Εκσυγχρονίστε και αναβαθμίστε τη ψηφιακή υποδομή του λογιστικού σας γραφείου!

Μάθετε περισσότερα

Ο φορολογικός σας σύμβουλος! Αποκτήστε πρόσβαση στη γνώση από €8,33/ μήνα.

Μάθετε περισσότερα

Αποφάσεις - Εγκύκλιοι

ΠΟΛ. 1303/10-12-1998 Εκταση εφαρμογής ρύθμισης άρθρου 36 του Ν.2648-1998 - Ειδικές περιπτώσεις

ΥΠΟΙΚ 1138109/6734-20/0016/ΠΟΛ.1303/10.12.1998 Εκταση εφαρμογής ρύθμισης άρθρου 36 του Ν.2648/1998 - Ειδικές περιπτώσεις

Με την υπ` αριθ. 721/1998 Γνωμοδότηση, που έκανε αποδεκτή ο Υπουργός Οικονομικών και σας κοινοποιούμε συνημμένα, γίνεται αποδεκτό ότι:

1. Με τις διατάξεις του άρθρου 36 του Ν.2648/1998 μπορούν να καταθέσουν αίτηση ρύθμισης και να υπαχθούν σ` αυτή και τα πρόσωπα που υπέχουν ποινική ή δια προσωποκρατήσεως ευθύνη, καθ` όσον έχουν έννομο συμφέρον να υπαχθούν σ` αυτή, παρόλο που τα χρέη αυτά δεν είναι βεβαιωμένα στο όνομά τους.

Τηρουμένης δε της ρύθμισης, το ποσό της απαλλαγής από τις προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής διαγράφεται και δεν αναζητείται από τους οφειλέτες σε βάρος των οποίων τα ρυθμισθέντα χρέη έχουν βεβαιωθεί.

2. Λόγω του ρητού της σχετικής διάταξης υπάγονται στη ρύθμιση (υποχρεωτικά) όλα τα βεβαιωμένα στη ΔΟΥ χρέη που πληρούν τις προϋποθέσεις υπαγωγής, συμπεριλαμβανομένων και των υπό αναστολή εισπράξεως τελούντων, αφού ο νομοθέτης θα όριζε διαφορετικά αν ήθελε άλλη αντιμετώπιση αυτών.

3. Από το συνδυασμό των διατάξεων 1 και 2 του άρθρου 36 του εν λόγω νόμου, προκύπτει ότι απαιτείται η κατάθεση εκ μέρους του οφειλέτη ή του ευθυνόμενου για την πληρωμή χρεών χωριστής αίτησης, η οποία αίτηση συνεπάγεται τη ρύθμιση του συνόλου των βεβαιωθεισών οφειλών σε επίπεδο Υπηρεσιακής Μονάδας (ΔΟΥ ή Τελωνείο).

4α) Τα ποσά δανείου στεγαστικής συνδρομής ΟΕΚ - ΕΚΤΕ (Ν.Δ.1138/1972 και Ν.Δ.1641/1986) που με το άρθρο 21 του Ν.2198/1994 και το άρθρο 32 του Ν.2224/1994 περιήλθαν στο Δημόσιο και έχουν ρυθμιστεί με το άρθρο 18 του Ν.2322/1995 (Κ.Α.3917 και 3918) δεν μπορούν να ρυθμιστούν με τις διατάξεις του άρθρου 36 του εν λόγω νόμου, αφού ως γενεσιουργό αιτία έχουν δανειακή σύμβαση και με την εκχώρηση των εν λόγω απαιτήσεων δεν μεταβλήθηκε το δίκαιο που ρυθμίζει τη σύμβαση, αλλά μόνο το πρόσωπο του δανειστή.

4β) Τέλος, τα χρέη που προέρχονται από δανειακή ενίσχυση του Ν.849/1978 είναι αποτέλεσμα συμβάσεως και συνεπώς δεν μπορούν να ρυθμιστούν σύμφωνα με τα στην παρ. 3 προαναφερθέντα.

Εάν, όμως, η σχετική περί ενισχύσεως απόφαση Υπουργού έχει ανακληθεί, οπότε διατάσσεται η επιστροφή εν όλω ή εν μέρει της καταβληθείσας ήδη ενίσχυσης, η ανακλητική πράξη της Διοίκησης στηρίζεται απ` ευθείας στο Νόμο και ως εκ τούτου το, για την αιτία αυτή, καταλογισθέν ποσό μπορεί να υπαχθεί στη ρύθμιση του άρθρου 36 του ανωτέρω νόμου.

9090/Αρ.Γνωμ. 721/1998

Περίληψη Ερωτήματος: Διάφορα ερωτήματα σχετικά με την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 36 του Ν.2648/1998.

Επί του παραπάνω ερωτήματος το Δ` Τμήμα του Ν.Σ.Κ. γνωμοδότησε ως ακολούθως:

Ι. Ο Ν.2648/1998 (ΦΕΚ 238/Α`/22.10.1998) "Ρυθμίσεις δασμολογικού και φορολογικού περιεχομένου, τροποποίηση του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας και άλλες διατάξεις", ορίζει στο άρθρο 36, επιγραφόμενο: Ρύθμιση βεβαιωμένων οφειλών.

"1. Χρέη προς το Δημόσιο, βεβαιωμένα στις ΔΟΥ, Τελωνεία, καθώς και χρέη υπέρ Νομικών Προσώπων και λοιπών τρίτων που εισπράττονται μέσω των ΔΟΥ, τα οποία κατέστησαν ληξιπρόθεσμα μέχρι και τις 17.9.1998, ρυθμίζονται ύστερα από αίτηση του οφειλέτη και καταβάλλονται σε δέκα οκτώ, κατ` ανώτατο όριο, ίσες διμηνιαίες δόσεις, μαζί με τις προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής που αναλογούν σ` αυτά μέχρι την ημερομηνία καταβολής της πρώτης δόσης. Στην περίπτωση αυτή, οι προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής μειώνονται κατά 15%. Το ποσό της κάθε δόσης δεν μπορεί να είναι μικρότερο των 100.000 δρχ. Οι οφειλέτες που θα είναι συνεπείς στη ρύθμιση αυτή, απαλλάσσονται από το υπόλοιπο ποσό των προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής, μέχρι την εξόφληση της οφειλής.

2. Η σχετική αίτηση για τη ρύθμιση των ως άνω χρεών, που υφίστανται κατά την ημερομηνία υποβολής της, πρέπει να κατατεθεί στην αρμόδια ΔΟΥ ή Τελωνείο, εντός μηνός από τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Η πρώτη δόση για την υπαγωγή στη ρύθμιση πρέπει να καταβληθεί μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του μηνός Νοεμβρίου 1998 και οι υπόλοιπες δόσεις μέχρι την τελευταία εργάσιμη, για τις Δημόσιες Υπηρεσίες, ημέρα των αντίστοιχων μηνών που ακολουθούν.

3. Η εφάπαξ καταβολή ολόκληρου του οφειλόμενου ποσού μέχρι και την 31.12.1998, συνεπάγεται πρόσθετη έκπτωση κατά ποσοστό 35% των προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής που αναλογούν μέχρι την ημερομηνία καταβολής της πρώτης δόσης.

4. Από την ανωτέρω ρύθμιση εξαιρούνται τα χρέη που έχουν υπαχθεί σε πτωχευτικούς ή εξωπτωχευτικούς συμβιβασμούς που δεν έχουν ανατραπεί, τα χρέη από συμβάσεις, εκτός των δανείων που έχουν χορηγηθεί με την εγγύηση του Δημοσίου και έχουν βεβαιωθεί στις ΔΟΥ για είσπραξη, ο φόρος εισοδήματος Φυσικών και Νομικών Προσώπων οικονομικού έτους 1998, τα τέλη κυκλοφορίας αυτοκινήτων του ίδιου έτους, τα αυτοτελώς βεβαιωμένα χρέη υπέρ ΟΤΑ, τα χρέη υπέρ των κρατών - μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης και τα χρέη υπέρ ξένων κρατών από φόρο εισοδήματος.

5. Η καθυστέρηση καταβολής δύο συνεχών διμηνιαίων δόσεων έχει ως συνέπεια την απώλεια του ευεργετήματος της ρύθμισης και την είσπραξη του υπόλοιπου ποσού της οφειλής, επιβαρυνομένου με τις προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, με βάση τα στοιχεία της βεβαίωσης. Σε περίπτωση καθυστέρησης καταβολής μιας δόσης, ο οφειλέτης επιβαρύνεται με προσαύξηση 2% μηνιαίως, που υπολογίζεται στο σύνολο της δόσης".

ΙΙ. Εν όψει της παραπάνω διατάξεως τίθενται από την 16η Δ/νση, Α` Τμήμα, τα παρακάτω ερωτήματα:

1. Εάν θα πρέπει να γίνονται δεκτές αιτήσεις που υποβάλλουν, προκειμένου να υπαχθούν στη ρύθμιση των υπόψη παραπάνω διατάξεων, τα πρόσωπα που δεν ευθύνονται προσωπικά για την καταβολή χρεών, αλλά υπέχουν ποινική ευθύνη, κατά το άρθρο 25 του Ν.1882/1990, όπως ισχύει σήμερα, καθώς και ευθύνη με το μέτρο της προσωποκράτησης, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.1867/1989, όπως επίσης ισχύει σήμερα (εκπρόσωποι Ν.Π. κ.λπ.) και να τύχουν της προβλεπόμενης έκπτωσης του ποσοστού 15% ή 50% των προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής, κατά περίπτωση, με δεδομένο το ότι τα χρέη αυτά, στις περισσότερες περιπτώσεις, αποτελούν μέρος της συνολικής βεβαιωμένης οφειλής σε βάρος του Νομικού Προσώπου.

Σε καταφατική περίπτωση, ποια θα είναι η τύχη των προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής, κατά το ποσοστό που αυτές θα εκπέσουν, κατά τ` ανωτέρω, για τους έχοντες την αστική ευθύνη των οφειλών εκείνων που αυτές βαρύνουν.

2. Σε περίπτωση ρύθμισης μέρους των οφειλών, είτε διότι από τη σχετική διάταξη δεν παρέχονται οι προϋποθέσεις υπαγωγής τους στη ρύθμιση, είτε διότι έχει παρασχεθεί αναστολή είσπραξης μέρους της οφειλής από το αρμόδιο Δικαστήριο, είτε διότι ο αιτών ευθύνεται προσωπικά για την καταβολή μέρους των οφειλών του πρωτοφειλέτη, εάν παρέχεται το ευεργέτημα της έκπτωσης του 50%, λαμβάνοντας υπόψη το γράμμα του νόμου της παρ. 3 της ανωτέρω διάταξης, σύμφωνα με την οποία: "η εφάπαξ καταβολή ολόκληρου του οφειλόμενου ποσού μέχρι και την 31.12.1998 συνεπάγεται πρόσθετη έκπτωση κατά ποσοστό 35% των προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής που αναλογούν μέχρι την ημερομηνία καταβολής της πρώτης δόσης" και εάν, στην τελευταία περίπτωση, το απαλλασσόμενο ποσό των προσαυξήσεων θα βαρύνει τον πρωτοφειλέτη.

3. Σε περίπτωση που υπάρχουν χρέη από διάφορες αιτίες (π.χ. ατομικά, από συμμετοχή σε Ο.Ε. κ.λπ.), εάν είναι δυνατή η ρύθμιση οφειλών που αφορούν μία ή περισσότερες από τις αιτίες αυτές, όταν αυτό ζητείται από τον υπόχρεο και εάν, στην περίπτωση αυτή, έχει εφαρμογή και πάλι η προαναφερθείσα διάταξη της παρ. 3 του ιδίου άρθρου και νόμου.

4. Λαμβάνοντας υπόψη τη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 36 του Ν.2648/1998, σύμφωνα με την οποία: "από την ανωτέρω ρύθμιση εξαιρούνται τα χρέη από συμβάσεις εκτός των δανείων που έχουν χορηγηθεί με την εγγύηση του Δημοσίου και έχουν βεβαιωθεί στις ΔΟΥ", εάν δύνανται να συμπεριληφθούν στην εν λόγω ρύθμιση: α) τα χρέη από δάνεια της ΕΚΤΕ που εκχωρήθηκαν στο Δημόσιο με τις διατάξεις των άρθρων 21 του Ν.2198/1994 (ΦΕΚ 43/Α`) και 32 του Ν.2224/1994 (ΦΕΚ 112/Α`) και β) τα χρέη που προέρχονται από δανειακή ενίσχυση του Ν.849/1978.

ΙΙΙ. Α. Επί του 1ου ερωτήματος

Με τη διάταξη του άρθρου 36 του Ν.2648/1998 εισάγεται γενική ρύθμιση των χρεών προς το Δημόσιο που είναι βεβαιωμένα στις ΔΟΥ και τα Τελωνεία, καθώς και χρεών υπέρ Νομικών Προσώπων και λοιπών τρίτων που εισπράττονται μέσω των ΔΟΥ, εκτός αυτών που ρητά αποκλείονται από τη ρύθμιση, βάσει της παρ. 4 του ιδίου ως άνω άρθρου, που έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμα μέχρι 17.9.1998, με προφανή επιδίωξη να εξοφλήσουν οι οφειλέτες παλιές βεβαιωμένες οφειλές τους μέχρι τέλους του τρέχοντος οικονομικού έτους, λόγω του παρεχομένου ευεργετήματος της έκπτωσης τελικού ποσοστού 50% (15+35) των προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής (βλ. άρθρο 36 εισηγητικής έκθεσης του Ν.2648/1998, ΠΟΛ.1246/1998, Α1).

Στην παρ. 1 του άρθρου 36 ορίζεται ότι για την υπαγωγή των βεβαιωμένων χρεών στο ευεργέτημα της ρύθμισης, απαιτείται αίτηση του οφειλέτη στην αρμόδια ως άνω Υπηρεσία.

Κατ` ευρεία δε ερμηνεία της παραπάνω διατάξεως, που είναι επιτρεπτή ενόψει του προαναφερόμενου σκοπού του νομοθέτη (εξόφληση παλαιών βεβαιωμένων οφειλών), ο οποίος έτσι εκπληρώνεται, πρέπει να γίνει δεκτό ότι αίτηση υπαγωγής στη ρύθμιση μπορούν να καταθέσουν όχι μόνο τα Πρόσωπα, Φυσικά ή Νομικά, σε βάρος των οποίων είναι βεβαιωμένα τα χρέη, αλλά και αυτοί που υπέχουν ποινική ευθύνη, καθώς και ευθύνη δια προσωποκρατήσεως προς εξόφληση αυτών, καθόσον έχουν έννομο συμφέρον να υπαχθούν στην ευεργετική ρύθμιση, προκειμένου ν` απαλλαγούν από την απειλή της ποινικής διώξεως και της προσωποκρατήσεως, που άλλωστε θεσπίστηκαν ακριβώς σαν μέσο πιέσεως προς τρίτους, συνδεομένους με ορισμένη ιδιότητα ή σχέση με τον οφειλέτη των απαιτήσεων του Δημοσίου Νομικό Πρόσωπο, για την καταβολή των ως άνω απαιτήσεων, τυχόν δε αντίθετη άποψη θα οδηγούσε σε άνιση μεταχείριση προσώπων ευθυνομένων για τα αυτά χρέη.

Στην περίπτωση δε αυτή θα υπαχθούν στη ρύθμιση όλα τα βεβαιωμένα στη ΔΟΥ ή το Τελωνείο χρέη, για τα οποία υπάρχει η ως άνω ευθύνη του αιτούντος, με αποτέλεσμα, σε περίπτωση μεν καταβολής σε δόσεις, να μειώνονται οι προσαυξήσεις του υπαγόμενου στη ρύθμιση ως άνω χρέους κατά 15%, σε περίπτωση δε εφάπαξ καταβολής ολοκλήρου του ιδίου ως άνω χρέους (δηλ. αυτού για το οποίο υπάρχει ευθύνη), να μειώνονται οι προσαυξήσεις κατά ποσοστό 50%, τα παραπάνω δε μειούμενα ποσά προσαυξήσεων, τηρουμένης της ρυθμίσεως, διαγράφονται ως ευεργετική συνέπεια της υπαγωγής των χρεών σ` αυτή και δεν αναζητούνται από τον οφειλέτη σε βάρος του οποίου τα ρυθμισθέντα χρέη έχουν βεβαιωθεί.

Β. Επί του 2ου ερωτήματος

Λόγω του ρητού και αδιαστίκτου ορισμού της διατάξεως του άρθρου 36, παρ. 1, κατά την οποία υπάγονται στη θεσπιζόμενη δια του ιδίου άρθρου ευεργετική ρύθμιση "χρέη προς το Δημόσιο, βεβαιωμένα στις ΔΟΥ, Τελωνεία, καθώς και χρέη υπέρ Νομικών Προσώπων", πρέπει να γίνει δεκτό ότι στη ρύθμιση υπάγονται όλα τα βεβαιωμένα στη ΔΟΥ ή το Τελωνείο χρέη που πληρούν τις από την ίδια διάταξη οριζόμενες προϋποθέσεις υπαγωγής στη ρύθμιση, ώστε να περιλαμβάνονται σ` αυτή και τα χρέη τα τελούντα υπό αναστολή εισπράξεως, καθόσον, εάν ο νομοθέτης ήθελε να επιφυλάξει διαφορετική αντιμετώπιση αυτών, θα το όριζε ρητά.

Στην περίπτωση δε της εφάπαξ καταβολής ολόκληρης της υπαγόμενης στη ρύθμιση οφειλής, παρέχεται για το ως άνω ποσό το ευεργέτημα της έκπτωσης κατά 50% των αναλογουσών σ` αυτό προσαυξήσεων, το οποίο ποσοστό θα διαγραφεί μετά την καταβολή. Βεβαίως, το μη υπαγόμενο στη ρύθμιση μέρος της οφειλής συνεχίζει να επιβαρύνεται με τις αναλογούσες σ` αυτό προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής.

Γ. Επί του 3ου ερωτήματος

Από το συνδυασμό των διατάξεων των παρ. 1 και 2 του άρθρου 36, που ορίζουν ότι η σχετική αίτηση για τη ρύθμιση των βεβαιωμένων στις ΔΟΥ ή τα Τελωνεία χρεών του Δημοσίου ή τρίτων που εισπράττονται μέσω ΔΟΥ, πρέπει να κατατεθεί στην αρμόδια ΔΟΥ ή Τελωνείο και ενόψει του σκοπού του νομοθέτη που επιδιώκει τη γενική ρύθμιση των παλαιών χρεών, προκύπτει ότι απαιτείται η κατάθεση, εκ μέρους του οφειλέτη ή του ευθυνόμενου για την πληρωμή χρεών δια ποινικής διώξεως ή προσωπικής κρατήσεως, χωριστής αιτήσεως στη ΔΟΥ ή το Τελωνείο όπου είναι βεβαιωμένες οφειλές σε βάρος του ή οφειλές τρίτων για τις οποίες υπέχει την ως άνω ευθύνη, η οποία αίτηση συνεπάγεται τη ρύθμιση του συνόλου των βεβαιωθεισών οφειλών σε επίπεδο υπηρεσιακής μονάδας.

Δ. Επί του 4ου ερωτήματος

α) Με τις διατάξεις του άρθρου 21 του Ν.2198/1994 (ΦΕΚ 43/Α`/22.3.1994) και του άρθρου 32 του Ν.2224/1994 (ΦΕΚ 112/Α`/6.7.1994), το Ελληνικό Δημόσιο ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλει στην Εθνική Κτηματική Τράπεζα της Ελλάδος (ΕΚΤΕ) ποσό το οποίο προκύπτει από ληξιπρόθεσμες οφειλές δικαιούχων στεγαστικών δανείων Εργατικής - Λαϊκής Κατοικίας και λοιπών δανείων χορηγηθέντων με βάση τις διατάξεις του Ν.Δ.1138/1972, που προέκυψαν από 1.1.1986 31.12.1993, καθώς και στεγαστικών δανείων Εργατικής Κατοικίας, χορηγηθέντων με βάση τις διατάξεις του Ν.1641/1986, που προέκυψαν από 1.1.1987 30.4.1994 και έχουν καλυφθεί και στις δύο περιπτώσεις από ίδια διαθέσιμα της ΕΚΤΕ, σε αντιστάθμισμα δε των παραπάνω καταβολών, περιέρχονται στο Δημόσιο οι αντίστοιχες εκ των ανωτέρω 18,3 δις και 15,7 δις δρχ. απαιτήσεις κατά των δανειοληπτών αυτών.

Στις παραπάνω περιπτώσεις νόμιμης εκχώρησης (άρθρο 469 του Α.Κ.: εάν η μεταβίβαση της απαιτήσεως χωρεί εκ του νόμου, ο παλαιός δανειστής δεν ευθύνεται έναντι του νέου, ούτε δια την ύπαρξιν της απαιτήσεως, ούτε δια το αφερέγγυον), ο νόμος προβλέπει αλλαγή του προσώπου του αρχικού δανειστή (ΕΚΤΕ), συνδέοντας την ως άνω ευθεία, με βάση το νόμο, μεταβίβαση της απαιτήσεως με ικανοποίηση της δανείστριας Τράπεζας από το Δημόσιο και όχι από τον οφειλέτη.

Κατ` αυτόν τον τρόπο, η ενοχή δεν αποσβένυται, όπως κατά κανόνα συμβαίνει όταν η παροχή εκπληρώνεται εκ μέρους του οφειλέτη, αλλ` αντίθετα διατηρείται για να μεταβιβασθεί η απαίτηση στον τρίτο - Δημόσιο που ικανοποίησε το δανειστή. Το δε Δημόσιο υποκαθίσταται στα δικαιώματα της δανείστριας ΕΚΤΕ εναντίον του οφειλέτη, ο οποίος οφείλει στο νέο δανειστή Δημόσιο ό,τι ώφειλε στην παλιά δανείστρια Τράπεζα.

Οπως γίνεται δε δεκτό, επί συμβατικής εκχωρήσεως που εφαρμόζεται ανάλογα και στη νόμιμη εκχώρηση, με την εκχώρηση δεν αλλάζει η φύση και το περιεχόμενο της απαιτήσεως, δεν μεταβάλλεται το δίκαιο, που, σύμφωνα με το άρθρο 25 του Α.Κ., ρυθμίζει τη σύμβαση από την οποία πηγάζει η απαίτηση που εκχωρήθηκε, δεν παύει η δικονομική μεταχείριση που προβλέπει ο νόμος για ορισμένες αξιώσεις. Δια της εκχωρήσεως μεταβιβάζονται αυτοδικαίως και οι ασφαλίζουσες την απαίτηση υποθήκες, εγγυήσεις, ενέχυρα ή άλλα παρεπόμενα δικαιώματα, ομοίως δε και τα επί αναγκαστικής εκτελέσεως ή πτωχεύσεως στη φύση της απαιτήσεως εγκείμενα προνόμια (άρθρο 458 του Α.Κ.).

Επομένως, στις προαναφερόμενες περιπτώσεις της ευθείας από το νόμο μεταβίβασης των στις παραπάνω διατάξεις προσδιοριζόμενων απαιτήσεων της ΕΚΤΕ προς το Δημόσιο, συμβαίνει μόνο μεταβολή στο πρόσωπο του δανειστή, χωρίς να μεταβάλλεται η φύση και το περιεχόμενο των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων, που εξακολουθούν να έχουν ως γενεσιουργό αιτία τους τη δανειακή σύμβαση και γι` αυτό το λόγο αυτές και μετά την εκχώρησή τους στο Δημόσιο δεν μπορούν ν` αποτελέσουν αντικείμενο της κατ` άρθρο 36 του Ν.2648/1998 ρυθμίσεως, κατά τη ρητώς εκφρασθείσα στην παρ. 4 του ίδιου άρθρου βούληση του νομοθέτη.

Σημειώνεται δε ότι για τα ως άνω αναληφθέντα από το Δημόσιο δάνεια της ΕΚΤΕ ισχύει μέχρι σήμερα άλλη ρύθμιση (άρθρο 18 του Ν.2322/1995 ΦΕΚ 143/Α`/12.7.1995, ΠΟΛ.1182/1995) καταβολής αυτών σε εξήντα μηνιαίες δόσεις, που εφόσον καταβάλλονται εμπρόθεσμα δεν θα επιβαρύνονται με τις κατά ΚΕΔΕ προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής και, σε περίπτωση εφάπαξ καταβολής ολόκληρου του βεβαιωθέντος (υπέρ Δημοσίου και ΕΚΤΕ) ποσού μέχρι την ημερομηνία της πρώτης δόσης, θα χορηγείται έκπτωση 40% επί του εισπραττόμενου από το Δημόσιο ποσού.

β) Ο Ν.849/1978 "περί παροχής κινήτρων δια την ενίσχυσιν της περιφερειακής και οικονομικής αναπτύξεως της χώρας" ορίζει μεταξύ άλλων:

"Αρθρο 1

Γενικά κίνητρα

1. Δι` αποφάσεως του Υπουργού Συντονισμού, εκδιδομένης κατά την διαδικασίαν των άρθρων 8 και 9 του παρόντος, δίδεται εις ημεδαπάς βιομηχανικάς, βιοτεχνικάς και μεταλλευτικάς επιχειρήσεις, υφισταμένας κατά την δημοσίευσιν του παρόντος και ασχέτως του τόπου εγκαταστάσεώς των, εφ` όσον πληρούν τας προϋποθέσεις του άρθρου 7 του παρόντος, δανειακή ενίσχυσις εκ μέρους του Δημοσίου επί δαπανών επενδύσεων πραγματοποιουμένων από 1.1.1978 μέχρι 31.12.1985, αι οποίαι αποσκοπούν...

Αρθρο 4

Κίνητρα δια βιομηχανικάς και βιοτεχνικάς επιχειρήσεις των περιοχών Γ` και Δ` και κίνητρα δια μεταλλευτικάς επιχειρήσεις

1. Δι` αποφάσεως του Υπουργού Συντονισμού, εκδιδομένης κατά την διαδικασίαν των άρθρων 8 και 9 του παρόντος, δίδεται εις ημεδαπάς βιομηχανικάς και βιοτεχνικάς επιχειρήσεις εγκατεστημένας ή μεταφερομένας ή ιδρυομένας εις τας περιοχάς Γ` και Δ`, αι οποίαι ήθελον πραγματοποιήσει εις τας περιοχάς ταύτας από 1.1.1978 μέχρι 31.12.1985 νέας παραγωγικάς επενδύσεις και εφ` όσον πληρούν τους όρους του άρθρου 7 του παρόντος, δανειακή ενίσχυσις εκ μέρους του Δημοσίου ανερχομένη: α) μέχρις 20% επί της αξίας των επενδύσεων των πραγματοποιουμένων εις την Γ` περιοχήν, β) μέχρι 35% επί της αξίας των επενδύσεων των πραγματοποιουμένων εις την Δ` περιοχήν...

Αρθρο 7

Οροι και προϋποθέσεις παροχής δανειακών ενισχύσεων

1. Αι δανειακαί ενισχύσεις της παρ. 1 του άρθρου 4 και του άρθρου 5 δίδονται υπό τας κάτωθι προϋποθέσεις...

2. Η δανειακή ενίσχυσις δύναται να παρασχεθή εφ` όσον:

α) Αι προτεινόμεναι επενδύσεις συμβάλλουν εις την αύξησιν ή βελτίωσιν της ποιότητος της παραγωγής ή εις την αύξησιν της απασχολήσεως ή της παραγωγικότητος ή εις την βελτίωσιν της συναλλαγματικής θέσεως της οικονομίας ή εις την προστασίαν του περιβάλλοντος ή εις την σημαντικήν εξοικονόμησιν ενεργείας ή εις την επ` ωφελεία της οικονομίας προώθησιν της εφηρμοσμένης βιομηχανικής και μεταλλευτικής ερεύνης...

Αρθρο 8

Σύστασις Επιτροπής Επενδύσεων και τρόπος παροχής ενισχύσεως

1. Αι δανειακαί ενισχύσεις του παρόντος παρέχονται δι` αποφάσεως του Υπουργού Συντονισμού, εκδιδομένης μέχρι 31.12.1982, κατόπιν γνώμης της αρμοδίας Επιτροπής ή των Υποεπιτροπών του παρόντος άρθρου. Η ως άνω απόφασις δεν δημοσιεύεται δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, εφ` όσον πρόκειται περί συνολικής επενδύσεως μικροτέρας των 50.000.000 δρχ.

Δια της αυτής αποφάσεως καθορίζονται τα ποσοστά της ενισχύσεως, ο τρόπος καταβολής εκάστης δόσεως, αι υποχρεώσεις και τα δικαιώματα του Δημοσίου και του επενδυτού και πας άλλος όρος. Μεταβολή καθ` οιονδήποτε τρόπον των όρων της αποφάσεως, επιτρέπεται μόνον κατόπιν συγκαταθέσεως του αναλαμβάνοντος την επένδυσιν. Εις την αυτήν απόφασιν καθορίζεται ο απαιτούμενος έλεγχος παρακολουθήσεως της επενδύσεως και τα όργανα ελέγχου.

2. Η δια της αποφάσεως του Υπουργού Συντονισμού παρεχομένη έγκρισις επέχει θέσιν αδείας σκοπιμότητος πραγματοποιήσεως της επενδύσεως, υποκαθιστώσα πλήρως την υπό των κειμένων διατάξεων απαιτουμένην άδειαν.

3. Δι` αποφάσεως του Υπουργού Συντονισμού συνιστάται παρά τω Υπουργείω Συντονισμού επταμελής γνωμοδοτική Επιτροπή

ε. Δια κοινών αποφάσεων των Υπουργών Συντονισμού και Οικονομικών, δημοσιευομένων δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, ορίζονται τα της διαδικασίας, τα της λειτουργίας των Επιτροπών, της αμοιβής των Προέδρων, των μελών, των Εισηγητών και των Γραμματέων αυτών, ως και πάσα αναγκαία διαδικαστική ή άλλη λεπτομέρεια δια την εφαρμογήν του παρόντος

Αρθρο 9

Διαδικασία παροχής δανειακών ενισχύσεων

1. Δια να τύχουν δανειακής ενισχύσεως αι εις τα άρθρα 1 έως και 5 του παρόντος υπαγόμεναι επιχειρήσεις, δέον όπως υποβληθή αίτησις, μετά των απαραιτήτων δικαιολογητικών, προς την Υπηρεσίαν Ιδιωτικών Επενδύσεων απ` ευθείας ή μέσω των Τοπικών Υπηρεσιών Περιφερειακής Αναπτύξεως του Υπουργείου Συντονισμού.

Αι σχετικαί αιτήσεις δέον όπως υποβάλλονται προ της ενάρξεως πραγματοποιήσεως της επενδύσεως, δεν δύναται δε να πραγματοποιηθή έναρξις της επενδύσεως προ της υπαγωγής αυτής εις το σύστημα της δανειακής ενισχύσεως δια της εκδόσεως της σχετικής Υπουργικής Αποφάσεως...

2. Ομοίως, διά να τύχουν δανειακών ενισχύσεων αι υπαγόμεναι εις τα άρθρα 1 έως και 5 επιχειρήσεις, δέον όπως γίνη εγγραφή υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου υποθήκης επί ακινήτου ιδιοκτησίας του επενδυτού ή τρίτου.

3. Μετά την υπαγωγήν της επενδύσεως εις το σύστημα της δανειακής ενισχύσεως, η καταβολή αυτής υπό του Δημοσίου πραγματοποιείται εις δόσεις, αναλόγως προς την πρόοδον των εργασιών της επενδύσεως, κατά τα εν τη οικεία αποφάσει του Υπουργού Συντονισμού οριζόμενα και κατόπιν ελέγχου υπό αρμοδίων οργάνων.

4. Εφόσον διαπιστωθούν παραλείψεις ή μη συμμόρφωσις του δικαιούχου προς τους όρους και τας προϋποθέσεις των σχετικών Υπουργικών Αποφάσεων περί ενισχύσεώς του, δι` αποφάσεως του Υπουργού Συντονισμού, μετά γνώμην της προβλεπομένης υπό του άρθρου 8 του παρόντος, κατά περίπτωση, Επιτροπής, δεν καταβάλλεται η τελευταία δόσις της ενισχύσεως, έτι δε δύναται, κατά την αυτήν ως άνω διαδικασίαν, ν`ανακληθεί η περί ενισχύσεως απόφασις και να διαταχθή η επιστροφή εν όλω ή εν μέρει της καταβληθείσης ήδη ενισχύσεως, εφαρμοζομένης εν προκειμένω της περί εισπράξεως δημοσίων εσόδων νομοθεσίας, παραφυλαττομένων των διατάξεων του δευτέρου εδαφίου της παρ.2 του παρόντος άρθρου.

5. Διά κοινών αποφάσεων των Υπουργών Συντονισμού, Οικονομικών και Βιομηχανίας-Ενεργείας, δημοσιευομένων διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, καθορίζονται τα της αιτήσεως, των συνοδευόντων ταύτην δικαιολογητικών και ειδικώτερον τα της τεχνικοοικονομικής μελέτης, τα αρμόδια όργανα διενέργειας ελέγχων και πάσα άλλη διαδικαστική ή άλλης φύσεως λεπτομέρεια διά την εφαρμογήν των διατάξεων του παρόντος άρθρου...

Αρθρο 10

Διαδικασία επιστροφής δανειακών ενισχύσεων

1. Αι δανειακαί ενισχύσεις των άρθρων 1 έως και 5 του παρόντος αποδίδονται εις το Δημόσιον εις δέκα ετησίας ισόποσους δόσεις ατόκως και άνευ άλλης τινός επιβαρύνσεως".

Κατ` εξουσιοδότηση του άρθρου 9, παρ. 5 του Ν.849/1978, εκδόθηκε η υπ` αριθ. ΙΕ/8009/9.6.1979 (ΦΕΚ 749/Β`/6.9.1979) απόφαση των Υπουργών Συντονισμού, Οικονομικών και Βιομηχανίας Ενέργειας, όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με την υπ` αριθ. ΙΕ/12456/7.12.1979 (ΦΕΚ 1148/Β`/29.12.1979) απόφαση των ίδιων Υπουργών και η υπ` αριθ. ΙΕ/9583/2.8.1980 (ΦΕΚ 762/Β`/13.8.1980) απόφαση των Υπουργών άνευ Χαρτοφυλακίου, Οικονομικών και Βιομηχανίας Ενέργειας, που τροποποίησε και συμπλήρωσε τις παραπάνω όμοιες αποφάσεις, στις οποίες προβλέπεται ότι πριν από την καταβολή της πρώτης δόσης δανειακής ενισχύσεως υπογράφεται δανειακή σύμβαση μεταξύ του Υπουργού Συντονισμού ή άλλου οργάνου ειδικώς εξουσιοδοτηθέντος από τον Υπουργό για το σκοπό αυτό και τον επενδυτή.

Με τις παραπάνω ειδικές διοικητικές διατάξεις του Ν.849/1978 και των κατ` εξουσιοδότηση αυτού εκδοθεισών κοινών Υπουργικών Αποφάσεων, προκρίνεται αντί της απλής υπαγωγής σ` ένα προκαθορισμένο από το νόμο καθεστώς, ο συμβατικός τύπος ατόκου δανείου για τη χορήγηση οικονομικών πλεονεκτημάτων στις ιδιωτικές επιχειρήσεις εκ μέρους της, υπό οργανική έννοια, διοικήσεως, προκειμένου δια της δημιουργίας μιας νομικής κατάστασης (επένδυσης) να εξυπηρετηθούν οι στις ίδιες ως άνω διατάξεις καθοριζόμενοι δημόσιοι σκοποί (βλ. και άρθρο 83 του Κ.Δ.Π., κατά το οποίο συμβάσεις δια των οποίων δημιουργούνται υποχρεώσεις σε βάρος του Δημοσίου δεν δύνανται να συνομολογηθούν, εφόσον δεν προβλέπονται από γενικές ή ειδικές διατάξεις) κι έτσι συνιστάται διοικητική σύμβαση, γνωστή στη θεωρία ως αναπτυξιακού χαρακτήρα, που για να καταρτισθεί έγκυρα απαιτείται σαν συστατικό στοιχείο η υπογραφή και σχετικού συμβατικού κειμένου (βλ. και άρθρο 84 του Κώδικα Δημόσιου Λογιστικού).

Η αίτηση-πρόταση του ιδιώτη και η εκδιδόμενη απόφαση του Υπουργού Συντονισμού περί υπαγωγής στην επένδυση και υπογραφής της σύμβασης, που αποτελεί ατομική διοικητική πράξη, με την οποία σχηματίζεται και δηλώνεται η βούληση του Δημοσίου για την κατάρτιση της σύμβασης, περιέχουσα (η βούληση) τον καθορισμό του αντικειμένου και των όρων της σύμβασης, καθώς και τον καθορισμό του αντισυμβαλλόμενου, αποτελούν μια σύνθετη διοικητική ενέργεια που λαμβάνει χώρα στο προσυμβατικό στάδιο και καταλήγει στη σύναψη της σύμβασης. Επομένως, η σύμβαση, μη επηρεαζόμενη ως προς το νομικό της χαρακτήρα από τη διοικητική έγκριση, αποτελεί την αποκλειστική πηγή των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων, αφού χωρίς τη σύναψή της η δανειακή ενίσχυση δεν μπορεί να λειτουργήσει.

Συνεπώς, χρέη που προέρχονται από τις δανειακές ενισχύσεις του Ν.849/1978, ως έχοντα γενεσιουργό αιτία τη σύμβαση δανείου, κατά τα προαναφερόμενα, δεν υπάγονται στη ρύθμιση του άρθρου 36.

Σημειώνεται, όμως, ότι σε περίπτωση ανακλήσεως της περί ενισχύσεως αποφάσεως του Υπουργού Συντονισμού, λόγω παραλείψεων ή μη συμμορφώσεως του δικαιούχου προς τους όρους και τις προϋποθέσεις των σχετικών Υπουργικών Αποφάσεων περί ενισχύσεώς του, οπότε διατάσσεται η επιστροφή εν όλω ή εν μέρει της καταβληθείσας ήδη ενισχύσεως, η ανακλητική πράξη της Διοικήσεως δεν εκδίδεται κατ` εφαρμογή των όρων της σύμβασης, αλλά στηρίζεται κατ` ευθείαν στο νόμο, εκπληρώνουσα τις εννοιολογικές προϋποθέσεις της (κυριαρχικής) διοικητικής πράξεως (Σ.τ.Ε.1959/1985) κι έτσι δεν αποκλείεται η υπαγωγή του τυχόν για την παραπάνω αιτία καταλογισθέντος ποσού στη ρύθμιση του άρθρου 36.

Κατά την άποψη, όμως, του Προέδρου του Τμήματος Κ. Κυριαζή, ο οποίος μειοψήφησε, εφόσον οι όροι χορηγήσεως της ενισχύσεως του Ν.849/1978 διαγράφονται από τις διατάξεις του νόμου αυτού, άνευ δυνατότητας τροποποιήσεώς τους από τα μέρη, η έννομη σχέση η συνδέουσα τα μέρη προκύπτει ευθέως εκ του νόμου, υπό τούτου και μόνο ρυθμιζόμενη κατά τα κύρια σημεία της κυριαρχικώς, η δε στη συνέχεια καταρτιζόμενη μεταξύ των μερών σύμβαση ρυθμίζει απλώς διαδικαστικά θέματα και, επομένως, τα δάνεια του Ν.849/1978 υπάγονται στη ρύθμιση του άρθρου 36.

IV. Επομένως, στα τεθέντα ερωτήματα αρμόζουν οι ως άνω αναλυτικώς δοθείσες απαντήσεις.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Δεν θέλετε να συμπληρώνετε το κείμενο αυτό σε κάθε αναζήτηση σας; Αρκεί απλά να γραφτείτε δωρεάν στο Forin.gr πατώντας εδώ ή να συνδεθείτε με τον λογαριασμό σας.

Δεν υπάρχουν σχόλια! Πρόσθεσε το σχόλιο σου τώρα!