ΠΟΛ. 1158/7-5-1997 Περιλήψεις δικαστικών αποφάσεων
YΠOIK 1051286/4613/0016/ΠOΛ. 1158/7.5.1997
Περιλήψεις δικαστικών αποφάσεων
Σας στέλνουμε το αρ. 12790/17-2-97 έγγραφο του N.Σ.K. με περιλήψεις δικαστικών αποφάσεων για ενημέρωσή σας.
Διευκρινίζεται ότι, στις περιπτώσεις που δικαστική απόφαση δεν δέχεται την άποψη του Δημοσίου, υποχρεώνει το Δημόσιο μόνο για την συγκεκριμένη υπόθεση για την οποία εκδόθηκε, και αντίστροφα, όταν δέχεται την άποψη του Δημοσίου, υποχρεώνει μόνο τον συγκεκριμένο αντίδικο και για την συκγεκριμένη υπόθεση (είναι άλλο το θέμα της δημιουργίας νομολογίας, η οποία μπορεί να επηρεάζει μελλοντικές αποφάσεις).
Αριθ. Πρωτ. 12790/17.2.1997
Περιλήψεις αποφάσεων Ανωτάτων Δικαστηρίων προς ενημέρωση του Kυρίου Προσωπικού του NΣK
1. κρίσιμο στοιχείο για την ανεύρεση της προσηκούσης δικαιοδοσίας επί ανακοπών κατά πινάκων κατατάξεως αποτελεί η φύση της απαιτήσεως του επισπεύδοντος την εκτέλεση και όχι του ανακόπτοντος. κατά συνέπεια:
A. Για την καθίδρυση δικαιοδοσίας των διοικητικών δικαστηρίων επί των ανωτέρω ανακοπών απαιτείται η σωρευτική συνδρομή δύο προϋποθέσεων, ήτοι: α) ο τίτλος, βάσει του οποίου επισπεύδεται η εκτέλεση, να είναι από τους αναφερομένους στο άρθρο 2 παρ. 2 του KEΔE, δηλαδή η εκτέλεση να επισπεύδεται από το δημόσιο (ή N.Π.Δ.Δ.) κατά τις διατάξεις του KEΔE, β) η απαίτηση, στην οποία αφορά ο τίτλος, να προέρχεται από έννομη σχέση δημοσίου δικαίου, π.χ. φόροι, δασμοί, ασφαλιστικές εισφορές κ.λπ. (A.E.Δ. 18/1993, Ελλ. Δνη 35,310, Δ.Δίκη 6,62, Σ.τ.E. 14/1994, Δ.Δίκη 6,637, Σ.τ.E. 1986/1995 αδημ, Σ.τ.E. 1987/1995 αδημ, E.A. 2773/1992, Δίκη 23,1095, πρβλ. A.E.Δ. 5/1989, Δ.Δίκη 1,780, A.E.Δ. 8/1989, Ελλ.Δνη 30,1148).
B. Αντιθέτως, σε περίπτωση μη συνδρομής αθροιστικώς και των δύο ανωτέρω προϋποθέσεων - δηλαδή όταν η εκτέλεση επισπεύδεται από ιδιώτες (κοινή εκτέλεση) ή κατά τον KEΔE (διοικητική εκτέλεση) για την ικανοποιήση απαιτήσεων του δημοσίου (ή N.Π.Δ.Δ.) προερχομένων εξ εννόμου σχέσεως ιδιωτικού δικαίου π.χ. δάνεια, μισθώματα κ.λπ. - όλες οι ανακοπές (ιδιωτών και δημοσίου) κατά πινάκων κατατάξεως εξακολουθούν να υπάγονται στην δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, ασχέτως της ειδικωτέρας φύσεως της αναγγελλομένης απαιτήσεως προς κατάταξη, ανεξαρτήτως δηλαδή εάν η εν λόγω απαίτηση, καθ` αυτή, προέρχεται εξ εννόμου σχέσεως δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου (A.Π. 210/1996, Δ.E.E. 2, 999, Σ.τ.E. 3212/1994, Δ.Δίκη 7,663, Ελλ. Δνη 37,777, Σ.τ.E. 1080/1995, Δ.Δίκη 7,1412, Ελλ.Δνη 32, 1644, E.A. 3085/1993, Αρχ. Νομ. 1994,261, E.Πειρ. 935/1994, Ελλ. Δνη 37,391, E.A. 571/1995 αδημ.).
Γ. Τέλος στις σπάνιες περιπτώσεις κατά τις οποίες επισπεύδεται διοικητική εκτέλεση για την ικανοποίηση απαιτήσεων του δημοσίου (ή N.Π.Δ.Δ.) τόσο του ιδιωτικού, όσο και του δημοσίου δικαίου, πρέπει να αναζητείται - κατ` ορθοτέρα άποψη (Μπρίνιας Νο. B. 33,1105, παραπομπή 64) - η προέχουσα απαίτηση, δηλαδή όταν οι απαιτήσεις ιδιωτικού δικαίου υπερτερούν ποσοτικώς των απαιτήσεων δημοσίου δικαίου, η ανακοπή κατά του πίνακος κατατάξεως υπάγεται στην δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων και αντιστρόφως, στην απίθανη δε περίπτωση κατά την οποία οι ανωτέρω απαιτήσεις είναι ισόποσες, τότε κριτήριο πρέπει να αποτελεί η φύση της απαιτήσεως, η οποία προτάσσεται στην έκθεση αναγκαστικής κατασχέσεως. H τυχόν παραδοχή αντιθέτου εκδοχής οδηγεί στην διάσπαση της ενότητος της εκτελεστικής διαδικασίας και ειδικώτερα στον κατακερματισμό της δίκης δια της καθιερώσεως διπλής δικαιοδοσίας επί ανακοπών κατά του ιδίου πίνακος κατατάξεως, είναι δε άμεσος ο κίνδυνος εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων μεταξύ πολιτικών και διοικητικών δικαστηρίων, κατά των οποίων δεν χωρεί άσκηση τριτανακοπής.
2. A. Το αναιρετήριο πρέπει να περιέχει, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, τους λόγους αναιρέσεως, ώστε όχι μόνο να εξάγεται από αυτούς σε ποιούς από τους λόγους του άρθρου 559 (ή 560) του K.Πολ.Δ. υπάγονται, αλλά και να αναφέρονται σ` αυτούς οι πραγματικές παραδοχές (τα πραγματικά περιστατικά) της προσβαλλομένης αποφάσεως), οι οποίες στοιχειοθετούν τις αποδιδόμενες στην απόφαση πλημμέλειες, άλλως οι λόγοι αναιρέσεως είναι απορριπτέοι ως αόριστοι (A.Π. 670/1990, ΝοB. 39,1209, A.Π. 1315/1991, Ελλ.Δνη 33,1185, A.Π. 15/1991, Δίκη 22,721, A.Π. 264/1992, Ελλ.Δνη 34,1316, A.Π. 313/1992, Ελλ.Δνη 35,617, A.Π. 576/1993, Ελλ.Δνη 35,1539, A.Π. 442/1993, Ελλ.Δνη 36,88).
B. Για να είναι ορισμένος ο εκ του άρθρου 559 αριθ. 1 K.Πολ.Δ. λόγος αναιρέσεως, πρέπει να αναφέρονται στο αναιρετήριο ο παραβιασθείς κανόνας ουσιαστικού δικαίου, οι κρίσιμες πραγματικές παραδοχές της αναιρεσιβαλομένης αποφάσεως και το υπαγωγικό σφάλμα αυτής. Ειδικώτερα: α) σε περίπτωση αιτιάσεως ότι η αγωγή, επί της οποίας έκρινε το δικαστήριο της ουσίας, απερρίφθη ως νόμω αβάσιμος, θα πρέπει να εκτίθεται με πληρότητα στο αναιρετήριο η ιστορική βάση της αγωγής αυτής, και β) σε περίπτωση αιτιάσεως ότι παρεβιάσθη κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, με αποτέλεσμα η ένδικος αγωγή να γίνει δεκτή ως κατ` ουσίαν βάσιμος ή να απορριφθεί ως κατ` ουσίαν αβάσιμος, θα πρέπει να αναφέρονται με πληρότητα στο αναιρετήριο οι επί της ουσίας κρίσιμες παραδοχές του δικάσαντος δικαστηρίου, με βάση τις οποίες εκείνο κατέληξε στην αποδοχή ή στην απόρριψη της αγωγής ως κατ` ουσίαν βασίμου ή αβασίμου, ο παραβιασθείς κανόνας ουσιαστικού δικαίου και σε τι συνίσταται το σφάλμα της αποφάσεως κατά την ερμηνεία ή εφαρμογή του νόμου, για να είναι δε ορισμένος ο εκ του άρθρου 559 αριθ. 19 K.Πολ.Δ. λόγος αναιρέσεως, θα πρέπει να εκτίθεται στο αναιρετήριο σε τι συνίσταται η αποδιδομένη στην προσβαλλομένη απόφαση πλημμέλεια της ελλείψεως νομίμου βάσεως, η αοριστία δε του αναιρετηρίου δεν επιτρέπεται να συμπληρωθεί δι` αναφοράς στο δικόγραφο της αγωγής ή της εφέσεως ή στην προσβαλλομένη απόφαση ή στις προτάσεις του αναιρεσείοντος (ολομ. A.Π. 57/1990, ΝοB 39,385, A.Π. 1429/1991, Ελλ. Δνη 34,54 A.Π. 705/1991, E.E.N. 1992,431, A.Π. 946/1992, Ελλ. Δνη 35,1039, A.Π. 1037/1992, Ελλ. Δνη 35,1052, A.Π. 426/1992, ΝοB 41,883, A.Π. 1021/1992, Ελλ. Δνη 35,1039, A.Π. 1288/1992, Ελλ. Δνη 35,1558, A.Π. 33/1992, E.E.N. 1993, 192 A.Π. 393/1993, E.Δ.K.A. 1994,742, A.Π. 1176/1993, Ελλ. Δνη 36,1234, A.Π. 531/1994, Ελλ. Δνη 37,81, ολομ. A.Π. 1/1995, Ελλ. Δνη 36,582).
3. H κατ` άρθρο 38 παρ. 2 του KEΔE ακυρότητα της προσημειώσεως ή υποθήκης, εγγραφείσης μετά την επιβολή της κατασχέσεως εκ μέρους του IKA (ή δημοσίου) επί ακινήτου του οφειλέτου του, ισχύει μόνον έναντι της απαιτήσεως εκείνης για την οποία επεβλήθη η κατάσχεση και όχι έναντι άλλων αναγγελθεισών απαιτήσεων του IKA (ή δημοσίου) στη διαδικασία του πλειστηριασμού του ιδίου ακινήτου, διενεργηθέντος βάσει άλλης κατασχέσεως επιβληθείσης κατά τον K.Πολ.Δ. (ολομ. A.Π. 3/1988, Ελλ. Δνη 29,1196, Δίκη 21,345, A.Π. 784/1994, Ελλ. Δνη 36,841).
4. Για την έναρξη της 90νθημέρου προθεσμίας του άρθρου 1323 παρ. 2 του A.K. - περί τροπής της προσημειώσεως σε υποθήκη, εγγραφείσης βάσει διαταγής πληρωμής ή αποσβέσεως αυτής λόγω μη τροπής της σε υποθήκη - δεν αρκεί η πάροδος της αρχικής 15νθημέρου προθεσμίας ασκήσεως ανακοπής κατά της επιδοθείσης διαταγής πληρωμής του άρθρου 632 παρ. 1 του K.Πολ.Δ., αλλά απαιτείται η επανεπίδοση της διαταγής πληρωμής και η πάροδος της 10ημέρου προθεσμίας ασκήσεως της ανακοπής του άρθρου 633 παρ. 2 K.Πολ.Δ. (ολομ. A.Π. 6/1996 Ελλ. Δνη 37,1047, A.Π. 855/1995, Ελλ. Δνη 37,49).
5. Απαιτήσεις εκ διατροφής, επιδικασθείσες δια δικαστικής αποφάσεως υπέρ της συζύγου και των ανηλίκων τέκνων καθ` ου η εκτέλεση, δεν απολαύουν του προνομίου του άρθρου 975 αριθμ. 2 του K.Πολ.Δ. (Εφ. Πειρ. 828/1993, Αρχείο Νομολ. 1994, 314, E.A. 2853/1983, Ελλ. Δνη 24,1057).
6. Oι απαιτήσεις των εμμίσθων δικηγόρων (επί παγία αντιμισθία) δεν απολαύουν του προνομίου του άρθρου 975 K.Πολ.Δ. (ολομ. A.Π. 13/1990, ΝοB 38, 1334).
7. H αντιμισθία του συνδίκου πτωχεύσεως - ως μη αποτελούσα δικηγορική αμοιβή - δεν απολαύει του προνομίου του άρθρου 975 K.Πολ.Δ., ούτε προαφαιρείται από το πλειστηρίασμα όταν την εκτέλεση επισπεύδει ενυπόθηκος δανειστής (A.Π. 1083/1990, Ελλ. Δνη 33,310).
8. Απαιτήσεις δικηγόρων επιδικασθείσες με διαταγή πληρωμής, η οποία έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 633 παρ. 2 του K.Πολ.Δ., απολαύουν του προνομίου του άρθρου 975 K.Πολ.Δ., διότι η ανωτέρω διαταγή πληρωμής ισοδυναμεί με τελεσίδικο απόφαση (A.Π. 1826/1987, E.E.N. 1988, 930).
9. Ως έτος προς καθορισμό των προνομίων του δημοσίου - κατ` άρθρο 61 παρ. 5 του KEΔE - λαμβάνεται εκείνο της επιβολής της κατασχέσεως, όταν αυτή προηγείται της πτωχεύσεως, ενώ αντιθέτως όταν η κατάσχεση έπεται χρονικώς της πτωχεύσεως, λαμβάνεται υπ` όψιν το έτος δημοσιεύσεως της κηρυττούσης την πτώχευση αποφάσεως (ολομ. A.Π. 30/1996, EΔKA 1997, 42). Σημειωτέον ότι η ανωτέρω απόφαση αφορά μόνον εκκρεμείς ανακοπές, ασκηθείσες κατά πινάκων κατατάξεως συνταγέντων προ της σημαντικής διευρύνσεως του προνομίου του δημοσίου, δια της καταργήσεως της παρ. 2 του άρθρου 61 του KEΔE (άρθρο 24 παρ. 1 του ν. 2093/25-11-1992), διότι ο χρόνος επιβολής της κατασχέσεως είναι πλέον αδιάφορος για το δημόσιο, το οποίο κατατάσσεται προνομιακώς για όλες αδιακρίτως τις ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις του στην έκτη σειρά του άρθρου 975 K.Πολ.Δ. (άρθρο 17 παρ. β` του ν. 2298/1995).
10. H ΔEH ναι μεν απολαύει όλων των δικαστικών προνομίων του δημοσίου, όχι όμως και των προνομίων κατατάξεως του δημοσίου (A.Π. 1763/1981, ΝοB 30, 1065).
11. Σε περίπτωση πτωχεύσεως του οφειλέτου η ανακοπή κατά του πίνακος κατατάξεως πρέπει να στρέφεται όχι μόνον κατά του συνδίκου πτωχεύσεως, αλλά προσωπικώς και κατά των εκπροσωπουμένων υπ` αυτού γενικών προνομιούχων ή εγχειρογράφων δανειστών, διότι, άλλως, οι ανωτέρω πτωχευτικοί πιστωτές στερούνται της δικονομικής δυνατότητος προσελεύσεως στο δικαστήριο, της αναπτύξεως των επιχειρημάτων των και της προσκομιδής των αποδεικτικών των μέσων - κατ` άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος (E.A. 10130/1991, Ελλ. Δνη 33,889, E.A. 6828/1990, Επ.Εμπ.Δ. 43,476, Εφ. Πατρών 251/1990, Αχαϊκή Νομολογία 1991, 188, E.A. 1694/1995 αδημ., E.A. 1557/1992 αδημ., π.ρ.β.λ. ολομ. A.Π. 1096/1986, ΝοB 35, 1578, A.Π. 218/1980, ΝοB 28, 1490).
12. Δεν είναι άκυρος ο διενεργηθείς πλειστηριασμός, παρ` ότι είχε διαταχθεί η αναστολή του, εάν η σχετική δικαστική απόφαση δεν είχε γνωστοποιηθεί στον υπάλληλο του πλειστηριασμού (ολομ. A.Π. 33/1995, Ελλ.Δνη 37, 582, Δίκη 27, 558).
13. Για το ορισμένο των λόγων της ανακοπής κατά πινάκων κατατάξεως, αφορώντων εσφαλμένη προαφαίρεση εξόδων εκτελέσεως, δεν αρκεί η γενική άρνηση των κονδυλίων των εξόδων εκτελέσεως, αλλά θα πρέπει να προσδιορίζεται σαφώς και πλήρως ως προς ποια από τα επί μέρους κονδύλια εξόδων και δικαιωμάτων και για ποιόν λόγο υπάρχει υπέρβαση των νομίμων αμοιβών και εξόδων, ώστε να καθίσταται δυνατή εκ μέρους του δικαστηρίου η έρευνα και ο προσδιορισμός του προσήκοντος μέτρου των εξόδων και δικαιωμάτων (A.Π. 346/1995 ΝοB 44, 823, A.Π. 987/1986, E.E.N. 1987, 350, E.A. 2401/1989, ΝοB 38, 94 E.A. 308/1993, ΝοB 42, 196, E.Πειρ. 358/1991 αδημ.).
14. Δεν περιλαμβάνονται στα έξοδα εκτελέσεως τα δημιουργηθέντα δικαστικά έξοδα προς το αποκλειστικό συμφέρον του επισπεύδοντος ή των αναγγελθέντων δανειστών, δηλαδή τα έξοδα για την δικαστική επιδίωξη της απαιτήσεως, απόκτηση εκτελεστού τίτλου (δικαστική δαπάνη), αναγγελία, κατάθεση τίτλων, τα έξοδα προς εξακρίβωση της περιουσιακής καταστάσεως του οφειλέτου προς επιβολή της κατασχέσεως, οι δαπάνες προηγουμένων επιταγών ατονησάντων με την πάροδο ενός έτους από την επίδοσή τους κ.λπ. (E.A. 1787/1994, Ελλ. Δνη 36, 1264, E.A. 2477/1990, Ελλ. Δνη 33, 614, E.A. 2401/1989, ΝοB 38, 94, E.A. 3341/1988, Ελλ. Δνη 31, 146, E.A. 5566/1984, Δίκη 16, 55, E.A. 9187/1983 Δ 15, 422, E.A. 1315/1980, ΝοB 28, 1206, E.A. 5022/1979, ΝοB 28, 803, E.A. 13404/1987, Ελλ. Δνη 31, 569, E.A. 8055/1990, Ελλ. Δνη 32, 1054, E.Θεσ. 1630/1990, Αρμ. 45, 1025, E.A. 5416/1993, Ελλ. Δνη 35, 463).
15. κατά την κρατούσα νομολογία δεν περιλαμβάνονται στα έξοδα εκτελέσεως και, ως εκ τούτου, δεν αφαιρούνται από το πλειστηρίασμα τα έξοδα ματαιωθέντων πλειστηριασμών εξ υπαιτιότητος του επισπεύδοντος, π.χ. αναβολές και ματαιώσεις πλειστηριασμών εξ υπαιτιότητος του επισπεύδοντος, π.χ. αναβολές και ματαιώσεις πλειστηριασμών κατόπιν συμφωνίας επισπεύδοντος και οφειλέτου, χωρίς την έκδοση σχετικών δικαστικών αποφάσεων (E.A. 4652/1990, Ελλ. Δνη 31, 1514, E.A. 2713/1994 αδημ., E.A. 1798/1994 αδημ., E.A. 9546/1991 αδημ.).
16. κατ` άρθρο 127 του ν.δ. 3026/1954 " περί κώδικος δικηγόρω" , ο συντάσσων και υπογράφων την επιταγή δικηγόρος του επισπεύδοντος δικαιούται αμοιβής, η οποία περιλαμβάνεται στα έξοδα εκτελέσεως, καθορίζεται δε αυτή κατά το κατώτερο όριο, ανάλογα με το είδος του εκτελουμένου τίτλου. Ειδικώτερα εάν ο εκτελούμενος τίτλος είναι απόφαση του μονομελούς πρωτοδικείου, το ελάχιστο όριο αμοιβής δικηγόρου για σύνταξη επιταγής προς εκτέλεση ορίζεται σε 25 μεταλλικές δραχμές. Με την ισχύουσα υπ` αριθμ. 12398/9-2-1989 απόφαση του υπουργού δικαιοσύνης (ΦEK 131/21-2-1989 τεύχος B`) ωρίσθη ο συντελεστής υπολογισμού των δικηγορικών αμοιβών σε 140 μονάδες και συνεπώς το ανωτέρω ποσό των 25 μεταλλικών δραχμών, σε πραγματικές δραχμές, είναι αντίστοιχο των 3.500 δρχ. (Περί του τρόπου υπολογισμού και του προσήκοντος μέτρου των ανωτέρω δικηγορικών αμοιβών βλ.: ΕφΘεσ 213/1991, Ελλ. Δνη 33, 1280, E.A. 3397/1995, ΝοB 44, 643, E.A. 3284/1991, Ελλ. Δνη 33, 884, E.A. 5632/1985, Ελλ. Δνη 27, 117, E.A. 1798/1994 αδημ.).
17. Τα έξοδα εξοφλήσεως των απαιτήσεων των καταταγέντων στον πίνακα κατατάξεως δανειστών δεν περιλαμβάνονται στα έξοδα εκτελέσεως, διότι τα έξοδα αυτά - βαρύνοντα, κατ` άρθρο 425 A.K., τον καθ` ου η εκτέλεση οφειλέτη και προκαταβαλλόμενα από τους κατατεγέντες δανειστές κατά την σύνταξη των πράξεων εξοφλήσεως των απαιτήσεών των - δεν αφορούν το συμφέρον όλων των δανειστών, ούτε είναι αναγκαία για την διαδικασία της εκτελέσεως. Τούτο ισχύει και επί πλειστηριασμών περιουσιακών στοιχείων προβληματικών επιχειρήσεων, κατά τους οποίους οι πίνακες κατατάξεως συντάσσονται υπό των εκκαθαριστών (A.Π. 1100/1996, Δ.E.E. 3,57).
18. κατά την εκκαθάριση των προβληματικών επιχειρήσεων ο εκκαθαριστής έχει υποχρέωση να διανείμει με τον πίνακα κατατάξεως ολόκληρο το προϊόν της εκκαθαρίσεως, το οποίο έχει εις χείρας του κατά τον χρόνο συντάξεως του πίνακος, διότι μόνον με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται η σύμμετρη ικανοποίηση όλων των πιστωτών και η τήρηση της σειράς ικανοποιήσεως των εμπραγμάτως ασφαλισμένων και των άλλων προνομιούχων απαιτήσεων και, ως εκ τούτου, είναι μη νόμιμος η παρακράτηση υπό του εκκαθαριστού ποσού για τα έξοδα συνεχίσεως και περατώσεως της εκκαθαρίσεως (A.Π. 1153/1994 Δ.E.E. 1,195, A.Π. 1098/1996 αδημ., A.Π. 1288/1991 αδημ. A.Π. 1284/1991 αδημ.).
19. H διανομή του πλειστηριάσματος προϋποθέτει τελεσιδικία του πίνακος κατατάξεως (A.Π. 1380/1994, Ελλ. Δνη 37, 644, A.Π. 110/1996, Δ.E.E. 3, 57).
20. Επί ανακοπών κατά πινάκων κατατάξεως δεν υφίσταται αναγκαστική ομοδικία και, ως εκ τούτου, σε περίπτωση παραδοχής της ανακοπής ωφελείται μόνον ο ανακόπτων πιστωτής, έστω και αν στην σειρά των προνομίων προηγούνται αυτού άλλοι πιστωτές, οι οποίοι ούτε ωφελούνται, ούτε βλάπτονται δια της παραδοχής της ανακοπής (A.Π. 987/1986, E.E.N. 1987, 350, A.Π. 1266/1974, E.E.N. 42, 608, A.Π. 625/1981, Δίκη 12, 769, πρβλ. A.Π. 604/1983, ΝοB 32, 72).
21. Τα προνόμια των απαιτήσεων κρίνονται κατά τον νόμο τον ισχύοντα κατά τον χρόνο συντάξεως του πίνακος κατατάξεως ή του λογαριασμού διανομής του συνδίκου πτωχεύσεως, διότι οι διατάξεις περί προνομίων είναι μεν διφυούς χαρακτήρος, ανήκουν όμως κυρίως στο δικονομικό δίκαιο, η δε ανωτέρω ρύθμιση των προνομίων δεν προσκρούει στο άρθρο 17 του Συντάγματος περί προστασίας της ιδιοκτησίας (ολομ. A.Π. 21/1994, ΝοB 44, 38, Ελλ. Δνη 36, 574, A.Π. 7/1995, ΝοB 44, 613, Ελλ. Δνη 37, 332, A.Π. 309/1994, ΝοB 43, 237, Σ.τ.E. 14/1994, Δ.Δίκη 6, 637).
22. Το δημόσιο (ή το IKA) σε περίπτωση πτωχεύσεως του οφειλέτου και πλειστηριασμού περιουσιακών στοιχείων του παραδεκτώς αναγγέλεται απ` ευθείας στον υπάλληλο του πλειστηριασμού και όχι μόνον δια του συνδίκου πτωχεύσεως (A.Π. 539/1994, Ελλ. Δνη 36,155, A.Π. 1251/1994, Ελλ. Δνη 37,109), διότι νομιμοποιείται ενεργητικώς για το μείζον, δηλαδή - όταν είναι γενικός προνομιούχος ή εγχειρόγραφος (και όχι ενυπόθηκος) δανειστής του πτωχεύσαντος - να ασκεί ιδίω ονόματι ανακοπή κατά του πίνακος κατατάξεως και όχι μόνον δια του συνδίκου πτωχεύσεως, κατατασσόμενο όμως όχι ατομικώς, αλλά δια του συνδίκου πτωχεύσεως (A.Π. 530/1994, ΝοB 43, 690, Ελλ. Δνη 36, 155, ολομ. A.Π. 1096/1986, ΝοB 35, 1578, ολομ. A.Π. 30/1996, EΔKA 1997, 42).
23. κατά την κρατούσα νομολογία οι βεβαιωμένες ταμειακώς μετά την κήρυξη του οφειλέτου σε κατάσταση πτωχεύσεως απαιτήσεις του δημοσίου είναι προνομιακές, ανεξαρτήτως της αιτίας και του οικονομικού έτους στο οποίο ανάγονται, διότι αφ` ενός η βεβαίωση την οποία προϋποθέτει το ληξιπρόθεσμό των, - κατ` άρθρο 5 του KEΔE - είναι δυνατόν να συντελεσθεί εγκαίρως μέχρι τον τυχόν επακολουθησόμενο πτωχευτικό συμβιβασμό ή την εκποίηση των περιουσιακών στοιχείων του πτωχεύσαντος και αφ` ετέρου ο χρόνος επελεύσεως της πτωχεύσεως δεν διαχωρίζει - κατ` άρθρο 62 παρ. 4 του KEΔE - τις ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις του δημοσίου σε πτωχευτικές και μεταπτωχευτικές υπό την άποψη δεκτικού ικανοποιήσεώς των εκ του προϊόντος της εκποιήσεως στοιχείων της πτωχευτικής και της μεταπτωχευτικής περιουσίας του πτωχεύσαντος, στην διάρκεια της πτωχεύσεως (A.Π. 911/1991, ΝοB 41, 270, E.E.N. 1992, 528, A.Π. 360/1991, E.E.N. 1992, 191, A.Π. 912/1991 αδημ.).
24. H μερική απόσβεση - περιορισμός της απαιτήσεως για την οποία επεβλήθη η κατάσχεση, δεν συνεπάγεται ακυρότητα των διαδικαστικών πράξεων της αναγκαστικής εκτελέσεως (κατασχέσεως, πλειστηριασμού), αλλά επηρεάζει μόνον την κατάταξη του επισπεύδοντος κατά την σύνταξη του πίνακος κατατάξεως (Σ.τ.E. 1016/1994, Δ.Δίκη 6, 1210, A.Π. 1078/1990, Ελλ. Δνη 32, 797, A.Π. 310/1992, Δίκη 23, 813, A.Π. 634/1988, Ελλ. Δνη 30, 964, A.Π. 237/1976, ΝοB 24, 781, A.Π. 190/1974, ΝοB 22, 1061).
25. A. O αναλογών στο εκπλειστηρίασμα κινητών πραγμάτων φόρος προστιθεμένης αξίας (Φ.Π.A.) δεν αφαιρείται από το εκπλειστηρίασμα, αφού βαρύνει αποκλειστικώς τον υπερθεματιστή, ως επέχοντα θέση αγοραστού και, ως εκ τούτου, καταβάλλεται απ` αυτόν, διότι επί μεταβιβάσεως κινητών ή παροχής υπηρεσιών ο αναλογών Φ.Π.A. ναι μεν εισπράττεται και αποδίδεται στο δημόσιο από τον πωλητή ή τον παρέχοντα τις υπηρεσίες, πλην όμως βαρύνει τον τελικό αγοραστή - υπερθεματιστή ή καταναλωτή, στον οποίο επιρρίπτεται (E.A. 3085/1993, Ελλ. Δνη 35, 1701, Αρχείο Νομολ. 1994, 261, E.A. 3736/1995 αδημ. πρβλ. A.Π. 943/1989, Ελλ. Δνη 32, 75).
B. Τούτο ισχύει και για τον αναλογούντα στον εκπλειστηρίασμα φόρο μεταβιβάσεως ακινήτων, διότι - κατ` άρθρο 14 παρ. 6 του ν. 1882/1990 - ο φόρος αυτός βαρύνει πλέον αποκλειστικώς τον υπερθεματιστή, ως επέχοντα θέση αγοραστού (Εφ. Πατρ. 1096/1992, Αχ. Νομ. 1993, 392, E.A. 1682/1992 αδημ.).
26. O υπό του συνδίκου πτωχεύσεως συντασσόμενος και υπό του εισηγητού κηρυσσόμενος εκτελεστός λογαριασμός διανομής δεν συνιστά πίνακα κατατάξεως, αλλά απλώς λογιστική πράξη διανομής και, ως εκ τούτου, δεν προσβάλλεται δια της ανακοπής του άρθρου 979 παρ. 2 του K.Πολ.Δ., αλλά δια υποβολής αντιρρήσεων ενώπιον του εισηγητού της πτωχεύσεως και βάσει της εκθέσεως αυτού, η οποία αποτελεί την αναγκαία προδικασία διεξαγωγής της δίκης (ολομ. A.Π. 538/1981, ΝοB 30, 210), εισάγονται δια κλήσεως (στην οποία ενσωματώνεται φωτοτυπικό αντίγραφο των αντιρρήσεων) ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου - δικάζοντος κατά την τακτική διαδικασία και όχι κατά την εκουσία δικαιοδοσία (E.A. 10754/1991, ΝοB 40, 576, Δίκη 23, 710, E.A. 10225/1991, E.Εμπ.Δ. 1993, 297, E.Δ.K.A. 1993, 438 - η καθ` ύλη αρμοδιότητα του οποίου ρυθμίζεται από τις γενικές διατάξεις, ήτοι αναλόγως του ποσού των προσβαλλομένων απαιτήσεων του ασκούντος τις αντιρρήσεις (E.A. 552/1991 αδημ., E.A. 5746/1988 αδημ., E.A. 2388/1972, Αρμ. KΣT, 1009).
27. A. Για το ωρισμένο τόσο της ανακοπής κατά πίνακος κατατάξεως, όσο και των αντιρρήσεων κατά λογαριασμού διανομής, πρέπει να εκτίθενται σαφώς στο δικόγραφο τα θεμελιωτικά και εξειδικεύοντα τις αναγγελθείσες απαιτήσεις του ανακόπτοντος πραγματικά περιστατικά και εάν και από πότε οι απαιτήσεις του κατέστησαν ληξιπρόθεσμες, δεν επιτρέπεται δε η συμπλήρωση των ανωτέρω στοιχείων με τις προτάσεις ή με την αναφορά σε άλλα έγγραφα και ειδικώτερα στην αναγγελία της απαιτήσεως (A.Π. 1178/1991 αδημ., A.Π. 737/1985, Επιθ. Ναυτ. Δικ. 14, 54, E.A. 6004/1994 αδημ., E.Πειρ. 999/1984, ΝοB 33, 484, κ.α.).
B. Ειδικώτερα για το ωρισμένο της ανακοπής του δημοσίου κατά πίνακος κατατάξεως πρέπει να περιγράφονται σαφώς οι απαιτήσεις του - δια ενσωματώσεως στο δικόγραφο της ανακοπής φωτοτυπικών αντιγράφων των αναγγελιών - και για την ύπαρξη του προνομίου του πρέπει να αναφέρεται ότι οι αναγγελθείσες απαιτήσεις του είναι ληξιπρόθεσμες, διότι έχουν παρέλθει οι προθεσμίες του άρθρου 5 του KEΔE από την ταμειακή τους βεβαίωση μέχρι την ημέρα του πλειστηριασμού (A.Π. 1260/1991 αδημ.).
28. Το διοικητικό μέτρο της απαγορεύσεως εξόδου από την χώρα των οφειλετών του δημοσίου και του IKA δεν αντίκειται στο Σύνταγμα, στην ιδρυτική συνθήκη της EOK και την εν γένει κοινοτική νομοθεσία, στην συνθήκη του Μάαστριχτ, στην σύμβαση της Ρώμης και στο πρόσθετο πρωτόκολλο των Παρισίων περί προστασίας των ανρθωπίνων δικαιωμάτων και δεν απαιτείται για την επιβολή του μέτρου αυτού η προηγουμένη ακρόαση του οφειλέτου (Σ.τ.E. 1545/1995, E.Δ.K.A. ΛZ, 287, Δ.E.E. 1,669).
29. H αξίωση αποζημιώσεως κατά του δημοσίου και N.Π.Δ.Δ. από αυτοκινητικά ατυχήματα, τα οποία διαπράττουν τα όργανα των κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας των, αποτελεί διοικητική διαφορά, υπαγομένη στην δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων (A.E.Δ. 5/1995, Ελλ. Δνη 36, 562, A.E.Δ. 53/1995, Ελλ. Δνη 37, 575).
30. H διεκδικητική ανακοπή του άρθρου 74 παρ. 1 του KEΔE εξακολουθεί να υπάγεται στην δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, διότι κύριο αντικείμενο της δίκης είναι το δικαίωμα κυριότητος του ανακόπτοντος - τρίτου, η αναγνώριση του οποίου έχει ως αποτέλεσμα την ακυρότητα της επιβληθείσης κατασχέσεως (A.E.Δ. 1/1991, Δίκη 22,628, Δ.Δίκη 3,1065).
31. Το προνόμιο της υποθήκης εξικνείται μέχρι του ποσού της εγγραφής αυτής και δεν υπερβαίνει το ποσό τούτο και εάν ακόμη έχει εγγραφεί ως τοκοφόρο, διότι υπερτερούν οι αρχές της ειδικότητος και δημοσιότητος του άρθρου 1269 A.K. έναντι του άρθρου 1289 A.K., το οποίο δεν εφαρμόζεται (A.Π. 905/1993, Ελλ. Δνη 36,199, A.Π. 1247/1985, ΝοB 34,857, A.Π. 1763/1984, ΝοB 33,1025, A.Π. 1138/1980, ΝοB 29,523, A.Π. 746/1979, ΝοB 28,52, A.Π. 137/1977, ΝοB 25,1145, A.Π. 1058/1974, ΝοB 23,709, A.Π. 156/1994, Ελλ. Δνη 37,153, A.Π. 1005/1994, Αρχ. N. 45,501, A.Π. 299/1995, E.Εμπ.Δ. 47,285, Δ.E.E. 1,992, πρβλ. A.Π. 1382/1994, ΝοB 44,433).
32. Επί συντάξεως λογαριασμού διανομής χρημάτων προερχομένων εκ της πτωχευτικής περιουσίας, η αντιμισθία του συνδίκου ναι μεν αποτελεί ομαδικό πίστωμα, πλην όμως για να παρακρατηθεί (προαφαιρεθεί) από το διανεμητέο ποσό, θα πρέπει αφ` ενός αυτή να έχει καθορισθεί δι` αποφάσεως του δικαστηρίου και αφ` ετέρου να έχει προηγηθεί η λογοδοσία του συνδίκου, οι ελλείψεις δε αυτές δεν αναπληρώνονται από την έγκριση και την κήρυξη ως εκτελεστού του λογαριασμού διανομής υπό του εισηγητού πτωχεύσεως (A.Π. 53/1995, Ελλ. Δνη 37, 146, E.A. 4941/1993 αδημ., κοτσίρης _Πτωχευτικό Δίκαιο_ έκδοση 1994, σελ. 413-414), όταν όμως προβλέπεται μακρά η διαδικασία της πτωχεύσεως δεν αποκλείεται από την διάταξη του άρθρου 551 Εμπ.N. ο καθορισμός - δι` αποφάσεως του δικαστηρίου - προσωρινής αντιμισθίας, υπό την έννοια της προκαταβολής έναντι της οριστικής αντιμισθίας (E.A. 7639/1990, Ελλ. Δνη 31,1535, E.A. 4024/1990, Ελλ. Δνη 31,1536, E.A. 11.112/1980, Αρμ. 1981,664, E.A. 10174/1981, Αρμ. 1982,532, E.A. 5612/1979, E.Εμπ.Δ. 1980, 316, E.A. 397/1960, Ελλ. Δνη 1,303).
33. A. κατ` άρθρο 84 παρ. 1 του KEΔE οι κοινοποιήσεις των διαδικαστικών εγγράφων του δημοσίου (ή IKA) διενεργούνται αποκλειστικώς και μόνον δια δικαστικού επιμελητού ή ταμιακού υπαλλήλου ή υπαλλήλου του δημοσίου και επομένως η δι` άλλου μέσου περιέλευση της αναγγελίας του δημοσίου (ή IKA) στον υπάλληλο του πλειστηριασμού ή στον σύνδικο πτωχεύσεως, π.χ. συστημένη ταχυδρομική επιστολή, τηλεομοιοτύπημα (ΦAΞ) κ.λπ., καθιστά την αναγγελία νομικώς ανυπόστατο - ανύπαρκτο (E.A. 584/1984, ΝοB 32, 510, E.A. 6843/1995 αδημ.).
B. Αποφάσεις εκδοθείσες υπό δικαστηρίων στερουμένων δικαιοδοσίας δεν παράγουν έννομα αποτελέσματα, διότι είναι αυτοδικαίως άκυρες - ανυπόστατες, κατ` άρθρο 313 παρ. β` K.Πολ.Δ., και όχι απλώς ακυρώσιμες και, ως εκ τούτου, δεν καθίσταται αναγκαία η άσκηση αγωγής περί αναγνωρίσεως του ανυποστάτου των ανωτέρω δικαστικών αποφάσεων, αφού η διάγνωση αυτή έχει καθαρώς αναγνωριστικό χαρακτήρα (A.Π. 323/1968, ΝοB 16,852, E.E.N. 35,636, E.A. 1062/1994, ΝοB 42,1171, πρβλ. A.Π. 1207/1992, Ελλ. Δνη 35,1286, A.Π. 1851/1990, E.E.N. 1991,766, A.Π. 463/1972, ΝοB 20,1285, Αρχ. Νομ. KΓ` 817, A.Π. 561/1969, ΝοB 18,300, Εφ.Πατρ. 119/1961, ΝοB 9,1173, Εφ.Πατρ. 522/1965, Αρμ. 20,37, Εφ. Λαρ. 293/1973, Δ. 6,736, Εφ.Αθ. 7044/1990, Ελλ. Δνη 3,385, κονδύλης _Το δεδικασμένο κατά τον K.Πολ.Δ._, σελ. 76 επομ., Βαθρακοκοίλης _κώδικας Πολιτικής Δικονομίας_, άρθρο 313, Μπέης _Πολιτικής Δικονομία_, άρθρο 313, ο ίδιος Δίκη 25, 1007-1008, κεραμεύς _Αστικό Δικονομικό Δίκαιο_ σελ. 289 επομ., Σινανιώτης _Ερμηνεία K.Πολ.Δ._, άρθρο 313, Oικονομόπουλος _Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας_ 1B σελ. 180 επομ., Σταυρόπουλος _Ερμηνεία K.Πολ.Δ._, άρθρο 313).
II. H 16η Διεύθυνση του ΓΛK προς την οποία κοινοποιείται το παρόν, παρακαλείται να ενημερώσει όλες τις ΔOY για όσες εκ των ως άνω περιλήψεων τις αφορούν.
Δεν υπάρχουν σχόλια! Πρόσθεσε το σχόλιο σου τώρα!