ΠΟΛ. 1170/22-5-1997 Ακύρωση νόμιμων τίτλων είσπραξης από τα δικαστήρια Διαγραφή - επαναβεβαίωση των σχετικών χρεών
YΠOIK 1006885/678 - 19/0016/ΠOΛ. 1170/22.5.1997
Ακύρωση νόμιμων τίτλων είσπραξης από τα δικαστήρια Διαγραφή - επαναβεβαίωση των σχετικών χρεών
Σας κοινοποιούμε, ως έχει, την αριθ. 776/1996 γνωμοδότηση της Ολομέλειας του Νομικού Συμβουλίου του κράτους, η οποία έγινε δεκτή από τον κ. Υφυπουργό Oικονομικών.
Με τη γνωμοδότηση αυτή, γίνεται δεκτό, ότι σε περίπτωση που, με τελεσίδικη δικαστική απόφαση, ακυρώνεται η ταμειακή βεβαίωση για λόγους αναγόμενους στο νόμιμο τίτλο, η βεβαιούσα Αρχή προβαίνει στη διαγραφή του σχετικού χρέους και την απόκτηση (νέου) νόμιμου τίτλου. Oι ενέργειες αυτές γίνονται ανεξάρτητα από την ορθότητα ή μη της απόφασης και της ασκήσεως κατ` αυτής αιτήσεως αναιρέσεως. H απόκτηση ή μη νέου νόμιμου τίτλου εξαρτάται από τους λόγους για τους οποίους ακυρώνεται η ταμειακή βεβαίωση. Αν η ακύρωση οφείλεται σε τυπικούς λόγους, όπως π.χ. μη νόμιμη κοινοποίηση του νόμιμου τίτλου ή έκδοση αυτού από αναρμόδιο όργανο, κ.α. θα πρέπει η βεβαιούσα αρχή να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες απόκτησης (νέου) νόμιμου τίτλου εντός έτους από της κοινοποιήσεως της τελεσίδικης δικαστικής απόφασης και τούτο λόγω επικείμενης παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου ή άλλης Αρχής της έκδοσης νέας ή κοινοποιήσεως πράξεων προσδιορισμού της σχετικής φορολογικής υποχρέωσης, μετά την παρέλευση του έτους από την κοινοποίηση της σχετικής απόφασης.
Αξίωση επιστροφής καταβληθέντος τμήματος ή όλου οφειλής, ασκείται μετά τη γένεση νέου μόνιμου τίτλου βεβαίωσης, εάν δεν φαίνεται δυνατή η απόκτηση νέου νόμιμου τίτλου (π.χ. μη ύπαρξη φορολογικής υποχρέωσης) ο Προϊστάμενος της ΔOY οφείλει να επιστρέψει το καταβληθέν ποσόν, το οποίον πρέπει να θεωρηθεί, ως αχρεωστήτως καταβληθέν δεδομένου, ότι με την τελεσίδικη δικαστική απόφαση ακυρώθηκε η αντίστοιχη ταμειακή βεβαίωση και έπαψε να ισχύει ο νόμιμος τίτλος, στον οποίο στηριζόταν.
Επίσης με τη γνωμοδότηση αυτή έγινε δεκτό, ότι η διάταξη του αρθ. 41 του ν. 2065/92, με την οποία ορίζεται ότι η ασκηθείσα υπό του Δημοσίου αίτηση αναιρέσεως κατά τελεσιδίκου δικαστικής απόφασης αναστέλλει την εκτέλεση της απόφασης αυτής, δεν αναφέρεται ούτε στις φορολογικές διαφορές ούτε στις διαφορές του KEΔE και η εκτελεστότητα των αποφάσεων, που εκδίδονται στις διαφορές αυτές μετά την άσκηση ένδικων μέσων, ρυθμίζεται από τις κείμενες διατάξεις (άρθρ. 159 K.Φ.Δ. 937 παρ. 1 περ. 3 K. Πολ. Δ. άρθρ. 10 ν. 1160/81), που ως ειδικές δεν καταργήθηκαν με τη διάταξη αυτή.
TO NOMIKO ΣYMBOYΛIO TOY KPATOYΣ
Αριθμός Γνωμοδοτήσεως 776/1996 Συνεδρίαση της 20.12.1996
Περίληψη ερωτήματος: Εάν η ΔOY A` Πειραιά υποχρεούται να επιστρέψει το ποσό καταβληθέντος προστίμου ΦΠA μετά την έκδοση τελεσίδικης απόφασης με την οποία ακυρώθηκε η αντίστοιχη ατομική ειδοποίηση και ταμειακή βεβαίωση λόγω μη νομιμότητας του νομίμου τίτλου, ενόψει των διατάξεων του άρθρου 10 παρ. 8 και 9 του N. 1160/81 και του γεγονότος ότι κατά της πιο πάνω απόφασης έχει ασκηθεί από το Δημόσιο αίτηση αναιρέσεως.
I. Με το 1050941/4166 - 19/006/96 έγγραφο της 16ης Δ/νσης του Υπ. Oικονομικών και τα συνημμένα σχετικά δίδονται τα ακόλουθα:
H εταιρεία "Γ. Βαλλινάτος O.E." (εφεξής εταιρεία) υπέβαλε για τα διαχειριστικά έτη 1991 και 1992 εκκαθαριστικές δηλώσεις Φ.Π.A., ενώ για το διαχειριστικό έτος 1993 και ειδικά για το 1ο και 2ο δίμηνο δεν υπέβαλε προσωρινές δηλώσεις διότι από τα βιβλία και στοιχεία της δεν προέκυπτε πιστωτικό υπόλοιπο ΦΠA. ξμως, μετά από έρευνα στα αρχεία της ΔOY A` Πειραιά προέκυψε ότι η εταιρεία είχε προβεί για το διαχ. έτος 1990 σε συμβιβασμό (κατά την οικεία υπ` αριθ. 3/2.6.1992 πράξη) σύμφωνα με τον οποίο το πιστωτικό υπόλοιπο ΦΠA για μεταφορά και συμψηφισμό στο επόμενο έτος ανέρχονταν στο ποσό των 6.234.436 δρχ. Το ποσό αυτό δεν μεταφέρθηκε από την εταιρεία στο επόμενο έτος, με αποτέλεσμα για την περίοδο 1/1-28.2.1993 να μην υπάρχει πιστωτικό υπόλοιπο αλλά χρεωστικό 2.574.133 δρχ.
Ενόψει των πιο πάνω διαπιστώσεων η ΔOY A` Πειραιά προήλθε στην έκδοση αφενός της υπ` αρ. 10/26.7.93 προσωρινής πράξεως επιβολής ΦΠA με την οποία επέβαλε σε βάρος της εταιρείας τον ανωτέρω ΦΠA και αφετέρου της υπ` αριθ. 434/1993 πράξεως με την οποία της επέβαλε κατά το άρθρο 48 παρ. 3 N. 1642/86 πρόστιμο 12.870.665 δρχ. λόγω μη αποδόσεως του ανωτέρω ΦΠA. Στη συνέχεια η αυτή αρχή προέβη στην έκδοση σε βάρος της εταιρείας:
α) της 402/29.9.93 πράξης ταμειακής βεβαίωσης για ΦΠA πλέον προσαυξήσεων 55% ποσού συνολικά 3.475.080 δρχ. και β) της 403/29.9.93 πράξεως ταμειακής βεβαιώσεως για καταβολή του ανωτέρω προστίμου των δρχ. 12.870.665. Για όλα τα ως άνω χρέη η ΔOY A` Πειραιά επέδωσε στην εταιρεία την 3320/1993 ατομική ειδοποίηση. κατά της τελευταίας καθώς και των ανωτέρω υπ` αρ. 402 και 403/29.9.1993 πράξεων ταμειακής βεβαίωσης η εταιρεία άσκησε δύο ανακοπές (KEΔE) και ειδικότερα μια κατά της ανωτέρω ατομικής ειδοποίησης και της υπ` αρ. 402/1993 πράξης ταμειακής βεβαίωσης και μια κατά της αυτής ατομικής ειδοποίησης και της 403/1993 πράξης ταμειακής βεβαίωσης.
Με την 65/94 απόφαση του Διοικ. Πρωτοδικείου Πειραιά (7ο Τριμελές) απορρίφθηκαν ως αβάσιμες οι παραπάνω ανακοπές, ακολούθως όμως και κατόπιν εφέσεως της εταιρείας με την 2027/95 απόφαση του Διοικ. Εφετείου Πειραιά (Γ. Τριμελές) μεταρρυθμίσθηκε η προαναφερθείσα απόφαση του Διοικ. Πρωτ. Πειραιά και ακυρώθηκε η 403/29.9.93 πράξη ταμειακής βεβαίωσης του πιο πάνω προστίμου για το λόγο ότι "λαμβανομένου υπόψη ότι η ένδικη διαφορά του ΦΠA προέκυψε από πιστωτικό υπόλοιπο φόρου δυνάμει του ανωτέρω συμβιβασμού για τον οποίο από προφανή παραδρομή (και όχι δόλια ενέργεια κ.λπ.) δεν υπήρξε σχετική εγγραφή στα βιβλία της εκκαλούσας, δεν συνέτρεχαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, οι κατά τις προπαρατεθέμενες διατάξεις του άρθρου 48 παρ. 3 του N. 1642/1986 ουσιαστικές προϋποθέσεις για την επιβολή σε βάρος της εκκαλούσας του προστίμου των 12.870.665 δρχ.".
κατά της παραπάνω απόφασης του Διοικ. Εφετείου Πειραιά το Δημόσιο έχει ασκήσει την από 24.11.1995 αίτηση αναιρέσεως που εκκρεμεί ενώπιον του Σ.τ.E.
Σημειωτέον ότι, όπως πληροφορεί η υπηρεσία, κατά της προαναφερθείσας πράξης επιβολής προστίμου η εταιρεία έχει ασκήσει προσφυγή για την οποία δικάσιμος δεν έχει μέχρι σήμερα προσδιορισθεί.
Μετά την έκδοση της 2027/95 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά, η εταιρεία, επικαλούμενη την απόφαση αυτή, ζήτησε την επιστροφή του προστίμου των 12.870.665 δρχ. που είχε ήδη καταβάλλει. Το δικαστικό Γραφείο Πειραιά του N.Σ.K. στο οποίο ετέθη το ζήτημα έλαβε αρχικά, με το 5818/B 20523/13.12.95 έγγραφό του, αρνητική θέση επί του αιτήματος της εταιρείας, υποστηρίζοντας ότι η άσκηση της αιτήσεως αναιρέσεως κατά της 2027/95 αποφάσεως αναστέλλει την εκτέλεση αυτής κατά την παρ. 11 του άρθρου 41 του N. 2065/92, στη συνέχεια όμως με το 2302/B20532/18.4.96 έγγραφό του συνέστησε την πρόκληση ερωτήματος προς το Γραφείο Νομ. Συμβούλου του Υπ. Oικονομικών. Αντίθετη προς την πιο πάνω άποψη έχει η 16η Δ/νση του Υπ. Oικονομικών, η οποία θεωρεί ότι στην προκειμένη περίπτωση έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των παρ. 8 και 9 του άρθρου 10 του N. 1160/1981 και της κατ` εξουσιοδότηση αυτού εκδοθείσας 35426/19.3.82 AYO, ενόψει δε τούτου, αλλά και του γενικότερου ενδιαφέροντος που παρουσιάζει το θέμα ζητά τη γνώμη του NΣK. Σημειωτέον ότι για το κρίσιμο νομικό ζήτημα της έκτασης εφαρμογής της παρ. 11 του άρθρου 41 του N. 2065/92, ήτοι αν μετά την ισχύ της διατάξεως αυτής η άσκηση ενδίκου μέσου επιφέρει αναστολή εκτελέσεως των αποφάσεων των διοικητικών δικαστηρίων σε όλες ανεξαιρέτως τις υποθέσεις ή μόνο σε ορισμένες απ` αυτές, έχει εκδοθεί η 438/93 γνωμοδότηση της Ολομέλειας του NΣK, την οποία δεν έχει εγκρίνει ο Υπ. Oικονομικών, όπου ισοψήφισαν δύο αντίθετες γνώμες, με επικρατήσασα την ψήφο του προέδρου.
Για το παραπάνω ερώτημα η Ολομέλεια του NΣK γνωμοδότησε ως εξής:
II. Στο άρθρο 19 του N. 1715/51, που διατηρήθηκε σε ισχύ δυνάμει του άρθρου 52 παρ. 18 Εισ. K. Πολ. Δ., ορίζεται:
"H ασκηθείσα υπό του Δημοσίου, του Ταμείου Εθνικού Στόλου, του Ταμείου Εθνικής Αμύνης και του παλαιού Εκκλησιαστικού Ταμείου αίτησις αναιρέσεως κατά τελεσιδίκου δικαστικής αποφάσεως, ως και η προς άσκησιν τοιαύτης προθεσμία, αναστέλλει την κατά των νομικών τούτων προσώπων εκτέλεσιν της αποφάσεως και καθ` άς έτι περιπτώσεις θα επετρέπετο αύτη".
Στην παρ. 11 του άρθρ. 41 του N. 2065/92 ορίζεται:
"Στο άρθρο 19 του N. 1715/51 (ΦEK 94 A`) την πρώτη παράγραφο, η οποία αριθμείται 1, προστίθεται παράγραφος 2 που έχει ως εξής:
2. H εκτέλεση αποφάσεων διοικητικών δικαστηρίων επί διοικητικών διαφορών ουσίας κατά των νομικών προσώπων, που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο, αναστέλλεται μέχρις ότου καταστούν αμετάκλητες".
Εξάλλου κατά τη παρ. 1 περ. 3 του άρθρου 937 K. Πολ. Δ. στις δίκες περί εκτέλεση η προθεσμία και η άσκηση ενδίκων μέσων δεν αναστέλλει την εκτέλεση της απόφασης.
Τέλος στο άρθρο 89 του KEΔE (N.Δ. 356/74) ορίζεται ότι "οι διατάξεις του κώδικα Πολιτικής Δικονομίας εφαρμόζονται εφόσον δεν αντίκεινται στις διατάξεις του παρόντος N. Διατάγματος τηρουμένης πάντοτε της διατάξεως του άρθρου 75 του παρόντος N. Διατάγματος δια πάσαν παράβασιν".
Πριν από την ισχύ του N. 2065/92 είχε γίνει δεκτό ότι η παραπάνω διάταξη του άρθρου 937 παρ. 1 περ. 3 του K. Πολ. Δ. εφαρμόζεται δυνάμει του άρθρου 89 KEΔE και στις δίκες περί τη διοικητική εκτέλεση και επομένως η άσκηση ενδίκου μέσου κατά των αποφάσεων που εκδίδονται στις δίκες αυτές δεν αναστέλλει την εκτέλεσή τους. (Ολ. N.Σ.K. 830/92, N.Σ.K. 179/93, ατομ. γνμ. NYΔ 193/89). και τούτο διότι η διάταξη του άρθρου 937 παρ. 1 K.Πολ.Δ. αφενός μεν δεν αντίκειται στις διατάξεις του KEΔE, αφετέρου δε το άρθρο 19 του N. 1715/51 δεν αναφέρεται στη διοικητική εκτέλεση και επιπλέον η διάταξη του άρθρου 89 KEΔE, ως νεώτερη και οπωσδήποτε ειδική, επικρατεί έναντι του άρθρου 19 του N. 1715/51. Στις πιο πάνω αποφάσεις των οποίων η εκτέλεση δεν αναστέλλεται μετά την άσκηση ενδίκων μέσων περιλαμβάνονται και αυτές που ακυρώνουν ατομική ειδοποίηση, καθόσον οι αποφάσεις αυτές ναι μεν δεν συνιστούν κατά νομική ακριβολογία αποφάσεις σε δίκες περί την εκτέλεση, αφού η ατομική ειδοποίηση δεν αποτελεί πράξη διοικητικής εκτέλεσης, εν τούτοις και στις εν λόγω αποφάσεις πρέπει να έχει εφαρμογή, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, το άρθρο 937 παρ. 1 περ. 3 K.Πολ.Δ., δεδομένου ότι και η ατομική ειδοποίηση εκδίδεται στα πλαίσια του KEΔE που αποτελεί το νόμο για την είσπραξη δημοσίων εσόδων με τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης. Σημειωτέον τέλος ότι ως εκτέλεση της αποφάσεως που εκδίδεται στις παραπάνω δίκες νοείται η ισχύς και οι συνέπειες αυτής που αρχίζουν από τη δημοσίευσή της (Μπρίνιας Αναγκ. Εκτ. άρθρο 937 σελ. 529, άρθρο 904 σελ. 64, Πρακτικά Αναθεωρητικής Επιτροπής σελ 190).
Οσα εκτέθησαν προηγουμένως για την εκτελεστότητα των αποφάσεων που εκδίδονται στις δίκες περί τη διοικητική εκτέλεση δεν εθίγησαν από τη διάταξη της παρ. 11 του άρθρου 41 του N. 2065/92, διότι η διάταξη αυτή, απέβλεπε στην άρση τυχόν αμφισβητήσεων ως προς την εφαρμογή του άρθρου 19 του N. 1715/51 μετά την υπαγωγή των διοικητικών διαφορών ουσίας στα διοικητικά δικαστήρια και κατά την αληθή της έννοια δεν αφορά το σύνολο των διοικητικών διαφορών ουσίας, αλλά εκείνες μόνο για τις οποίες πριν τη μεταφορά τους από τα πολιτικά στα διοικητικά δικαστήρια, δυνάμει του N. 1406/83, είχε εφαρμογή το άρθρο 19 του N. 1715/51 (π.χ. διαφορές των άρθρων 105 και 106 Εισ. N.A.K, από διοικητικές συμβάσεις, διαφορές από αποδοχές υπαλλήλων του Δημοσίου κλπ). Στο συμπέρασμα αυτό συνηγορεί και το γεγονός ότι η πιο πάνω διάταξη του N. 2065/92 δεν ετέθη αυτοτελώς, ή ως προσθήκη του N. 1406/83 ή των νόμων της διοικητικής δικονομίας, αλλά ως δεύτερη παράγραφος του άρθρου 19 του N. 1715/51, πράγμα που επιβεβαιώνει τη βούληση του νομοθέτη να καλύπτει τις ίδιες ακριβώς υποθέσεις στις οποίες αναφερόταν και το άρθρο 11 του N. 1715/51 μετά την υπαγωγή τους στα διοικητικά δικαστήρια. H εν λόγω λοιπόν διάταξη του N. 2065/92 δεν αναφέρεται ούτε στις φορολογικές διαφορές, ούτε τις διαφορές του KEΔE και η εκτελεστότητα των αποφάσεων που εκδίδονται στις διαφορές αυτές μετά την άσκηση ενδίκων μέσων ρυθμίζεται από τις κείμενες διατάξεις (άρθρο 159 K.Φ.Δ., 937 παρ. 1 περ. 3 K. Πολ. Δ. κ.λπ.) που ως ειδικές δεν καταργήθηκαν με τη διάταξη του άρθρου 41 παρ. 11 του N. 2065/92. Τούτο συνάγεται και από τη σιγή επί του θέματος της εισηγητικής εκθέσεως που δεν θα δικαιολογείτο αν επρόκειτο για μια τόσο κεφαλαιώδους σημασίας νομοθετική αλλαγή, ειδικά για τις φορολογικές διαφορές, επιβεβαιώνεται δε και από το άρθρο 3 παρ. 2 του μεταγενέστερου N. 2120/93 με το οποίο θεσπίσθηκε το έντοκο της επιστροφής φόρων κ.λπ. από το Δημόσιο μετά την έκδοση οριστικής αποφάσεως και ορίσθηκε σε επόμενο εδάφιο, προφανώς διευκρινιστικά, ότι η τυχόν άσκηση έφεσης από το Δημόσιο κατά οριστικών αποφάσεων διοικητικών πρωτοδικείων δεν αναστέλλει σε καμιά περίπτωση τη διαδικασία της έκπτωσης των ποσών που βεβαιώθηκαν, ή της επιστροφής ή του συμψηφισμού των ποσών που καταβλήθηκαν αλλά δεν οφείλονται βάσει των αποφάσεων αυτών.
Περαιτέρω και ενόψει του ότι τα πολιτικά δικαστήρια εξακολουθούν να έχουν δικαιοδοσία στις δίκες περί τη διοικητική εκτέλεση όταν η απαίτηση του δημοσίου είναι ιδιωτικού δικαίου (A.E.Δ. 5/89, 8/89), οπότε έχει οπωσδήποτε εφαρμογή το άρθρο 937 παρ. 1 K. Πολ. Δ., η αντίθετη προς την παραπάνω εκτεθείσα εκδοχή ως προς την έννοια της διατάξεως της παρ. 11 του άρθρου 41 του N. 2065/92, ότι δηλ. η διάταξη αυτή θα πρέπει να εφαρμόζεται και στις δίκες περί τη διοικητική εκτέλεση, θα απέληγε στο άτοπο και μη στηριζόμενο σε καμιά δικαιολογητική βάση αποτέλεσμα να εξαρτάται η εκτελεστότητα δικαστικής αποφάσεως σε δίκη που ακυρώνει πράξη διοικητικής εκτέλεσης ή ατομική ειδοποίηση από το εάν η απόφαση εκδόθηκε από πολιτικό ή διοικητικό δικαστήριο.
Εξάλλου η τυχόν έναρξη ή συνέχιση της εκτελεστικής διαδικασίας μετά την άνω ακυρωτική απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, εάν ήθελε θεωρηθεί ότι εν προκειμένω δεν ισχύει το άρθρο 937 παρ. 1 του K. Πολ. Δ., δύσκολα θα συμβιβαζόταν με τις αρχές της χρηστής διοίκησης, ενώ αφετέρου δεν φαίνεται πιθανό ότι θα οδηγούσε στην επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, ήτοι την αναγκαστική εκποίηση πράγματος, αφού το κύρος της κατακύρωσης θα εξαρτάτο από την αποδοχή του ενδίκου μέσου του Δημοσίου και την εξαφάνιση της ακυρωτικής απόφασης, πράγμα που λογικά θα απέτρεπε τη συμμετοχή πλειοδοτών στον πλειστηριασμό. κατ` ακολουθίαν όσων εκτέθησαν προηγουμένως η άσκηση από το Δημόσιο ενδίκου μέσου κατά την είσπραξη δημοσίων εσόδων (KEΔE) δεν αναστέλλει την εκτέλεση της απόφασεως αυτής και μετά την ισχύ του άρθρου 41 παρ. 11 του N. 2065/92.
κατά τη γνώμη όμως του Νομικού Συμβούλου X. Φραγκούλη, η διάταξη της παρ. 11 του άρθρου 14 του N. 2065/92 αφορά το σύνολο των διοικητικών διαφορών ουσίας και οι διαφορές του KEΔE και συνεπώς η εκτέλεση κατά του Δημοσίου των αποφάσεων των διοικητικών δικαστηρίων που εκδίδονται σε τέτοιες διαφορές αναστέλλεται μέχρις ότου οι αποφάσεις αυτές καταστούν αμετάκλητες. Σύμφωνα με τη γνώμη αυτή η αληθής έννοια της εν λόγω διάταξης είναι ότι καταργεί και κάθε διάταξη η οποία επιβάλλει στο Δημόσιο την υπ` αυτού άμεση εκτέλεση (υλοποίηση) των επί διοικητικών διαφορών ουσίας εκδιδομένων αποφάσεων των διοικητικών δικαστηρίων και ως εκ τούτου πρέπει να θεωρηθεί καταργηθείσα τόσο η διάταξη του άρθρου 1 του ν. 820/78 (η οποία αναφέρεται στην άμεση εκτέλεση, επιστροφή φόρων, έκπτωση αυτών κ.λπ. των επί φορολογικών διαφορών εκδιδομένων αποφάσεων των διοικητικών δικαστηρίων), όσο και η διάταξη του άρθρου 937 παρ. 1 περ. 3 K. Πολ. Δ. στο μέτρο που εφαρμοζόταν επί των διαφορών του KEΔE. Το ότι δε αυτή είναι η αληθής έννοια της άνω διατάξεως προκύπτει και από τη θέση της νέας διατάξεως του άρθρου 3 του ν. 2120/1993 με την οποία προεβλέφθησαν ουσιαστικά εξαιρέσεις από τις ρυθμίσεις του άρθρου 41 παρ. 11 του ν. 2065/92, πράγμα το οποίο επιβεβαιώνει την γενική ισχύ της διατάξεως αυτής.
III. κατά το άρθρο 73 παρ. 1 KEΔE η ανακοπή του οφειλέτη πριν από την έναρξη της εκτέλεσης ασκείται κατά της ατομικής ειδοποίησης και κατά του νομίμου τίτλου, με την ανακοπή δε αυτή επιτρέπεται η προβολή κάθε αντιρρήσεως ουσιαστικού και δικονομικού δικαίου ως και η αμφισβήτηση του κατ` ουσία βασίμου της απαιτήσεως του Δημοσίου εφόσον ο έλεγχος αυτός δεν έχει ανατεθεί σε δικαστήρια (Ολ. ΣτE 3325/95, Δ. 27.348, ΣτE 612/92 Δ.24.612.A.Π. 1267/85 Νο B 34.861).
Εξάλλου οι παρ. 8 και 9 του άρθρου 10 του N. 1160/81 ορίζουν τα ακόλουθα:
"8. Εν περιπτώσει απαγγελίας δια τελεσιδίκου δικαστικής αποφάσεως της ακυρότητος ατομικής ειδοποιήσεως ή πράξεως διοικητικής εκτελέσεως δια λόγους αναγομένους εις τον νόμιμον τίτλον, το δικαίωμα του Δημοσίου ή ετέρου προσώπου, ούτινος τα έσοδα εισπράττονται δια των Δημοσίων Ταμείων, προς έκδοσιν νέας ή κοινοποίησιν πράξεως προσδιορισμού της σχετικής φορολογικής υποχρεώσεως, εν τη αμέσω ή εμμέσω φορολογία, ή ετέρας οιασδήποτε υποχρεώσεως, εν ουδεμιά περιπτώσει θεωρείται ότι απεσβέσθη λόγω παραγραφής προ της παρελεύσεως έτους από της δια δικαστικού επιμελητού κοινοποιήσεως εις τον αρμόδιον Δημόσιον Ταμίαν της ως άνω τελεσιδίκου δικαστικής αποφάσεως.
9. Επιφυλασσομένης της ισχύος της προηγουμένης παραγράφου βεβαιωμένα έσοδα εις τα Δημόσια Ταμεία, περί ων η εν αυτή αναφερομένη ακυρότης, διαγράφονται από της βεβαιωσάσης ταύτα Αρχής βάσει της καθ` οιανδήποτε τρόπον περιελευσομένης εις ταύτην ως άνω τελεσιδίκου δικαστικής αποφάσεως, ότε προβαίνει αύτη εις τας κατά νόμον ενεργείας προς απόκτησιν νομίμου τίτλου."
H απόφαση που ακυρώνει ατομική ειδοποίηση λόγω ελλείψεως νομιμότητος του νομίμου τίτλου ή για ανυπαρξία της απαιτήσεως δεν μπορεί να προβεί και σε ακύρωση του νόμιμου τίτλου, ο οποίος όμως καθίσταται ανενεργός εν όλω ή εν μέρει (Ολ. ΣτE 105/91 ΔιΔικ 3 (1991) σελ. 532, ΣτE 487/91 Δ. 22.789, Ολ. ΣτE 1441/91 Δ. 23.287, ΣτE 582/93 ΔιΔικ 6 (1994) σελ. 304), με επακόλουθο να μην είναι πλέον δυνατή η έναρξη ή συνέχιση της διοικητικής εκτέλεσης (Ολ.N.Σ.K. 820/92), μετά δε την τελεσιδικία της πιο πάνω απόφασης να έλκονται σε εφαρμογή οι διατάξεις των παρ. 8 και 9 του N. 1160/81 και της κατ` εξουσιοδότηση αυτού εκδοθείσας 35426/1398/8.4.82 αποφάσεως του Υπ. Oικονομικών (γνμ. NYΔ 388/90). Τα ίδια ισχύουν αν το δικαστήριο με την απόφασή του προβαίνει, όπως δικαιούται (ΣτE 1357/93 ΔιΔικ 6 (1994) σελ. 191) και στην ακύρωση της αντίστοιχης ταμειακής βεβαίωσης, όπως έπραξε η 2027/95 απόφαση του Διοικ. Εφ. Πειραιά. Oι παραπάνω δε συνέπειες από την ακύρωση ατομικής ειδοποίησης ή/και της ταμειακής βεβαίωσης δεν αναστέλλονται, όπως εκτέθηκε στην προηγούμενη παράγραφο, με την άσκηση από το Δημόσιο ενδίκων μέσων κατά της σχετικής απόφασης.
Οσον αφορά τα αναγραφόμενα στην παρ. 9 του άρθρου 10 του N. 1160/81 περί κτήσεως νόμιμου τίτλου μετά τη διαγραφή του βεβαιωμένου χρέους, θα πρέπει να επισημανθεί ότι η κτήση του (νέου) νομίμου τίτλου επιβάλλεται υπό τον εξυπακουόμενο όρο ότι συντρέχουν οι προς τούτο νόμιμες προϋποθέσεις, πράγμα που εξαρτάται από τα συγκεκριμένα περιστατικά κάθε περιπτώσεως σε συνδυασμό με τους λόγους της δικαστικής αποφάσεως για τους οποίους κρίθηκε ανίσχυρος ο αρχικός νόμιμος τίτλος, ώστε σε καμιά περίπτωση να μην παραβιάζεται το παραγόμενο από την απόφαση αυτή δεδικασμένο (βλ. συναφώς αν και κατά τρόπο απόλυτο και μονομερή Δ.Εφ.Αθ. 1441/93 Δ. 26.646).
Στην προκειμένη περίπτωση, με την 2027/95 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά ακυρώθηκε η 403/29.9.93 πράξη ταμειακής βεβαίωσης του προϊσταμένου της ΔOY A` Πειραιά ως στηριζόμενη σε πλημμελή πράξη επιβολής προστίμου και συγκεκριμένα διότι κατά την κρίση του Δικαστηρίου δεν συνέτρεχαν οι κατά τις διατάξεις του άρθρου 48 παρ. 3 του ν. 1642/86 ουσιαστικές προϋποθέσεις για την επιβολή σε βάρος της ανακόπτουσας εταιρείας του προστίμου των 12.870.665 δρχ.
Ως εκ του περιεχομένου αυτού της 2027/95 αποφάσεως, δεν φαίνεται καταρχάς δυνατή απόκτηση (νέου) νομίμου τίτλου κατ` εφαρμογή της παρ. 9 του άρθρου 10 του N. 1160/81 μέχρι να εκδοθεί ευνοϊκή για το Δημόσιο απόφαση επί της αιτήσεως αναιρέσεως αυτού ή επί της προσφυγής της εταιρείας κατά της πράξεως επιβολής προστίμου. κατόπιν τούτου και κατ` ακολουθίαν όσων αναπτύχθησαν προηγουμένως, και τη γνώμη του συνόλου των παρισταμένων πλην του Νομ. Συμβούλου Χρ. Φραγκούλη, μετά την έκδοση της πιο πάνω απόφασης του Διοικ. Εφετείου Πειραιά και ανεξαρτήτως της ορθότητάς της και της ασκήσεως κατ` αυτής αιτήσεως αναιρέσεως, ο προϊστάμενος της ΔOY A` Πειραιά οφείλει να επιστρέψει στην εταιρεία το ποσό του πιο πάνω προστίμου το οποίο πρέπει να θεωρηθεί ως αχρεωστήτως καταβληθέν, δεδομένου ότι με την εν λόγω απόφαση ακυρώθηκε τελεσιδίκως η αντίστοιχη ταμειακή βεβαίωση και έπαψε να ισχύει ο νόμιμος τίτλος στον οποίο στηριζόταν, δεν υφίσταται δηλ. όπως έχει διαμορφωθεί η κατάσταση ούτε έγκυρος τίτλος, ούτε έγκυρη ταμειακή βεβαίωση, ενώ εξάλλου η άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως κατά της εν λόγω αποφάσεως δεν αναστέλλει την εκτέλεση αυτής.
κατά τη γνώμη του Νομ. Συμβούλου Χρ. Φραγκούλη, αφού στις δίκες του KEΔE που υπάγονται στα διοικητικά δικαστήρια έχει, κατά την άποψή του, εφαρμογή το άρθρο 41 παρ. 11 του N. 2065/92, η άσκηση από το Δημόσιο αιτήσεως αναιρέσεως κατά της 20/27/95 αποφάσεως αναστέλλει την εκτέλεση αυτής και το Δημόσιο δεν υποχρεούται να επιστρέψει στην εταιρεία το ποσό του καταβληθέντος απ` αυτή προστίμου.
Δεν υπάρχουν σχόλια! Πρόσθεσε το σχόλιο σου τώρα!