 41 του Ν.Δ. 3323/55, αντιμετωπίσθηκε γενικότερα το θέμα του εισοδήματος από αποδοχές και συντάξεις που καταβάλλονται, πλην άλλων, βάσει δικαστικών αποφάσεων και ορίσθηκε, σε αντίθεση με το προηγούμενο καθεστώς (άρθρο 41 παρ. 1 Ν.Δ. 3323/55, όπως η παράγραφος αυτή είχε αντικατασταθεί από το άρθρο 9 παρ. 3 του Ν. 1828/89 - φ. 2 Α'), ότι ως χρόνος αποκτήσεώς τους για τη φορολογία εισοδήματος θεωρείται ο χρόνος κατά τον οποίο εισπράττονται από τους δικαιούχους.
5. Επειδή, κατά την έννοια των διατάξεων που αναφέρονται στην προηγούμενη σκέψη, η προβλεπόμενη από το άρθρο 7 του Ν. 1870/89 εισφορά, η οποία, κατά τα προεκτεθέντα, υπολογίζεται επί του φόρου εισοδήματος των φυσικών προσώπων οικονομικού έτους 1989 (χρήσεως 1988), επιβάλλεται και επί του φόρου εισοδήματος που αναλογεί στις ως άνω αναδρομικές αποδοχές των δικαστικών λειτουργών, αφού οι αποδοχέες αυτές αποτελούν κατά το νόμο φορολογητέο εισόδημά τους της χρήσεως 1988 (πρβλ. σχετ. Σ.τ.Ε. 1121/94 επταμελούς συνθέσεως). Εξάλλου, η επιβολή της εν λόγω εισφοράς και επί του φόρου εισοδήματος που αναλογεεί στις αναδρομικές αυτές αποδοχές των δικαστικών λειτουργών δεν αντίκειται στη συνταγματική αρχή της ισότητας και ειδικότερα της ισότητας ως προς τα δημόσια βάρη (άρθρο 4 παρ. 1 και 5 του Συντ/τος), γιατί, όπως για τους λοιπούς φορολογουμένους, έτσι και για τους δικαστικούς λειτουργούς η εισφορά αυτή υπολογίζεται επί του φόρου που αναλογεί στα εισοδήματά τους, τα οποία ο νόμος θεωρεί ως (φορολογητέα) εισοδήματα της χρήσεως 1988. Τούτο δε ιδίως ενόψη και του ότι δεν αποκλείεται, κατ' αρχήν, εκ του Συντάγματος στον κοινό νομοθέτη να ορίσει ότι εισόδημα αναγόμενο σε προηγούμενη χρήση αποτελεί φορολογητέο εισόδημα επόμενης χρήσεως, εφόσον, όπως συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση, συναρτά τη σχετική ρύθμιση με πραγματικό δεδομένο, το οποίο δημιουργεί, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, πραγματική φοροδοτική ικανότητα του φορολογουμένου κατά την τελευταία αυτή χρήση, όπως είναι η είσπραξη του οικείου ποσού κατά τη χρήση αυτή.
6. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως αναφέρεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, ο αναιρεσίβλητος, δικαστικός λειτουργός, υπέβαλε στον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Αγίου Δημητρίου δήλωση φορολογίας εισοδήματος οικονομικού έτους 1989, με την οποία δήλωσε συνολικό καθαρό εισόδημα ΣΤ' πηγής 2.968.638 δρχ., στο οποίο περιλαμβάνεται
α) ποσό 1.931.352 δρχ. που αντιστοιχεί στις αποδοχές του έτους 1988 και
β) ποσό 1.037.275 δρχ., το οποίο αντιστοιχεί στις μειωμένες κατά 20% αναδρομικές αποδοχές των ετών 1985 και 1986 που του καταβλήθηκαν το έτος 1988 και τις οποίες δήλωσε κατά το ένδικο οικονομικό έτος, σύμφωνα με την ως άνω κυρωθείσα με το Ν. 1882/90 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών. Η φορολογική αρχή καταλόγισε σε βάρος του αναιρεσιβλήτου με το πιο πάνω εκκαθαριστικό σημείωμα εισφορά του άρθρου 7 του Ν. 1870/89 εκ δραχμών 30.165, την οποία υπολόγισε με βάση το φόρο που αντιστοιχούσε στο συνολικό ποσό καθαρού εισοδήματος που δήλωσε το αναιρεσίβλητος. Αίτημα του αναιρεσιβλήτου να τροποποιηθεί το εκκαθαριστικό σημείωμα, απορρίφθηκε, όπως προεκτίθεται, από τη φορολογική αρχή. Το διοικητικό πρωτοδικείο έκρινε επί της σχετικής προσφυγής ότι μη νόμιμα συνυπολογίσθηκε για τον προσδιορισμό του φόρου επί του οποίου υπολογίσθηκε η ένδικη εισφορά και το ποσό των πιο πάνω αναδρομικών αποδοχών του αναιρεσιβλήτου, αφού οι αποδοχές αυτές, εκτός του ότι δεν συνιστούν φορολογητέο εισόδημα, αλλά αποζημίωση, πάντως δεν προέκυψαν κατά το έτος 1988, αλλά ανάγονται σε προηγούμενα έτη, τυχόν δε συνυπολογισμός και των αναδρομικών αυτών αποδοχών για την επιβολή της εν λόγω εισφοράς θα οδηγούσε σε άνιση μεταχείριση των δικαστικών λειτουργών σε σχέση με τους λοιπούς φορολογούμενους, για τους οποίους η εισφορά αυτή υπολογίσθηκε μόνο στα εισοδήματα που προέκυψαν και αποκτήθηκαν το έτος 1988. Η κρίση όμως αυτή της προσβαλλόμενης αποφάσεως δεν είναι νόμιμη, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην προηγούμενη σκέψη, για το λόγο δε αυτό, βάσιμα προβαλλόμενο με την κρινόμενη αίτηση, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος τούτο.
7. Επειδή, εξ άλλου, στην παρ. 1 του άρθρου 9 του ν. 1870/1989 ορίζεται ότι "η εισφορά του παρόντος βεβαιώνεται οίκοθεν από τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας που είναι αρμόδιος για τη φορολογία του φυσικού ή νομικού προσώπου με βάση τους τίτλους βεβαίωσης που αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρου 65 του π.δ. 129/1989 . . .".
8. Επειδή, ως προς το ποσό του 1.931.352 δραχμών που αντιστοιχεί στις αποδοχές του αναιρεσιβλήτου του έτους 1988, το δικάσαν δικαστήριο προέβη σε ιδία κρίση περί του ότι το ήμισυ των αποδοχών αυτών δεν υπόκειται σε φόρο εισοδήματος κατ' εφαρμογή του άρθρου 5 του Ζ'/1975 Ψηφίσματος, κατόπιν δε τούτου προέβη στην περαιτέρω κρίση περί του ότι η ένδικη εισφορά πρέπει να υπολογισθεί μόνον επί του φόρου που αναλογεί στο ήμισυ των καθαρών αποδοχών οικονομικού έτους 1989. Με το περιεχόμενο, όμως, αυτό η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι νομίμως αιτιολογημένη διότι δεν προκύπτει από αυτήν ότι για τον υπολογισμό της ένδικης εισφοράς το δικαστήριο έλαβε υπόψη τον υφιστάμενο νόμιμο τίτλο στη φορολογία εισοδήματος, όπως απαιτεί η διάταξη που παρατίθεται στην προηγούμενη σκέψη. Για το λόγο τούτο, βασίμως προβαλλόμενο με την κρινόμενη αίτηση, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί και κατά το μέρος της αυτό.
9. Επειδή, αναιρουμένης εν όλω της προσβαλλομένης αποφάσεως για τους ανωτέρω λόγους, η υπόθεση, η οποία χρειάζεται διευκρίνηση κατά το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί στο ίδιο δικαστήριο για νέα κρίση.
Διά ταύτα
Δέχεται την κρινόμενη αίτηση.
Αναιρεί την υπ' αριθμ. 1112/1992 απόφαση του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιώς, στο οποίο και παραπέμπει την υπόθεση κατά το αιτιολογικό και Επιβάλλει στον αναιρεσίβλητο τη δικαστική δαπάνη του Δημοσίου, ανερχόμενη στο ποσό των είκοσι οκτώ χιλιάδων (28.000) δραχμών.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 28 Ιουνίου 1995 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 13ης Ιουλίου 1995.
Ο Πρόεδρος του Β Τμήματος Η Γραμματέας
Σ. Γιάγκας Δ. Μουζάκη
Δεν υπάρχουν σχόλια! Πρόσθεσε το σχόλιο σου τώρα!