ΣτΕ 3325/2015 Εκπιπτόμενες δαπάνες επιχειρήσεων
Αριθμός 3325/2015
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Β΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 11 Μαρτίου 2015 με την εξής σύνθεση: Ε. Γαλανού, Αντιπρόεδρος, Προεδρεύουσα, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Α. Γ. Βώρος, Ε. Νίκα, Σύμβουλοι, Ειρ. Σταυρουλάκη, Ι. Δημητρακόπουλος, Πάρεδροι. Γραμματέας η Α. Ζυγουρίτσα.
Για να δικάσει την από 10 Μαρτίου 2010 αίτηση:
του Προϊσταμένου Διαπεριφερειακού Ελεγκτικού Κέντρου (Δ.Ε.Κ.) Αθηνών, ο οποίος παρέστη με τον Πολυχρόνη Καραστεργίου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,
κατά της Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία "............", που εδρεύει στο Αιγάλεω Αττικής (οδός ..... αρ. .), η οποία παρέστη με το δικηγόρο Ιωάννη Παραρά (Α.Μ. 21501), που τον διόρισε με ειδικό πληρεξούσιο,
Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων Προϊστάμενος επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. 85/2009 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Συμβούλου Ε. Νίκα.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον αντιπρόσωπο του αναιρεσείοντος Προϊσταμένου, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον πληρεξούσιο της αναιρεσίβλητης εταιρείας, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά το Νόμο
1. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως δεν απαιτείται καταβολή παραβόλου.
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση της υπ’ αριθμ. 85/2009 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία, κατόπιν συνεκδικάσεως αντιθέτων εφέσεων της διαδίκου εταιρίας και του Δημοσίου κατά της υπ’ αριθμ. 15193/2007 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, έγιναν αυτές εν μέρει δεκτές, μεταρρυθμίσθηκε η ως άνω πρωτόδικη απόφαση και προσδιορίσθηκαν τα καθαρά κέρδη της εταιρίας κατά την διαχειριστική περίοδο από 1.1.1999 έως 31.12.1999 στο ποσό των 7.906.487 ευρώ.
3. Επειδή, ειδικότερα, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, η διάδικος εταιρία, η οποία έχει ως αντικείμενο εργασιών, μεταξύ άλλων, την εισαγωγή, εξαγωγή και εμπορία πολλαπλασιαστικού υλικού φυτών, την υπαίθρια ή σε θερμοκήπια καλλιέργεια αγρών με κάθε είδους φυτά, κηπευτικά κ.λ.π., για την δημιουργία φυτωρίων και την εμπορία των προϊόντων των καλλιεργειών αυτών, την δημιουργία εργαστηρίων και εργοστασίων επεξεργασίας, τυποποίησης και συσκευασίας πολλαπλασιαστικού υλικού, την καλλιέργεια εκτάσεων με λαχανοκηπευτικά, ανθοκομικά και άλλα γεωργικά φυτά για σποροπαραγωγή και τυποποίηση σπόρων, τις γεωργικές και γεωργοοικονομικές μελέτες και εφαρμογές κ.λ.π., τήρησε για την παρακολούθηση των εργασιών της, κατά την υπό κρίση διαχειριστική περίοδο (1999), βιβλία και στοιχεία Γ΄ κατηγορίας και με την οικεία δήλωση φορολογίας εισοδήματος δήλωσε καθαρό φορολογητέο εισόδημα 1.742.759.125 δραχμών. Η φορολογική αρχή, μετά από έλεγχο, έκρινε τα τηρηθέντα βιβλία και στοιχεία αυτής επαρκή και ακριβή, αλλά προέβη σε λογιστική αναμόρφωση των αποτελεσμάτων της, μη αναγνωρίζοντας προς έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδά της, αφ’ ενός κονδύλια συνολικού ύψους 389.182.764 δραχμών, που προσέθεσε ως λογιστικές διαφορές στα δηλωθέντα/προκύπτοντα καθαρά κέρδη της, αφ’ ετέρου ποσό 605.806.015 δραχμών, που αντιστοιχεί στο ύψος μη καλυφθέντος αφορολογήτου αποθεματικού επενδύσεων, και, τελικώς, με το υπ’ αριθμ. 1138/10.10.2002 φύλλο ελέγχου φόρου εισοδήματος, ο Προϊστάμενος του Εθνικού Ελεγκτικού Κέντρου (ΕΘ.Ε.Κ.) προσδιόρισε τα καθαρά κέρδη της σε 2.737.747.904 δραχμές και κατελόγισε εις βάρος της κύριο και πρόσθετο, λόγω ανακριβείας της δηλώσεως, φόρο, καθώς και προκαταβολή φόρου συνολικού ύψους 1.360.871.195 δραχμών. Κατά του ως άνω φύλλου ελέγχου η εταιρία άσκησε προσφυγή, η οποία έγινε εν μέρει δεκτή με την υπ’ αριθμ. 15193/2007 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών και μεταρρυθμίσθηκε το φύλλο αυτό, διαγραφέντος ποσού ύψους 338.957.170 δραχμών από λογιστικές διαφορές της επίδικης διαχειριστικής χρήσεως. Κατά της πρωτόδικης αυτής αποφάσεως ασκήθηκαν αντίθετες εφέσεις της εταιρίας και του Δημοσίου, οι οποίες, όπως προαναφέρθηκε, έγιναν εν μέρει δεκτές με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση.
4. Επειδή, το άρθρο 31 παρ. 1 του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 2238/1994 (ΦΕΚ Α΄ 151) Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, το οποίο εφαρμόζεται, κατ’ άρθρ. 105 παρ. 1 και 2 του ιδίου Κώδικα, και στις ημεδαπές ανώνυμες εταιρίες, ορίζει ότι το καθαρό εισόδημα των επιχειρήσεων, που τηρούν επαρκή και ακριβή βιβλία και στοιχεία τρίτης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων εξευρίσκεται λογιστικώς με έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα των, κατά κατηγορίες, καθοριζομένων εξόδων, στα οποία συγκαταλέγονται, μεταξύ άλλων, και τα γενικά έξοδα διαχειρίσεως (περ. α). Ως τέτοια δε νοούνται οι παραγωγικές εν γένει δαπάνες της επιχειρήσεως, δηλαδή οι δαπάνες, οι οποίες, εν όψει του σκοπού για τον οποίο διατίθενται και των εκάστοτε ειδικών συνθηκών, συμβάλλουν, κατά βάση, στην διεύρυνση των εργασιών της επιχειρήσεως και στην αύξηση του εισοδήματός της, τέτοιες δε δαπάνες μπορεί να καταβάλλονται και οικειοθελώς (βλ. ΣτΕ 1686-8/2014, 650/2005, πρβλ. ΣτΕ 1729/2013, 2033/2012 κ.α.). Εξ άλλου, όταν η φορολογική αρχή, αμφισβητώντας τα δεδομένα των ακριβώς και επαρκώς τηρουμένων βιβλίων και στοιχείων του φορολογουμένου, τα οποία υποχρεούται, κατ’ αρχήν, να αναγνωρίζει (βλ. άρθρο 30 παρ. 1 του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, π.δ. 186/1992, ΦΕΚ Α΄ 84), αρνείται την έκπτωση δαπάνης λόγω ελλείψεως ορισμένης προϋποθέσεως, η εντεύθεν διαφορά περιορίζεται στην διάγνωση της υπάρξεως ή μη της προϋποθέσεως αυτής. Σε περίπτωση δε που κριθεί, στο πλαίσιο της σχετικής δίκης, ότι συντρέχει η εν λόγω προϋπόθεση, το δικαστήριο οφείλει να αναγνωρίσει την έκπτωση της δαπάνης χωρίς να κρίνει επί των λοιπών τυχόν προϋποθέσεων που απαιτούνται μεν από το νόμο για την έκπτωση, αλλά που δεν αποτέλεσαν αντικείμενο αμφισβητήσεως κατά την οικεία φορολογική εγγραφή (ΣτΕ 1686-8/2014, 3450-1/2005, 1154/2004 7μ.).
5. Επειδή, εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, η φορολογική αρχή δεν αναγνώρισε προς έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα της αναιρεσίβλητης ποσό 6.471.930 δραχμών, το οποίο καταβλήθηκε για έξοδα ταξιδιών των πωλητών της προς την επαρχία. Η απόρριψη του ως άνω κονδυλίου από την φορολογική αρχή εχώρησε με την αιτιολογία ότι οι εν λόγω πωλητές δεν εκπροσωπούσαν «αποκλειστικά» την αναιρεσίβλητη εταιρία, αλλά και την θυγατρική της, με την επωνυμία «....................», και, ως εκ τούτου, το ποσό αυτό καταβλήθηκε από ελευθεριότητα και, επομένως, δεν είναι παραγωγική η εν λόγω δαπάνη. Το δικάσαν εφετείο, αφού έλαβε υπ’ όψη «αφενός το ποσοστό συμμετοχής της [αναιρεσίβλητης] στο κεφάλαιο της «..........», το οποίο ανέρχεται σε 99%, αφετέρου το αντικείμενο των εργασιών τους, το οποίο είναι παρεμφερές, καθώς και το γεγονός ότι συνεργάζονται» έκρινε ότι «η εν λόγω δαπάνη είναι παραγωγική, αφού συμβάλλει στην αύξηση των εσόδων της [αναιρεσίβλητης], από τη συμμετοχή της στα κέρδη της θυγατρικής της και, συνεπώς, η σχετική λογιστική διαφορά έπρεπε να διαγραφεί, όπως ορθά κρίθηκε και με την εκκαλούμενη απόφαση» απορρίπτοντας τον αντίθετο ισχυρισμό του Ελληνικού Δημοσίου. Η κρίση αυτή της αναιρεσιβαλλομένης δεν αιτιολογείται νομίμως διότι η επίμαχη δαπάνη, εφ’ όσον, όπως περιγράφεται στην προσβαλλομένη απόφαση, αναφέρεται τόσο σε δαπάνη της αναιρεσίβλητης εταιρίας όσο και σε δαπάνη τρίτης επιχειρήσεως, δηλαδή δεν έγινε εξ ολοκλήρου και αποκλειστικώς στο πλαίσιο της επιχειρηματικής/παραγωγικής δραστηριότητας της αναιρεσίβλητης, δεν αποτελεί παραγωγική δαπάνη της αναιρεσείουσας κατά την έννοια του νόμου και, επομένως, μη νομίμως κρίθηκε από το δικάσαν εφετείο εκπεστέα. Συνεπώς, είναι βάσιμος ο λόγος με τον οποίο προβάλλεται η ως άνω πλημμέλεια της κρίσεως του δικαστηρίου, η δε προσβαλλομένη απόφαση είναι αναιρετέα ως προς το κεφάλαιό της αυτό.
6. Επειδή, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, μεταξύ των λογιστικών διαφορών που προστέθηκαν από την φορολογική αρχή στα καθαρά κέρδη της αναιρεσίβλητης, περιλαμβάνεται και κονδύλιο ποσού 1.670.000 δραχμών, που δαπανήθηκε για αγορά ειδών καθαριότητας, καθώς και για αναψυκτικά και καφέδες κλπ για το προσωπικό και τους πελάτες της αναιρεσίβλητης εταιρίας. Το δικάσαν εφετείο, αφού έλαβε υπ’ όψη ότι «πρόκειται για μικροέξοδα που καλύπτονται από νόμιμα παραστατικά, καθώς και ότι, κατά κοινή πείρα, τα είδη καθαρισμού χρειάζονται για τη λειτουργία ενός χώρου επαγγελματικού ή μη, ενώ η κάλυψη της δαπάνης αγοράς καφέδων, αναψυκτικών κ.λ.π. για το προσωπικό της και τους πελάτες της, γίνονται προς το συμφέρον της επιχείρησης αφενός διότι συμβάλλουν στην καλύτερη απόδοση των υπαλλήλων της και αφετέρου διότι συντελούν στην ανάπτυξη των εργασιών της» έκρινε την εν λόγω δαπάνη παραγωγική και εκπεστέα, απορρίπτοντας ως αβάσιμο τον περί του αντιθέτου λόγο εφέσεως του Ελληνικού Δημοσίου. Η κρίση αυτή είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη, διότι υπό τα βεβαιούμενα στην προσβαλλομένη περιστατικά, η επίδικη δαπάνη ήταν πράγματι παραγωγική κατά το νόμο, εν όψει δε της φύσεως της εν λόγω δαπάνης και του περιεχομένου του σχετικού λόγου εφέσεως του Δημοσίου («το ποσό δεν συνδέεται αιτιωδώς με την καλύτερη λειτουργία και την εντεύθεν επίτευξη του κέρδους της φορολογουμένης, ώστε να συμβάλει και μάλιστα σοβαρά στην επαύξηση της παραγωγικότητάς της»), δεν απαιτούντο περαιτέρω εκτιμήσεις περί της παραγωγικότητας της δαπάνης και, συνεπώς, ο περί του αντιθέτου λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι η κρίση του διοικητικού εφετείου έπρεπε να στηρίζεται σε εκτίμηση συγκεκριμένων στοιχείων, βάσει των οποίων να διαπιστωθεί ότι η δαπάνη συνδέεται αιτιωδώς με την αύξηση της παραγωγικότητας της εταιρίας και είναι εύλογη και ανάλογη με την φύση και τον κύκλο των εργασιών της, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
7. Επειδή, στις δαπάνες που αφαιρούνται από τα ακαθάριστα έσοδα των ανωνύμων εταιριών προς προσδιορισμό των καθαρών κερδών τους περιλαμβάνονται, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 31 παρ. 1 περ. β του ΚΦΕ, όπως η διάταξη αυτή αντικαταστάθηκε κατά το δεύτερο και τρίτο εδάφιό της με την παρ. 2 του άρθρου 14 του ν. 2459/1997 (ΦΕΚ Α΄ 17), οι δαπάνες «για τη συντήρηση και επισκευή των επαγγελματικών γενικά εγκαταστάσεων, μηχανημάτων και αυτοκινήτων οχημάτων. Ειδικά για επιβατικά αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης με κυλινδρισμό μέχρι χίλια εξακόσια (1.600) κυβικά εκατοστά, εκπίπτουν οι δαπάνες συντήρησης, επισκευής, κυκλοφορίας και αποσβέσεων και τα μισθώματα που καταβάλλονται σε εταιρεία χρηματοδοτικής μίσθωσης ή οποιονδήποτε τρίτο, σε ποσοστό εβδομήντα τοις εκατό (70%) του ύψους αυτών, εφόσον τα αυτοκίνητα αυτά χρησιμοποιούνται για τις ανάγκες της επιχείρησης. Για αυτοκίνητα μεγαλύτερου κυβισμού εκπίπτει, με τις ίδιες προύποθέσεις, ποσοστό τριάντα πέντε τοις εκατό (35%) των πιο πάνω δαπανών. …».
8. Επειδή, εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλομένη, απόφαση, από το συνολικό ποσό των 53.624.552 δραχμών, που αντιστοιχεί στους λογαριασμούς «ενοικίαση μεταφορικών μέσων» 36.495.228 δραχμές, «ασφάλιστρα ΕΙΧ αυτ/των» 2.797.688 δραχμές, «επισκευές ΕΙΧ αυτ/των» 4.981.032 δραχμές, «τέλη κυκλοφορίας ΕΙΧ αυτ/των» 588.607 δραχμές και «αποσβέσεις ΕΙΧ αυτ/των» 8.761.997 δραχμές, στους οποίους καταχωρίζονται δαπάνες των ΕΙΧ αυτοκινήτων ιδιοκτησίας της αναιρεσίβλητης και μισθωμένων, η φορολογική αρχή δεν αναγνώρισε ποσό 21.507.313 δραχμών. Ειδικότερα, δεν αναγνώρισε ποσοστό 70% των εν λόγω δαπανών, που ισούται με 37.537.187 δραχμές και το οποίο, τελικώς, μειώθηκε στο ποσό των 21.507.313 δραχμών, λόγω δηλωθείσης λογιστικής διαφοράς, ύψους 16.029.874 δραχμών. Η απόρριψη του εν λόγω κονδυλίου από την φορολογική αρχή έγινε με την αιτιολογία ότι τα εν λόγω μεταφορικά μέσα χρησιμοποιούνταν και για τις προσωπικές ανάγκες των μελών του Δ.Σ., καθώς και των πωλητών. Το διοικητικό εφετείο λαμβάνοντας υπ’ όψη ότι η φορολογική αρχή, που φέρει το σχετικό βάρος απόδειξης (βλ. σχετ. Σ.τ.Ε. 2356/1993), δεν απέδειξε με συγκεκριμένα στοιχεία ότι, κατά τη διάρκεια της υπό κρίση διαχειριστικής περιόδου, έγινε χρήση των αυτοκινήτων της εταιρίας για την κάλυψη των προσωπικών αναγκών των μελών του Δ.Σ. της εταιρίας και των πωλητών της» έκρινε ότι «μη νομίμως δεν αναγνωρίσθηκαν οι παραπάνω δαπάνες και, για το λόγο αυτό, η λογιστική αυτή διαφορά πρέπει να διαγραφεί, όπως ορθά κρίθηκε και με την εκκαλούμενη απόφαση», απορρίπτοντας ως αβάσιμο τον περί του αντιθέτου λόγο εφέσεως του Ελληνικού Δημοσίου. Από το περιεχόμενο αυτό της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το δικαστήριο δέχθηκε ότι η φορολογική αρχή, που φέρει και το σχετικό βάρος αποδείξεως, δεν απέδειξε με συγκεκριμένα στοιχεία ότι κατά την επίδικη χρήση έγινε χρήση των αυτοκινήτων της εταιρίας για την κάλυψη των προσωπικών αναγκών των υπαλλήλων της. Η κρίση αυτή είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη, όλα δε τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα από το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.
9. Επειδή, περαιτέρω, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, η φορολογική αρχή δεν αναγνώρισε και προσέθεσε ως λογιστική διαφορά στα καθαρά κέρδη της αναιρεσίβλητης ποσό 6.805.710 δραχμών από τον Λογαριασμό «Εξοδα Κινήσεως Ε.Ι.Χ. Αυτοκινήτων», στον οποίο καταχωρίζονται οι δαπάνες αγοράς καυσίμων, τόσο των ιδιόκτητων αυτοκινήτων της αναιρεσίβλητης εταιρίας όσο και των μισθωμένων, καθώς και των αυτοκινήτων των υπαλλήλων της, που χρησιμοποιούνται για τις δραστηριότητές της. Η απόρριψη του ως άνω κονδυλίου έγινε με την αιτιολογία ότι με το ποσό αυτό καλύφθηκαν προσωπικές ανάγκες των υπαλλήλων της και δεν πρόκειται, ως εκ τούτου, για παραγωγική δαπάνη. Η αναιρεσίβλητη εταιρία ισχυρίσθηκε, πρωτοδίκως και κατ’ έφεση, ότι επρόκειτο για παραγωγική δαπάνη, διότι οι δαπάνες κίνησης των αυτοκινήτων της εταιρίας και των υπαλλήλων της είναι ελεγχόμενες, ενώ, εξ άλλου, έχουν εκπεσθεί οι δαπάνες μέχρι το νόμιμο όριο (περ. β’ της παρ. 1 του άρθρ. 31 του ν. 2238/1994). Με την αναιρεσιβαλλομένη έγινε δεκτό ότι, εφ’ όσον η φορολογική αρχή, που δεν αμφισβήτησε το συνολικό ύψος του επιμάχου λογαριασμού, δεν παραθέτει συγκεκριμένα στοιχεία από τα οποία να προκύπτει το γεγονός που αυτή επικαλείται, η λογιστική αυτή διαφορά πρέπει να διαγραφεί, κριθέντος, κατ’ αποδοχή σχετικού λόγου εφέσεως της αναιρεσίβλητης εταιρίας, ότι έσφαλε η πρωτόδικη απόφαση που δέχθηκε τ’ αντίθετα και ειδικότερα ότι «δεν προέκυπτε ότι το ποσό των εκπεστέων δαπανών κίνησης των Ε.Ι.Χ. επιβατηγών αυτοκινήτων της [εταιρίας] αντιστοιχούσε στο κατά νόμο ποσοστό των συνολικών αυτών δαπανών, κατά παραδοχή αιτιολογίας διάφορης εκείνης επί της οποίας στηρίχθηκε η φορολογική αρχή». Από το περιεχόμενο αυτό της προσβαλλόμενης αποφάσεως προκύπτει ότι το δικαστήριο δέχθηκε ότι η φορολογική αρχή, που φέρει και το σχετικό βάρος απoδείξεως, δεν απέδειξε με συγκεκριμένα στοιχεία ότι κατά την διάρκεια της επίμαχης διαχειριστικής περιόδου έγινε χρήση των αυτοκινήτων της εταιρίας για την κάλυψη των προσωπικών αναγκών των υπαλλήλων της. Η κρίση αυτή είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη, όλα δε τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.
10. Επειδή, τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 31 παρ. 1 περ. ε του ΚΦΕ, από τα ακαθάριστα έσοδα της επιχειρήσεως εκπίπτουν προς προσδιορισμό των καθαρών κερδών της τα ποσά των κάθε είδους φόρων, τελών και δικαιωμάτων, που βαρύνουν την επιχείρηση, ως χρόνος δε εκπτώσεως λογίζεται ο χρόνος της καταβολής αυτών υπέρ του Δημοσίου ή τρίτων. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλομένη, μεταξύ των προστεθεισών κατά τα ανωτέρω λογιστικών διαφορών, περιλαμβάνεται και κονδύλιο ποσού 7.157.456 δραχμών, που αφορά πληρωμή ανταποδοτικού τέλους προηγουμένης χρήσεως, το οποίο δεν αναγνωρίσθηκε από τον φορολογικό έλεγχο με την αιτιολογία ότι η επίδικη δαπάνη βαρύνει την χρήση, εντός της οποίας γεννήθηκε, ανεξάρτητα από το χρόνο εξοφλήσεως αυτής. Το δικάσαν διοικητικό εφετείο, έκρινε ότι «Οσον αφορά … την δαπάνη ποσού 7.157.456 δρχ., η οποία αφορά πληρωμή ανταποδοτικού τέλους, σύμφωνα με την περ. ε’ της παρ. 1 του άρθρου 31 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, ως χρόνος έκπτωσης λογίζεται ο χρόνος καταβολής αυτού και, συνεπώς, νομίμως η [αναιρεσίβλητη] προέβη στην έκπτωση αυτής κατά την ένδικη χρήση και, συνακόλουθα, η λογιστική αυτή διαφορά πρέπει να διαγραφεί». Η κρίση αυτή της αναιρεσιβαλλομένης είναι, εν όψει της ισχυούσης κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο διατάξεως του άρθρου 31 παρ. 1 περ. ε΄ του ΚΦΕ, νόμιμη, ο δε περί του αντιθέτου λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος (πρβλ. ΣτΕ 756-7/2008).
11. Επειδή, εν όψει των ανωτέρω η κρινομένη αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή ως προς μία από τις αμφισβητούμενες λογιστικές διαφορές, κατά τα εκτιθέμενα στην σκέψη 5, και η προσβαλλομένη απόφαση να αναιρεθεί κατά το αντίστοιχο κεφάλαιο, ενώ, κατά τα λοιπά, η αίτηση πρέπει να απορριφθεί.
12. Επειδή, μετά την μερική αναίρεση της προσβαλλομένης αποφάσεως, η υπόθεση, η οποία χρήζει διευκρινίσεως ως προς το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί, κατά το αναιρούμενο μέρος, στο ίδιο δικαστήριο για νέα κρίση.
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Δέχεται εν μέρει την υπό κρίση αίτηση.
Αναιρεί εν μέρει την υπ’ αριθμ. 85/2009 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, στο οποίο και παραπέμπει την υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος, σύμφωνα με το σκεπτικό.
Απορρίπτει την αίτηση κατά τα λοιπά.
Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 22 Μαρτίου 2015
Η Προεδρεύουσα Αντιπρόεδρος Η Γραμματέας
Ε. Γαλανού Α. Ζυγουρίτσα
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 16ης Σεπτεμβρίου 2015.
Ο Προεδρεύων Σύμβουλος Η Γραμματέας
Ν. Μαρκουλάκης Κ. Κεχρολόγου
Δεν υπάρχουν σχόλια! Πρόσθεσε το σχόλιο σου τώρα!