ΠΟΛ. 1186/16-9-1999 Χορήγηση αποδεικτικού ενημερότητας
ΥΠΟΙΚ 1047310/2729-11/0016/ΠΟΛ.1186/16.9.1999 Χορήγηση αποδεικτικού ενημερότητας.
Σας κοινοποιούμε την υπ` αριθ. 261/1999 Γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, η οποία έγινε δεκτή από τον Υφυπουργό Οικονομικών, για ενημέρωσή σας και ενιαία εφαρμογή σε ανάλογες περιπτώσεις.
Με τη Γνωμοδότηση αυτή γίνεται δεκτό ότι, σε περίπτωση που με οριστική απόφαση του αρμόδιου Δικαστηρίου, μετά από άσκηση ανακοπής κατ` άρθρο 73, παρ. 1 του ΚΕΔΕ, ακυρώνεται ατομική ειδοποίηση για το λόγο ότι δεν τηρήθηκαν οι διαδικασίες που ορίζονται από τις εκάστοτε ειδικές διατάξεις για την οριστικοποίηση του νόμιμου τίτλου στον οποίο στηρίζεται η ταμειακή βεβαίωση (βεβαίωση με τη στενή του όρου έννοια) του χρέους και η βάσει αυτής έκδοση της ατομικής ειδοποίησης, συντρέχουν οι προϋποθέσεις χορήγησης αποδεικτικού ενημερότητας. Και τούτο διότι, στην προκειμένη περίπτωση, η εν ευρεία έννοια βεβαίωση της οφειλής δεν έχει συντελεσθεί νομίμως, με συνέπεια να μην είναι νόμιμη και η ταμειακή βεβαίωση αυτής και η περαιτέρω λήψη, σε βάρος του οφειλέτη, του διοικητικού μέτρου της μη χορήγησης ασφαλιστικής ενημερότητας, παρά τη μη διαγραφή της οφειλής αυτής, λόγω μη έκδοσης τελεσίδικης αναγνωριστικής της ακυρότητας του σχετικού τίτλου απόφασης.
Σημειώνουμε ότι, για την εφαρμογή της Γνωμοδότησης αυτής, θα πρέπει να εξετάζεται, σε κάθε περίπτωση, ο λόγος ακυρότητας της ατομικής ειδοποίησης ή της ταμειακής βεβαίωσης και να εφαρμόζεται αυτή μόνο, σε περίπτωση που η ακυρότητα ανάγεται στη μη οριστικοποίηση κατά νόμο του σχετικού τίτλου του Δημοσίου που προσδιορίζει και την οφειλή.
Αρ. Γνωμ. 261/1999 ------------------ Περίληψη Ερωτήματος: Εάν είναι δυνατή η χορήγηση Αποδεικτικού Ενημερότητος (Α.Ε.) σε οφειλέτιδα του Δημοσίου εταιρία μετά την έκδοση οριστικής απόφασης, με την οποία, κατά παραδοχή ανακοπής του ΚΕΔΕ, ακυρώνεται η προς την εταιρία ατομική ειδοποίηση περί καταβολής προστίμων ανέγερσης και διατήρησης αυθαιρέτου κτίσματος, λόγω μη οριστικοποίησης της σχετικής πράξης επιβολής που θεμελιώνει την αντίστοιχη πράξη ταμειακής βεβαίωσης, ενόψει των διατάξεων του άρθρου 10, παρ. 8 και 9 του Ν.1160/1981, οι οποίες προβλέπουν διαγραφή των βεβαιωμένων στις ΔΟΥ εσόδων μετά την δια τελεσιδίκου δικαστικής αποφάσεως απαγγελία της ακυρότητας της ατομικής ειδοποίησης για λόγους αναγόμενους στο νόμιμο τίτλο. -----------------------------------------------------------------------
Επί του ανωτέρω ερωτήματος, το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους γνωμοδότησε ομοφώνως ως ακολούθως:
Ι. Α) Στο Π.Δ. της 3/8.9.1985 (ΦΕΚ 383/Δ`) "Τρόπος και διαδικασία εκτίμησης της αξίας αυθαιρέτων κατασκευών και καθορισμός του ύψους των προστίμων", που εκδόθηκε κατ` εξουσιοδότηση του άρθρου 18, παρ. 8 του Ν.1337/1983 (ΦΕΚ 33/Α`) "Επέκταση των πολεοδομικών σχεδίων, οικιστική ανάπτυξη και σχετικές ρυθμίσεις" ορίζεται ότι: Τα πρόστιμα ανέγερσης και διατήρησης αυθαιρέτων (το ύψος των οποίων καθορίζεται, σύμφωνα με τα αναλυτικώς διαλαμβανόμενα στο άρθρο 3 του Π.Δ. τούτου, σε ποσοστό της αξίας των αυθαιρέτων, ενόψει της κατάταξής τους σε μια από τις αναφερόμενες στο άρθρο 2 του ίδιου Π.Δ. κατηγορίες), επιβάλλονται με απόφαση του Προϊσταμένου της Πολεοδομικής Υπηρεσίας, η οποία εκδίδεται αμέσως μετά το χαρακτηρισμό τους ως αυθαιρέτων ή την οριστική κρίση ως εξαιρετέων ή μη από την κατεδάφιση (άρθρο 4, παρ. 1). Κατά της παραπάνω απόφασης ο υπόχρεος δικαιούται να ασκήσει, μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία δέκα ημερών από την κοινοποίησή της σ` αυτόν, ένσταση (ενδικοφανή προσφυγή) που αναστέλλει την εκτέλεση της απόφασης και για την οποία αποφαίνεται οριστικά, με αιτιολογημένη απόφαση, το αρμόδιο Συμβούλιο Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος.
Η απόφαση επιβολής προστίμου γίνεται οριστική είτε μετά την έκδοση και κοινοποίηση της τυχόν απορριπτικής απόφασης του αρμόδιου Συμβουλίου Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος, στην περίπτωση που έχει ασκηθεί ένσταση, είτε μετά την άπρακτη παρέλευση της κατά τα παραπάνω τασσομένης προθεσμίας για υποβολή ένστασης (άρθρο 4, παρ. 3). Μετά την οριστική επιβολή προστίμου, αυτό βεβαιώνεται στο αρμόδιο Ταμείο, εισπράττεται ως δημόσιο έσοδο και αποδίδεται ολόκληρο στο Ειδικό Ταμείο Εφαρμογής Ρυθμιστικών και Πολεοδομικών Σχεδίων (ΕΤΕΡ-ΠΣ) (άρθρο 4, παρ. 4).
Β) Στο Ν.Δ.356/1974 "περί Κώδικος Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων" ορίζεται: Στο άρθρο 1: "1. Η είσπραξις των εκ πάσης αιτίας δημοσίων εσόδων ενεργείται κατά τας διατάξεις του παρόντος Ν.Δ.", στο άρθρο 2: "1. Η είσπραξις των δημοσίων εσόδων ανατίθεται εις τα Δημόσια Ταμεία ενεργείται δε δυνάμει νομίμου τίτλου. 2. Νόμιμος τίτλος είναι: α) Η κατά τους κειμένους νόμους βεβαίωσις και ο υπό των αρμοδίων Διοικητικών ή ετέρων αρμοδίων κατά νόμον Αρχών προσδιορισμός του εισπρακτέου ποσού, του είδους του εσόδου και της αιτίας δι` ην οφείλεται", στο άρθρο 8: "Κατ` εξαίρεση, προκειμένου περί οφειλετών υπόπτων φυγής ή και γενικώς εάν εκ της μη αμέσου λήψεως αναγκαστικών μέτρων πιθανολογείται κίνδυνος ζημίας του Δημοσίου, ο Διευθυντής του Δημοσίου Ταμείου δικαιούται να προέλθη εις την λήψιν αναγκαστικών μέτρων και πριν ή το χρέος καταστή ληξιπρόθεσμον, δέον όμως προς τούτο να έχει την σύμφωνον γνώμην του Ειρηνοδικείου ή της Αστυνομικής Αρχής της έδρας του Ταμείου όπου δεν εδρεύει Ειρηνοδικείον. Περί τούτου, συντάσσεται πρακτικόν. Υφισταμένου πρακτικού, κατά τα ανωτέρω, ο Διευθυντής του Δημοσίου Ταμείου δικαιούται να αρνηθεί την χορήγησιν αποδεικτικού ενημερότητος των προς το Δημόσιον χρεών, δι` είσπραξιν χρημάτων ή αναχώρησιν εις το εξωτερικόν", στο άρθρο 73: "1. Η προ της ενάρξεως της εκτελέσεως ανακοπή του οφειλέτου ασκείται: α) κατά της εκδοθείσης ατομικής ειδοποιήσεως, β) ... και γ) κατά του νομίμου τίτλου... Δια ταύτης επιτρέπεται η προβολή πάσης αντιρρήσεως ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, ως και η αμφισβήτησις του κατ` ουσίαν βασίμου της απαιτήσεως του Δημοσίου, εφόσον ο προσδιορισμός ταύτης δεν έχει ανατεθή εις Δικαστήρια ή Διοικητικάς Επιτροπάς αποφαινομένας μετά δυνάμεως δεδικασμένου" και στο άρθρο 89: "Αι διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας εφαρμόζονται εφόσον δεν αντίκεινται στις διατάξεις του παρόντος".
Γ) Στον Κ.Πολ.Δ., στο άρθρο 937, ορίζεται, στην παρ. 1, περ. 3: "Εις τας περί την εκτέλεσιν δίκας η προθεσμία προς άσκησιν ενδίκων μέσων δεν αναστέλλει την εκτέλεσιν της αποφάσεως".
Δ) Στο Ν.1715/1951, που διατηρήθηκε σε ισχύ δυνάμει του άρθρου 52, παρ. 18 Εισ.Κ.Πολ.Δ., στο άρθρο 19 ορίζεται: "Η ασκηθείσα υπό του Δημοσίου, του Ταμείου Εθνικού Στόλου, του Ταμείου Εθνικής Αμύνης και του παλαιού Εκκλησιαστικού Ταμείου αίτησις αναιρέσεως κατά τελεσιδίκου δικαστικής αποφάσεως, ως και η προς άσκησιν τοιαύτης προθεσμία, αναστέλλει την κατά των Νομικών τούτων Προσώπων εκτέλεσιν της αποφάσεως και καθ` άς έτι περιπτώσεις θα επιτρέπετο αυτή".
Ε) Στο Ν.2065/1992 στο άρθρο 41, παρ. 1, ορίζεται: "Στο άρθρο 19 του Ν.1715/1951 (ΦΕΚ 94/Α`), στην πρώτη παράγραφο, η οποία αριθμείται 1, προστίθεται παρ. 2, που έχει ως εξής: 2. Η εκτέλεση αποφάσεων Διοικητικών Δικαστηρίων επί διοικητικών διαφορών ουσίας κατά των Νομικών Προσώπων, που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο, αναστέλλεται μέχρις ότου καταστούν αμετάκλητες".
ΣΤ) Στο Ν.1160/1981 ορίζεται στο άρθρο 10: "8. Εν περιπτώσει απαγγελίας δια τελεσιδίκου δικαστικής αποφάσεως της ακυρότητας ατομικής ειδοποιήσεως ή πράξεως διοικητικής εκτελέσεως δια λόγους αναγόμενους εις τον νόμιμον τίτλον, το δικαίωμα του Δημοσίου ή ετέρου προσώπου, ούτινος τα έσοδα εισπράττονται δια των Δημοσίων Ταμείων προς έκδοσιν νέας ή κοινοποίησιν πράξεως προσδιορισμού της σχετικής φορολογικής υποχρεώσεως, εν τη αμέσω ή εμμέσω φορολογία ή ετέρας οιασδήποτε υποχρεώσεως, εν ουδεμία περιπτώσει, θεωρείται ότι απεσβέσθη λόγω παραγραφής προ της παρελεύσεως έτους από της δια δικαστικού επιμελητού κοινοποιήσεως εις τον αρμόδιον Δημόσιον Ταμίαν της ως άνω τελεσιδίκου δικαστικής αποφάσεως. 9. Επιφυλασσομένης της ισχύος της προηγουμένης παραγράφου, βεβαιωμένα έσοδα εις τα Δημόσια Ταμεία περί ων η εν αυτή αναφερομένη ακυρότης, διαγράφονται υπό της βεβαιωσάσης ταύτα Αρχής, βάσει της καθ` οιονδήποτε τρόπον περιελευσομένης εις ταύτην ως άνω τελεσιδίκου δικαστικής αποφάσεως, ότε προβαίνει αυτή εις τας κατά νόμον ενεργείας προς απόκτησιν νομίμου τίτλου".
Η) Τέλος, στο Ν.1882/1990 (ΦΕΚ 43/Α`) "Μέτρα για την περιστολή της φοροδιαφυγής, διαρρυθμίσεις στην άμεση και έμμεση φορολογία και άλλες διατάξεις", στο άρθρο 26, όπως αυτό συμπληρώθηκε και τροποποιήθηκε με το άρθρο 25 του Ν.2648/1998 (ΦΕΚ 238/Α`), προβλέπονται τα εξής: "1. Με αποφάσεις του Υπουργού των Οικονομικών, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, επιτρέπεται να επιβάλλονται κατά των οφειλετών που δεν έχουν εκπληρώσει τις από οποιαδήποτε αιτία οφειλές τους προς το Δημόσιο, περιορισμοί και απαγορεύσεις που ανάγονται στις κάθε φύσεως συναλλαγές, πράξεις ή ενέργειες αυτών είτε με τους ιδιώτες, είτε με το Δημόσιο, Δήμους - Κοινότητες, ΝΠΔΔ, Ιδρύματα κάθε κατηγορίας, Οργανισμούς, Τράπεζες, επιχειρήσεις δημόσιας ή κοινής ωφέλειας και γενικά τον ευρύτερο Δημόσιο Τομέα, όπως αυτός καθορίζεται από την ισχύουσα Νομοθεσία. Οι διατάξεις του προηγουμένου εδαφίου ισχύουν για τους υπόχρεους υποβολής δήλωσης Φορολογίας Εισοδήματος, απόδοσης ΦΠΑ και παρακρατούμενου ΦΜΥ. 3. Η εκπλήρωση των υποχρεώσεων προς το Δημόσιο, κατά τις διατάξεις της παρ. 1 του παρόντος, αποδεικνύεται με αποδεικτικό ενημερότητας που εκδίδεται από τον αρμόδιο Προϊστάμενο της ΔΟΥ και το οποίο χορηγείται εφόσον ο αιτών: α) έχει υποβάλει τις δηλώσεις που ορίζονται στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του παρόντος άρθρου και β) έχει καταβάλει ή τακτοποιήσει κατά νόμιμο τρόπο, με αναστολή πληρωμής ή με διευκόλυνση τμηματικής καταβολής, που έχει χορηγηθεί από τα κατά νόμο αρμόδια όργανα, τις μέχρι τη χρονολογία έκδοσης του αποδεικτικού βεβαιωμένες και ληξιπρόθεσμες οφειλές του προς το Δημόσιο. 4. Τα της ισχύος του αποδεικτικού τα τηρούμενα βιβλία, καθώς και κάθε άλλη λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, καθορίζονται με τις ως άνω κανονιστικές αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών...".
Κατ` εξουσιοδότηση του άρθρου 26 του προαναφερθέντος νόμου, όπως το άρθρο αυτό ισχύει τροποποιηθέν και συμπληρωθέν κατά τα ανωτέρω, εκδόθηκε η υπ` αριθ. 1013368/6976/0016/ΠΟΛ.1028/4.2.1999 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, στο άρθρο 4 της οποίας ορίζεται: "Για τη χορήγηση αποδεικτικού ενημερότητας λαμβάνονται υπόψη από την αρμόδια για τη χορήγησή του ΔΟΥ: 1. Οι παρακάτω βεβαιωμένες και ληξιπρόθεσμες οφειλές...".
ΙΙ. Από τη συνδυασμένη ερμηνεία των προαναφερθεισών διατάξεων συνάγονται τα ακόλουθα:
α) Το από τις διατάξεις του Ν.1337/1983 προβλεπόμενο πρόστιμο αυθαίρετης κατασκευής μετά την οριστική επιβολή του, κατά τα υπό των διατάξεων του άρθρου 4 του κατ` εξουσιοδότηση του νόμου τούτου εκδοθέντος Π.Δ. της 3/8.9.1985 προβλεπόμενα, βεβαιώνεται στο αρμόδιο Ταμείο (ήδη ΔΟΥ), εισπράττεται ως δημόσιο έσοδο και αποδίδεται ακολούθως ολόκληρο στο Ειδικό Ταμείο Εφαρμογής Ρυθμιστικών και Πολεοδομικών Σχεδίων (Σ.τ.Ε.1114/1992). Κατά της οριστικής πράξης επιβολής του εν λόγω προστίμου, ως και κατά της εν συνεχεία εκδιδόμενης ατομικής ειδοποίησης της βεβαιούσης το εν λόγω έσοδο Αρχής, κατά πάγια νομολογία, προβλέπεται, συμφώνως προς τις διατάξεις του άρθρου 1, παρ. 2, εδάφιο ια` και του άρθρου 8 του Ν.1406/1983, η άσκηση από τον οφειλέτη του Δημοσίου ανακοπής του άρθρου 73 του Ν.Δ.356/1974, που εκδικάζεται, μετά την ισχύ του προαναφερθέντος Ν.1406/1983, από τα Διοικητικά Δικαστήρια. Τα Δικαστήρια δε αυτά, ενόψει ανυπαρξίας προσφυγής ουσίας κατά της πράξης επιβολής προστίμου, έχουν την εξουσία να εξετάσουν, κατόπιν ουσιαστικής έρευνας του πραγματικού της υπόθεσης, τόσο την ύπαρξη της χρηματικής αξίωσης του Δημοσίου, όσο και τη νομιμότητα του τίτλου (πράξη επιβολής προστίμου), από τον οποίο αυτή απορρέει (Σ.τ.Ε.1114/1992, Σ.τ.Ε.2048/1992, Σ.τ.Ε.582/1993, Σ.τ.Ε.1213/1994, Σ.τ.Ε.2048/1991, Σ.τ.Ε.4462/1995, Σ.τ.Ε.2150/1995, Σ.τ.Ε.4727/1996). Η αναγνώριση της ανυπαρξίας της αξίωσης του Δημοσίου ή της μη νομιμότητας του τίτλου έχει την επακόλουθο συνέπεια να καθίσταται αυτός ανενεργής, έστω και αν δεν ακυρώνεται τυπικά και να ματαιώνονται οι επαχθείς εξ αυτού για τον οφειλέτη συνέπειες.
β) Η άσκηση ενδίκων μέσων κατά των αποφάσεων που εκδίδονται στις δίκες περί την εκτέλεση, κατά τη διάταξη του άρθρου 937, παρ. 1, περ. 3 του Κ.Πολ.Δ. που εφαρμόζεται δυνάμει του άρθρου 89 του ΚΕΔΕ και στις δίκες περί την αναγκαστική εκτέλεση, δεν αναστέλλει την εκτέλεση των αποφάσεων αυτών. Και τούτο γιατί η διάταξη του άρθρου 937, παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ., αφενός μεν, δεν αντίκειται στις διατάξεις του ΚΕΔΕ, αφετέρου δε, το άρθρο 19 του Ν.1715/1951 δεν αναφέρεται στη διοικητική εκτέλεση και επιπλέον η διάταξη του άρθρου 89 του ΚΕΔΕ, ως νεώτερη και οπωσδήποτε ειδική, επικρατεί έναντι του άρθρου 19 του Ν.1715/1951.
Η προαναφερθείσα εκτελεστότητα των αποφάσεων που εκδίδονται στις δίκες περί τη διοικητική εκτέλεση, δεν θίγεται από τη διάταξη της παρ. 11 του άρθρου 41 του Ν.2065/1992, η οποία δεν αναφέρεται στις διαφορές του ΚΕΔΕ και συνεπώς και μετά την ισχύ του άρθρου αυτού η εκτελεστότητα των αποφάσεων αυτών μετά την άσκηση ενδίκων μέσων ρυθμίζεται από τις κείμενες διατάξεις (άρθρο 937, παρ. 1, περ. 3 του Κ.Πολ.Δ.), που ως ειδικές δεν καταργήθηκαν με την προαναφερθείσα του Ν.2065/1992.
Εξάλλου, η τυχόν έναρξη ή συνέχιση της εκτελεστικής διαδικασίας μετά την ως άνω ακυρωτική απόφαση Διοικητικού Δικαστηρίου, εάν ήθελε θεωρηθεί ότι, εν προκειμένω, δεν ισχύει το άρθρο 937, παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ., δύσκολα θα συμβιβαζόταν με τις αρχές της χρηστής διοίκησης, ενώ αφετέρου δεν φαίνεται πιθανό ότι θα οδηγούσε στην επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, ήτοι την αναγκαστική εκποίηση πράγματος, αφού το κύρος της κατακύρωσης θα εξαρτάτο από την αποδοχή του ενδίκου μέσου του Δημοσίου και την εξαφάνιση της ακυρωτικής απόφασης, πράγμα που λογικά θα απέτρεπε τη συμμετοχή πλειοδοτών στον πλειστηριασμό.
Στις πιο πάνω αποφάσεις, των οποίων η εκτέλεση δεν αναστέλλεται μετά την άσκηση ενδίκων μέσων, περιλαμβάνονται και αυτές που ακυρώνουν ατομική ειδοποίηση, καθόσον οι αποφάσεις αυτές ναι μεν δεν συνιστούν, κατά νομική ακριβολογία, αποφάσεις σε δίκες περί την εκτέλεση, αφού η ατομική ειδοποίηση δεν αποτελεί πράξη διοικητικής εκτέλεσης, εν τούτοις και στις εν λόγω αποφάσεις πρέπει να έχει εφαρμογή, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, το άρθρο 937, παρ. 1, περ. 3 του Κ.Πολ.Δ., δεδομένου ότι και η ατομική ειδοποίηση εκδίδεται στα πλαίσια του ΚΕΔΕ, που αποτελεί το νόμο για την είσπραξη δημοσίων εσόδων με τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης (ad hoc Ολομ. ΝΣΚ 776/1996, ΝΣΚ 434/1997). Σημειωτέον, τέλος, ότι ως εκτέλεση της απόφασης που εκδίδεται στις παραπάνω δίκες νοείται η ισχύς και οι συνέπειες αυτής που αρχίζουν από τη δημοσίευσή της (Ολομ. ΝΣΚ 776/1996).
Κατά συνέπεια τούτων, σε περίπτωση έκδοσης οριστικής απόφασης που ακυρώνει ατομική ειδοποίηση για ανυπαρξία της σχετικής απαίτησης (όταν τούτο, κατά νόμο, είναι επιτρεπτό) ή λόγω έλλειψης νομιμότητας του τίτλου, γιατί ο κατά νόμο εντεταλμένος την αποστολή της οφειλής στην αρμόδια προς βεβαίωση Αρχή δεν είχε αποκτήσει ή οριστικοποιήσει τον κατά νόμο δικαιολογητικό περί της οφειλής αυτής τίτλο, δηλ. τον τίτλο με τον οποίο, υπό του καθ` ύλην αρμοδίου οργάνου, σύμφωνα με διάταξη νόμου, προσδιορίσθηκε το υπόχρεο Νομικό ή Φυσικό Πρόσωπο και η οφειλή κατά είδος και ποσό (βεβαίωση ευρείας έννοιας), καίτοι ο τίτλος αυτός δεν ακυρώνεται τυπικά, καθίσταται ανενεργός εν όλω ή εν μέρει και ματαιώνονται οι επαχθείς εξ αυτού για τον οφειλέτη συνέπειες (Ολομ. Σ.τ.Ε.105/1991, Σ.τ.Ε.487/1991, Ολομ. Σ.τ.Ε.1441/1991, Σ.τ.Ε.582/1993). Επακόλουθο τούτου είναι όχι μόνο η αδυναμία έναρξης ή συνέχισης της διοικητικής εκτέλεσης (Ολομ. ΝΣΚ 820/1992, Ολομ. ΝΣΚ 776/1996, ΝΣΚ 434/1997), αλλά και η αδυναμία έναρξης ή συνέχισης οιασδήποτε επαχθούς για τον οφειλέτη διοικητικής διαδικασίας, εκτός εάν υφίσταται ρητή περί του αντιθέτου νομική πρόβλεψη. Και τούτο, γιατί η οριστική απόφαση που ακυρώνει ατομική ειδοποίηση για τους προαναφερόμενους λόγους, αφού κατά νόμο είναι εκτελεστή από τη δημοσίευσή της, έχει το νόημα ότι, ώσπου να περατωθεί τελεσίδικα η δικαστική εκκρεμότητα, ο διοικούμενος δικαιούται να μένει αδιατάρακτος από άμεσους ή έμμεσους μηχανισμούς κρατικού καταναγκασμού.
γ) Οι διατάξεις του άρθρου 10 (παρ. 8, 9) του Ν.1160/1981 δεν ρυθμίζουν το ζήτημα της αναστολής ή μη της εκτελεστότητας της οριστικής απόφασης που ακυρώνει, κατά τα προαναφερθέντα, ατομική ειδοποίηση, πράγμα το οποίο καθορίζεται από τις ειδικές προς τούτο διατάξεις του άρθρου 937, παρ.1, περ. 3 του Κ.Πολ.Δ., σε συνδυασμό με το άρθρο 89 του ΚΕΔΕ, αλλά αναφέρονται ρητά και εξαντλητικά στις ενέργειες στις οποίες πρέπει να προβεί ο Προϊστάμενος της ΔΟΥ ευθύς ως καταστεί τελεσίδικη η δικαστική απόφαση με την οποία απαγγέλλεται η ακυρότητα ατομικής ειδοποίησης ή πράξης διοικητικής εκτέλεσης, για λόγους αναφερόμενους στο νόμιμο τίτλο. Μεταξύ δε αυτών, συμπεριλαμβάνεται και η διαγραφή του βεβαιωμένου δημοσίου εσόδου μετά την περιέλευση στη ΔΟΥ, καθ` οιονδήποτε τρόπο, της τελεσίδικης απόφασης. Η στηριζόμενη, όμως, στις εν λόγω διατάξεις μη διαγραφή του χρέους δεν αίρει τις προαναφερθείσες συνέπειες της ακυρωτικής της ατομικής ειδοποίησης οριστικής απόφασης για έλλειψη νόμιμου τίτλου, της Διοικητικής Αρχής μη δυναμένης να προχωρήσει πλέον σε πράξεις διοικητικής εκτέλεσης ή να λάβει διοικητικά μέτρα, γιατί υπάρχει δικαστική απόφαση που εκδόθηκε στα πλαίσια του ΚΕΔΕ, που δέχεται ότι το δημόσιο έσοδο, στο οποίο αναφέρεται η ακυρωθείσα ατομική ειδοποίηση, δεν έχει νόμιμα βεβαιωθεί. Είναι, περαιτέρω, προφανές ότι τούτο ισχύει, κυρίως, σε περίπτωση που το Δικαστήριο έχει εξουσία να εξετάσει την ουσιαστική βασιμότητα του τίτλου και να αναγνωρίσει την ανυπαρξία της απαίτησης του Δημοσίου, αφού, στην περίπτωση αυτή, υπάρχει δικαστική απόφαση που δέχεται όχι μόνο μη νόμιμο βεβαίωση του δημοσίου εσόδου, αλλά ανυπαρξία αυτού.
δ) Αναγκαία προϋπόθεση για την έκδοση και χορήγηση του διοικητικού μέτρου του ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΟο ΕΝΗΜΕΡξΤΗΤΑΣ, αποτελεί η ενημερότητα, η έννοια της οποίας προσδιορίζεται από τις σχετικές περί τούτου διατάξεις (άρθρο 26 του Ν.1882/1990 και υπ` αριθ. 1013368/6976/0016/ΠΟΛ.1028/1999 ΑΥΟ). Ενήμερος, κατά τις διατάξεις αυτές, για κάθε περίπτωση θεωρείται ο αιτών την έκδοση ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΟ ΕΝΗΜΕΡΟΤΗΤΑΣ, εφόσον υπέβαλε τις οριζόμενες στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 26 του προαναφερθέντος νόμου δηλώσεις ή κατέβαλε ή κατά νόμιμο τρόπο τακτοποίησε (αναστολή πληρωμής - τμηματική καταβολή) τις μέχρι την έκδοση του ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΟ ΕΝΗΜΕΡξΤΗΤΑΣ ληξιπρόθεσμες και βεβαιωμένες προς το Δημόσιο οφειλές του. Από τη ρηματική δε διατύπωση των ως άνω διατάξεων δεν καταλείπεται καμία αμφιβολία ότι ο νομοθέτης για τη χορήγηση ή όχι ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΟ ΕΝΗΜΕΡΟΤΗΤΑΣ, αναφέρεται στις οφειλές που έχουν βεβαιωθεί με τη στενή του όρου έννοια και έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες με την έννοια του άρθρου 5 του ΚΕΔΕ. Μόνο κατ` εξαίρεση, με τη συνδρομή των όρων και προϋποθέσεων που διαγράφονται στο άρθρο 8 του ΚΕΔΕ, μπορεί το αρμόδιο ξργανο να αρνηθεί να χορηγήσει αποδεικτικό ενημερότητας, έστω και αν τα χρέη δεν έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμα κατά την έννοια του άρθρου 5 του ΚΕΔΕ, αλλά απλώς έχουν βεβαιωθεί ταμειακά.
Περαιτέρω, αυτονόητη προϋπόθεση για τη νόμιμη άρνηση χορήγησης αποδεικτού ενημερότητας, είναι η ύπαρξη και οριστικοποίηση της διοικητικής πράξης που συγκροτεί τη βεβαίωση υπό ευρεία έννοια και συντελεί στον προσδιορισμό υπό του καθ` ύλην αρμοδίου οργάνου του φερομένου ως υπόχρεου Προσώπου, Φυσικού ή Νομικού, προς καταβολή στη Δημόσιο της οφειλής του από φόρους, τέλη ή από άλλη αιτία και στον προσδιορισμό αυτής κατά είδος και ποσό (νόμιμος τίτλος), διότι, διαφορετικά, η υλοποίηση του νόμιμου αυτού τίτλου στο αρμόδιο Ταμείο και η εμφάνιση της περικλειομένης σ` αυτόν απαίτησης ως δημοσίου εσόδου (βεβαίωση στενής εννοίας - ταμειακή) που αποτελεί μετά του ληξιπρόθεσμου την κατά νόμο προϋπόθεση άρνησης χορήγησης αποδεικτικού ενημερότητας, είναι μη νόμιμη με επακόλουθο και τη μη νομιμότητα της σχετικής άρνησης.
Επομένως, σε περίπτωση που ο ως άνω τίτλος κρίθηκε, με οριστική δικαστική απόφαση, μη νόμιμος και, ως εκ τούτου, ανενεργής, παρά τη μη ρητή ακύρωσή του ή όταν αναγνωρίσθηκε η ανυπαρξία του βεβαιωμένου χρέους, η άρνηση χορήγησης αποδεικτικού ενημερότητας είναι μη σύννομη και αντίκειται στον επιδιωκόμενο από τον προβλέποντα αυτό νόμο σκοπό, που συνίσταται στην αποτροπή απώλειας ή καθυστέρησης είσπραξης δημοσίων εσόδων από τους δύστροπους οφειλέτες, γι` αυτό και οι σχετικές περιπτώσεις θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με ιδιαίτερη προσοχή από τη Διοίκηση, ενόψει και του ότι και η ολιγόμηνη καθυστέρηση για τη λήψη του αποδεικτικού ενημερότητας μπορεί να αποβεί μοιραία για την επιβίωση των επιχειρήσεων.
ΙΙΙ. Στην εξεταζόμενη περίπτωση, με το υπ` αριθ. 1036300/2073-11/0016/1999 Εγγραφο της 16ης Δ/νσης του Υπουργείου Οικονομικών και τα συνημμένα σχετικά, δίδονται τα ακόλουθα:
Σε βάρος της Ανώνυμης Εταιρίας με την επωνυμία "Ανώνυμη Εταιρία Τουριστικών Επιχειρήσεων Στυλιανός Κατεχάκης Α.Ε.", ιδιοκτήτριας αυθαίρετης κατασκευής στο Λιμένα Χερσονήσου Ηρακλείου, επιβλήθηκε, με την υπ` αριθ. Π.Γ.3906/11.7.1997 απόφαση της Προϊσταμένης του Τμήματος Πολεοδομίας και Πολεοδομικών Εφαρμογών της Νομαρχίας Ηρακλείου, πρόστιμο ανέγερσης αυθαιρέτου κτίσματος, ύψους 94.373.452 δρχ. και ετήσιο πρόστιμο διατήρησης αυθαιρέτου, ύψους 1.554.452 δρχ. Η κατά της απόφασης αυτής ενώπιον του Συμβουλίου ΠΕΧΩΔΕ της Νομαρχίας Ηρακλείου ένσταση απορρίφθηκε με το υπ` αριθ. 26/29.9.1994 πρακτικό, με το οποίο και διατηρήθηκαν τα ως άνω πρόστιμα στα ίδια ποσά. Ακολούθως, το ποσό των προστίμων αυτών βεβαιώθηκε στη ΔΟΥ Λ. Χερσονήσου Ηρακλείου, ως δημόσιο έσοδο και, με την υπ` αριθ. 735/11.4.1995 ατομική ειδοποίηση του Προϊσταμένου της ΔΟΥ αυτής, η καθ` ής εταιρία κλήθηκε να καταβάλει το σε βάρος της βεβαιωθέν ποσό.
Κατά των ως άνω αποφάσεων και της ατομικής ειδοποίησης η εταιρία άσκησε ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Ηρακλείου ανακοπή, εκδόθηκε δε επ` αυτής η υπ` αριθ. 91/1996 Οριστική Απόφαση του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Ηρακλείου, με την οποία το δικάσαν Δικαστήριο, αφού δέχθηκε με τις στην απόφασή του κρίσεις και παραδοχές ότι ο υπολογισμός του προστίμου ανέγερσης και διατήρησης αυθαιρέτου κατασκευής, που έγινε από την Προϊσταμένη του Τμήματος Πολεοδομίας και Πολεοδομικών Εφαρμογών της Νομαρχίας Ηρακλείου με την προαναφερθείσα απόφασή της, είναι μη νόμιμη και ότι η επί της ως άνω ένστασης της ανακόπτουσας εκδοθείσα απόφαση του Συμβουλίου ΠΕΧΩΔΕ δεν οριστικοποιήθηκε κατά νόμο, λόγω της μη νομίμου κοινοποίησης της και, εν πάση περιπτώσει, της μη απόδειξης ότι υφίσταται γνώση του περιεχομένου αυτής και μάλιστα πλήρης από την ανακόπτουσα, έκρινε ότι η εν λόγω απόφαση δεν αποτέλεσε το νόμιμο τίτλο ταμειακής βεβαίωσης στη ΔΟΥ Λ. Χερσονήσου του δι αυτής επιβληθέντος προστίμου και της στη συνέχεια εκδοθείσας υπ` αριθ. 735/11.4.1995 ατομικής ειδοποίησης, την οποία και εκ του λόγου τούτου ακυρώνει.
Κατά της αποφάσεως αυτής το Δημόσιο άσκησε την από 8.10.1996 και υπ` αριθ. καταθ. 190/10.10.1996 έφεση, η οποία δεν έχει ακόμη συζητηθεί.
Ενόψει του ιστορικού τούτου και δεδομένου ότι η ως άνω εταιρία, με την από 6.4.1999 αίτησή της, ζητά τη χορήγηση αποδεικτικού ενημερότητας, τέθηκε το υπό κρίση ερώτημα από την ερωτώσα Υπηρεσία, η οποία εκφράζει την άποψη ότι η απαγγελθείσα ακύρωση της ατομικής ειδοποίησης δεν αναστέλλει την είσπραξη των οφειλών αυτών, στοιχείο απαραίτητο, κατά τις διατάξεις του άρθρου 26 του Ν.1892/1990, για τη χορήγηση αποδεικτικού.
ΙV. Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με τις διατάξεις που προεκτέθηκαν, μετά την ακύρωση δια της υπ` αριθ. 91/1996 οριστικής και κατά νόμο από τη δημοσίευσή της εκτελεστής απόφασης του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Ηρακλείου, της προς την Ανώνυμη Εταιρία με την επωνυμία "Εταιρία Τουριστικών Επιχειρήσεων Στυλιανός Κατεχάκης Α.Ε." ατομικής ειδοποίησης, για το λόγο ότι δεν οριστικοποιήθηκε η υπ` αριθ. 26/29.4.1999 απόφαση επιβολής και προσδιορισμού των εις την ακυρωθείσα ειδοποίηση αναφερομένων προστίμων του Συμβουλίου ΠΕΧΩΔΕ Ν. Ηρακλείου, είναι προφανές ότι δεν έχει συντελεσθεί νομίμως η, εν ευρεία έννοια, βεβαίωση της εκ της ως άνω αιτίας οφειλής της αιτούσας, με συνέπεια να μην είναι νόμιμη και η επ` αυτής θεμελιούμενη ταμειακή (εν στενή εννοία) βεβαίωση, η οποία δεν παρίσταται ικανή να στηρίξει περαιτέρω τη νόμιμη λήψη σε βάρος της ως άνω εταιρίας του διοικητικού μέτρου της μη χορήγησης αποδεικτικού ενημερότητας. Η δε μη διαγραφή του ως άνω χρέους κατά τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 8 και 9 του Ν.1160/1981, λόγω έλλειψης τελεσίδικης απόφασης αναγνωριστικής της ως άνω ακυρότητας, δεν αίρει την εκτελεστότητα της υπ` αριθ. 91/1996 οριστικής απόφασης, επακόλουθο της οποίας είναι το ανενεργό του σε βάρος της εταιρίας τίτλου του Δημοσίου (πράξης επιβολής προστίμου), ο οποίος, παρά τη μη ρητή ακύρωσή του, δεν παρίσταται ικανός να στηρίξει νομίμως την κατ` αυτής λήψη του διοικητικού μέτρου της μη χορήγησης αποδεικτικού ενημερότητας, αφού δεν υπάρχει νομίμως βεβαιωμένη οφειλή της.
V. Επομένως, στο τεθέν ερώτημα αρμόζει καταφατική απάντηση, ότι δηλ. μετά την έκδοση της ως άνω οριστικής απόφασης, με την οποία ακυρώνεται η για το χρέος της αιτούσας εταιρίας ατομική ειδοποίηση, λόγω μη οριστικοποίησης της σχετικής πράξης επιβολής του εν λόγω χρέους και παρά την μη διαγραφή αυτού, λόγω μη έκδοσης τελεσίδικης αναγνωριστικής της ακυρότητας του σχετικού τίτλου απόφασης, η αρμόδια Αρχή υποχρεούται να χορηγήσει αποδεικτικό ενημερότητας στην αιτούσα εταιρία.
Δεν υπάρχουν σχόλια! Πρόσθεσε το σχόλιο σου τώρα!