ΣτΕ 974/1995
Αριθμός 974/1996
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Β'
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 21 Σε πτεμβρίου 1994, με την εξής σύνθεση : Ηλ. Παπαγεωργίου, Σύμβου λος της Επικρατείας, Προεδρεύων σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Θ. Χατζηπαύλου7 Δ. Κωστόπουλος7 Σύμ βουλοι, Α. Γκότσης7 Π. Κοτσώνης, Πάρεδροι. Γραμματέας η Π. Στερ γιοπούλου.
Για να δικάσει την από 30 Μαρτίου 1992 αίτηση : του Προϊσταμένου Δ.Ο.Υ. Βύρωνα, ο οποίος παρέστη με τον Δ. Παπαδόπουλο, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κρά τους, κατά του Αντωνίου Πλακίδα, κατοίκου Ρόδου, ο οποίος δεν παρέστη.
Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων Προϊστάμενος επι διώκει να αναιρεθεί η υπ' αριθμ. 5605/1991 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητού7 Παρέδρου Α. Γκότση.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον αντιπρόσωπο του αναιρεσείοντος Προϊσταμένου, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη, σε αίθουσα του δικαστηρίου και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά το Νόμο
1. Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση, η οποία ασκήθηκε κατά το νόμο χωρίς να καταβληθούν τέλη και το παράβολο, ζητείται η αναίρεση της ανέκκλητης λόγω ποσού αποφάσεως 5605/91 του Μο νομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθήνας7 με την οποία έγινε δε κτή προσφυγή του αναιρεσιβλήτου κατά του από 12-1-1990 εκκαθα ριστικού σημειώματος εφάπαξ εισφοράς του άρθρου 7 του Ν. 1870/89 εκ δρχ. 2ή 583 του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Βύρωνα Αττικής και με ταρρυθμίσθηκε το εκκαθαριστικό αυτό σημείωμα.
2. Επειδή, στον αναιρεσίβλητο, ο οποίος δεν παρέστη κατά την επ" ζήτηση της υποθέσεως, επιδόθησαν νο μότυπα και εμπρόθεσμα7 με επιμέλεια του αναιρεσείοντος και σύμ φωνα με το άρθρο 21 παρ. 4 του Π.Δ. 18/89 ιικωδικοποίηση διατάξεων νόμων για το Συμβούλιο της Επικρατείαςιι (φ. 8 Α'), αντίγραφα της κρινόμενης αιτήσεως και της πράξεως του Προέδρου του Β' Τμήμα τος περί ορισμού εισηγητή και δικασίμου, όπως προκύπτει από τις υπ' αριθ. 3102β και 31037 της 9-3-1994, εκθέσεις επιδόσεως του δικαστι κού επιμελητή του Πρωτοδικείου Ρόδου Νικ. Χρυσαφίδη. Επομένως, η υπό κρίση αίτηση, η οποία ασκήθηκε και κατά τα λοιπά παρα δεκτώς, είναι τύποις δεκτή.
3. Επειδή, στηγ παρ. 1 του άρθρου 7 του Ν. 1870/89 (φ. 250 Α') ορίζεται ότι επιβάλλεται εφάπαξ εισφορά, μεταξύ άλλων, στο φόρο εισοδήματος των φυσικών προσώπων, στην δε παρ. 2 του ίδιου . άρθρου ορίζεται ότι για την επιβολή της εισφοράς αυτής λαμβάνεται ως βάση, για τα φυσικά πρόσωπα7 το ποσό του φόρου εισοδήματος το οποίο αναλογεί κατά το οικονομικό έτος 1989 στο συνολικό τους εισόδημα, όπως αυτό προσδιορίζεται σύμφωνα με τις σχετικές διατά ξεις της νομοθεσίας περί φορολογίας εισοδήματος. Ακολούθως, στην παρ. 1 του άρθρου 8 του αυτού ως άνω νόμου ορίζεται ότι για τα φυσικά πρόσωπα ή παραπάνω εισφορά υπολογίζεται με συντελεστή 5010 επί του ποσού του κύριου και του συμπληρωματικού φόρου. Εξάλλου, με το άρθρο 51 του Ν. 1882/90 (φ. 43 Α') κυρώθηκε η υπ' αριθ. 104/6962/477/Α.0012/18-4-1989 απόφαση του Υπουργού Οικονο μικών, κατά την οποία οι αναδρομικές αποδοχές που καταβλήθηκαν στους δικαστικούς λειτουργούς το 1988, επειδή οι βασικοί μισθοί τους που καθορίζονταν με το Ν. 755/78 και τα πριν από το Ν. 1587/ 86 νομοθετήματα ήταν κατώτεροι εκείνων των καθηγητών των Α.Ε.Ι. που καθορίσθηκαν με το Ν. 1517/85, λογίζονται ότι αποτελούν εισό δημα που αποκτάται κατά τη χρήση 1988, ποσοστό δε 2Οσιο από τις πιο πάνω καθαρές αναδρομικές αποδοχές απαλλάσσεται από το φόρο εισοδήματος. Τέλος, με το μεταγενέστερο Ν. 1884/90 (φ. 21 Α'), με το άρθρο 35 παρ. 14 του οποίου αντικαταστάθηκε το άρθρο 41 του Ν.Δ. 3323/55, αντιμετωπίσθηκε γενικότερα το θέμα του εισοδήματος από αποδοχές και συντάξεις που καταβάλλονται, πλην άλλων, βάσει δικαστικών αποφάσεων και ορίσθηκε, σε αντίθεση με το προηγού μενο καθεστώς (άρθρο 41 παρ. 1 Ν.Δ. 3323/55, όπως η παράγραφος αυ τή είχε αντικατασταθεί από το άρθρο 9 παρ. 3 του Ν. 1828/89 - φ. 2Α'), ότι ως χρόνος αποκτήσεώς τους για τη φορολογία εισοδήματος θεωρείται ο χρόνος κατά τον οποίο εισπράττονται από τους δικαιού χους.
4. Επειδή, κατά την έννοια των διατάξεων που αναφέ ρονται στην προηγούμενη σκέψη7 η προβλεπόμενη από το άρθρο 7 του Ν. 1870/89 εισφορά, η οποία, κατά τα προεκτεθέντα, υπολογίζεται επί του φόρου εισοδήματος των φυσικών προσώπων οικονομικού έτους 1989 (χρήσεως 1988), επιβάλλεται και επί του φόρου εισοδή ματος που αναλογεί στις ως άνω αναδρομικές αποδοχές των δικα στικών λειτουργών, αφού οι αποδοχές αυτές αποτελούν κατά το νό μο φορολογητέο εισόδημά τους της χρήσεως 1988 (πρβλ. σχετ. Σ.τ.Ε. 1121/94 επταμελούς συνθέσεως). Εξάλλου, η επιβολή της εν λόγω εισφοράς και επί του φόρου εισοδήματος που αναλογεί στις αναδρο μικές αυτές αποδοχές των δικαστικών λειτουργών δεν αντίκειται στη συνταγματική αρχή της ισότητας και ειδικότερα της ισότητας ως προς τα δημόσια βάρη (άρθρο 4 παρ. 1 και 5 του Συντ/τος), γιατί, όπως για τους λοιπούς φορολογουμένους, έτσι και για τους δικαστι κούς λειτουργούς η εισφορά αυτή υπολογίζεται επί του φόρου που αναλογεί στα εισοδήματά τους, τα οποία ο νόμος θεωρεί ως (φορο λογητέα) εισοδήματα της χρήσεως 1988. Τούτο δε ιδίως ενόψη και του ότι δεν αποκλείεται, κατ' αρχήγ, εκ του Συντάγματος στον κοινό νομοθέτη γα ορίσει ότι εισόδημα αναγόμενο σε προηγούμενη χρήση αποτελεί φορολογητέο εισόδημα επόμενης χρήσεως, εφόσον, όπως συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση, συναρτά τη σχετική ρύθμιση με πραγματικό δεδομένο, το οποίο δημιουργεί, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, πραγματική φοροδοτική ικανότητα του φορολο γουμένου κατά την τελευταία αυτή χρήση, όπως είναι η είσπραξη του οικείου ποσού κατά τη χρήση αυτή.
5. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως αναφέρεται στηγ προσβαλλόμενη απόφαση7 ο αναιρεσίβλητος, δικαστικός λει τουργός, υπέβαλε στον Οικονομικό Εφορο Βύρωνα δήλωση φορολο γίας εισοδήματος οικονομικού έτους 1989, με την οποία δήλωσε συ νολικό καθαρό εισόδημα ΣΤ' πηγής 2.506.392 δρχ., στο οποίο περι λαμβάνεται και ποσό 808.282 δρχ., το οποίο αντιστοιχεί στις μειω μένες κατά 2007σ αναδρομικές αποδοχές των ετών 1985 και 1986 που του καταβλήθηκαν το έτος 1988 και τις οποίες δήλωσε κατά το ένδικο οικονομικό έτος, σύμφωνα με την ως άνω κυρωθείσα με το Ν. 1882/90 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών. Η φορολογική αρχή καταλόγισε σε βάρος του αναιρεσιβλήτου με το πιο πάνω εκκαθα ριστικό σημείωμα εισφορά του άρθρου 7 του Ν. 1870/89 εκ δρχ. 23.583, την οποία υπολόγισε με βάση το φόρο που αντιστοιχούσε στο συνολικό ποσό καθαρού εισοδήματος που δήλωσε ο αναιρε σίβλητος. Το διοικητικό πρωτοδικείο έκρινε ότι μη γόμιμα συνυπο λογίσθηκε για τον προσδιορισμό του φόρου επί του οποίου υπολο γίσθηκε η ένδικη εισφορά και το ποσό των πιο πάνω αναδρομικών αποδοχών του αναιρεσιβλήτου, αφού οι αποδοχές αυτές δεν προέκυ ψαν κατά το έτος 1988, αλλά ανάγονται σε προηγούμενα έτη, τυχόν δε συνυπολογισμός και των αναδρομικών αυτών αποδοχών για την επιβολή της εν λόγω εισφοράς θα οδηγούσε σε άνιση μεταχείριση των δικαστικών λειτουργών σε σχέση με τους λοιπούς φορολογού μενους, για τους οποίους η εισφορά αυτή υπολογίσθηκε μόνο στα ει σοδήματα που προέκυψαν και αποκτήθηκαν το έτος 1988. Η κρίση όμως αυτή της προσβαλλόμενης αποφάσεως δεν είναι7 σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην προηγούμενη σκέψη, γόμιμη, για το λόγο δε αυ τό, βάσιμα προβαλλόμενο με την κρινόμενη αίτηση, πρέπει να αναι ρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, η δε υπόθεση, η οποία χρειάζεται διευκρίνιση κατά το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί στο ίδιο δικαστήριο για νέα κρίση.
Διά ταύτα
Δέχεται την αίτηση.
Αναιρεί τηγ απόφαση 5605/91 του Μονομελούς Διοικη τικού Πρωτοδικείου Αθήνας, στο οποίο και παραπέμπει την υπόθεση, κατά το αιτιολογικό και
Επιβάλλει στον αναιρεσίβλητο τη δικαστική δαπάνη του Δημοσίου, ανερχόμενη στο ποσό των είκοσι οκτώ χιλιάδων (28.000) δραχμών.
Η διάσκεψη έγινε στηγ Αθήνα στις 26 Οκτωβρίου 1994
Ο Προεδρεύων Σύμβουλος Η Γραμματέας
Ηλ. Παπαγεωργίου Π. Στεργιοπούλου και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 8ης Μαρτίου 1995.
Ο Πρόεδρος του Β Τμήματος Η Γραμματέας του Β' Τμηματος
Σ. Γιάγκας Μ. Μπερδεμπέ
Δεν υπάρχουν σχόλια! Πρόσθεσε το σχόλιο σου τώρα!