ΠΟΛ. 1242/7-10-1998 Πρόσθετες οδηγίες για την εφαρμογή της Απόφασης ΠΟΛ.1144-20.5.1998 Ελεγχος των ανέλεγκτων φορολογικών υποθέσεων και επίλυση φορολογικών διαφορών
ΥΠΟΙΚ 1113368/1356/Δ-Ε/Α`/ΠΟΛ.1242/7.10.1998 Πρόσθετες οδηγίες για την εφαρμογή της Απόφασης ΠΟΛ.1144/20.5.1998 "Ελεγχος των ανέλεγκτων φορολογικών υποθέσεων και επίλυση φορολογικών διαφορών", ύστερα και από τη συμπλήρωσή της με την Απόφαση ΠΟΛ.1222/18.8.1998
Σε συνέχεια των εγκυκλίων ΠΟΛ.1183/25.6.1998 και ΠΟΛ.1219/6.8.1998, σχετικά με την εφαρμογή της πιο πάνω Υπουργικής Απόφασης ΠΟΛ.1144/20.5.1998 και ύστερα και από τη συμπλήρωση της απόφασης αυτής με την απόφαση 1095300/1271/ΠΟΛ.1222/18.8.1998, παρέχουμε τις ακόλουθες πρόσθετες οδηγίες και διευκρινίσεις.
Α. Σχετικά με τη συμπληρωματική απόφαση ΠΟΛ.1222/18.8.1998 (ΦΕΚ 944/Β`/2.9.1998) ----------------------------------------------------------
Με το άρθρο 1 της παραπάνω απόφασης συμπληρώθηκαν ορισμένες διατάξεις της αρχικής απόφασης ΠΟΛ.1144/1998, ενώ με το άρθρο 2 παρατάθηκαν κατά ένα (1) μήνα από της λήξης τους οι προθεσμίες υποβολής των αιτημάτων, καθώς και επίλυσης φορολογικών διαφορών υποθέσεων της παρ. 3 του άρθρου 12 της ίδιας απόφασης.
Για τις επιμέρους διατάξεις, ειδικά του άρθρου 1 της υπόψη συμπληρωματικής απόφασης, διευκρινίζουμε τα ακόλουθα:
1. Με την παρ. 1 του άρθρου αυτού προστέθηκε νέα περ. ε` στην παρ. 2 του άρθρου 1 της απόφασης ΠΟΛ.1144/1998, σύμφωνα με την οποία εξαιρούνται από τον τρόπο και τη διαδικασία ελέγχου της απόφασης και, συνεπώς, ελέγχονται κατά τις γενικές διατάξεις οι υποθέσεις φορολογίας πλοίων (Ν.27/1975), καθώς και όλες οι υποθέσεις λοιπών φορολογιών (ΦΠΑ κ.λπ.) που σχετίζονται με τις υποθέσεις φορολογίας πλοίων.
Σημειώνεται, ότι:
- Για την επίλυση των τυχόν διαφορών που προκύπτουν από τον έλεγχο των πιο πάνω υποθέσεων, έχουν ανάλογη εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 12 της απόφασης. - Επί επιχειρήσεων οι οποίες, πέραν της εκμετάλλευσης πλοίου, δραστηριοποιούνται και σε άλλες δραστηριότητες μη υποκείμενες στη φορολογία πλοίων, οι λοιπές δραστηριότητες που δεν σχετίζονται με την εκμετάλλευση του πλοίου υπάγονται, για όλες τις φορολογίες, στον οριζόμενο από την απόφαση τρόπο και διαδικασία ελέγχου.
2. Με την παρ. 2 προστέθηκαν δύο νέα εδάφια στην παρ. Α.4 του άρθρου 7 της απόφασης, σύμφωνα με τα οποία:
α) Σε περιπτώσεις επιχειρήσεων πώλησης εμπορευμάτων ή μεταποίησης ή επιχειρήσεων και με τους δύο αυτούς κλάδους, στις οποίες δεν πραγματοποιήθηκαν αγορές και πωλήσεις εμπορεύσιμων αγαθών σε μία ή περισσότερες από τις ελεγχόμενες χρήσεις, λόγω αδράνειας ή αναστολής εργασιών, η τυχόν διαφορά αγορών ή ακαθάριστων εσόδων, κατά περίπτωση, λόγω έλλειψης συνάφειας μεταξύ των εμφανιζόμενων αριθμητικών δεδομένων και οικονομικών μεγεθών, δεν κατανέμεται ισομερώς σε όλες τις ελεγχόμενες χρήσεις, αλλά μόνο στις χρήσεις που πραγματοποιήθηκαν αγορές ή πωλήσεις εμπορεύσιμων αγαθών. Επισημαίνεται ότι οι δαπάνες για μισθούς, ημερομίσθια, εργοδοτικές εισφορές, ενοίκια και γενικά έξοδα των χρήσεων που υφίστανται αδράνεια, συναθροίζονται με τις δαπάνες των λοιπών ελεγχόμενων χρήσεων.
Σχετικά με τα παραπάνω, διευκρινίζονται τα ακόλουθα:
αα) Τα ανωτέρω εφαρμόζονται εφόσον αθροιστικά συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
* Δεν πραγματοποιήθηκαν αγορές, αλλά ούτε και πωλήσεις εμπορεύσιμων αγαθών, σε μία ή περισσότερες από τις ελεγχόμενες χρήσεις. Σε περίπτωση που υφίστανται αγορές εμπορεύσιμων αγαθών και όχι πωλήσεις ή το αντίθετο, δηλαδή μόνο πωλήσεις εμπορεύσιμων αγαθών, έστω και αν αυτές προέρχονται από αποθέματα προηγούμενων χρήσεων, τότε δεν θεωρείται ότι η επιχείρηση βρισκόταν σε αδράνεια και, κατά συνέπεια, η διαφορά αγορών ή ακαθάριστων εσόδων, λόγω έλλειψης συνάφειας, κατανέμεται σε όλες τις ελεγχόμενες χρήσεις. Διευκρινίζεται ότι, αν σε κάποια χρήση η επιχείρηση έχει πραγματοποιήσει μόνο πωλήσεις παγίων στοιχείων, τότε θεωρείται ότι βρισκόταν σε αδράνεια.
* Η επιχείρηση προέβη στις ενέργειες που προβλέπονται από τις διατάξεις του άρθρου 31, παρ. 1α` του Ν.1642/1986, εφόσον πρόκειται για χρήσεις 1993 και εντεύθεν, προκειμένου να θεωρηθεί ότι βρισκόταν σε αδράνεια ή αναστολή εργασιών για χρονική περίοδο πέραν του έτους και συγκεκριμένα:
- Είχε ακυρώσει τα στοιχεία του ΚΒΣ, αν πρόκειται για χρήσεις 1993 μέχρι και 1995. - Είχε υποβάλει την προβλεπόμενη στην περ. β` της παρ. 1 του άρθρου 29 του Ν.1642/1986 δήλωση μεταβολών - μετάταξης και συγχρόνως είχε ακυρώσει τα στοιχεία του ΚΒΣ, αν πρόκειται για χρήσεις 1996 και εντεύθεν.
Σημειώνεται ότι για χρήσεις προ του 1993 αρκεί μόνο η πρώτη προϋπόθεση (μη ύπαρξης αγορών και πωλήσεων).
ββ) Τα ανωτέρω δεν καταλαμβάνουν τις επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών, τις μικτές επιχειρήσεις και τους ελεύθερους επαγγελματίες. Στις περιπτώσεις αυτές, η τυχόν διαφορά αγορών ή ακαθάριστων εσόδων, λόγω έλλειψης συνάφειας, συνεχίζει, σε κάθε περίπτωση, να κατανέμεται ισομερώς σε όλες τις ελεγχόμενες χρήσεις.
β) Σε περιπτώσεις που οι διαφορές ακαθάριστων εσόδων ή αγορών, λόγω έλλειψης συνάφειας, κατά την παρ. Α.4 του άρθρου 7 της απόφασης, είναι μικρότερες των είκοσι χιλιάδων (20.000) δρχ. ανά χρήση, αυτές αγνοούνται σε κάθε περίπτωση.
Συνεπώς, στις περιπτώσεις αυτές, δεν προσαυξάνονται με τις εν λόγω διαφορές τα δηλωθέντα ακαθάριστα έσοδα ή οι αγορές, ούτε αναζητούνται γι` αυτές οποιουδήποτε είδους φόροι, συμπεριλαμβανομένου και του ΦΠΑ.
3. Με την παρ. 3 προστέθηκε νέο εδάφιο στην παρ. 3 του άρθρου 10 της απόφασης, μετά το τρίτο εδάφιο αυτής.
Σύμφωνα με το νέο εδάφιο, η τυχόν διαφορά ακαθάριστων εσόδων ή αγορών, λόγω έλλειψης συνάφειας, κατά τα οριζόμενα στην παρ. Α.4 του άρθρου 7 της απόφασης, μπορεί να μειωθεί μέχρι ποσοστό 40%, στις ακόλουθες περιπτώσεις:
α) Αν, με βάση στοιχεία που προσκομίζει ο επιτηδευματίας, προκύπτει αποδεδειγμένα ότι γεγονότα ανωτέρας βίας επηρέασαν αρνητικά τη λειτουργία της επιχείρησης.
Σημειώνεται ότι η ύπαρξη γεγονότων ανωτέρας βίας πρέπει, σε κάθε περίπτωση, να αποδεικνύεται από συγκεκριμένα στοιχεία.
Ως γεγονότα ανωτέρας βίας, εν προκειμένω, θεωρούνται περιπτώσεις πυρκαγιών, σεισμών, πλημμυρών και γενικά φυσικών φαινομένων που επιφέρουν απώλειες ή καταστροφές.
β) Αν πρόκειται για επιχειρήσεις του δεύτερου εδαφίου της παρ. Α.4 του άρθρου 7 της απόφασης (όπως αυτό προστέθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 1 της συμπληρωματικής απόφασης ΠΟΛ.1222/1998), δηλαδή για επιχειρήσεις με αδράνεια ή αναστολή εργασιών σε μία ή περισσότερες από τις ελεγχόμενες χρήσεις, πληρουμένων των σχετικών προϋποθέσεων όπως αυτές πιο πάνω αναφέρονται.
4. Με την παρ. 4 προστέθηκαν δύο νέες παρ. 6 και 7 στο άρθρο 13 της απόφασης, για τις οποίες διευκρινίζονται τα ακόλουθα:
α) Με την παρ. 6 ορίζεται ο τρόπος ελέγχου και επίλυσης των σχετικών φορολογικών διαφορών λοιπών εισοδημάτων, πέραν από την άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας, που αφορούν ανέλεγκτες υποθέσεις φορολογίας εισοδήματος επιτηδευματιών, υπαγόμενες στον τρόπο και τη διαδικασία ελέγχου της απόφασης.
Σχετικά με την εφαρμογή της συγκεκριμένης παραγράφου, παρατίθενται οι ακόλουθες επισημάνσεις:
-Τα λοιπά εισοδήματα από άλλες πηγές, πέραν της άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας (π.χ. από οικοδομές, διαφορές τεκμηρίων απόκτησης περιουσιακών στοιχείων ή δαπανών διαβίωσης κ.λπ.), ελέγχονται κατά τις γενικές διατάξεις συγχρόνως με τον έλεγχο που διενεργείται στα πλαίσια της απόφασης για τα εισοδήματα από την απόκτηση της επαγγελματικής δραστηριότητας.
- Σε περίπτωση που, από τον έλεγχο των λοιπών εισοδημάτων, προκύπτουν διαφορές, τότε και για την επίλυση αυτών ισχύουν ανάλογα οι διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 10 της απόφασης, με την προϋπόθεση ότι ο επιτηδευματίας περαιώνει τις ελεγχθείσες, κατά την απόφαση, αντίστοιχες ανέλεγκτες υποθέσεις του, κατά τα οριζόμενα στο εν λόγω άρθρο 10 της απόφασης. Διαφορετικά, αν δηλαδή δεν επέλθει περαίωση των ανέλεγκτων υποθέσεων, τότε, για την περαιτέρω αντιμετώπιση των διαφορών από τον έλεγχο των λοιπών εισοδημάτων (όπως επιβολή πρόσθετων φόρων και λοιπών κυρώσεων), εφαρμόζονται πλέον οι γενικές διατάξεις.
- Τα ανωτέρω αναφερόμενα ως προς τον τρόπο επίλυσης των διαφορών λοιπών εισοδημάτων, εφαρμόζονται ανάλογα και με τις ίδιες προϋποθέσεις και επί επίλυσης διαφορών λοιπών εισοδημάτων που αφορούν υποθέσεις επιτηδευματιών που περαιώνονται κατά το άρθρο 12 της απόφασης.
β) Με την παρ. 7 αντιμετωπίζονται θέματα ελέγχου ανέλεγκτων υποθέσεων επιτηδευματιών, υπαγόμενων στον τρόπο ελέγχου της απόφασης, καθώς και επιβολής και βεβαίωσης των οικείων ποσών φόρων, σε περιπτώσεις που στον έλεγχο εμπλέκονται, για οποιονδήποτε λόγο, περισσότερες από μία ΔΟΥ (π.χ. λόγω μεταφοράς της έδρας της επιχείρησης, αλλαγής χωρικής αρμοδιότητας των ΔΟΥ κ.λπ.).
Για την εφαρμογή της συγκεκριμένης παραγράφου, επισημαίνονται τα ακόλουθα:
αα) Σε περιπτώσεις επιτηδευματιών με βιβλία Α` ή Β` κατηγορίας, ο έλεγχος όλων γενικά των ανέλεγκτων υποθέσεων του επιτηδευματία διενεργείται πάντα από τη ΔΟΥ που είναι αρμόδια για τον έλεγχο της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος της τελευταίας ελεγχόμενης χρήσης, δηλαδή από την τελευταία εμπλεκόμενη ΔΟΥ. Για το σκοπό αυτό, από όλες τις λοιπές εμπλεκόμενες σε κάθε υπόθεση ΔΟΥ, πρέπει να αποστέλλονται, στην κατά τα ανωτέρω αρμόδια για τον έλεγχο τελευταία εμπλεκόμενη ΔΟΥ, φωτοαντίγραφα όλων των δηλώσεων μετά των συνημμένων τους που υπεβλήθησαν σ` αυτές, καθώς και κάθε άλλου στοιχείου που πρέπει να ληφθεί υπόψη από τον έλεγχο (π.χ. εκθέσεις προληπτικού ή προσωρινού ελέγχου, αποφάσεις επιβολής προστίμων ή λοιπές πράξεις, δελτία πληροφοριών κ.λπ.), παρέχοντας συγχρόνως κάθε πρόσθετη πληροφορία που τυχόν κρίνεται απαραίτητη σε σχέση με την ελεγχόμενη επιχείρηση.
Αν, μεταξύ των ανέλεγκτων χρήσεων, υφίστανται και χρήσεις μέχρι και 1992, τότε θα αποστέλλεται επίσης στην τελευταία ΔΟΥ και αντίγραφο του προβλεπόμενου από την απόφαση ΠΟΛ.1099/1994 Ειδικού Εκκαθαριστικού Σημειώματος, εφόσον αυτό έχει εκδοθεί, προκειμένου η τελευταία ΔΟΥ να ενεργήσει κατά τα οριζόμενα στην παρ. 4 του άρθρου 13 της απόφασης ΠΟΛ. 1144/1998. Σε περίπτωση μη έκδοσης του παραπάνω Ειδικού Εκκαθαριστικού Σημειώματος, αυτό θα εκδίδεται από την τελευταία ΔΟΥ χειρόγραφα, εφόσον βέβαια δεν συντρέχουν λόγοι εξαίρεσης από την απόφαση ΠΟΛ.1099/1994, πράγμα το οποίο και θα πρέπει να επισημαίνεται στη ΔΟΥ αυτή από τις λοιπές εμπλεκόμενες ΔΟΥ.
Τα ανωτέρω στοιχεία θα αποστέλλονται, κάθε φορά που αυτά ζητούνται, από την αρμόδια κατά τα ανωτέρω για τον έλεγχο ΔΟΥ. Σε περιπτώσεις, όμως, υποθέσεων που υπάγονται στα κριτήρια επιλογής του άρθρου 2 της απόφασης και οι οποίες πρέπει να ελεγχθούν κατά προτεραιότητα λόγω μεγάλου φορολογικού ενδιαφέροντος ή επικείμενης παραγραφής, τα πιο πάνω στοιχεία θα αποστέλλονται στην ως άνω αρμόδια για τον έλεγχο ΔΟΥ το ταχύτερο, με πρωτοβουλία των ίδιων των υπολοίπων εμπλεκομένων ΔΟΥ και με σχετική ενημέρωση της αρμόδιας για τον έλεγχο ΔΟΥ για την ανάγκη επίσπευσης του ελέγχου.
Σε κάθε περίπτωση ελέγχου θα πρέπει πριν από την έναρξη αυτού να έχουν περιέλθει στην κατά τα ανωτέρω αρμόδια για τον έλεγχο ΔΟΥ, όλα τα ως άνω στοιχεία από όλες τις λοιπές εμπλεκόμενες ΔΟΥ και, σε περίπτωση που αυτά δεν έχουν περιέλθει, θα πρέπει να αναζητούνται.
Τα ανωτέρω ισχύουν και επί εγγάμων γυναικών που είναι επιτηδευματίες. Δηλαδή και στις περιπτώσεις αυτές, ο έλεγχος θα διενεργείται από τη ΔΟΥ που είναι αρμόδια για τον έλεγχο της κοινής με το σύζυγο δήλωσης φορολογίας εισοδήματος της τελευταίας ελεγχόμενης χρήσης, ανεξάρτητα αν ο σύζυγος είναι επιτηδευματίας ή όχι. Τα ίδια ισχύουν και σε περιπτώσεις ανέλεγκτων υποθέσεων με κατασχεθέντα βιβλία και στοιχεία, εκτός από τις υποθέσεις με Γ` κατηγορίας βιβλία του ΚΒΣ, για τα οποία πρέπει να προηγείται η επεξεργασία, σύμφωνα με το άρθρο 6 της ΠΟΛ.1144/1998, από τον αρμόδιο Προϊστάμενο ΔΟΥ. Συνεπώς, σε τέτοιες περιπτώσεις, τα κατασχεθέντα θα αποστέλλονται μαζί με όλα τα λοιπά στοιχεία στην αρμόδια για τον έλεγχο ΔΟΥ, προκειμένου να ελεγχθούν, στα πλαίσια εφαρμογής της απόφασης, εκτός βέβαια αν πρόκειται για εξαιρετικές περιπτώσεις υποθέσεων που κρίνεται ότι πρέπει να εξαιρεθούν από τον τρόπο ελέγχου της απόφασης και να ελεγχθούν με τις γενικές διατάξεις (παρ. 2δ`, άρθρου 1 της απόφασης), οπότε ο έλεγχος θα γίνεται από τις κατά τόπο αρμόδιες ΔΟΥ για όλες τις υπαγόμενες στην απόφαση χρήσεις του επιτηδευματία, με ενημέρωση της τελευταίας εμπλεκόμενης ΔΟΥ.
ββ) Η ίδια διαδικασία που ορίζεται για τον έλεγχο υποθέσεων επιτηδευματιών με βιβλία Α` ή Β` κατηγορίας, στις περιπτώσεις που εμπλέκονται περισσότερες από μία ΔΟΥ, θα ακολουθείται και για τον έλεγχο υποθέσεων με βιβλία Γ` κατηγορίας. Δηλαδή και για τις υποθέσεις αυτές, αρμόδια για τον έλεγχο όλων των ανέλεγκτων υποθέσεων του επιτηδευματία, με βάση την ΠΟΛ.1144/1998, καθίσταται η ΔΟΥ που είναι αρμόδια για τον έλεγχο της τελευταίας ανέλεγκτης χρήσης.
Εξαιρετικά, μετά από έγκριση της Διεύθυνσης Ελέγχου και μόνο όταν οι εμπλεκόμενες ΔΟΥ είναι σε διαφορετικές πόλεις, ο έλεγχος μπορεί να γίνεται χωριστά από τις κατά τόπο αρμόδιες ΔΟΥ.
Το αίτημα προς τη Διεύθυνση Ελέγχου για τον έλεγχο των εν λόγω υποθέσεων από τις κατά τόπο αρμόδιες ΔΟΥ θα υποβάλλεται από τον Προϊστάμενο που είναι αρμόδιος για τον έλεγχο της τελευταίας ελεγχόμενης χρήσης, με πλήρη αιτιολόγηση των λόγων αδυναμίας διενέργειας του ελέγχου όλων των χρήσεων από τον ίδιο.
Για να μην δημιουργούνται προβλήματα στην αντιμετώπιση των υποθέσεων αυτών, ως ίδια πόλη λογίζεται η περιοχή όλων των Δήμων και Κοινοτήτων, σε ακτίνα 30 χιλιομέτρων από την πόλη που εδρεύει η ΔΟΥ που είναι αρμόδια για τον έλεγχο της τελευταίας ελεγχόμενης χρήσης.
γγ) Ανεξάρτητα από τη ΔΟΥ που διενεργεί τον έλεγχο, η επιβολή και βεβαίωση των φόρων γίνεται πάντα από τη ΔΟΥ που είναι αρμόδια για τον έλεγχο της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος της τελευταίας ελεγχόμενης χρήσης, δηλαδή την τελευταία εμπλεκόμενη ΔΟΥ.
Συνεπώς, σε υποθέσεις με βιβλία Γ` κατηγορίας, όταν ο έλεγχος διενεργείται από τις κατά τόπο αρμόδιες ΔΟΥ, οι ΔΟΥ αυτές θα αποστέλλουν στην τελευταία εμπλεκόμενη ΔΟΥ τα Ειδικά Σημειώματα Ελέγχου του άρθρου 9 της απόφασης, υπογεγραμμένα και θεωρημένα αρμοδίως. Περαιτέρω, η ΔΟΥ αυτή είναι πλέον αρμόδια για την επίδοσή τους στο φορολογούμενο, καθώς και την επίλυση των διαφορών και τη βεβαίωση των σχετικών φόρων. Σε κάθε περίπτωση, η τελευταία εμπλεκόμενη ΔΟΥ θα ενημερώνει τις λοιπές ΔΟΥ για το τελικό αποτέλεσμα, εφόσον δε δεν επέλθει επίλυση διαφορών για όλες ή μερικές από τις ελεγχθείσες χρήσεις, οι εμπλεκόμενες κατά τόπο αρμόδιες ΔΟΥ θα προβαίνουν σε επέκταση του ελέγχου κατά τα οριζόμενα στην παρ. 3 του άρθρου 13 της απόφασης. Σε τέτοια περίπτωση επέκτασης του ελέγχου, αρμόδιες πλέον για την επιβολή και βεβαίωση των φόρων που θα προκύψουν είναι οι ίδιες οι κατά τόπο αρμόδιες ΔΟΥ. Το ίδιο ισχύει και στις προβλεπόμενες από την ίδια ως άνω παράγραφο περιπτώσεις, στις οποίες, αν και δεν επήλθε επίλυση των διαφορών, εν τούτοις δεν επεκτείνεται ο έλεγχος, αλλά συντάσσονται κατ` ευθείαν εκθέσεις ελέγχου και ακολουθείται η περαιτέρω κατά τις γενικές διατάξεις διαδικασία.
Επισημαίνεται ότι, στις περιπτώσεις που ο έλεγχος διενεργείται από ΔΟΥ Α` Τάξης, κατ` εφαρμογή της ΑΥΟ 1057037/1181/Α006/ΠΟΛ.1150/12.5.1998 (ΦΕΚ 486/Β`) "Ανακαθορισμός της καθ` ύλην αρμοδιότητας των ΔΟΥ Β` Τάξης, σε θέματα προσωρινού και τακτικού φορολογικού ελέγχου", η βεβαίωση των φόρων ενεργείται σύμφωνα με τα οριζόμενα στην εγκύκλιο ΠΟΛ.1209/ 28.7.1998.
5. Με την παρ. 5 προστέθηκε νέο εδάφιο στην παρ. 2 του άρθρου 14 της απόφασης, με το οποίο διαφοροποιείται, ανάλογα με το πλήθος των περαιούμενων χρήσεων, το ποσοστό επί των οφειλόμενων κύριων και πρόσθετων φόρων ή προστίμων που είναι καταβλητέο κατά την επίλυση των διαφορών στα πλαίσια της απόφασης.
Ειδικότερα, αν περαιώνεται μόνο μία χρήση, τότε συνεχίζει να καταβάλλεται το 1/5 του οφειλόμενου ανά πράξη φόρου ή προστίμου.
Αν, όμως, οι περαιούμενες χρήσεις είναι περισσότερες από μία, ανεξάρτητα αν δεν προέκυψαν για όλες διαφορές, τότε ο παρανομαστής του πιο πάνω κλάσματος προσαυξάνεται με τον αριθμό των περαιούμενων χρήσεων, μη δυναμένου του προκύπτοντος κλάσματος να είναι μικρότερο του ενός δεκάτου (1/10).
Ετσι, αν οι περαιούμενες χρήσεις είναι δύο, το κατά τα ανωτέρω κλάσμα διαμορφώνεται σε 1/7, αν είναι τρεις σε 1/8, αν είναι τέσσερις σε 1/9 και αν είναι πέντε ή περισσότερες σε 1/10.
Β. Γενικά επί της εφαρμογής της απόφασης ΠΟΛ.1144/1998 ------------------------------------------------------
1. Σε πολλές περιπτώσεις επιχειρήσεων πώλησης αγαθών που υπάγονται σε διαφορετικούς συντελεστές ΦΠΑ (π.χ. ταβέρνες, μπαρ κ.λπ.), έχει παρατηρηθεί μετατόπιση εκροών από τον υψηλότερο στο χαμηλότερο συντελεστή ΦΠΑ. Για το λόγο αυτό, σε τέτοιες περιπτώσεις, κατά τον έλεγχο ΦΠΑ, σύμφωνα με το άρθρο 8 της απόφασης, θα ελέγχεται πέραν των άλλων και το ύψος των εμφανιζόμενων ανά συντελεστή ΦΠΑ εκροών σε σχέση με τις αντίστοιχες εισροές, χωρίς βέβαια να θίγεται το εκ του νόμου δικαίωμα των επιχειρήσεων να πραγματοποιούν εκροές με χαμηλότερο συντελεστή ΦΠΑ από εκείνο των εισροών τους (π.χ. εκδοτικές επιχειρήσεις).
Ειδικότερα, θα ερευνάται αν η ποσοστιαία αναλογία των εκροών από πωλήσεις εμπορευσίμων αγαθών του μεγαλύτερου (ή μεγαλύτερων) συντελεστή ΦΠΑ ως προς τις συνολικές πωλήσεις εμπορευσίμων αγαθών κάθε χρήσης χωριστά, είναι τουλάχιστον ίση με την ποσοστιαία αναλογία των αγορών εμπορευσίμων αγαθών του ιδίου συντελεστή για όλες τις ελεγχόμενες χρήσεις, ως προς τις συνολικές αγορές εμπορευσίμων αγαθών των ιδίων χρήσεων.
Αν, με βάση την παραπάνω έρευνα, προκύπτουν αποκλίσεις που δεν δικαιολογούνται (π.χ. δεν υφίσταται ή δεν προκύπτουν αντίστοιχα αποθέματα) τότε στις χρήσεις που υφίστανται οι αποκλίσεις, θα επαναπροσδιορίζονται ανάλογα οι εκροές ανά συντελεστή και θα καταλογίζονται οι προκύπτουσες διαφορές ΦΠΑ.
Εξυπακούεται πως η ορθή χρήση του προβλεπόμενου συντελεστή για κάθε κατηγορία αγαθών ή υπηρεσιών, θα ελέγχεται πάντοτε και, σε περίπτωση μη ορθής χρήσης του, η τυχόν προκύπτουσα επιπλέον διαφορά θα καταλογίζεται.
2. Κατά τη διενέργεια της επαλήθευσης περί ύπαρξης ή μη συνάφειας μεταξύ των εμφανιζόμενων αριθμητικών δεδομένων και οικονομικών μεγεθών, δεν θα λαμβάνονται υπόψη τυχόν απογραφές που έγιναν προαιρετικά από τους επιτηδευματίες.
3. Κατά τη διενέργεια της ίδιας πιο πάνω επαλήθευσης περί ύπαρξης ή μη συνάφειας, σε περιπτώσεις οριστικής παύσης (διακοπής) εργασιών επιτηδευματιών και εφόσον η διακοπή έγινε σε χρήση που ελέγχεται κατά την απόφαση, δεν θα αφαιρείται από τις συνολικές αγορές ποσοστό 10% των αγορών της χρήσης κατά την οποία έγινε η διακοπή, δεδομένου ότι στις περιπτώσεις αυτές δεν αναγνωρίζονται αποθέματα λήξης. Αναγνωρίζονται, όμως, τυχόν ποσά αυτοπαραδόσεων, μη συμπεριλαμβανομένων βεβαίως αυτών που αφορούν πάγια, εφόσον οι αυτοπαραδόσεις δεν αμφισβητούνται από τον έλεγχο.
4. Η μείωση μέχρι 25 ή 40%, ανάλογα με την περίπτωση, της προκύπτουσας διαφοράς ακαθάριστων εσόδων ή αγορών λόγω έλλειψης συνάφειας, κατά τη διαδικασία επίλυσης της διαφοράς (παρ. 3, άρθρου 10 της απόφασης), γίνεται επί του συνόλου της διαφοράς. Περαιτέρω, η τελική διαφορά κατανέμεται ισομερώς σε όλες τις ελεγχόμενες χρήσεις και τα επί μέρους ποσά των τελικών διαφορών που αναλογούν σε κάθε χρήση προσαυξάνουν τα δηλωθέντα αντίστοιχα ακαθάριστα έσοδα ή τις αγορές.
Τονίζεται, όμως, ότι αν σε μία ή περισσότερες χρήσεις υφίσταται συγχρόνως και ανακρίβεια των βιβλίων και, συνεπεία αυτής, επαναπροσδιορίστηκαν τα ακαθάριστα έσοδα ή οι αγορές, τότε για τον περιορισμό των επαναπροσδιορισθέντων, λόγω της ανακρίβειας, ακαθάριστων εσόδων ή αγορών, εφαρμόζονται τα προβλεπόμενα στην παρ. 3 του άρθρου 10 της απόφασης (μείωση μέχρι το μισό του ποσοστού προσαύξησης των ακαθάριστων εσόδων ή αγορών). Σε καμία, όμως, περίπτωση δεν μπορεί τα τελικώς προσδιοριζόμενα, υπό το βάρος της ανακρίβειας, ακαθάριστα έσοδα ή οι αγορές να είναι λιγότερα από αυτά που προκύπτουν από τα τελικώς προσδιοριζόμενα λόγω έλλειψης συνάφειας.
5. Η διασταύρωση περί έλλειψης ή μη συνάφειας, μπορεί μεν να οδηγήσει σε επαναπροσδιορισμό των ακαθάριστων εσόδων ή αγορών, το γεγονός όμως αυτό δεν επιδρά στο χαρακτηρισμό επί του κύρους των βιβλίων, θέμα για το οποίο εξακολουθούν να ισχύουν αποκλειστικά οι διατάξεις του άρθρου 30 του ΚΒΣ.
Συνεπώς, σε περιπτώσεις έλλειψης συνάφειας επαναπροσδιορίζονται μεν τα ακαθάριστα έσοδα ή οι αγορές, κατά τον επαναπροσδιορισμό όμως των καθαρών κερδών ή αμοιβών δεν προσαυξάνεται ο ΜΣΚΚ. Αν, βέβαια, πρόκειται για χρήσεις για τις οποίες συντρέχουν συγχρόνως και λόγοι έλλειψης συνάφειας και λόγοι ανακρίβειας, τότε, για τον προσδιορισμό των καθαρών κερδών ή αμοιβών για τις χρήσεις αυτές, προσαυξάνονται οι ΜΣΚΚ, κατά τα οριζόμενα από τις οικείες διατάξεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια! Πρόσθεσε το σχόλιο σου τώρα!