Έκθεση Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής Παρατηρήσεις επί της παράτασης παραγραφής
ΑΠΕ ΜΠΕ/ΑΠΕ ΜΠΕ/ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΒΛΑΧΟΣ
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η αναφορά της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής στις διατάξεις του άρθρου 98 του πολυνομοσχεδίου "Πτωχευτικός Κώδικας, Διοικητική Δικαιοσύνη, Τέλη - Παράβολα, Οικειοθελής αποκάλυψη αδήλωτων εισοδημάτων, Ηλεκτρονικές συναλλαγές, Τροποποιήσεις του ν. 4270/2014 και λοιπές διατάξεις" σχετικά με την παράταση της προθεσµία παραγραφής του δικαιώµατος του Δηµοσίου για έκδοση πράξεων προσδιορισµού φόρων και κάθε άλλης πράξης επιβολής φόρων, τελών, προστίµων ή εισφορών, που λήγουν την 31.12.2016.
Παραθέτουμε ακολούθως το σχετικό απόσπασμα:
"Με τις προτεινόµενες διατάξεις ορίζεται ότι η προθεσµία παραγραφής του δικαιώµατος του Δηµοσίου για έκδοση πράξεων προσδιορισµού φόρων και κάθε άλλης πράξης επιβολής φόρων, τελών, προστίµων ή εισφορών, που λήγουν την 31.12.2016, παρατείνεται:
α) κατά τρία έτη, για όλες τις υποθέσεις της Ειδικής Γραµµατείας ΣΔΟΕ που περιέρχονται στην αρµοδιότητα της Γενικής Γραµµατείας Δηµοσίων Εσόδων µε οποιοδήποτε τρόπο, κατ’ εφαρµογή των διατάξεων της περίπτωσης 1α της υποπαραγράφου Δ7 του άρθρου 2 του ν. 4336/2015, και
β) κατά ένα έτος, για υποθέσεις για τις οποίες έχουν εκδοθεί (ή θα εκδοθούν µέχρι την 31.12.2016) «εισαγγελικές παραγγελίες, εντολές ελέγχου, έρευνας ή επεξεργασίας ή εντολές και αιτήµατα διερεύνησης από δικαστική ή φορολογική ή ελεγκτική αρχή, καθώς και από την Αρχή Καταπολέµησης της Νοµιµοποίησης Εσόδων από Εγκληµατικές Δραστηριότητες και της Χρηµατοδότησης της Τροµοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης».
Κατά πάγια νοµολογία του ΣτΕ (ΣτΕ 2033/1974, 2048/1985, 2866/1985 7µ., 3141/1985, 1070/1989, 618/1990, 3511/1996 7µ., 5460/1996, 1143/1998, 523/2000, 691/2001, 1508/2002, 2962/2013, 3174/2014 Ολ., 888/2016), ο νοµοθέτης δύναται να παρατείνει τον χρόνο παραγραφής της αξίωσης του Δηµοσίου προς βεβαίωση και επιβολή φόρου στην περίπτωση που ο αρχικώς προβλεπόµενος χρόνος, εντός του οποίου µπορούσε να ασκήσει την αξίωσή του αυτή, δεν είχε ακόµη συµπληρωθεί κατά την έναρξη ισχύος του νεότερου νόµου. Υπ’ αυτή την έννοια, «Μια τέτοια παράταση (…) πρέπει να χωρεί υπό προϋποθέσεις, ώστε να είναι σύµφωνη προς το καθεστώς ιδιαίτερης ασφάλειας δικαίου και προστασίας της εµπιστοσύνης που θεσπίζει για την επιβολή εν γένει των φορολογικών βαρών µε τη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 78 του Συντάγµατος ο συνταγµατικός νοµοθέτης (ΣτΕ 3174/2014 Ολ.), εξειδικεύοντας την απορρέουσα από τα άρθρα 2 παρ. 1 και 25 παρ. 1 εδ. α΄ του Συντάγµατος αρχή του κράτους δικαίου (πρβλ. ΣτΕ 2034/2011 Ολ., 3777/2008, 1508/2002)» (ΣτΕ 888/2016 παραπ. 7µ).
Εξ άλλου, κατά τη ΣτΕ 1623/2016 (7µ., εκδοθείσα µετά από παραποµπή µε τη ΣτΕ 888/2016), «η αρχή της ασφάλειας του δικαίου, η οποία απορρέει από την αρχή του κράτους δικαίου … ειδικότερη εκδήλωση της οποίας αποτελεί η αρχή της προστατευόµενης εµπιστοσύνης του διοικούµενου, επιβάλλει, ιδίως, τη σαφήνεια και την προβλέψιµη εφαρµογή των διατάξεων και πρέπει να τηρείται µε ιδιαίτερη αυστηρότητα, όταν πρόκειται για διατάξεις που µπορούν να έχουν σοβαρές οικονοµικές επιπτώσεις στους ενδιαφερόµενους (πρβλ. ΣτΕ 144/2012, ΣτΕ 1976/2015).
Ειδικότερα, η ως άνω θεµελιώδης αρχή απαιτεί η κατάσταση του φορολογουµένου, όσον αφορά την εκ µέρους του τήρηση των κανόνων της φορολογικής νοµοθεσίας, να µην µπορεί να τίθεται επ' αόριστον εν αµφιβόλω.
Συνακόλουθα, για τον καταλογισµό παραβάσεων των κανόνων της φορολογικής νοµοθεσίας και, περαιτέρω, για την επιβολή στον παραβάτη σχετικών κυρώσεων (…) απαιτείται να εφαρµόζεται προθεσµία παραγραφής, η οποία, προκειµένου να εκπληρώνει τη συνιστάµενη στη διασφάλιση της ως άνω αρχής λειτουργία της, πρέπει να ορίζεται εκ των προτέρων και να είναι επαρκώς προβλέψιµη από τον ενδιαφερόµενο, δύναται, δε, κατ' εξαίρεση -υπό τον όρο της συνδροµής ειδικώς τεκµηριωµένων περιστάσεων-, η οποία είναι στενώς ερµηνευτέα, να παραταθεί. Η παραγραφή αυτή πρέπει επίσης, να έχει, συνολικά, εύλογη διάρκεια, δηλαδή να συνάδει προς την αρχή της αναλογικότητας, ώστε, αφενός, να επιτρέπει τον αποτελεσµατικό έλεγχο της εκ µέρους των φορολογουµένων τήρησης των φορολογικών τους υποχρεώσεων, χωρίς όµως να ενθαρρύνει απραξία των φορολογικών αρχών, και αφετέρου να µην αφήνει τους µεν φορολογουµένους έκθετους σε µακρά περίοδο ανασφάλειας δικαίου -που αποτελεί παράγοντα αποτρεπτικό για την ανάπτυξη οικονοµικών δραστηριοτήτων µε δυσµενείς επιπτώσεις στην ανάπτυξη, γενικότερα, και της εθνικής οικονοµίας και στον κίνδυνο να µην είναι πλέον σε θέση, µετά την παρέλευση µακρού χρόνου από το γεγονός που γεννά τη φορολογική υποχρέωση και την κτήση του διαφυγόντος τη φορολογία περιουσιακού οφέλους, να αµυνθούν προσηκόντως έναντι σχετικού ελέγχου, το δε Δηµόσιο έκθετο στον κίνδυνο αδυναµίας είσπραξης τυχόν βεβαιουµένων ποσών προστίµων (πρβλ. ΣτΕ 1976/2015 µε τις εκεί παραποµπές στη νοµολογία ΔΕΕ και ΕΔΔΑ)».
Εν προκειµένω, συµφώνως προς την αιτιολογική έκθεση, η παράταση του χρόνου παραγραφής «των προθεσµιών του δικαιώµατος του δηµοσίου για έκδοση καταλογιστικών πράξεων κατά ένα ή τρία έτη σύµφωνα µε τις προτεινόµενες διατάξεις κρίνεται απαραίτητη (…) για τους κάτωθι λόγους:
- Η προβλεπόµενη από τις διατάξεις του παρόντος νόµου θέσπιση του προγράµµατος οικειοθελούς αποκάλυψης φορολογητέας ύλης παρελθόντων ετών, επηρεάζει, κατά τα οριζόµενα στις διατάξεις των οικείων άρθρων, τη δυνατότητα της Φορολογικής Διοίκησης να εκδίδει και να κοινοποιεί πράξεις προσδιορισµού του φόρου, καθίσταται, συνεπώς επιτακτική η ανάγκη παράτασης των προθεσµιών παραγραφής, προς διασφάλιση των συµφερόντων του Δηµοσίου. Παράλληλα, µε την επιτάχυνση των φορολογικών ελέγχων και την πεποίθηση εντοπισµού που δηµιουργεί η χρήση της µηχανογραφικής εφαρµογής επεξεργασίας καταθέσεων, αναµένεται ότι θα µειωθούν οι εκκρεµείς υποθέσεις έναντι των οικειοθελώς συµµορφούµενων φορολογούµενων χωρίς ελεγκτικό κόστος.
- Υφίσταται κίνδυνος παραγραφής υποθέσεων που αφορούν σε υψηλά ποσά αδήλωτων εισοδηµάτων από πρόσωπα υψηλής φοροδοτικής ικανότητας, και µάλιστα σε περιόδους δηµοσιονοµικών προσαρµογών.
- Η Γ.Γ.Δ.Ε., παρά το περιορισµένο ελεγκτικό δυναµικό της, διαθέτει πλέον τον τρόπο να ελέγξει ταχύτερα και πιο αξιόπιστα µεγαλύτερο πλήθος υποθέσεων και να επεξεργαστεί ηλεκτρονικά το σύνολο των πληροφοριών, µέσω της χρήσης µαζικών αυτοµατοποιηµένων διαδικασιών, έτσι ώστε να περιοριστεί ο αριθµός των εκκρεµών ελέγχων σε εκείνους που αποφέρουν αποτέλεσµα».
Επίσης, προβάλλεται το επιχείρηµα ότι στις υποθέσεις οι οποίες καταλαµβάνονται από τις προτεινόµενες διατάξεις, περιλαµβάνονται και «περιπτώσεις που αφορούν ελεγκτικές διασταυρώσεις και έρευνες, µε βάση δεδοµένα τα οποία χορήγησαν υπηρεσίες άλλων χωρών στο πλαίσιο διεθνών συµβάσεων. Ο έλεγχος των υποθέσεων αυτών, πολλές από τις οποίες έχουν απασχολήσει σηµαντικά την κοινή γνώµη, πρέπει να ολοκληρωθεί για προφανείς λόγους δηµοσίου συµφέροντος (καταλογισµός και είσπραξη διαφυγόντων φορολογικών και δηµοσίων εσόδων, εµπέδωση αισθήµατος φορολογικής δικαιοσύνης, φορολογικής συµµόρφωσης κ.λπ.)».
Ανεξαρτήτως του αν τα ως άνω αναφερόµενα στην αιτιολογική έκθεση συνιστούν, υπό το φως των προπαρατεθεισών αποφάσεων του ΣτΕ, «ειδικώς τεκµηριωµένες περιστάσεις» που δικαιολογούν την παράταση της παραγραφής, λαµβανοµένου υπόψη και του ότι ο αριθµός των υποθέσεων που καταλαµβάνουν οι προτεινόµενες ρυθµίσεις είναι απροσδιόριστος, καθώς και του ότι στην αιτιολογική έκθεση ουδέν διαλαµβάνεται περί του ευλόγου της διάρκειας της παραγραφής, όπως προσδιορίζεται µετά την προτεινόµενη παράταση, ώστε να εφικτός ο (έστω και οριακός) δικαστικός έλεγχός της υπό το φως της αρχής της αναλογικότητας, επισηµαίνεται, πάντως, ότι η παράταση της παραγραφής παρίσταται λογικώς αναγκαία, τουλάχιστον µέχρι το πέρας της ισχύος των ρυθµίσεων των άρθρων 57 έως 61 του νοµοσχεδίου, δεδοµένου ότι, εξαιτίας των ρυθµίσεων αυτών, η Φορολογική Διοίκηση κωλύεται να προβεί στην έκδοση πράξεων προσδιορισµού φόρων και επιβολής προστίµων έως την 31.12.2016.
Πέραν αυτού, επισηµαίνεται ότι η προτεινόµενη παράταση της παραγραφής, κατ’ αντιστοιχία των παρατάσεων παραγραφής που έχουν νοµοθετηθεί από το έτος 2013 και εντεύθεν, δεν είναι γενικής εφαρµογής, αλλά καταλαµβάνει µόνο υποθέσεις φορολογουµένων για τις οποίες έχουν εκδοθεί «εισαγγελικές παραγγελίες, εντολές ελέγχου, έρευνας ή επεξεργασίας ή εντολές και αιτήµατα διερεύνησης από δικαστική ή φορολογική ή ελεγκτική αρχή, καθώς και από την Αρχή Καταπολέµησης της Νοµιµοποίησης Εσόδων από Εγκληµατικές Δραστηριότητες και της Χρηµατοδότησης της Τροµοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης».
Κατά την ανωτέρω αναφερθείσα ΣτΕ 1623/2016 (7µ.), η αρχή της προστατευόµενης εµπιστοσύνης του διοικούµενου, ως ειδικότερη εκδήλωση της αρχής της ασφάλειας του δίκαιου, «απαιτεί η κατάσταση του φορολογουµένου, όσον αφορά την εκ µέρους του τήρηση των κανόνων της φορολογικής νοµοθεσίας, να µην µπορεί να τίθεται επ' αόριστον εν αµφιβόλω. Συνακόλουθα, (…) απαιτείται να εφαρµόζεται προθεσµία παραγραφής, η οποία, προκειµένου να εκπληρώνει τη συνιστάµενη στη διασφάλιση της ως άνω αρχής λειτουργία της, πρέπει να ορίζεται εκ των προτέρων και να είναι επαρκώς προβλέψιµη από τον ενδιαφερόµενο».
Στο πλαίσιο αυτό, ως προς τις ως άνω υποθέσεις, των οποίων παρατείνεται ο χρόνος παραγραφής, δεδοµένου και του ότι ο χρόνος αυτός, εκτός των άλλων, συνδέεται µε τον χρόνο διαφύλαξης των βιβλίων (αρχείων) και στοιχείων (παραστατικών) των φορολογουµένων (βλ. άρθρο 13 παρ. 2 ν.4174/2013), προκειµένου η προθεσµία παραγραφής να είναι «επαρκώς προβλέψιµη», η αρχή της προστατευόµενης εµπιστοσύνης επιτάσσει τη σχετική ενηµέρωση των φορολογουµένων πριν από την ηµεροµηνία της καταρχήν λήξης της παραγραφής, διότι, σε διαφορετική περίπτωση, οι φορολογούµενοι µπορεί να µην είναι σε θέση να ανταποκριθούν στο βάρος απόδειξης που τους επιβάλλει η φορολογική νοµοθεσία (βλ. άρθρα 39 και 65 ν. 4174/2013. Πρβλ. και ΣτΕ 884/2016)."
Δεν υπάρχουν σχόλια! Πρόσθεσε το σχόλιο σου τώρα!