Εκσυγχρονίστε και αναβαθμίστε τη ψηφιακή υποδομή του λογιστικού σας γραφείου!

Μάθετε περισσότερα

Ο φορολογικός σας σύμβουλος! Αποκτήστε πρόσβαση στη γνώση από €8,33/ μήνα.

Μάθετε περισσότερα

Αποφάσεις - Εγκύκλιοι

ΠΟΛ. 1093/5-5-1992 Οδηγίες εφαρμογής του Ν. 1892/1990.

ΠΟΛ. 1093/5-5-1992

Οδηγίες εφαρμογής του Ν. 1892/1990.

Σε συνέχεια της αριθ. 1039272/10189/ ΠΟΛ. 1094/3.5.1991 εγκυκλίου μας, με την οποία δόθηκαν οδηγίες για την ορθή εφαρμογή των άρθρων 20 και 21 του Ν. 1892/1990 «για τον εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξη και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 101), σας παρέχουμε τις ακόλουθες οδηγίες για την ορθή, ομοιόμορφη και ενιαία αντιμετώπιση των φορολογικών θεμάτων που προκύπτουν από την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 1, 2, 3, 4, 11, 12, 13, 14, 15, 16, 19, 23 του Ν. 1892/1990, αναφορικά με την υπαγωγή των πραγματοποιουμένων επενδύσεων στο καθεστώς των αφορολογήτων εκπτώσεων ή στο καθεστώς των κρατικών επιχορηγήσεων του νόμου αυτού, καθώς και των άρθρων 101 και 102 του ίδιου νόμου.

Ι. ΓΕΝΙΚΑ

Τα κίνητρα που παρέχονται με το Ν. 1892/1990 για την προώθηση των παραγωγικών επενδύσεων είναι τα εξής:

α) Επιχορήγηση της δαπάνης των παραγωγικών επενδύσεων, δηλαδή καταβολή από το Δημόσιο στον επενδυτή μη επιστρεφόμενου χρηματικού ποσού, για την κάλυψη μέρους της δαπάνης της παραγωγικής επένδυσης.
β) Επιδότηση επιτοκίου των επενδυτικών δανείων, δηλαδή κάλυψη από το Δημόσιο μέρους της επιβάρυνσης της επιχείρησης από τόκους δανείων.
γ) Αφορολόγητη έκπτωση, δηλαδή έκπτωση από τα καθαρά κέρδη της επιχείρησης ποσού ίσου με ποσοστό της δαπάνης της παραγωγικής επένδυσης που πραγματοποιεί η επιχείρηση, η αναστολή της φορολογίας του και η διατήρησή του σε ειδικό λογαριασμό αποθεματικού.
δ) Αυξημένες αποσβέσεις, δηλαδή η παροχή δυνατότητας στις επιχειρήσεις διενέργειας αυξημένων αποσβέσεων στα πάγια περιουσιακά στοιχεία που αποτελούν παραγωγικές επενδύσεις, πέραν των υποχρεωτικών τακτικών αποσβέσεων.

Τα κίνητρα αυτά παρέχονται διαζευτικά σε δυο ομάδες:

α) Επιχορήγηση, επιδότηση επιτοκίου και αυξημένες αποσβέσεις.
β) Αφορολόγητες εκπτώσεις και αυξημένες αποσβέσεις.

Τονίζεται ότι για τη χορήγηση της επιχορήγησης επενδύσεων και της επιδότησης του επιτοκίου πρέπει να εκδοθεί προηγουμένως πράξη της Διοίκησης, ήτοι απόφαση του υπουργού Εθνικής Οικονομίας, ή άλλου αρμοδίου οργάνου, ενώ για την αναγνώριση των αφορολόγητων εκπτώσεων και τις αυξημένες αποσβέσεις δεν απαιτείται έκδοση πράξης της Διοίκησης, αλλά μόνο η διαπίστωση από τις αρμόδιες Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις που καθορίζει ο νόμος.
Για την εφαρμογή των κινήτρων η Χώρα διαιρέθηκε σε τέσσερις περιοχές (Α΄, Β΄, Γ΄ και Δ΄) με κλιμάκωση των κινήτρων που παρέχονται.
Με την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, παύει η υπαγωγή νέων παραγωγικών επενδύσεων στους παλαιότερους αναπτυξιακούς νόμους και η τύχη αυτών ρυθμίζεται με μεταβατικές διατάξεις.

II. ΕΙΔΙΚΑ

Για κάθε ένα από τα άρθρα του Ν. 1892/1990 που περιέχουν φορολογικές διατάξεις παρέχονται οι ακόλουθες διευκρινίσεις.

Άρθρο 1
Έννοια παραγωγικής επένδυσης

Με το άρθρο αυτό προσδιορίζεται η έννοια των παραγωγικών επενδύσεων που μπορούν να υπαχθούν στις ευεργετικές διατάξεις του Ν. 1892/1990.

Ειδικότερα:

1. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου αυτού, ως παραγωγική επένδυση θεωρείται:
α) Η κατασκευή, η επέκταση και ο εκσυγχρονισμός βιομηχανοστασίων, κτιριακών εγκαταστάσεων, ξενοδοχειακών, καθώς και βοηθητικών εγκαταστάσεων από τις αναφερόμενες στο άρθρο 2 επιχειρήσεις όπως γραφεία (κτίρια) της επιχείρησης, κοινόχρηστοι χώροι εξυπηρέτησης του προσωπικού, ειδικές εγκαταστάσεις θέρμανσης, κλιματισμού, πυρασφάλειας, η κατασκευή δεξαμενών ή σιλό, η κατασκευή υποσταθμού ΔΕΗ κ.λ.π.

β) Η αγορά αποπερατωθεισών ή ακόμη και ημιτελών βιομηχανικών ή βιοτεχνικών κτιριακών εγκαταστάσεων που βρίσκονται μέσα σε βιομηχανικές περιοχές της ΕΤΒΑ που ανήκουν κατά κυριότητα σε αυτές. Επίσης, θεωρείται ως παραγωγική επένδυση και η αγορά μη χρησιμοποιουμένων, αποπερατωθεισών ή ημιτελών βιομηχανικών ή βιοτεχνικών κτιριακών εγκαταστάσεων που η έναρξη κατασκευής τους έγινε πριν από την 31.7.90 και που παραμένουν σε αδράνεια και δε χρησιμοποιούνται για παραγωγικούς σκοπούς, τουλάχιστον για μια διετία πριν από την υποβολή της αίτησης για υπαγωγή στις διατάξεις του Ν. 1892/1990, εφόσον οι κτιριακές αυτές εγκαταστάσεις χρησιμοποιηθούν για τη μετεγκατάσταση επιχειρήσεων από την περιοχή Α σύμφωνα με την περ. α της παρ. 4 του άρθρου 9.

γ) Η αγορά και εγκατάσταση καινούργιων μηχανημάτων και λοιπού μηχανολογικού ή τεχνολογικού εξοπλισμού παραγωγής.

Για να υπαχθούν τα αγοραζόμενα μηχανήματα και ο μηχανολογικός ή τεχνολογικός εξοπλισμός παραγωγής στις διατάξεις του Ν. 1892/1990, πρέπει αυτά να είναι καινούργια και να χρησιμοποιηθούν στην παραγωγική διαδικασία της επιχείρησης. Οι δαπάνες εγκατάστασης, που ανταποκρίνονται στις προδιαγραφές που συνοδεύουν κάθε καινούργιο μηχάνημα αποτελούν παραγωγική επένδυση. Διευκρινίζεται ότι στις δαπάνες εγκατάστασης μηχανολογικού εξοπλισμού περιλαμβάνονται και οι αμοιβές ημεδαπών ή αλλοδαπών τεχνικών οι οποίοι θα πραγματοποιήσουν την εγκατάσταση των αγορασθέντων καινούργιων μηχανημάτων, στις περιπτώσεις βέβαια που αυτό κρίνεται απαραίτητο.

Σε περίπτωση που τα μηχανήματα δεν εξυπηρετούν τις ανάγκες της επιχείρησης, αλλά εκμισθώνονται σε τρίτους δεν μπορούν να υπαχθούν στις ευεργετικές διατάξεις του νόμου αυτού.

Περαιτέρω, με τις διατάξεις της ίδιας παραγράφου ορίζεται ότι παραγωγική επένδυση αποτελεί η αγορά και εγκατάσταση καινούργιων συστημάτων αυτοματοποίησης διαδικασιών και μηχανοργάνωσης, όπως συστημάτων πληροφορικής ή τελεπληροφορικής, συμπεριλαμβανόμενης και της αγοράς του αναγκαίου για την επένδυση λογισμικού (software), η οποία, ως γνωστόν, με τις διατάξεις του προϊσχύσαντος αναπτυξιακού νόμου δεν αναγνωρίζετο ως παραγωγική επένδυση. Επί πλέον, θεωρείται, παραγωγική επένδυση κατά ρητή διατύπωση του νόμου και η δαπάνη εκπαίδευσης του προσωπικού κατά το στάδιο εγκατάστασης του συστήματος αυτοματοποίησης διαδικασιών και μηχανοργάνωσης.

δ) Οι δαπάνες για μελέτες και επενδύσεις που αποβλέπουν στην εισαγωγή, ανάπτυξη και εφαρμογή σύγχρονης τεχνολογίας, οι δαπάνες για την εγκατάσταση πρότυπης δοκιμαστικής μονάδας καθώς και οι δαπάνες επενδύσεων για εφαρμοσμένη έρευνα και για την αγορά οργάνων ή εξοπλισμού εργαστηρίων εφαρμοσμένης βιομηχανικής ή μεταλλευτικής έρευνας. Επί πλέον, ως παραγωγική επένδυση αποτελούν και οι δαπάνες μελετών εργονομίας και προστασίας της φυσιολογικής και ψυχολογικής υγείας των εργαζομένων.

ε) Οι δαπάνες για τη μετεγκατάσταση, από την περιοχή Α στις περιοχές Β, Γ, Δ και Θράκης, των βιομηχανικών, βιοτεχνικών και χειροτεχνικών επιχειρήσεων που αναφέρονται στην περίπτωση α της παραγρ. 1 του άρθρου 2 του Ν. 1992/1990.

Στις ανωτέρω δαπάνες περιλαμβάνονται οι δαπάνες αποσυναρμολόγησης μηχανημάτων, οι δαπάνες συσκευασίας, οι δαπάνες μεταφοράς στο νέο τόπο εγκατάστασης, οι δαπάνες εγκατάστασης στη νέα θέση, οι δαπάνες ειδικών εγκαταστάσεων για τη λειτουργία των μηχανημάτων που μεταφέρονται και επί πλέον, κατά ρητή διατύπωση του νόμου, οι δαπάνες ανέγερσης των αναγκαίων κτιριακών εγκαταστάσεων στη νέα θέση.
στ) Οι δαπάνες για την κατασκευή καινούργιων αποθηκευτικών και ψυκτικών χώρων, χώρων για την ξήρανση και συντήρηση προϊόντων, καθώς και για την αγορά καινούργιων αυτοκινήτων - ψυγείων ή πλοίων - ψυγείων, χωρίς στην προϋπόθεση της ναυπήγησης αυτών σε ελληνικά ναυπηγεία, που υπήρχε με το Ν. 1262/82.

ζ) Οι δαπάνες για την αγορά καινούργιων μεταφορικών μέσων που προορίζονται για τη διακίνηση υλικών, προϊόντων και τη μαζική μεταφορά εργατοτεχνιτών και υπαλληλικού προσωπικού(φορτηγών, λεωφορείων κλπ.), με τους περιορισμούς που θέτει η παράγραφος 2 του άρθρου αυτού. Στην έννοια των μεταφορικών μέσων υπάγεται και η αγορά εξοπλισμού που χρησιμεύει για τη διακίνηση των υλικών μέσα στον ίδιο εργοστασιακό χώρο όπως φορτωτές κ.λπ. (Υπουργ. Οικονομ. Μ. 645/520/ΠΟΛ. 106/3.5.1980).

η) Οι δαπάνες για την ανέγερση καινούργιων εργατικών κατοικιών για τη στέγαση προσωπικού της επιχείρησης, βρεφονηπιακών σταθμών, οι οποίοι δεν προβλέποντο από το Ν. 1262/1982, καθώς και κτιρίων ή εγκαταστάσεων ή εξοπλισμού που προορίζονται να χρησιμοποιηθούν για την αναψυχή ή συνεστίαση εργατών και υπαλλήλων. Κατά ρητή διάταξη του νόμου απαραίτητη προϋπόθεση για να υπαχθούν οι δαπάνες αυτές στις ευεργετικές διατάξεις του είναι τα κτίρια αυτά να κατασκευάζονται στην περιοχή που είναι εγκατεστημένες οι επιχειρήσεις.

θ) Οι δαπάνες ανέγερσης, επέκτασης και εκσυγχρονισμού ξενοδοχειακών εγκαταστάσεων, εγκαταστάσεων για την αξιοποίηση ιαματικών πηγών και οι δαπάνες αγοράς του εξοπλισμού τους, όπως π.χ. η αγορά ειδών επίπλωσης των δωματίων του ύπνου, υποδοχής των πελατών κ.λπ.
Επίσης, παραγωγικές επενδύσεις θεωρούνται οι δαπάνες που γίνονται για τις μόνιμες εγκαταστάσεις των κατασκηνωτικών κέντρων (CAMPINGS), όπως είναι οι δαπάνες ανέγερσης BUNGALOWS, χώρων καθαριότητας κ.λπ., καθώς και οι δαπάνες για εγκαταστάσεις χειμερινού τουρισμού και για την κατασκευή και εξοπλισμό διαμερισμάτων για τουριστική χρήση.

ι) Οι δαπάνες για την επισκευή, την αποκατάσταση και τη μετατροπή διατηρητέων παραδοσιακών οικιών ή κτιρίων σε ξενώνες ή ξενοδοχειακές μονάδες, ανεξάρτητα αν η θέση τους είναι εντός ή εκτός οικισμών που χαρακτηρίζονται παραδοσιακοί ή διατηρητέοι. Περαιτέρω, παραγωγική επένδυση θεωρείται η ανακαίνιση ξενοδοχειακών μονάδων παραδοσιακού χαρακτήρα, που κρίνονται διατηρητέες και προστατεύονται από ειδικό καθεστώς όρων δόμησης και τέλος, οι δαπάνες ανακαίνισης διατηρητέων παραδοσιακών ή ιστορικών κτιρίων που πραγματοποιούνται από νομικά πρόσωπα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, με σκοπό την μετατροπή των σε αναγκαίους χώρους κοινωνικών και πολιτιστικών λειτουργιών.

ια) Η δαπάνη αγοράς υλικού για αναπαραγωγή των κτηνοτροφικών επιχειρήσεων και του πολλαπλασιαστικού υλικού των γεωργικών, κτηνοτροφικών ή ιχθυοκαλλιεργητικών επιχειρήσεων.

ιβ) Οι δαπάνες επενδύσεων που αποσκοπούν στην κατασκευή, επέκταση, εκσυγχρονισμό και εξοπλισμό κεντρικών αγορών, σφαγείων και χώρων κοινωνικών και πολιτιστικών λειτουργιών.

ιγ) Η δαπάνη αγοράς βιοτεχνικών χώρων σε τυποποιημένα βιοτεχνικά κτίρια των βιομηχανικών περιοχών ή σε πολυόροφα βιοτεχνικά κέντρα, που κατασκεύασε ή κατασκευάζει η ΕΤΒΑ μόνη της ή σε συνεργασία με τον ΕΟΜΜΕΧ, καθώς και σε πολυόροφα βιοτεχνικά κτίρια που η κατασκευή τους έγινε με δανειοδότηση της ΕΤΒΑ, ανεξάρτητα από το χρόνο κατασκευής και χρησιμοποίησής τους.

ιδ) Η δαπάνη για την ανέγερση, επέκταση και εκσυγχρονισμό εγκαταστάσεων και η δαπάνη για την αγορά εξοπλισμού επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών στήριξης τουριστικών - ξενοδοχειακών μονάδων.

ιε) Η δαπάνη για την κατασκευή, επέκταση και εκσυγχρονισμό λιμένων για σκάφη αναψυχής (μαρίνες) σε τοποθεσίες και με προδιαγραφές που εγκρίνονται κάθε φορά από τον Ε.Ο.Τ., το Υπουργείο Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων και το Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας.

ιστ) Η δαπάνη για την κατασκευή, επέκταση και εκσυγχρονισμό συνεδριακών κέντρων, μετά από σύμφωνη γνώμη του Ε.Ο.Τ. και με βάση τις προδιαγραφές που θα καθορισθούν με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας, Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων και Τουρισμού.

ιζ) Η δαπάνη για την κατασκευή, επέκταση και εκσυγχρονισμό γηπέδων γκολφ, και των απαραίτητων εγκαταστάσεών τους, καθώς και για την αγορά του αναγκαίου εξοπλισμού τους, μετά την έκδοση σύμφωνης γνώμης από μέρους του ΕΟΤ.

ιη) Οι δαπάνες για την κατασκευή ή τη μετατροπή κτιριακών εγκαταστάσεων, στο εσωτερικό ή το εξωτερικό, απαραιτήτων για τις ανάγκες των εξαγωγικών εμπορικών εταιριών (ΕΧΡΟΑΤ TRADING COMPANIES), προκειμένου να χρησιμοποιηθούν ως αποθηκευτικοί, ψυκτικοί ή εκθεσιακοί χώροι, ως χώροι ξήρανσης, συντήρησης και διαλογής προϊόντων ή ως συσκευαστήρια και οι δαπάνες που αφορούν την αγορά καινούργιου εξοπλισμού για τους ανωτέρω χώρους ως και εξοπλισμού ποιοτικού ελέγχου, ηλεκτρονικών υπολογιστών και λοιπών συστημάτων μηχανογράφησης ή αυτοματοποίησης των διαδικασιών δράσεως και λειτουργίας των εταιριών αυτών καθώς και οι δαπάνες για την αγορά καινούργιων αυτοκινήτων - ψυγείων ή πλοίων - ψυγείων.

Η περίπτωση αυτή προστέθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 35 του Ν. 1947/1991.

2. Σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 1892/1990, δεν θεωρείται παραγωγική επένδυση η απόκτηση επιβατικών αυτοκινήτων ιδιωτικής χρήσεως μέχρι έξι (6) θέσεων, επίπλων και σκευών γραφείων, καθώς και η απόκτηση οικοπέδων, γηπέδων και αγροτεμαχίων.

Κατά συνέπεια, στις διατάξεις του νόμου αυτού δεν υπάγονται:

i) Οι δαπάνες αγοράς επιβατικών αυτοκινήτων ιδιωτικής χρήσεως μέχρι και 6 θέσεων. Αντίθετα, σύμφωνα με την πιο πάνω περίπτωση ζ της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού, η απόκτηση από τις επιχειρήσεις λοιπών μεταφορικών μέσων (λεωφορείων, φορτηγών, φορτωτών κ.λπ.) που χρησιμοποιούνται για τις ανάγκες μεταφοράς υλικών και προσωπικού της επιχείρησης αποτελεί παραγωγική επένδυση.

ii) Οι δαπάνες αγοράς κάθε είδους επίπλων και μηχανών γραφείων (γραφομηχανές, λογιστικές μηχανές, φωτοτυπικά μηχανήματα, FAX κ.λπ.).

iii) Οι δαπάνες αγοράς οικοπέδων και γηπέδων, ανεξάρτητα αν τα οικόπεδα αυτά πρόκειται να χρησιμοποιηθούν για ανέγερση κτιριακών εγκαταστάσεων, βιομηχανοστασίων ή αποθηκευτικών χώρων.

Τονίζεται ότι, αν η επιχείρηση αγοράσει κτίριο, που σύμφωνα με τις διατάξεις της περίπτωσης β της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού θεωρείται παραγωγική επένδυση, θα πρέπει να διαχωρισθεί η αξία του κτίσματος από την αξία του οικοπέδου, γιατί μόνο η αξία του κτίσματος θεωρείται παραγωγική επένδυση και συνεπώς μόνο στην αξία αυτή μπορεί να υπολογισθεί αφορολόγητη έκπτωση.

Περαιτέρω, κατά ρητή διατύπωση του νόμου, δεν θεωρείται επίσης παραγωγική επένδυση:

α) Η ανέγερση ή επέκταση κτιριακών εγκαταστάσεων σε οικόπεδο του οποίου η κυριότητα ανήκει σε τρίτο και όχι στον ίδιο το φορέα της επένδυσης. Στη γενική αυτή αρχή υπάρχουν μόνο οι ακόλουθες τρεις εξαιρέσεις πραγματοποίησης επενδύσεων επί οικοπέδων κυριότητας τρίτων: ί) η ανέγερση κτιριακών εγκαταστάσεων σε οικόπεδο του οποίου η χρήση έχει παραχωρηθεί, τουλάχιστον για μία εικοσαετία στο φορέα της επένδυσης από το Δημόσιο, από τον Ε.Ο.Τ., τις βιομηχανικές περιοχές της ΕΤΒΑ, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και αυτές που έχουν καθεστώς ελεύθερης ζώνης, καθώς επίσης και από τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Δήμοι, Κοινότητες κ.λπ.).

Από τις διατάξεις της περ. α της παρ. 2 του άρθρου 1, προκύπτει ότι, θεωρείται παραγωγική επένδυση του Ν. 1892/1990, η δαπάνη κατασκευής κτιριακών εγκαταστάσεων που πραγματοποιείται επί ακινήτου (οικοπέδου) που δεν ανήκει κατά κυριότητα στο φορέα της επένδυσης, με την προϋπόθεση ότι, οι πραγματοποιούμενες κατά τα πιο πάνω επενδύσεις θα πρέπει να παραμείνουν, με βάση τη σχετική σύμβαση μίσθωσης, τουλάχιστον είκοσι (20) έτη στην αποκλειστική χρήση του φορέα της επένδυσης, από το χρόνο της πραγματοποίησης αυτών, χωρίς περαιτέρω να ορίζεται ή να συνάγεται ότι οι διατάξεις του νόμου αφορούν συμβάσεις που συνάπτονται από την έναρξη της ισχύος του.

Επομένως, σύμφωνα με τα πιο πάνω, κατά τους όρους της σχετικής σύμβασης μίσθωσης του ακινήτου, απαιτείται να προκύπτει ότι, παρέχεται χρονικά η δυνατότητα στο φορέα της επένδυσης να προβεί στην πραγματοποίηση της κατασκευής των κτιριακών εγκαταστάσεων, προκειμένου αυτές από το χρόνο της πραγματοποίησής τους να παραμείνουν στην αποκλειστική του χρήση, τουλάχιστον για διάστημα είκοσι (20) ετών (1003052/10024/6.5.1991 έγγραφό μας), ii) η πραγματοποίηση επενδύσεων θερμοκηπίων, κατασκηνωτικών κέντρων (CAMPING), κέντρων χειμερινού τουρισμού, η κατασκευή, επέκταση και εκσυγχρονισμός γηπέδων γκολφ σε οικόπεδο τρίτων, οι οποίοι έχουν παραχωρήσει τη χρήση του για είκοσι τουλάχιστον χρόνια στο φορέα της επένδυσης. Κατά ρητή διατύπωση του νόμου, η παραχώρηση της χρήσης του οικοπέδου πρέπει να γίνεται με σκοπό την πραγματοποίηση, από μέρους του μισθωτή, των συγκεκριμένων επενδύσεων που αναφέρονται πιο πάνω και κατά συνέπεια ο όρος αυτός πρέπει να αναγράφεται υποχρεωτικά στο καταρτιζόμενο συμφωνητικό μισθώσεως, για το οποίο, εφόσον είναι ιδιωτικό έγγραφο, υπάρχει υποχρέωση προσκομίσεώς του για θεώρηση στον αρμόδιο για τη φορολογία του εκμισθωτή Δ.Ο.Υ., κατά τα οριζόμενα στην παράγρ. 1 του άρθρου 3 του Ν. 4045/1960, iii) η πραγματοποίηση επενδύσεων υδατοκαλλιεργειών επί του αιγιαλού.
 

β) Η ανέγερση, επέκταση και εκσυγχρονισμός αυτοεξυπηρετούμενων καταλυμάτων, καθώς και ξενοδοχειακών καταλυμάτων κάθε λειτουργικής μορφής κατώτερης της Γ τάξεως. Επομένως, η ανέγερση, επέκταση και εκσυγχρονισμός ενοικιαζομένων δωματίων, στα οποία δεν παρέχονται υπηρεσίες (παροχή κλινοσκεπασμάτων, προσοψίων, διατήρηση καθαριότητος κ.λπ.) προς τους ενοίκους, καθώς και ξενοδοχείων Δ΄ κατηγορίας ή κατώτερης, δεν αποτελούν παραγωγική επένδυση με βάση το νόμο αυτό.

γ) Οι δαπάνες που πραγματοποιούν οι ξενοδοχειακές μονάδες κάθε λειτουργικής μορφής (ξενοδοχεία, ξενώνες, κατασκηνωτικά κέντρα κ.λπ.) για τον εκσυγχρονισμό τους μέσα στα πρώτα 10 έτη από την έναρξη της λειτουργίας τους ή από τον χρόνο που ολοκληρώθηκε επένδυση εκσυγχρονισμού αυτών, η οποία είχε υπαχθεί είτε στο καθεστώς των κρατικών επιχορηγήσεων, είτε στο καθεστώς των αφορολογήτων εκπτώσεων του Ν. 1892/1990 ή των προηγούμενων αναπτυξιακών νόμων 1116/1981 και 1262/1982.

Άρθρο 2
Υπαγόμενες Επιχειρήσεις

Με το άρθρο αυτό καθορίζονται οι επιχειρήσεις που μπορούν να υπαχθούν στις διατάξεις και τα ευεργετήματα του Ν. 1892/1990, εφόσον πραγματοποιούν παραγωγικές επενδύσεις οι οποίες προβλέπονται από το άρθρο 1 του νόμου αυτού.

Συγκεκριμένα στο νόμο αυτό μπορούν να υπαχθούν:

α) Όλες οι μεταποιητικές επιχειρήσεις, βιομηχανικές, βιοτεχνικές και χειροτεχνικές όλων των κλάδων.
Στις πιο πάνω επιχειρήσεις περιλαμβάνονται και οι βιοτεχνικές επιχειρήσεις παραδοσιακών οικοδομικών υλικών, όπως πέτρας για τοιχοποιία, για δάπεδα και για στέγη, μαλτεζόπλακας, κεραμιδιών και τούβλων παραδοσιακών τύπων, διαφόρων κεραμικών δαπέδων και ειδικών κονιαμάτων. Επίσης, βιοτεχνίες και εργαστήρια παραδοσιακών κατασκευών, όπως ξυλουργεία, επιπλοποιεία, σιδηρουργεία, μαρμαρογλυφεία και άλλα εργαστήρια κατεργασίας οικοδομικών μαρμάρων ή πέτρας.
Η απαρίθμηση στο νόμο των βιοτεχνιών είναι ενδεικτική. Πάντως, απαραίτητη προϋπόθεση είναι τα προϊόντα των βιοτεχνιών αυτών να είναι παραδοσιακού χαρακτήρα.
Επίσης, στις διατάξεις του νόμου αυτού υπάγονται και τα εργαστήρια χειροτεχνίας, οικοτεχνίας, κεραμικής, κοσμηματoποιΐας, υφαντικής, ταπητουργίας και γoυνoπoϊίας.

β) Οι γεωργικές, δασικές, κτηνοτροφικές επιχειρήσεις, επιχειρήσεις υδατοκαλλιεργειών σύγχρονης τεχνολογίας, όπως θα καθορισθούν με κοινές αποφάσεις των υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Γεωργίας.

γ) Όλες οι μεταλλευτικές και εξορυκτικές επιχειρήσεις, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι επιχειρήσεις εκμετάλλευσης μαρμάρων, σχιστολιθικών πλακών και βιομηχανικών ορυκτών.

δ) Τα Κέντρα Τεχνικής Βοήθειας για τη βιομηχανία και τη βιοτεχνία που ιδρύονται από Συνεταιρισμούς, Επιμελητήρια, Επαγγελματικές Οργανώσεις, τον ΕΟΜΜΕΧ και το ΕΛΚΕΠΑ. Σκοπός των Κέντρων αυτών πρέπει να είναι η παροχή τεχνικών συμβουλών και πληροφόρησης στους επενδυτές, σχετικά με την τεχνολογική κατάσταση του κλάδου, την οργάνωση της παραγωγής, τη διαχείριση της επιχείρησης, τη σύνθεση του προσωπικού, τη μελέτη της αγοράς και του απαραίτητου μηχανολογικού εξοπλισμού.

ε) Οι επιχειρήσεις αξιοποίησης αγροτικών, βιομηχανικών και αστικών απορριμμάτων και αποβλήτων.

στ) Οι επιχειρήσεις αγροτικών ή αγροτοβιομηχανικών συνεταιρισμών για επενδύσεις σε μηχανικά μέσα σποράς, καλλιέργειας, συγκομιδής και συσκευασίας αγροτικών προϊόντων.

ζ) Οι επιχειρήσεις που παράγουν για δικό τους λογαριασμό ή για λογαριασμό τρίτων ενέργεια υπό μορφή αερίου, θερμού νερού, ατμού ή στερεών καυσίμων από βιομάζα.

η) Οι επιχειρήσεις που έχουν ως αντικείμενο δραστηριότητας την παραγωγή μηχανισμών για την εξοικονόμηση ενέργειας.

θ) Οι επιχειρήσεις τυποποίησης και συσκευασίας, συντήρησης, αποξήρανσης, κατάψυξης ή αφυδάτωσης γεωργικών, κτηνοτροφικών και ιχθυοτροφικών προϊόντων.

ι) Οι επιχειρήσεις παραγωγής βιομάζας από ετήσια ή πολυετή φυτά, η οποία στη συνέχεια θα χρησιμοποιηθεί ως πρώτη ύλη για την παραγωγή ενέργειας.

ια) Οι επιχειρήσεις υγρών καυσίμων και υγραερίων, εφόσον πραγματοποιούν επενδύσεις για τη δημιουργία εγκαταστάσεων αποθήκευσης ή για την προμήθεια εξοπλισμού μεταφοράς ή διακίνησης υγρών καυσίμων και υγραερίων σε νησιωτικές περιοχές, εφόσον οι επιχειρήσεις αυτές έχουν την έδρα τους σε νομούς που υπάγονται στις περιοχές Γ και Δ για τους σκοπούς εφαρμογής του Ν. 1892/1990.

ιβ) Οι ξενοδοχειακές επιχειρήσεις, πλην αυτών που ανήκουν σε κατώτερη της κατηγορίας Γ, και ξενώνες, ανεξάρτητα από τη δυναμικότητά τους σε κλίνες. Επίσης, οι επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών στήριξης - τουριστικών - ξενοδοχειακών μονάδων και ειδικότερα για τη δημιουργία μονάδων εκμετάλλευσης κεντρικών πλυντηρίων και παρασκευαστηρίων ετοίμων ή ημιετοίμων τροφίμων για τις ανάγκες των παραπάνω μονάδων.

ιγ) Τα κατασκηνωτικά κέντρα (επιχειρήσεις CAMPINGS) που κατασκευάζονται με τις προδιαγραφές και την έγκριση του Ε.Ο.Τ., για τα πάγιά τους στοιχεία όπως αυτό ορίζονται από τις διατάξεις της περίπτωσης θ της παραγράφου 1 του άρθρου 1, δηλαδή μόνο για τις δαπάνες των μόνιμων εγκαταστάσεών τους και διαμόρφωσης χώρου (BUNGALOWS, λουτήρες κ.λπ.). Στην κατηγορία αυτή υπάγονται και οι επιχειρήσεις εκμετάλλευσης διαμερισμάτων για τουριστική χρήση.

ιδ) Οι επιχειρήσεις που εκμεταλλεύονται ιαματικές πηγές και κέντρα χειμερινού τουρισμού για τις εγκαταστάσεις τους που προσδιορίζονται από τις διατάξεις της περ. θ της παρ. 1 του άρθρου 1 του νόμου αυτού.

ιε) Οι οικίες και τα κτίρια που χαρακτηρίζονται διατηρητέα ή παραδοσιακά, με την προϋπόθεση ότι θα διασκευασθούν σε ξενώνες ή σε ξενοδοχειακές επιχειρήσεις ή σε εργαστήρια παραγωγής παραδοσιακών βιοτεχνικών προϊόντων ή χειροτεχνημάτων, εφόσον έχουν την έγκριση του Υπουργείου Πολιτισμού και Επιστημών ή του Υπουργείου Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος καθώς και του Ε.Ο.Τ. ή του ΕΟΜΜΕΧ.

ιστ) Οι επιχειρήσεις Οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης ή συνεταιρισμοί που πραγματοποιούν επενδύσεις για την ανέγερση και εκμετάλλευση βιοτεχνικών κέντρων και κτιρίων εντός των βιοτεχνικών και βιομηχανικών ζωνών, οι οποίες καθορίζονται στο πλαίσιο του πολεοδομικού και χωροταξικού σχεδιασμού, καθώς και χώρων κοινωνικών και πολιτιστικών λειτουργιών, κεντρικών αγορών και σφαγείων.

ιζ) Οι ιερές μονές και οι ορθόδοξες ακαδημίες για την ανέγερση, επέκταση και εκσυγχρονισμό ξενώνων ή για τη μετατροπή κτιρίων τους σε ξενώνες, καθώς και για την ανέγερση, επέκταση, εκσυγχρονισμό ή μετατροπή κτιρίων τους σε χώρους κοινωνικών και πολιτιστικών λειτουργιών.

ιη) Οι επιχειρήσεις που παρέχουν υπηρεσίες εξαιρετικά προηγμένης τεχνολογίας,

ιθ) Οι εκδοτικές ή εκτυπωτικές επιχειρήσεις ημερήσιου, Τύπου Αθηνών και Θεσσαλονίκης για το σύνολο των εκδόσεών τους, δηλαδή και για τις ειδικές εκδόσεις, βιβλία ή περιοδικά που εκδίδουν επί πλέον των εφημερίδων.
Επίσης, υπάγονται και οι επιχειρήσεις ημερησίων επαρχιακών εφημερίδων, όπως αυτές καθορίζονται από το άρθρο 1 του Ν.Δ. 3619/1956 και το άρθρο 1 του Ν.Δ. 1263/1972, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 2 του Ν. 1446/1984.

κ) Οι επιχειρήσεις που κατασκευάζουν και στη συνέχεια εκμεταλλεύονται σταθμούς αυτοκινήτων για δημοσία χρήση, χωρητικότητας 80 θέσεων και άνω.

κα) Οι επιχειρήσεις που εκμεταλλεύονται λιμένες αναψυχής, συνεδριακά κέντρα και γήπεδα γκολφ.

κβ) Τα εργαστήρια εφαρμοσμένης βιομηχανικής, ενεργειακής και μεταλλευτικής έρευνας, οι επιχειρήσεις που αναπτύσσουν τεχνολογίες καθώς και αυτές που αναπτύσσουν προγράμματα λογισμικού (Software). Οι προδιαγραφές που πρέπει να πληρούν οι επιχειρήσεις ανάπτυξης λογισμικού καθώς και τα απαραίτητα στοιχεία που πρέπει να συνοδεύουν την οικονομοτεχνική μελέτη που υποβάλλεται από αυτές για την υπαγωγή των επενδύσεών τους στις διατάξεις του Ν. 1892/1990, καθορίζονται με κοινές αποφάσεις των υπουργών Εθνικής Οικονομίας, Προεδρίας της Κυβερνήσεως και Βιομηχανίας, Ενέργειας και Τεχνολογίας.

κγ) Οι επιχειρήσεις με αντικείμενα εργασιών την παραγωγή ηλεκτρισμού από την εκμετάλλευση ήπιων μορφών ενέργειας και ειδικότερα της αιολικής, ηλιακής, υδροηλεκτρικής, γεωθερμικής και βιομάζας.

κδ) Οι τεχνικές εταιρίες, έστω και αν τα κέρδη αυτών προσδιορίζονται τεκμαρτά με βάση το 36α του Ν.Δ. 3323/1955, για τον εκσυγχρονισμό τους, την αντικατάσταση των μηχανημάτων τους και του λοιπού εξοπλισμού των.

κε) Εμπορικές εξαγωγικές εταιρίες (ΕΧΡΟRΤ TRADING COMPANIES), που ιδρύονται ή λειτουργούν ως ανώνυμες εταιρίες και υπό τους όρους ότι: α) κύριος σκοπός των εταιριών αυτών θα είναι η διενέργεια εξαγωγών, απλών ή συνδυασμένων με άλλες εμπορικές πράξεις και β) το μετοχικό τους κεφάλαιο ανέρχεται κατ΄ ελάχιστο ποσό των 50.000.000 δρχ., ολοσχερώς καταβεβλημένο. Οι επιχειρήσεις αυτές εντάχθηκαν στο άρθρο 2 του Ν. 1892/1990 με τις διατάξεις της παραγρ. 2 του άρθρου 35 του Ν. 1947/1991, οι οποίες προβλέπουν και την έκδοση κοινών αποφάσεων των υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Εμπορίου, αναφορικά με τους όρους και προϋποθέσεις λειτουργίας αυτών, των συναλλαγών που θα διενεργούν κ.λπ.

2. Κατά ρητή διατύπωση της παρ. 2 αυτού του άρθρου, οι διατάξεις του Ν. 1892/1990 δεν έχουν εφαρμογή προκειμένου για επενδύσεις που πραγματοποιούνται από δημόσιες επιχειρήσεις και οργανισμούς (ΔΕΗ, ΟΤΕ, ΟΣΕ, κλπ.). Η εξαίρεση αυτή δεν αφορά τις θυγατρικές τους εταιρίες, καθώς και τις εταιρίες των Ο.Τ.Α. και τους συνεταιρισμούς, εφόσον αυτές περιλαμβάνονται σε μία από τις κατηγορίες των επιχειρήσεων που αναφέραμε πιο πάνω. Επομένως, οι διατάξεις του νόμου αυτού εφαρμόζονται τόσο στις ιδιωτικές επιχειρήσεις, όσο και στις θυγατρικές εταιρίες δημοσίων επιχειρήσεων και οργανισμών, εφόσον αυτές εμπίπτουν στους τομείς και στις δραστηριότητες που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο.
Επίσης, κατά ρητή διατύπωση του δευτέρου εδαφίου της παρ. 3 άρθρου αυτού, οι διατάξεις του Ν. 1892/1990 δεν έχουν εφαρμογή για τις ιδιωτικές επιχειρήσεις που λειτουργούν με τη μορφή κοινωνίας ή εταιρίας αστικού δικαίου ή κοινοπραξίας.

Άρθρο 3
Περιοχές της Επικράτειας

Με τις διατάξεις του άρθρου αυτού ορίζεται ότι το άρθρο 3 του προϊσχύσαντος αναπτυξιακού νόμου 1262/1982 διατηρείται σε ισχύ και ότι όπου αναφέρεται στο Ν. 1892/1990 «το άρθρο 3 του παρόντος νόμου» νοείται το άρθρο 3 του Ν. 1262/1982. Παράλληλα, επέρχονται ορισμένες συμπληρώσεις στο υφιστάμενο αυτό άρθρο του Ν. 1262/1982.

Με βάση τα ανωτέρω προκύπτουν τελικά τα εξής:

1. Για την εφαρμογή των διατάξεων του Ν. 1892/1990 στις επιχειρήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 2, με εξαίρεση τις αναφερόμενες στις περιπτώσεις ιβ, ιγ και ιδ, δηλαδή εκτός τις ξενοδοχειακές επιχειρήσεις, τους ξενώνες, τις επιχειρήσεις επιπλωμένων διαμερισμάτων, τα κατασκηνωτικά κέντρα, τις επιχειρήσεις εκμετάλλευσης ιαματικών πηγών και κέντρων χειμερινού τουρισμού, η Επικράτεια εξακολουθεί να διαιρείται στις ακόλουθες περιοχές:

ΠΕΡΙΟΧΗ Α΄

Στην περιοχή αυτή περιλαμβάνονται ο Νομός Αττικής (εκτός από τις επαρχίες Τροιζηνίας, Κυθήρων και Λαυρεωτικής), το τμήμα του Νομού Κορινθίας που συνορεύει με το Νομό Αττικής και μέχρι τον Ισθμό της Κορίνθου και ο Νομός Θεσσαλονίκης εκτός από το τμήμα δυτικά του ποταμού Αξιού και της Επαρχίας Λαγκαδά.

ΠΕΡΙΟΧΗ Β΄

Η περιοχή αυτή περιλαμβάνει τους νομούς Βοιωτίας, Μαγνησίας, Λάρισας, Κορινθίας (εκτός από το τμήμα που συνορεύει με το Νομό Αττικής και μέχρι τον Ισθμό Κορίνθου), Αχαΐας εκτός από την Επαρχία Καλαβρύτων, Ηρακλείου, την περιοχή της πόλης της Ρόδου, που καθορίζεται από ακτίνα 15 χιλιομέτρων από το Νομαρχιακό κατάστημα της πόλης, τις Επαρχίες Λαυρεωτικής και Τροιζηνίας, το τμήμα του Νομού Θεσσαλονίκης δυτικά του ποταμού Αξιού, την Επαρχία Λαγκαδά και την πόλη της Χαλκίδας.
Ειδικά, για τη ζώνη της Λαυρεωτικής, προβλέπεται από την παρ. 1 του άρθρου 3 του Ν. 1892/1990, η έκδοση κοινής απόφασης των υπουργών Εθνικής Οικονομίας, Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων και Εσωτερικών, με την οποία θα καθορισθούν επακριβώς τα όρια αυτής.

ΠΕΡΙΟΧΗ Γ΄

Στην περιοχή αυτή περιλαμβάνονται οι Νομοί Ημαθίας, Κοζάνης, Καβάλας, Φωκίδας, Τρικάλων, Καρδίτσας, Αιτωλοακαρνανίας, Εύβοιας (εκτός από την πόλη της Χαλκίδας), `Αρτας, Πρέβεζας, Θεσπρωτίας, Ιωαννίνων, Καστοριάς, Πέλλας, Χαλκιδικής, Κιλκίς, Σερρών, Δράμας, Ηλείας, Μεσσηνίας, Χανίων, Κέρκυρας, Φθιώτιδας, Πιερίας, Αργολίδας, Αρκαδίας, Λακωνίας, Λευκάδας, Κεφαλονιάς, Ζακύνθου, Ευρυτανίας, Γρεβενών, Φλώρινας, Ρεθύμνου, Λασιθίου, Κυκλάδων καθώς και οι επαρχίες Κυθήρων και Καλαβρύτων.

Στην περιοχή αυτή περιλαμβάνονται επίσης και τα τμήματα εκείνα της Επικράτειας που δεν εμπίπτουν στις λοιπές περιοχές (νομούς κ.λπ.) που προαναφέρθηκαν. Εξαίρεση, αποτελούν τα τμήματα εκείνα που περιλαμβάνονται στις ακριτικές περιοχές των πιο πάνω Νομών (εκτός από τη νήσο Κέρκυρα) που βρίσκονται σε απόσταση 20 χιλιομέτρων από τα σύνορα και τους Δήμους και τις Κοινότητες των οποίων τα διοικητικά όρια τέμνονται από τη ζώνη των 20 χλμ. Τα τμήματα αυτά υπάγονται στη Δ΄ περιοχή.
ΠΕΡΙΟΧΗ Δ΄

Στην περιοχή αυτή περιλαμβάνονται οι Νομοί Λέσβου, Χίου, Σάμου, Ξάνθης, Ροδόπης, Έβρου, Δωδεκανήσου εκτός από την περιοχή της πόλης Ρόδου που καθορίζεται από ακτίνα 15 χιλιομέτρων από το Νομαρχιακό κατάστημα της πόλης, οι ακριτικές περιοχές των νομών που υπάγονται στην Γ περιοχή (εκτός της νήσου Κέρκυρας) σε απόσταση 20 χιλιομέτρων από τα σύνορα, καθώς και οι Δήμοι ή Κοινότητες των οποίων τα διοικητικά όρια τέμνονται από την ζώνη των 20 χιλιομέτρων.

Τονίζεται ότι οι βιομηχανικές, μεταλλευτικές, λατομικές κ.λπ. επιχειρήσεις που πραγματοποιούν από 1.7.1990 νέες παραγωγικές επενδύσεις στους Νομούς Ξάνθης, Ροδόπης, Έβρου της περιοχής αυτής, δικαιούνται βάσει της παρ. 2 του άρθρου 12 του κοινοποιουμένου νόμου, να εμπίπτουν το 100% των ετησίων κερδών τους.

2. Με τις διατάξεις της παραγρ. 3 του άρθρου αυτού παρατείνεται μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1994 η προβλεπόμενη από τις διατάξεις της παραγρ. 5 του άρθρου 3 του Ν. 1262/1982 προθεσμία που αφορά στις μεταποιητικές, βιομηχανικές, βιοτεχνικές, χειροτεχνικές, μεταλλευτικές και λατομικές επιχειρήσεις που ήταν εγκατεστημένες ή είχαν ημιτελείς εγκαταστάσεις, κατά το χρόνο δημοσίευσης του Ν. 1262/1982, στην Επαρχία Θεσσαλονίκης του Νομού Θεσσαλονίκης. Επομένως, οι επιχειρήσεις αυτές δικαιούνται να σχηματίζουν αφορολόγητες εκπτώσεις, με βάση τα οριζόμενα στην περιοχή Β΄ ποσοστά, για τις επενδύσεις που πραγματοποιούν μέχρι 31.12.1994.

3. Για την εφαρμογή των διατάξεων του νέου αναπτυξιακού νόμου, στις ξενοδοχειακές επιχειρήσεις, ξενώνες, ενοικιαζόμενα διαμερίσματα, κατασκηνωτικά κέντρα (CAMPING), καθώς και στις επιχειρήσεις εκμετάλλευσης ιαματικών πηγών και κέντρων χειμερινού τουρισμού, η Επικράτεια διαιρείται στις ακόλουθες περιοχές:
ΠΕΡΙΟΧΗ Α΄
Στην περιοχή αυτή περιλαμβάνονται ο νομός Αττικής (εκτός από την Επαρχία Τροιζηνίας, τα νησιά Αίγινα, Σπέτσες, Ύδρα και την Επαρχία Κυθήρων) και ο Νομός Θεσσαλονίκης.

ΠΕΡΙΟΧΗ Β΄
Στην περιοχή αυτή περιλαμβάνονται τα νησιά Κέρκυρα (εκτός από την περιοχή της Λευκίμης από το γεφύρι Μεσογγής μέχρι Κάβο καθ΄ όλο το τμήμα του νησιού), Μύκονος, Σκιάθος, Αίγινα, Σπέτσες, Ύδρα, η Επαρχία Τροιζηνίας, οι Επαρχίες Τεμένους και Πεδιάδας του Νομού Ηρακλείου, η Επαρχία Μιραμπέλλου του Νομού Λασιθίου, η περιοχή της πόλης της Ρόδου, με ζώνη βάθους 10 χιλιομέτρων από το Νομαρχιακό κατάστημα της πόλης και η πόλη της Χαλκίδας του Νομού Ευβοίας.

ΠΕΡΙΟΧΗ Γ΄

Σ΄ αυτή περιλαμβάνονται οι Νομοί Βοιωτίας, Ρεθύμνου, Λασιθίου, `Αρτας, Τρικάλων, Κοζάνης, Ημαθίας, Ηλείας, Λακωνίας, Μεσσηνίας, Πρέβεζας, Αιτωλοακαρνανίας, Μαγνησίας (εκτός από τη νήσο Σκιάθο), Λάρισας, Φθιώτιδας, Φωκίδας, Εύβοιας (εκτός από την πόλη της Χαλκίδας), Κορινθίας, Αργολίδας, Αχαΐας, Πιερίας, Χαλκιδικής, Καβάλας, Αρκαδίας, Ευρυτανίας, Καρδίτσας και Γρεβενών, το υπόλοιπο του Νομού Κέρκυρας (δηλαδή περιοχή Λευκίμης από το γεφύρι Μεσογγής μέχρι Κάβο καθ΄ όλο το τμήμα του νησιού), οι Νομοί Λευκάδας, Κεφαλονιάς, Ζακύνθου, οι Κυκλάδες (εκτός από τη νήσο Μύκονο), το υπόλοιπο τμήμα της νήσου Κρήτης (δηλαδή εκτός από τις Επαρχίες Τεμένους και Πεδιάδας του Νομού Ηρακλείου και την Επαρχία Μιραμπέλλου του Νομού Λασιθίου) και η Επαρχία Κυθήρων.

ΠΕΡΙΟΧΗ Δ΄

Στην περιοχή αυτή περιλαμβάνονται οι ακριτικοί Νομοί Θεσπρωτίας, Ιωαννίνων, Καστοριάς, Φλώρινας, Πέλλας, Κιλκίς, Σερρών, Δράμας, Ξάνθης, Ροδόπης, Έβρου καθώς και οι Νομοί Λέσβου, Χίου, Σάμου και Δωδεκανήσου (εκτός από την πόλη της Ρόδου σε βάθος 10 χιλιόμετρα από το Νομαρχιακό κατάστημα της πόλης).

Τονίζεται ότι οι ξενοδοχειακές επιχειρήσεις, επιχειρήσεις CAMPING, ξενώνων, ενοικιαζομένων διαμερισμάτων, εκμετάλλευσης ιαματικών πηγών και κέντρων χειμερινού τουρισμού που πραγματοποιούν επενδύσεις στους Νομούς Ξάνθης, Ροδόπης και Έβρου της περιοχής αυτής, δικαιούνται, βάσει των διατάξεων της παρ. 2 του άρθρου 12 του Ν. 1892/1990, να εκπίπτουν από τα κέρδη τους το 100% της αξίας της επένδυσης και κάθε χρόνο η αφορολόγητη κράτηση μπορεί να φθάσει στο 100% των ετησίων κερδών.

4. Με τις διατάξεις του δευτέρου εδαφίου της παραγρ. 1 του άρθρου αυτού προστέθηκε στην παραγρ. 2 του διατηρούμενου σε ισχύ άρθρου 3 του Ν. 1262/1982 καινούργιο εδάφιο, με βάση το οποίο παρέχεται η δυνατότητα στους υπουργούς Εθνικής Οικονομίας, Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων και Τουρισμού να καθορίζουν, με κοινή απόφασή τους, ζώνες της Επικρατείας που παρουσιάζουν υπερσυγκέντρωση τουριστικής δραστηριότητας, στις οποίες δεν έχουν εφαρμογή τα κίνητρα των κρατικών επιχορηγήσεων και επιδότησης επιτοκίου ή θα παρέχονται τα κίνητρα αυτά άλλων περιοχών για τις οποίες ισχύουν χαμηλότερα ποσοστά επιχορήγησης και επιδότησης. Οι αποφάσεις αυτές δεν θα τροποποιούνται πριν από την πάροδο δύο ετών από την έναρξη ισχύος τους.

Περαιτέρω, με τις διατάξεις του τρίτου και τετάρτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου αυτού προστέθηκαν στην παρ. 4 του άρθρου 3 του Ν. 1262/1982 δύο νέα εδάφια με βάση τα οποία, στις επιχειρήσεις που πραγματοποιούν επενδύσεις στις βιομηχανικές περιοχές της ΕΤΒΑ ή βιοτεχνικά κέντρα του ΕΟΜΜΕΧ ή βιοτεχνικά κέντρα και κτίρια επιχειρήσεων οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης της περιοχής Δ΄ καθώς και της Θράκης, δίνονται τα κίνητρα των ειδικών ζωνών των περιοχών αυτών, δηλαδή ισχύει το καθεστώς των άρθρων 7 παρ. 1 περίπτωση (γ) και 11 παρ. 1 αυτού του νόμου.

Για τις επιχειρήσεις που εγκαθίστανται μέσα σε τεχνολογικά πάρκα, όπως αυτά θα καθοριστούν με κοινή απόφαση των υπουργών Εθνικής Οικονομίας, Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, Βιομηχανίας, Ενέργειας και Τεχνολογίας και Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, εφαρμόζονται το καθεστώς ενισχύσεων που ισχύει για τις επιχειρήσεις που πραγματοποιούν επενδύσεις στις ΒΙ.ΠΕ Ε.Τ.Β.Α.

Τα αναφερόμενα στην παράγραφο αυτή αφορούν μόνο στα κίνητρα της επιχορήγησης επενδύσεων και επιδότησης επιτοκίου και όχι στα κίνητρα του σχηματισμού αφορολογήτων εκπτώσεων από τα κέρδη.

ΕΠΙΧΟΡΗΓΗΣΗ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ

1. Τα άρθρα 4, 5, 6, 7, 8, 9 και 10 του Ν. 1892/1990 αφορούν την επιχορήγηση των επενδύσεων, η οποία είναι μία από τις μορφές κινήτρων που χορηγούνται με το νόμο αυτό. Οι διατάξεις των άρθρων αυτών αναφέρονται στο περιεχόμενο της επιχορήγησης (άρθρο 4), στις προϋποθέσεις και περιορισμούς για την επιχορήγηση επενδύσεων (άρθρο 5), στη διαδικασία παροχής των επιχορηγήσεων επενδύσεων (άρθρο 6), στον καθορισμό του ύψους της επιχορήγησης επενδύσεων (άρθρο 7), στις γνωμοδοτικές επιτροπές και τα όργανα ελέγχου (άρθρο 8), στις ειδικές επενδύσεις (άρθρο 9) και στη συμμετοχή του Δημοσίου στις επιχορηγούμενες επιχειρήσεις και στη μεταβίβαση των δικαιωμάτων αυτού (άρθρο 10).

2. Σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 8 του άρθρου 6 του Ν. 1892/90 τα ποσά των επιχορηγήσεων και των επιδοτήσεων επιτοκίου που εισπράττουν οι επιχειρήσεις από το Δημόσιο για τις πραγματοποιούμενες από αυτές επενδύσεις απαλλάσσονται από κάθε φόρο, συνεπώς και από το φόρο εισοδήματος.

Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με τις διατάξεις της παρ. 6 του άρθρου 15 του ιδίου νόμου, σύμφωνα με τις οποίες για τον υπολογισμό των τακτικών και προσθέτων αποσβέσεων, αφαιρείται από την αξία κτήσης των παγίων στοιχείων το ποσό των δωρεάν επιχορηγήσεων που λαμβάνει η επιχείρηση από το Δημόσιο, προκύπτει ότι όσον αφορά τα ποσά των επιχορηγήσεων που εισπράττει η επιχείρηση, δεν θεωρούνται προσθετικό στοιχείο των ακαθαρίστων εσόδων, δηλαδή δεν προσαυξάνουν τα ακαθάριστα έσοδα της επιχείρησης αλλά αποτελούν μειωτικό στοιχείο του κόστους των πραγματοποιηθεισών νέων επενδύσεων. Κατά συνέπεια, τα εισπραττόμενα αυτά ποσά θα πρέπει να μεταφέρονται σε πίστωση των παγίων περιουσιακών στοιχείων, η δαπάνη των οποίων καλύπτεται κατά ένα μέρος με τη δωρεάν επιχορήγηση που έλαβε η επιχείρηση από το Δημόσιο και οι τακτικές και πρόσθετες αποσβέσεις των παγίων να υπολογίζονται στην αξία κτήσης αφού αφαιρεθούν τα ποσά των επιχορηγήσεων. Περαιτέρω, οι επιχειρήσεις πρέπει να εμφανίζουν στα βιβλία τους την ανωτέρω επιχορήγηση καθόσον, οι εκδιδόμενες από το ΥΠΕΘΟ ή ΕΟΜΜΕΧ αποφάσεις υπαγωγής επιβάλλουν την εμφάνιση αυτή με τη μορφή αφορολόγητου αποθεματικού. Προς τούτο, οι επιχειρήσεις που τηρούν διπλογραφικά βιβλία του Κ.Φ.Σ. θα πρέπει να χρεώνουν το λογαριασμό «Επιχορηγήσεις Επενδύσεων του Ν. 1892/1990» με πίστωση του λογαριασμού «Αφορολόγητο Αποθεματικό Επιχορηγήσεων του Ν. 1892/1990» με τα ποσά της επιχορήγησης επί πλέον της πίστωσης των παγίων στοιχείων που ενεργείται κατά την είσπραξη της επιχορήγησης από το Δημόσιο.

Το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, αρμόδιο για τη σύνταξη και παρακολούθηση του Ελληνικού Γενικού Λογιστικού Σχεδίου, καθόρισε, με το αρ. 1016/13.6.1988 έγγραφό του, τη λογιστική παρακολούθηση των επιχορηγήσεων που εισπράττουν οι επιχειρήσεις με βάση το Ν. 1262/1982 και τα Μ.Ο.Π.

Σύμφωνα με αυτό, με τα εισπραττόμενα κάθε φορά ποσά Επιχορηγήσεων πιστώνεται ο Λογαριασμός 41.10 «Επιχορηγήσεις Παγίων Επενδύσεων» και χρεώνονται τα χρηματικά διαθέσιμα (Ταμείο - Τράπεζες).

Στο τέλος δε κάθε χρήσης θα πρέπει να μεταφέρονται οι αναλογούσες στο σύνολο των Επιχορηγήσεων Αποσβέσεις (Τακτικές - Πρόσθετες) της χρήσης, από λογαριασμό 41.10 «Επιχορηγήσεις Παγίων Επενδύσεων» στο λογαριασμό 81.01.05 «αναλογούσες στη χρήση επιχορηγήσεις» που ανήκει στην ομάδα των Εκτάκτων και ανοργάνων εσόδων.

Με το λογιστικό αυτό χειρισμό δεν αλλάζουν τα τελικά οικονομικά αποτελέσματα της επιχειρήσεως διότι αφ΄ ενός μεν εκπίπτονται από τα ακαθάριστα έσοδα της χρήσεως οι αποσβέσεις επί της αρχικής αξίας των παγίων Περιουσιακών Στοιχείων του Ν. 1262/82, αφ΄ ετέρου οι διαφορές των αποσβέσεων που αναλογούν στο σύνολο των εισπραχθεισών επιχορηγήσεων, θεωρούνται ως έσοδα και αντιλογίζουν έμμεσα τις επιπλέον λογισθείσες αποσβέσεις.

Ενόψει των ανωτέρω και δεδομένου ότι η εφαρμογή του Ελληνικού Γενικού Λογιστικού Σχεδίου είναι ήδη υποχρεωτική για ορισμένες εταιρίες και με προοπτική την καθολική εφαρμογή του από όλες τις επιχειρήσεις που τηρούν διπλογραφικά βιβλία, γίνεται δεκτό ότι οι επιχειρήσεις που ακολουθούν το Ελληνικό Γενικό Λογιστικό Σχέδιο και υπάγονται, για τις πραγματοποιούμενες επενδύσεις, στο καθεστώς των κρατικών επιχορηγήσεων του Ν. 1892/1990, μπορούν να χειρίζονται τα ποσά των εισπραττομένων από το Δημόσιο επιχορηγήσεων, σύμφωνα με τη λύση του ΥΠΕΘΟ αλλά, περαιτέρω, πρέπει να εμφανίζονται αυτές και σε λογαριασμούς τάξεως ώστε να εκπληρώνεται και η επιταγή της εκδιδόμενης απόφασης για την υπαγωγή της επένδυσης στο καθεστώς των κρατικών επιχορηγήσεων του Ν. 1892/1990 περί εμφανίσεως αυτής σε λογαριασμό αποθεματικού.

Επίσης, γίνεται δεκτό ότι και για τις επιχειρήσεις αυτές, οι οποίες, λόγω τηρήσεως των βιβλίων τους σύμφωνα με τα οριζόμενα στο Ελληνικό Γενικό Λογιστικό Σχέδιο, χειρίσθηκαν τα ποσά που εισέπραξαν λόγω υπαγωγής τους στο καθεστώς των κρατικών επιχορηγήσεων του Ν. 1262/82 ή στα Μ.Ο.Π. με βάση τις ανωτέρω θέσεις του ΥΠΕΘΟ, δεν γεννάται κανένα θέμα φορολογίας αφού στα ετήσια έσοδά τους έχουν συμπεριλάβει τις αποσβέσεις που αναλογούν στο σύνολο των επιχορηγήσεων.

ΕΠΙΔΟΤΗΣΗ ΕΠΙΤΟΚΙΟΥ

Με το άρθρο 11 του νόμου αυτού καθορίζεται το περιεχόμενο και η έκταση του κινήτρου σχετικά με την επιδότηση του επιτοκίου.

Στην παράγραφο 3 του άρθρου αυτού ορίζεται ότι το ποσό της επιδότησης του επιτοκίου που εισπράττει η επιχείρηση, μειώνει το ποσό των χρεωστικών τόκων, που αφαιρούνται από τα ακαθάριστα έσοδα της επιχείρησης, για να υπολογισθούν τα καθαρά κέρδη που φορολογούνται.

Από τα ανωτέρω, σε συνδυασμό και με τις διατάξεις της παρ. 8 του άρθρου 6 του ιδίου νόμου, σύμφωνα με τις οποίες οι επιδοτήσεις επιτοκίου απαλλάσσονται του φόρου εισοδήματος, προκύπτει ότι, τα εισπραττόμενα από τις επιχειρήσεις ποσά επιδοτήσεων επιτοκίου, που καταβάλλονται από το Δημόσιο με σκοπό την κάλυψη μέρους της δαπάνης αυτών από τόκους δανείων που συνομολογούνται με τραπεζικά ιδρύματα κ.λπ., δε θεωρούνται προσθετικό στοιχείο των ακαθαρίστων εσόδων, δηλαδή δεν προσαυξάνουν τα ακαθάριστα έσοδα της επιχείρησης, αλλά αποτελούν αφαιρετικό στοιχείο των χρεωστικών τόκων που οφείλονται από την επιχείρηση και επομένως τα εισπραττόμενα ποσά των επιδοτήσεων επιτοκίων θα πρέπει να μεταφέρονται σε πίστωση του λογαριασμού των χρεωστικών τόκων. Το ποσό των χρεωστικών τόκων που θα προκύψει μετά την αφαίρεση του ποσού της επιδότησης του επιτοκίου, θα αφαιρείται από τα ακαθάριστα έσοδα της επιχείρησης για να υπολογισθούν τα καθαρά κέρδη αυτής που φορολογούνται.

Η επιδότηση του επιτοκίου, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 4 του πιο πάνω άρθρου, δεν παρέχεται στις περιπτώσεις που η επένδυση υπάγεται στο καθεστώς των αφορολόγητων εκπτώσεων. Αντίθετα σε περίπτωση που η επιχείρηση έχει λάβει επιχορήγηση επενδύσεων καθώς και επιδότηση του επιτοκίου μπορεί να ενεργήσει αυξημένες αποσβέσεις.

ΑΦΟΡΟΛΟΓΗΤΕΣ ΕΚΠΤΩΣΕΙΣ

Άρθρο 12
Περιεχόμενο και έκταση του κινήτρου

Με το άρθρο αυτό καθορίζονται το περιεχόμενο και η έκταση του κινήτρου των αφορολογήτων εκπτώσεων, δηλαδή τα κέρδη από τα οποία μπορεί να γίνει η αφορολόγητη έκπτωση, η διάρκεια της ισχύος των διατάξεων αυτών, το ποσοστό της επένδυσης το οποίο εκπίπτεται από τα καθαρά κέρδη, καθώς και το ποσοστό των κερδών κάθε χρήσης στο οποίο μπορεί να γίνει η αφορολόγητη έκπτωση, ανάλογα με την περιοχή. Ειδικότερα:

1. Σύμφωνα με τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου αυτού, παρέχεται το δικαίωμα στις επιχειρήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 2, οι οποίες είναι εγκατεστημένες ή μεταφέρονται ή ιδρύονται στις περιοχές Β, Γ και Δ του άρθρου 3 και εφόσον πραγματοποιούν νέες παραγωγικές επενδύσεις σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1, να εκπίπτουν από τα υποκείμενα σε φόρο εισοδήματος καθαρά κέρδη τους, ποσό με τη μορφή αφορολόγητης έκπτωσης. Οι διατάξεις αυτές ισχύουν για νέες παραγωγικές επενδύσεις που θα πραγματοποιήσουν οι επιχειρήσεις αυτές από 1 Ιουλίου 1990 μέχρι την 31 Δεκεμβρίου 1994.

Περαιτέρω, καθορίζονται τα ποσοστά των αφορολογήτων εκπτώσεων επί της αξίας των νέων παραγωγικών επενδύσεων, καθώς και τα ποσοστά των ετησίων καθαρών κερδών της επιχείρησης μέχρι τα οποία μπορεί να φθάσει η αφορολόγητη έκπτωση, τα οποία κλιμακώνονται κατά περιοχή.

Αναλυτικά, τα προβλεπόμενα ποσοστά έχουν ως εξής:

α) Για όλες τις κατηγορίες επενδύσεων, εκτός από τις επενδύσεις ξενοδοχειακών επιχειρήσεων, ξενώνων, ενοικιαζομένων διαμερισμάτων και κατασκηνωτικών κέντρων.

Περιοχές Ποσοστό αφορολ. Έκπτωσης επί της αξίας της επένδυσης Ποσοστό ετησίων κερδών μέχρι του οποίου μπορεί να φθάσει η αφορολόγητη έκπτωση
Α - -
Β 60% 60%
Γ 75% 75%
Δ 90% 90%
Θράκη 100% 100%

β) Για τις επενδύσεις ξενοδοχειακών επιχειρήσεων, ξενώνων, ενοικιαζόμενων διαμερισμάτων και κατασκηνωτικών κέντρων.

Περιοχές Ποσοστό αφορολ. Έκπτωσης επί της αξίας της επένδυσης Ποσοστό ετησίων κερδών μέχρι του οποίου μπορεί να φθάσει η αφορολόγητη έκπτωση
Α - -
Β 40% 60%
Γ 55% 75%
Δ 70% 90%
Θράκη 100% 100%

2. Περαιτέρω από τις διατάξεις των παραγράφων 4 και 5 του άρθρου αυτού προβλέπονται, για ορισμένες ειδικά επενδύσεις, διαφορετικά ποσοστά από τα πιο πάνω ισχύοντα γενικά. Ειδικότέρα:

α. Με βάση την παράγρ. 4 για τις επενδύσεις που πραγματοποιούνται στη βιομηχανική περιοχή της ΕΤΒΑ του νομού Θεσσαλονίκης, σύμφωνα με την παράγρ. 5 του άρθρου 3, παρέχεται το ευεργέτημα των αφορολόγητων εκπτώσεων που ισχύει για τις πραγματοποιούμενες στην περιοχή Β επενδύσεις. Κατά συνέπεια, οι βιομηχανικές, βιοτεχνικές, χειροτεχνικές, μεταλλευτικές, λατομικές επιχειρήσεις που εγκαθίστανται και πραγματοποιούν παραγωγικές επενδύσεις για επέκταση και εκσυγχρονισμό των εγκαταστάσεών τους στη βιομηχανική περιοχή της ΕΤΒΑ του νομού Θεσσαλονίκης, δικαιούνται να σχηματίσουν αφορολόγητη έκπτωση ίση με το 60% της αξίας της επένδυσης και η αφορολόγητη έκπτωση κάθε χρόνο μπορεί να φθάσει μέχρι του 60% των ετησίων κερδών.

β. Με βάση το πρώτο εδάφιο της παραγρ. 5 του άρθρου αυτού, οι επιχειρήσεις της περίπτωσης γ της παρ. 1 του άρθρου 2, δηλαδή, οι μεταλλευτικές και λατομικές επιχειρήσεις, ανεξάρτητα από τον τόπο εγκατάστασής τους, δικαιούνται για τις επενδύσεις που πραγματοποιούν στην περιοχή Β, να σχηματίσουν αφορολόγητες εκπτώσεις με βάση τα ποσοστά που ορίζονται στην περιοχή Γ. Κατά ρητή διατύπωση του νόμου, στην περίπτωση αυτή δεν εμπίπτουν οι μεταλλευτικές και λατομικές επιχειρήσεις που ήταν εγκαταστημένες ή είχαν ημιτελείς εγκαταστάσεις, κατά το χρόνο δημοσίευσης του Ν. 1262/1982, στην επαρχία Θεσσαλονίκης, οι οποίες, βάσει των διατάξεων της παραγρ. 5 του άρθρου 3, δικαιούνται για τις επενδύσεις που πραγματοποιούν, των κινήτρων της περιοχής Β.

γ. Με βάση το δεύτερο εδάφιο της παραγρ. 5, οι επιχειρήσεις του άρθρου 2 που πραγματοποιούν στην περιοχή Α, επενδύσεις των περιπτώσεων α, β, γ, δ και ε της παραγρ. 1 του άρθρου 9 (ειδικές επενδύσεις) του κοινοποιούμενου νόμου, ήτοι, προστασίας περιβάλλοντος, ενεργειακού χαρακτήρα, ίδρυσης ή επέκτασης εργαστηρίων εφηρμοσμένης βιομηχανικής ή ενεργειακής ή μεταλλευτικής έρευνας, επενδύσεις παραγωγής προϊόντων και παροχής υπηρεσιών εξαιρετικά προηγμένης τεχνολογίας, επενδύσεις ειδικών ιδρυμάτων και εργαστηρίων ταχύρρυθμης αναπροσαρμογής για άτομα με ειδικές ανάγκες και εφόσον πραγματοποιούνται βέβαια με τους όρους και προϋποθέσεις που αναφέρονται στο νόμο, δικαιούνται να σχηματίζουν αφορολόγητες εκπτώσεις με βάση τα οριζόμενα στην περιοχή Γ ποσοστά.

Αν, οι επενδύσεις πραγματοποιούνται στην περιοχή Β ή Γ ορίζεται ότι οι αφορολόγητες εκπτώσεις θα σχηματίζονται με βάση τα ισχύοντα στις περιοχές Γ ή Δ ποσοστά, αντίστοιχα.

Τα ανωτέρω ποσοστά έχουν εφαρμογή και για τις αναφερόμενες στην περ. κβ της παραγρ. 1 του άρθρου 1 του Ν. 1892/1990 επιχειρήσεις, ήτοι τα εργαστήρια εφαρμοσμένης βιομηχανικής, ενεργειακής και μεταλλευτικής έρευνας, οι επιχειρήσεις ανάπτυξης τεχνολογίας και λογισμικού (software) για τις επενδύσεις που πραγματοποιούν στις περιοχές Α, Β, Γ.

δ. Με βάση το τρίτο εδάφιο της παραγρ. 5, οι τεχνικές εταιρίες ανεξάρτητα από την περιοχή στην οποία εδρεύουν, δικαιούνται να ενεργούν αφορολόγητες εκπτώσεις με βάση τα ισχύοντα στην περιοχή Β ποσοστά, για τις επενδύσεις που πραγματοποιούν για τον εκσυγχρονισμό τους, την αντικατάσταση των μηχανημάτων και του λοιπού εξοπλισμού των. Του κινήτρου αυτού δεν μπορούν να τύχουν ατομικές τεχνικές επιχειρήσεις.

ε. Με βάση το τέταρτο εδάφιο της ίδιας παραγράφου, οι αναφερόμενες επιχειρήσεις στην περίπτωση και της παραγρ. 1 του άρθρου 2, δηλαδή, οι επιχειρήσεις εκμετάλλευσης λιμένων αναψυχής, συνεδριακών κέντρων και γηπέδων γκολφ καθώς και οι ξενοδοχειακές επιχειρήσεις, που πραγματοποιούν επενδύσεις για την κατασκευή, επέκταση και εκσυγχρονισμό μαρινών, συνεδριακών κέντρων ή γηπέδων γκολφ σε οποιαδήποτε περιοχή εκτός της «Α», δικαιούνται να σχηματίζουν αφορολόγητες εκπτώσεις με βάση τα ποσοστά της περιοχής «Γ» που ισχύουν για τις μεταποιητικές επιχειρήσεις, δηλαδή όχι με βάση αυτά που προβλέπονται για τις ξενοδοχειακές επιχειρήσεις. Το ίδιο ευεργέτημα παρέχεται και στις επιχειρήσεις εκμετάλλευσης ιαματικών πηγών, κέντρων χειμερινού τουρισμού για τις επενδύσεις που πραγματοποιούν εκτός της περιοχής«Α». Κατ΄ εξαίρεση, αν όλες οι πιο πάνω επενδύσεις πραγματοποιούνται στην περιοχή της Θράκης, οι αφορολόγητες εκπτώσεις σχηματίζονται με τα ισχύοντα στην περιοχή αυτή ποσοστά.

στ. Με βάση το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 5, οι ξενοδοχειακές επιχειρήσεις που κατασκευάζουν ή επεκτείνουν ξενοδοχειακές μονάδες ΑΑ και Α τάξεως ή μονάδες εξυπηρέτησης θεραπευτικού ή αθλητικού ή χειμερινού τουρισμού στις περιοχές «Β» και «Γ», δικαιούνται να σχηματίζουν αφορολόγητες εκπτώσεις με βάση τα ποσοστά που προβλέπονται από την περ. β της παρ. 2 του άρθρου αυτού, για την περιοχή «Δ».

Επομένως, κατά περιοχή, ισχύουν τα εξής:

ΠΕΡΙΟΧΗ Α΄
Δεν παρέχεται το δικαίωμα σχηματισμού αφορολόγητης έκπτωσης από τα καθαρά κέρδη στις επιχειρήσεις που πραγματοποιούν παραγωγικές επενδύσεις στην περιοχή Α΄ από 1ης Ιουλίου 1990 και μετά. Επομένως, οι παραγωγικές επενδύσεις που πραγματοποιούνται από βιομηχανικές, βιοτεχνικές, χειροτεχνικές, μεταλλευτικές κ.λπ. επιχειρήσεις, ανεξάρτητα από τον τόπο εγκατάστασής τους, από την 1 Ιουλίου 1990 και μετά, στο Νομό Αττικής (εκτός από τις επαρχίες Τροιζηνίας, Κυθήρων και Λαυρεωτικής), στο τμήμα του νομού Κορινθίας που συνορεύει με το Νομό Αττικής και μέχρι τον Ισθμό της Κορίνθου και στο Νομό Θεσσαλονίκης εκτός από το τμήμα δυτικά του ποταμού Αξιού και στην επαρχία Λαγκαδά, δεν μπορούν να υπαχθούν στο καθεστώς των αφορολόγητων εκπτώσεων. Ομοίως, οι ξενοδοχειακές επιχειρήσεις, οι ξενώνες κ.λπ. ανεξάρτητα από τον τόπο εγκατάστασής τους, που πραγματοποιούν παραγωγικές επενδύσεις από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού και μετά, στο Νομό Αττικής (εκτός από την Επαρχία Τροιζηνίας, τα νησιά Αίγινα, Σπέτσες, Ύδρα και την Επαρχία Κυθήρων) και στο Νομό Θεσσαλονίκης, δε μπορούν να υπαχθούν, για τις επενδύσεις αυτές που πραγματοποιούν, στο καθεστώς των αφορολογήτων εκπτώσεων.

Από το γενικό αυτό κανόνα εξαιρούνται:

α) Οι επιχειρήσεις του άρθρου 2 που πραγματοποιούν στην περιοχή Α ειδικές επενδύσεις των περιπτ. α, β, γ, δ και ε της παρ. 1 του άρθρου 9, δηλαδή επενδύσεις προστασίας περιβάλλοντος, ενέργειας, έρευνας, παραγωγής προϊόντων εξαιρετικά προηγμένης τεχνολογίας, καθώς και επενδύσεις επιχειρήσεων των οποίων η πλειοψη­φία των συμφερόντων ανήκει σε άτομα με ειδικές ανάγκες ή αυτών που απασχολούν κατά πλειονότητα άτομα αυτής της κατηγορίας.
Για τις πραγματοποιούμενες αυτές επενδύσεις στην περιοχή Α, οι επιχειρήσεις θα σχηματίζουν αφορολόγητες εκπτώσεις με βάση τα ποσοστά της περιοχής Γ, όπως αναφέρεται στη συνέχεια της παρούσης.

β) Οι επιχειρήσεις της περ. κβ της παρ. 1 του άρθρου 2, δηλαδή αυτές που έχουν ως σκοπό την ανάπτυξη τεχνολογιών και λογισμικού καθώς και τα εργαστήρια εφαρμοσμένης βιομηχανικής, ενεργειακής και μεταλλευτικής έρευνας. Οι επιχειρήσεις αυτές για τις πραγματοποιούμενες στην περιοχή Α επενδύσεις, δικαιούνται των αφορολογήτων εκπτώσεων της περιοχής Γ.

γ) Οι τεχνικές εταιρίες, δηλαδή οι επιχειρήσεις που λειτουργούν με την μορφή της ανώνυμης εταιρίας, του συνεταιρισμού, της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης ή της ομόρρυθμης και ετερόρρυθμης εταιρίας που είναι εγκαταστημένες στην περιοχή Α, εφόσον οι επενδύσεις στις οποίες προβαίνουν αφορούν στον εκσυγχρονισμό τους ή στην αντικατάσταση των μηχανημάτων και του λοιπού εξοπλισμού τους. Οι εταιρίες αυτές δικαιούνται, για τις επενδύσεις που θα πραγματοποιούν στην περιοχή Α των κινήτρων της περιοχής Β.

δ) Οι εκδοτικές ή εκτυπωτικές επιχειρήσεις ημερήσιου Τύπου Αθηνών και Θεσσαλονίκης. Οι επιχειρήσεις αυτές για τις πραγματοποιούμενες την περιοχή Α επενδύσεις δικαιούνται των αφορολογήτων εκπτώσεων της περιοχής Γ ( άρθρο 9 παρ. 6 Ν. 1892/90).

ΠΕΡΙΟΧΗ Β΄
Οι επιχειρήσεις του άρθρου 2 αυτού του νόμου, με εξαίρεση τις ξενοδοχειακές επιχειρήσεις, ξενώνες, ενοικιαζόμενα δωμάτια, κατασκηνωτικά κέντρα, που είναι εγκαταστημένες ή μεταφέρονται ή ιδρύονται στην περιοχή Β, για τις επενδύσεις που πραγματοποιούν στην περιοχή αυτή από 1.7.1990 μέχρι 31.12.1994 και εφόσον οι επενδύσεις αυτές είναι από τις προβλεπόμενες από τις διατάξεις του άρθρου 1, δικαιούνται να πραγματοποιήσουν αφορολόγητες εκπτώσεις από τα καθαρά τους κέρδη σε ποσοστό 60% επί της αξίας των επενδύσεων που πραγματοποίησαν στην περιοχή αυτή. Το ποσό της αφορολόγητης έκπτωσης που δικαιούνται να εκπέσουν σε κάθε διαχειριστική χρήση από τα καθαρά τους κέρδη οι επιχειρήσεις αυτές, δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να υπερβεί το 60% των καθαρών κερδών, όπως αυτά προσδιορίζονται με τις διατάξεις του άρθρου 18 του νόμου που κοινοποιείται.

Τα ανωτέρω ποσοστά ισχύουν επιπλέον για:

α) Τις επιχειρήσεις που αναφέρονται στις περιπτώσεις α και γ της παρ. 1 του άρθρου 2, οι οποίες ήσαν εγκατεστημένες κατά το χρόνο έναρξης ισχύος (16-6-1982) του Ν. 1262/1982 στο τμήμα του νομού Κορινθίας που συνορεύει με το Νομό Αττικής και μέχρι τον Ισθμό, για τις πραγματοποιούμενες από 1-7-1990 μέχρι 31-12-1994 επενδύσεις, σχετικά με την επέκταση και εκσυγχρονισμό των εγκαταστάσεών τους (άρθρο 3 παρ. 5 του Ν. 1262/82). Συνεπώς, οι επιχειρήσεις που ιδρύθηκαν ή ιδρύονται ή μεταφέρονται στο πιο πάνω τμήμα του Νομού Κορινθίας από 16-6-1982 και μετά δεν έχουν το δικαίωμα να ενεργούν αφορολόγητες εκπτώσεις για τις πραγματοποιούμενες επενδύσεις. Επίσης, αν με τις νέες παραγωγικές επενδύσεις δημιουργείται νέα βιομηχανική ή βιοτεχνική μονάδα παραγωγής νέων προϊόντων, δεν θα αναγνωρισθεί για τις επενδύσεις αυτές αφορολόγητη έκπτωση. Ως νέα παραγωγική επένδυση για την εφαρμογή των διατάξεων του νόμου αυτού θεωρείται η ανέγερση κτιριακών εγκαταστάσεων ή άλλων εγκαταστάσεων, η αγορά καινούργιων μηχανημάτων και λοιπού μηχανολογικού ή τεχνικού εξοπλισμού παραγωγής, η αγορά καινούργιων μεταφορικών μέσων για τη διακίνηση των υλικών ή άλλων καινούργιων πάγιων στοιχείων που θα χρησιμοποιηθούν για την επέκταση και τον εκσυγχρονισμό των επιχειρήσεων αυτών (εγκ. 5/1983).

β) Τις αναφερόμενες στις περ. α και γ της παρ. 1 του άρθρου 2 επιχειρήσεις που κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του Ν. 1262/82 ήσαν εγκαταστημένες στην επαρχία Θεσσαλονίκης του Νομού Θεσσαλονίκης για επενδύσεις που πραγματοποιούν μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1994.

γ) Τις αναφερόμενες στις περ. α και γ της παρ. 1 του άρθρου 2 επιχειρήσεις που εγκαθίστανται και πραγματοποιούν επενδύσεις στη βιομηχανική περιοχή της ΕΤΒΑ Θεσσαλονίκης.

δ) Τις τεχνικές εταιρίες, ανεξάρτητα από την περιοχή εγκατάστασής τους, για τις επενδύσεις εκσυγχρονισμού και αντικατάστασης των μηχανημάτων τους, καθώς και του λοιπού εξοπλισμού των.

Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι οι μεταποιητικές κ.λπ. επιχειρήσεις που είναι εγκαταστημένες ή μεταφέρονται ή ιδρύονται στους Νομούς Βοιωτίας, Μαγνησίας, Λάρισας, Κορινθίας (εκτός από το τμήμα που συνορεύει με το Νομό Αττικής και μέχρι τον Ισθμό της Κορίνθου), Αχαΐας, πλην της επαρχίας Καλαβρύτων, Ηρακλείου, στην περιοχή της πόλης της Ρόδου που καθορίζεται από ακτίνα 15 χιλιομέτρων από το Νομαρχιακό κατάστημα της πόλης, στις επαρχίες Λαυρεωτικής και Τροιζηνίας, στο τμήμα του Νομού Θεσσαλονίκης δυτικά του ποταμού Αξιού, στην επαρχία Λαγκαδά και στην πόλη της Χαλκίδας, καθώς και οι ανωτέρω, περιοριστικά αναφερόμενες επιχειρήσεις, έχουν το δικαίωμα για τις επενδύσεις που πραγματοποιούν στις παραπάνω περιφέρειες και εφόσον οι επενδύσεις αυτές είναι από αυτές που προβλέπονται από τις διατάξεις του άρθρου 1 του νόμου που κοινοποιείται, να ενεργήσουν αφορολόγητες εκπτώσεις από τα καθαρά τους κέρδη σε ποσοστό 60% των πραγματοποιουμένων επενδύσεων. Το ποσό των αφορολογήτων εκπτώσεων που πραγματοποιούν κάθε χρόνο, δεν μπορεί να υπερβεί το 60% των καθαρών κερδών.

Περαιτέρω, οι ξενοδοχειακές επιχειρήσεις, επιχειρήσεις ξενώνων, ενοικιαζομένων διαμερισμάτων και κατασκηνωτικών κέντρων που είναι εγκατεστημένες ή μεταφέρονται ή ιδρύονται στα νησιά Κέρκυρα (εκτός από την περιοχή Λευκίμη από το γεφύρι Μεσογγής μέχρι Κάβο καθόλο το τμήμα του νησιού), Μύκονο, Σκιάθο, Αίγινα, Σπέτσες, Ύδρα, στην επαρχία Τροιζηνίας, στις επαρχίες Τεμένους και Πεδιάδας του νομού Ηρακλείου, στην επαρχία Μιραμπέλλου του Νομού Λασιθίου, στην περιοχή της πόλης της Ρόδου με βάθος 10 χιλιόμετρα από το Νομαρχιακό κατάστημα της πόλης και στην πόλη της Χαλκίδας του νομού Εύβοιας, έχουν το δικαίωμα για τις επενδύσεις που πραγματοποιούν στις παραπάνω περιοχές και εφόσον οι πραγματοποιούμενες επενδύσεις είναι από τις αναφερόμενες στο άρθρο 1 του κοινοποιούμενου νόμου, να ενεργούν αφορολόγητες εκπτώσεις από τα καθαρά τους κέρδη σε ποσοστό 40% της αξίας της επένδυσης. Το ποσό των αφορολόγητων εκπτώσεων που θα πραγματοποιούν κάθε χρόνο δεν μπορεί να υπερβεί το 60% των καθαρών κερδών.

Για την καλύτερη κατανόηση, παραθέτουμε τα ακόλουθα παραδείγματα:

Παράδειγμα 1ο

Έστω ότι βιοτεχνική ομόρρυθμη εταιρία που είναι εγκαταστημένη στην περιοχή Β θα πραγματοποιήσει μέσα στη χρήση 1991, νέες παραγωγικές επενδύσεις αξίας 20.000.000 δρχ. και ότι από την εταιρία αυτή θα δηλωθούν με την εμπρόθεσμη αρχική δήλωση αποτελεσμάτων του άρθρου 16α του Ν. 3323/1955 οικον. έτος 1992 καθαρά κέρδη 7.000.000 δρχ. και ότι μέσα στη χρήση 1991 θα έχουν αναληφθεί από τους εταίρους 2.000.000 δρχ. από τα κέρδη αυτά.
Με βάση τα πιο πάνω δεδομένα, η επιχείρηση αυτή δικαιούται στη χρήση 1991 να σχηματίσει αφορολόγητη έκπτωση ως εξής:

Α) Καθαρά Κέρδη δηλωθέντα 7.000.000.
Μείον αναληφθέντα κέρδη 2.000.000.
Υπόλοιπο (μη αναληφθέντα κέρδη χρήσεως 1991) στο οποίο θα υπολογισθεί η αφορολόγητη έκπτωση 5.000.000.

Β) Αξία Επενδύσεων που αναγνωρίζεται για έκπτωση (20.000.000 x 60%) 12.000.000.

Γ) Αφορολόγητο αποθεματικό επενδύσεων Ν. 1892/1990 χρήσεως 1991 (5.000.000 x 60%) 3.000.000. Υπόλοιπο αξίας επενδύσεων χρήσεως 1991 για έκπτωση από τα κέρδη των αμέσως επομένων χρήσεων (12.000.000 - 3.000.000) 9.000.000.

Δ) Κέρδη που θα φορολογηθούν στη χρήση 1991 (7.000.000 - 3.000.000) 4.000.000.

Παράδειγμα 2ο

Έστω ότι ανώνυμη ξενοδοχειακή εταιρία εγκατεστημένη στη Μύκονο η οποία λειτουργεί από το έτος 1980 προβαίνει για πρώτη φορά εντός του έτους 1991 σε επενδύσεις εκσυγχρονισμού που υπάγονται στο άρθρο 1 του Ν. 1892/90 αξίας 80.000.000 δρχ. και ότι από την εταιρία θα δηλωθούν με την αρχική εμπρόθεσμη δήλωση φόρου εισοδήματος οικον. έτους 1992 (χρήσεως 1991) καθαρά κέρδη 35.000.000 δρχ.

Από τα κέρδη αυτά η εταιρία σχημάτισε τακτικό αποθεματικό 2.000.000 δρχ. και μοίρασε μέρισμα 4.000.000 δρχ. και αμοιβές στα μέλη του Δ.Σ. 1.600.000 δρχ.
Με βάση τα δεδομένα αυτά, η επιχείρηση που είναι εγκατεστημένη στη Β περιοχή δικαιούται στο οικον. έτος 1992 να σχηματίσει αφορολόγητη έκπτωση ως εξής:

Α) Καθαρά Κέρδη δηλωθέντα 35.000.000.
Μείον τακτικό αποθεματικό 2.000.000.
Μείον διανεμηθέν μέρισμα 4.000.000.
Μείον αμοιβές μελών Δ.Σ. 1.600.000, 7.600.000.
Υπόλοιπο (μη διανεμόμενα κέρδη χρήσεως 1991) στα οποία θα υπολογισθεί η αφορολόγητη έκπτωση 27.400.000.

Β) Αξία Επενδύσεων που αναγνωρίζεται για έκπτωση (80.000.000 x 40%) 32.000.000.

Γ) Αφορολόγητο αποθεματικό επενδύσεων Ν. 1892/1990 χρήσεως 1991 (27.400.000 x 60%) 16.440.000.
Υπόλοιπο αξίας επενδύσεων χρήσεως 1991 για έκπτωση από τα κέρδη των αμέσως επομένων χρήσεων (32.000.000 - 16.440.000) 15.560.000.

Παράδειγμα 3ο

Έστω ότι ανώνυμη βιομηχανική εταιρία που είναι εγκατεστημένη στην επαρχία Θεσσαλονίκης πριν από την 16-6-1982, θα πραγματοποιήσει μέσα στη χρήση 1992 παραγωγικές επενδύσεις αξίας 17.000.000 δρχ., που υπάγονται στις διατάξεις του άρθρου 1 του Ν. 1892/1990 και ότι από την εταιρία θα δηλωθούν με την αρχική δήλωση φόρου εισοδήματος κατά τη διαχειριστική χρήση 1992 καθαρά κέρδη 12.000.000 δρχ.
Από τα κέρδη αυτά η εταιρία σχημάτισε τακτικό αποθεματικό 600.000 δρχ. και μοίρασε μερίσματα 2.000.000 δρχ. και αμοιβές στα μέλη του διοικητικού συμβουλίου 700.000 δρχ.
Με βάση τα ανωτέρω δεδομένα η επιχείρηση, επειδή είναι εγκατεστημένη στην επαρχία Θεσσαλονίκης πριν από την 16-6-1982, δικαιούται, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 3 του Ν. 1262/82, που εξακολουθούν να ισχύουν, να σχηματίσει κατά το έτος 1992 αφορολόγητη έκπτωση με βάση τα ποσοστά της περιοχής Β, ως ακολούθως:

Α) Καθαρά Κέρδη δηλωθέντα 12.000.000.
Μείον τακτικό αποθεματικό 600.000.
Μείον διανεμηθέν μέρισμα 2.000.000.
Μείον αμοιβές μελών Δ.Σ. 700.000, 3.300.000.
Υπόλοιπο (μη διανεμόμενα κέρδη χρήσεως 1992) στα οποία θα υπολογισθεί η αφορολόγητη έκπτωση 8.700.000.

Β) Αξία επενδύσεων που αναγνωρίζεται για έκπτωση (17.000.000 x 60%) 10.200.000.

Γ) Αφορολόγητο Αποθεματικό επενδύσεων Ν. 1892/1990 χρήσεως 1992 (8.700.000 x 60%) 5.220.000.
Υπόλοιπο αξίας επενδύσεων χρήσεως 1992 για έκπτωση από τα κέρδη των αμέσως επομένων ετών (10.200.000 - 5.220.000) 4.980.000.

ΠΕΡΙΟΧΗ Γ

Οι επιχειρήσεις του άρθρου 2 αυτού του νόμου, με εξαίρεση τις ξενοδοχειακές, τις επιχειρήσεις ξενώνων, ενοικιαζομένων διαμερισμάτων και camping που είναι εγκατεστημένες ή μεταφέρονται ή ιδρύονται στις περιφέρειες της περιοχής Γ και εφόσον πραγματοποιούν παραγωγικές επενδύσεις στην περιοχή αυτή από 1-7-1990 μέχρι 31-12-1994 δικαιούνται να εκπίπτουν από τα καθαρά τους κέρδη με τη μορφή της αφορολόγητης έκπτωσης ποσοστό 75% επί της αξίας των επενδύσεων που θα πραγματοποιήσουν στην περιοχή αυτή.
Το ποσό της αφορολόγητης έκπτωσης που δικαιούνται οι επιχειρήσεις αυτές να εκπίπτουν σε κάθε διαχειριστική χρήση από τα καθαρά τους κέρδη, δε μπορεί σε καμία περίπτωση να υπερβεί το 75% των καθαρών κερδών της χρήσης, όπως αυτά προσδιορίζονται με τις διατάξεις του άρθρου 13 του νόμου που κοινοποιείται.

Τα ανωτέρω ποσοστά ισχύουν επιπλέον για:

α) Τις μεταλλευτικές και λατομικές επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες ή μεταφέρονται ή ιδρύονται στην περιοχή Β΄ και πραγματοποιούν παραγωγικές επενδύσεις στην περιοχή Β΄.

β) Τις επιχειρήσεις του άρθρου 2 που πραγματοποιούν στις περιοχές Α και Β επενδύσεις των περιπτώσεων α, β, γ, δ και ε της παραγρ. 1 του άρθρου 9 του κοινοποιούμενου νόμου, ήτοι επενδύσεις προστασίας περιβάλλοντος, περιορισμού της ρύπανσης του υπεδάφους, εδάφους, υδάτων και της ατμόσφαιρας, αποκατάστασης περιβάλλοντος, ανακύκλωσης ύδατος, αξιοποίησης ανανεώσιμων πηγών ενεργείας, υποκατάστασης υγρών καυσίμων ή ηλεκτρικής ενέργειας με αέρια καύσιμα, επεξεργασμένα απορρίμματα, εξοικονόμησης ενέργειας, ίδρυσης ή επέκτασης εργαστηρίων εφαρμοσμένης βιομηχανικής ή ενεργειακής ή μεταλλευτικής έρευνας, για την παραγωγή προϊόντων και παροχή υπηρεσιών εξαιρετικά προηγμένης τεχνολογίας, επενδύσεις επιχειρήσεων των οποίων η πλειοψηφία των συμφερόντων ανήκει σε άτομα με ειδικές ανάγκες ή αυτών που απασχολούν κατά πλειονότητα άτομα αυτής της κατηγορίας.

γ) Τις επιχειρήσεις της περ. κβ της παρ. 1 του άρθρου 1, ήτοι τα εργαστήρια εφαρμοσμένης βιομηχανικής, ενεργειακής και μεταλλευτικής έρευνας, τις επιχειρήσεις ανάπτυξης τεχνολογιών και λογισμικού (softwars), που πραγματοποιούν επενδύσεις στις περιοχές Α και Β.

δ) Τις επιχειρήσεις της περ. ιθ΄ της παρ. 1 του άρθρου 2, ήτοι εκδοτικές ή εκτυπωτικές επιχειρήσεις ημερήσιου τύπου Αθηνών και Θεσ/νίκης, καθώς και επιχειρήσεις ημερησίων επαρχιακών εφημερίδων, που πραγματοποιούν παραγωγικές επενδύσεις στις περιοχές Α και Β.

ε) Τις επιχ/σεις της περ. κα της παρ. 1 του άρθρου 2 του Ν. 1892/90, ήτοι επιχειρήσεις εκμετάλλευσης λιμένων αναψυχής (μαρίνες), συνεδριακών κέντρων και γηπέδων γκολφ, για τις επενδύσεις των περιπτ. ιε, ιστ και ιζ της παρ. 1 του άρθρου 1 που πραγματοποιούν στις περιοχές Β, Γ και Δ, με εξαίρεση τους Νομούς Θράκης.

στ) Τις ξενοδοχειακές επιχειρήσεις που πραγματοποιούν επενδύσεις των περιπτ. ιε, ιστ και ιζ της παρ. 1 του άρθρου 1 (κατασκευή μαρινών, συνεδριακών κέντρων, γηπέδων γκολφ) σύμφωνα με τους όρους που ορίζονται σε αυτές, στις περιοχές Β, Γ και Δ, με εξαίρεση τους Νομούς Θράκης.

ζ) Τις επιχειρήσεις της περ. ιδ της παρ. 1 του άρθρου 2, ήτοι επιχειρήσεις εκμετάλλευσης ιαματικών πηγών και κέντρων χειμερινού τουρισμού που πραγματοποιούν επενδύσεις στις περιοχές Β, Γ και Δ, με εξαίρεση τους Νομούς Θράκης.

Συνεπώς, οι βιομηχανικές, βιοτεχνικές, χειροτεχνικές κ.λπ. επιχειρήσεις που είναι εγκαταστημένες ή μεταφέρονται ή ιδρύονται στους Νομούς Ημαθίας, Κοζάνης, Καβάλας, Φωκίδας, Τρικάλων, Καρδίτσας, Αιτωλοακαρνανίας, Εύβοιας (πλην της πόλης της Χαλκίδας), `Αρτας, Πρέβεζας, Θεσπρωτίας, Ιωαννίνων, Καστοριάς, Πέλλας, Χαλκιδικής, Κιλκίς, Σερρών, Δράμας, Ηλείας, Μεσσηνίας, Χανίων, Κέρκυρας, Φθιώτιδας, Πιερίας, Αργολίδας, Αρκαδίας, Λακωνίας, Λευκάδας, Κεφαλονιάς, Ζακύνθου, Ευρυτανίας, Γρεβενών, Φλώρινας, Ρεθύμνου, Λασιθίου, Κυκλάδων και στις επαρχίες Κυθήρων και Καλαβρύτων ή σε τμήματα της Επικράτειας που δεν εμπίπτουν στις λοιπές περιοχές (νομούς κ.λπ.), με εξαίρεση τα τμήματα εκείνα που περιλαμβάνονται στις ακριτικές περιοχές των πιο πάνω νομών εκτός της νήσου Κέρκυρας) και τα οποία βρίσκονται σε απόσταση 20 χιλιομέτρων από τα σύνορα ή στους Δήμους και στις Κοινότητες των οποίων τα διοικητικά όρια τέμνονται από τη ζώνη των 20 χιλιομέτρων καθώς και οι ανωτέρω περιοριστικά αναφερόμενες επιχειρήσεις, έχουν το δικαίωμα για επενδύσεις που πραγματοποιούν στην περιοχή Γ να ενεργήσουν αφορολόγητες εκπτώσεις από τα καθαρά τους κέρδη σε ποσοστό 75% των πραγματοποιουμένων επενδύσεων. Το ποσό των αφορολογήτων εκπτώσεων που πραγματοποιούν κάθε χρόνο, δεν μπορεί να υπερβεί το 75% των καθαρών κερδών.

Εξάλλου, οι ξενοδοχειακές επιχειρήσεις, οι επιχειρήσεις ξενώνων, ενοικιαζομένων διαμερισμάτων και κατασκηνωτικών κέντρων (ΚΑΜΠΙΝΓ), που είναι εγκατεστημένες (ή μεταφέρονται) ή ιδρύονται στους Νομούς Βοιωτίας, Ρεθύμνου, Λασιθίου, `Αρτας, Τρικάλων, Κοζάνης, Ημαθίας, Ηλείας, Λακωνίας, Μεσσηνίας, Πρέβεζας, Αιτωλοακαρνανίας, Μαγνησίας (εκτός από τη νήσο Σκιάθο), Λάρισας, Φθιώτιδας, Φωκίδας, Εύβοιας (εκτός από την πόλη της Χαλκίδας), Κορινθίας, Αργολίδας, Αχαΐας, Πιερίας, Χαλκιδικής, Καβάλας, Αρκαδίας, Ευρυτανίας, Καρδίτσας και Γρεβενών, στο υπόλοιπο του Νομού Κερκύρας, στους Νομούς Λευκάδας, Κεφαλονιάς, Ζακύνθου, στις Κυκλάδες (εκτός από τη Μύκονο), στο υπόλοιπο της Κρήτης και στην Επαρχία Κυθήρων, έχουν το δικαίωμα για επενδύσεις που πραγματοποιούν στην περιοχή αυτή, όπου είναι εγκαταστημένες ή μεταφέρονται ή ιδρύονται δηλαδή στην περιοχή Γ΄ και εφόσον οι επενδύσεις αυτές είναι από αυτές που προβλέπονται από τις διατάξεις του άρθρου 1 του νόμου αυτού, να ενεργήσουν αφορολόγητες εκπτώσεις από τα καθαρά τους κέρδη σε ποσοστό 55%, των πραγματοποιουμένων επενδύσεων. Το ποσό των αφορολόγητων εκπτώσεων που πραγματοποιούν κάθε χρόνο, δε μπορεί να υπερβεί το 75% των καθαρών κερδών.

Για καλύτερη κατανόηση των ανωτέρω, παραθέτουμε τα ακόλουθα παραδείγματα:

Παράδειγμα 1ο

Έστω ότι μεταλλευτική ανώνυμη εταιρία που είναι εγκατεστημένη στο Νομό Φωκίδας (Γ΄ περιοχή) θα πραγματοποιήσει μέσα στη χρήση 1991 νέες παραγωγικές επενδύσεις αξίας 50.000.000 δρχ. και ότι από την εταιρία θα δηλωθούν με την αρχική εμπρόθεσμη δήλωση φορολογίας εισοδήματος οικον. έτους 1992 (χρήσεως 1991) καθαρά κέρδη 22.000.000 δρχ. Από τα κέρδη αυτά η εταιρία σχημάτισε τακτικό αποθεματικό 1.100.000 δρχ. και μοίρασε μέρισμα 6.000.000 δρχ. και αμοιβές στα μέλη του Δ.Σ. 1.500.000 δρχ.
Με βάση τα δεδομένα αυτά, η επιχείρηση δικαιούται στο έτος 1990 να σχηματίσει αφορολόγητη έκπτωση ως εξής:

Α) Καθαρά Κέρδη δηλωθέντα 22.000.000.
Μείον τακτικό αποθεματικό 1.100.000.
Μείον διανεμηθέν μέρισμα 6.000.000.
Μείον αμοιβές μελών Δ.Σ. 1.500.000. Σύνολο 8.600.000.
Υπόλοιπο (μη διανεμόμενα κέρδη χρήσης 1991) στα οποία και θα υπολογισθεί η αφορολ. έκπτωση 13.400.000.

Β) Αξία επενδύσεων που αναγνωρίζεται για έκπτωση (50.000.000 x 75%) 37.500.000.

Γ) Αφορολόγητο αποθεματικό επενδύσεων Ν. 1892/90 χρήσης 1991 (13.400.000 x 75%) 10.050.000) Υπόλοιπο αξίας επενδύσεων χρήσης 1991 για έκπτωση από τα κέρδη των αμέσως επόμενων χρήσεων (37.500.000 - 10.500.000), 27.450.000.

Παράδειγμα 2ο

Έστω ότι ανώνυμη ξενοδοχειακή εταιρία εγκατεστημένη στο Ρέθυμνο Κρήτης προβαίνει μετά την 1η Ιουλίου 1990 σε επενδύσεις για την επέκταση, κατά 100 κλίνες, του ξενοδοχείου της και την κατασκευή γκολφ, οι οποίες ολοκληρώθηκαν εντός του έτους 1991.

Η επένδυση της επέκτασης ανήλθε σε 400.000.000 δρχ., ενώ του γκολφ σε 100.000.000 δρχ. και από την εταιρία θα δηλωθούν με την αρχική εμπρόθεσμη δήλωση φορολογ. εισοδήματος οικον. έτους 1992 (χρήσεως 1991) καθαρά κέρδη 60.000.000 δρχ.
Από τα κέρδη αυτά η εταιρία σχημάτισε τακτικό αποθεματικό 2.000.000 δρχ. και μοίρασε μέρισμα 8.000.000 δρχ. και αμοιβές στα μέλη του Δ.Σ. 2.400.000 δρχ.
Με βάση τα δεδομένα αυτά, η επιχείρηση δικαιούται στο έτος 1991 να σχηματίσει αφορολόγητη έκπτωση ως εξής:

Α) Καθαρά Κέρδη δηλωθέντα 60.000.000.
Μείον τακτικό αποθεματικό 2.000.000.
Μείον διανεμηθέν μέρισμα 8.000.000.
Μείον αμοιβές μελών Δ.Σ. 1.500.000, Σύνολο 11.500.000.
Υπόλοιπο (μη διανεμόμενα κέρδη χρήσεως 1991) στα οποία θα υπολογισθεί αφορολόγητη έκπτωση 48.500.000.

Β) Αξία επενδύσεων που υπολογίζεται για έκπτωση.
αα) Επέκτασης του ξενοδοχείου 400.000.000 x 55% = 220.000.000.
ββ) Κατασκευή γηπέδου γκολφ 100.000.000 x 75% = 75.000.000, 295.000.000 δρχ.

Γ) Αφορολόγητο αποθεματικό επενδύσεων Ν. 1892/1990 χρήσεως 1991 (48.500.000 x 75%) δρχ. 36.375.000.

Δ) Υπόλοιπο αξίας επενδύσεων χρήσεως 1991 για έκπτωση από τα κέρδη των αμέσως επόμενων χρήσεων
(295.000.000 - 36.375.000) δρχ. 258.625.000.

Επειδή η επένδυση της επέκτασης του ξενοδοχείου έγινε στην περιοχή Γ της παρ. 2 του άρθρου 3 του Ν. 1262/1982, η επιχείρηση δικαιούται, σύμφωνα με την περίπτωση β της παραγρ. 2 του άρθρου 12 του Ν. 1892/1990 να σχηματίσει αφορολόγητη έκπτωση η οποία ανέρχεται σε ποσοστό 55% επί της αξίας της επένδυσης ήτοι 220.000.000 δρχ.

Περαιτέρω, επειδή η ξενοδοχειακή αυτή επιχείρηση προέβη στην κατασκευή γηπέδου γκολφ σε περιοχή εκτός της Α δικαιούται, βάσει των διατάξεων της παρ. 5 του άρθρου 12 του ευεργετήματος των αφορολογήτων εκπτώσεων που προβλέπονται για την περιοχή Γ της περ. α της παρ. 2 του ίδιου άρθρου, ήτοι αφορολόγητη έκπτωση 75.000.000 δρχ. επί της αξίας της επένδυσης (100.000.000 x 75%).
Επομένως, η επιχείρηση αυτή δικαιούται να σχηματίσει από τα κέρδη (48.500.000 δρχ.) της χρήσεως 1991 αφορολ. έκπτωση του Ν. 1892/1990 η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει το 75% των κερδών, ήτοι 48.500.000 x 75%= 36.375.000 δρχ.

ΠΕΡΙΟΧΗ Δ΄
α) Οι βιομηχανικές, βιοτεχνικές, χειροτεχνικές κ.λπ. επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες ή μεταφέρονται ή ιδρύονται στους Νομούς Λέσβου, Χίου, Σάμου, Δωδεκανήσου πλην της περιοχής της πόλης Ρόδου, η οποία καθορίζεται σε ακτίνα 15 χιλιομέτρων από το Νομαρχιακό κατάστημα της πόλης, στις ακριτικές περιοχές των διαφόρων νομών (εκτός από τη νήσο Κέρκυρα και τους νομούς Ροδόπης, Ξάνθης, Έβρου) σε απόσταση 20 χιλιομέτρων από τα σύνορα, καθώς και στους Δήμους ή Κοινότητες των οποίων διοικητικά όρια τέμνονται από τη ζώνη των 20 χιλιομέτρων, με εξαίρεση τους Δήμους ή Κοινότητες των Νομών Ροδόπης, Ξάνθης, Έβρου, έχουν το δικαίωμα για τις επενδύσεις που πραγματοποιούν στην περιοχή αυτή, να ενεργήσουν αφορολόγητες εκπτώσεις από τα καθαρά τους κέρδη σε ποσοστό 90% των πραγματοποιουμένων επενδύσεων.
Το ποσό των αφορολογήτων εκπτώσεων που πραγματοποιούν κάθε χρόνο, δεν μπορεί να υπερβεί το 90% των καθαρών κερδών.

Τα ανωτέρω ποσοστά ισχύουν επιπλέον για:

α) Τις επιχειρήσεις του άρθρου 2 που πραγματοποιούν στην περιοχή Γ επενδύσεις των περιπτ. α, β, γ, δ και ε της παραγρ. 1 του άρθρου 9 του Ν. 1892/90, ήτοι επενδύσεις για την προστασία περιβάλλοντος, περιορισμού της ρύπανσης του υπεδάφους, εδάφους, υδάτων, ατμόσφαιρας, αποκατάστασης περιβάλλοντος, ανακύκλωσης ύδατος, αξιοποίησης ανανεώσιμων πηγών ενεργείας, υποκατάστασης υγρών καυσίμων ή ηλεκτρικής ενέργειας με αέρια καύσιμα, επεξεργασμένα απορρίμματα, εξοικονόμησης ενέργειας, ίδρυσης ή επέκτασης εργαστηρίων εφαρμοσμένης βιομηχανικής ή ενεργειακής ή μεταλλευτικής έρευνας κ.λπ.

β) Οι ξενοδοχειακές επιχειρήσεις, οι επιχειρήσεις ξενώνων, ενοικιαζόμενων διαμερισμάτων και κατασκηνωτικών κέντρων (camping) που είναι εγκατεστημένες ή μεταφέρονται ή ιδρύονται στους Νομούς Θεσπρωτίας, Ιωαννίνων, Καστοριάς, Φλώρινας, Πέλλας, Κιλκίς, Σερρών, Δράμας, Λέσβου, Χίου, Σάμου και Δωδεκανήσου (εκτός από την πόλη της Ρόδου με βάθος 10 χιλιόμετρα από το Νομαρχιακό κατάστημα της πόλης), έχουν το δικαίωμα για τις επενδύσεις που πραγματοποιούν στην περιοχή αυτή και εφόσον οι επενδύσεις αυτές είναι από τις προβλεπόμενες από τις διατάξεις του άρθρου 1, να ενεργήσουν αφορολόγητες εκπτώσεις από τα καθαρά τους κέρδη σε ποσοστό 70% των πραγματοποιουμένων επενδύσεων. Το ποσόν των αφορολογήτων εκπτώσεων που πραγματοποιούν κάθε χρόνο, δεν μπορεί να υπερβεί το 90% των καθαρών κερδών.

Τα ποσοστά αυτά δικαιούνται και οι ξενοδοχειακές επιχειρήσεις που πραγματοποιούν επενδύσεις ίδρυσης ή επέκτασης ξενοδοχειακών μονάδων ΑΑ και Α τάξης ή μονάδων εξυπηρέτησης θεραπευτικού ή αθλητικού ή χειμερινού τουρισμού στις περιοχές Β και Γ. Για την καλύτερη κατανόηση των ανωτέρω, παραθέτουμε τα ακόλουθα παραδείγματα:

Παράδειγμα 1ο

Έστω ότι ανώνυμη μεταλλευτική εταιρία που είναι εγκατεστημένη στο Νομό Σάμου (Δ περιοχή), θα πραγματοποιήσει στην περιοχή αυτή μέσα στη χρήση 1991 νέες παραγωγικές επενδύσεις αξίας 30.000.000 δρχ. και ότι από την εταιρία θα δηλωθούν με την αρχική δήλωση φόρου εισοδήματος καθαρά κέρδη της χρήσεως 1991 (οικονομικού έτους 1992) 12.000.000 δρχ.

Από τα κέρδη αυτά η εταιρία σχημάτισε τακτικό αποθεματικό 800.000 δρχ. και μοίρασε πρώτο και πρόσθετο μέρισμα ποσό 3.500.000 δρχ.
Με βάση τα ανωτέρω, η επιχείρηση αυτή, δικαιούται να σχηματίσει αφορολόγητη έκπτωση ως εξής:

Α) Καθαρά κέρδη δηλωθέντα 12.000.000 δρχ.
Μείον τακτικό αποθεματικό δρχ. 800.000
Μείον διανεμηθέν μέρισμα δρχ. 3.500.000, Σύνολο 4.300.000.
Υπόλοιπο κερδών χρήσεως 1991 στα οποία και θα υπολογισθεί η αφορολόγητη έκπτωση 7.700.000.

Β) Αξία επενδύσεων που αναγνωρίζεται για έκπτωση (30.000.000 x 90%) 27.000.000.

Γ) Αφορολόγητο αποθεματικό Ν. 1892/1990 χρήσεως 1991 (7.700.000 x 90%) 6.930.000.
Υπόλοιπο αξίας επενδύσεων χρήσεως 1991 για έκπτωση από τα κέρδη των αμέσως επομένων χρήσεων (27.000.000 - 6.930.000) 20.070.000.

Παράδειγμα 2ο

Έστω ότι ανώνυμη ξενοδοχειακή εταιρία εγκατεστημένη στην Αθήνα προβαίνει μετά την 1η Ιουλίου 1990 στην ανέγερση νέου ξενοδοχείου ΑΑ τάξεως στη νήσο Σκιάθο, η οποία ολοκληρώθηκε εντός του έτους 1992 και το κόστος της ανήλθε στο ποσό των 2.000.000.000 δρχ. Έστω δε ότι από την εταιρία θα δηλωθούν με την αρχική δήλωση φόρου εισοδήματος οικον. έτους 1993 (χρήσεως 1992) καθαρά κέρδη 80.000.000 δρχ.). Από τα κέρδη αυτά η εταιρία σχημάτισε τακτικό αποθεματικό 4.000.000 δρχ. και μοίρασε στους μετόχους μερίσματα 6.000.000 δρχ. και στο εργατοϋπαλληλικό προσωπικό της 1.400.000 δρχ.
Με βάση τα ανωτέρω δεδομένα, η επιχείρηση δικαιούται να σχηματίσει αφορολόγητη έκπτωση ως εξής:

Α) Καθαρά Κέρδη δηλωθέντα 80.000.000.
Μείον τακτικό αποθεματικό δρχ. 4.000.000.
Μείον διανεμηθέν μέρισμα δρχ. 6.000.000.
Μείον διανεμηθέντα κέρδη στο εργατοϋπαλ. προσωπικό δρχ. 1.400.000, Σύνολο 11.400.000 υπόλοιπο 68.600.000.

Β) Αξία επενδύσεων που αναγνωρίζεται για έκπτωση (2.000.000.000 x 70%) 1.400.000.000.

Γ) Αφορολόγητη έκπτωση Ν. 1892/1990 χρήσεως 1992 (68.600.000 x 90%) 61.740.000.
Υπόλοιπο αξίας επενδύσεων χρήσεως 1992 για έκπτωση από τα κέρδη των αμέσως επομένων χρήσεων (1.400.000.000 - 61.740.000) 1.338.260.000.

Η επιχείρηση παρά το γεγονός ότι ανήγειρε το ξενοδοχείο στην περιοχή Β της παρ. 2 του άρθρου 3 του Ν. 1262/1982, δικαιούται, με βάση το τελευταίο εδάφιο της παραγρ. 5 του άρθρου 12 το ευεργέτημα των αφορολογήτων εκπτώσεων της περιοχής Δ της περ. β της παραγρ. 2 του άρθρου 12, επειδή το ανεγερθέν ξενοδοχείο ήταν ΑΑ τάξεως.
Θράκη

Οι βιομηχανικές, βιοτεχνικές, μεταλλευτικές, ξενοδοχειακές κλπ επιχειρήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 2 του Ν. 1892/90 που είναι εγκατεστημένες ή μεταφέρονται ή ιδρύονται στους Νομούς Ξάνθης, Ροδόπης και Έβρου έχουν το δικαίωμα για τις επενδύσεις που πραγματοποιούν στους συγκεκριμένους αυτούς νομούς και εφόσον οι επενδύσεις είναι από τις προβλεπόμενες του άρθρου 1, να ενεργήσουν αφορολόγητες εκπτώσεις από τα καθαρά τους κέρδη σε ποσοστό 100% των πραγματοποιουμένων επενδύσεων. Το ποσό των αφορολογήτων εκπτώσεων που πραγματοποιούν κάθε χρόνο φθάνει το 100% των καθαρών κερδών.

Παράδειγμα

Έστω ότι ανώνυμη βιομηχανική εταιρία εγκατεστημένη στο Βόλο, προβαίνει εντός του έτους 1991 στην ανέγερση δεύτερου εργοστασίου στο Διδυμότειχο, αξίας 800.000.000 δρχ. του οποίου η κατασκευή θα ολοκληρωθεί μέσα στο 1992 και έστω ότι από την εταιρία θα δηλωθούν με την αρχική δήλωση φόρου εισοδήματος οικον. έτους 1993 (χρήσεως 1992) καθαρά κέρδη 140.000.000 δρχ. Από τα κέρδη αυτά η εταιρία σχημάτισε τακτικό αποθεματικό 5.500.000 και διένειμε μερίσματα 12.000.000 δρχ., αμοιβές στα μέλη του Δ.Σ. 3.000.000 δρχ. και κέρδη στο εργατοϋπαλληλικό προσωπικό 2.000.000 δρχ. σε μετρητά.
Με βάση τα ανωτέρω δεδομένα, η επιχείρηση δικαιούται να σχηματίσει αφορολόγητη έκπτωση ως εξής:

Α) Καθαρά κέρδη δηλωθέντα 140.000.000 δρχ.
Μείον τακτικό αποθεματικό δρχ. 5.500.000 δρχ.
Μείον διανεμηθέν μέρισμα δρχ. 12.000.000.
Μείον αμοιβές μελών Δ.Σ. δρχ. 3.000.000.
Μείον Διανεμηθέντα κέρδη στο εργατοϋπαλ. προσωπικό δρχ. 2.000.000, Σύνολο 22.500.00 δρχ.
Υπόλοιπο κερδών χρήσεως 1992 στα οποία και θα υπολογισθεί η αφορολόγητη έκπτωση 117.500.000 δρχ.

Β) Αξία επενδύσεων που αναγνωρίζεται για έκπτωση 800.000.000 δρχ.

Γ) Αφορολόγητη έκπτωση Ν. 1892/90 χρήσεως 1992 (117.500.000 x 100%), 117.500.000 δρχ.
Υπόλοιπο αξίας επένδυσης χρήσεως 1992 για έκπτωση από τα κέρδη των αμέσως επομένων χρήσεων (800.000.000 - 117.500.000), 682.500.000 δρχ.
Υπολογισμός αφορολόγητης έκπτωσης από τα κέρδη οικ. έτους 1991 και επομένων χρήσεων

Επειδή τα προβλεπόμενα από τις διατάξεις του άρθρου αυτού ποσοστά ετησίων κερδών, μέχρι τα οποία μπορεί να φθάσει η αφορολόγητη έκπτωση, συμπίπτουν με τα προβλεπόμενα από τις διατάξεις του Ν. 1262/1982 ποσοστά και περαιτέρω, οι διατάξεις του Ν. 1892/1990 αποτελούν ουσιαστικά βελτιωμένη επαναδιατύπωση των διατάξεων του προίσχύσαντος αναπτυξιακού νόμου, προκύπτει ότι, οι αναφερόμενες στο άρθρο 2 του Ν. 1892/1990 επιχειρήσεις δικαιούνται, για τις πραγματοποιηθείσες εντός του έτους 1990, παραγωγικές επενδύσεις του άρθρου 1 του Ν. 1262/82 (μέχρι 30 Ιουνίου) και του άρθρου 1 του Ν. 1892/1990 (από 1.7.90 μέχρι 31.12.90) να σχηματίσουν από τα κέρδη του ισολογισμού της 31ης Δεκεμβρίου 1990, αφορολόγητες εκπτώσεις το συνολικό ύψος των οποίων δεν μπορεί να υπερβαίνει το προβλεπόμενο από τις διατάξεις του άρθρου αυτού ποσοστό. Επισημαίνεται ότι οι επιχειρήσεις αυτές θα τύχουν, για τις πιο πάνω επενδύσεις, των ποσοστών αφορολόγητης έκπτωσης επί της αξίας αυτών που προβλέπονται αντίστοιχα από το Ν. 1262/82 και Ν. 1892/90, αντίστοιχα.

Για την καλύτερη κατανόηση των ανωτέρω παραθέτουμε το ακόλουθο παράδειγμα.

Έστω ότι ανώνυμη βιομηχανική εταιρία που είναι εγκατεστημένη στην περιοχή Β αγόρασε και εγκατέστησε το μήνα Απρίλιο του έτους 1990 καινούργια μηχανήματά αξίας 100.000.000 δρχ., ενώ το μήνα Οκτώβριο ένα σύστημα ηλεκτρονικού υπολογισμού αξίας 60.000.000 δρχ. και ότι από την εταιρία δηλώθηκαν με την αρχική δήλωση φόρου εισοδήματος καθαρά κέρδη της διαχειριστικής χρήσεως 1.1.90 - 31.12.90 (οικον. έτους 1991) 150.000.000 δρχ. Από τα κέρδη αυτά η εταιρία σχημάτισε τακτικό αποθεματικό 10.000.000 δρχ. και μοίρασε μερίσματα 42.000.000 δρχ. και αμοιβές στα μέλη του Δ.Σ. 8.000.000 δρχ.
Με βάση τα ανωτέρω, η επιχείρηση αυτή δικαιούται να σχηματίσει αφορολόγητες εκπτώσεις του Ν. 1262/82 και Ν. 1892/90, καθόσον πραγματοποίησε παραγωγικές επενδύσεις και με τους δύο αναπτυξιακούς νόμους, ως εξής:

Α) Καθαρά κέρδη δηλωθέντα 150.000.000 δρχ.
Μείον τακτικό αποθεματικό δρχ. 10.000.000.
Μερίσματα δρχ. 42.000.000.
Αμοιβές μελών Δ.Σ. 8.000.000, Σύνολο 60.000.000 δρχ.
Υπόλοιπο 90.000.000 δρχ.

Β) Αξία επενδύσεων Ν. 1262/82 που αναγνωρίζεται για έκπτωση (100.000.000 x 40%) 40.000.000 δρχ.

Γ)Αξία επενδύσεων Ν. 1892/90 που αναγνωρίζεται για έκπτωση (60.000.000 x 60%) 36.000.000.

Δ) Συνολικό ύψος αφορολόγητων εκπτώσεων Ν. 1262/82 και Ν. 1892/90 χρήσεως 1990 (90.000.000 x 60%) 54.000.000 δρχ. ως εξής:
α) Αφορολόγητη έκπτωση Ν. 1262/1982, 40.000.000 δρχ.
β) Αφορολόγητη έκπτωση Ν. 1892/1990 χρήσεως 1990 (54.000.000 - 40.000.000), 14.000.000 δρχ.

Υπόλοιπο αξίας επενδύσεων Ν. 1892/1990 χρήσεως 1990 για έκπτωση από τα κέρδη των αμέσως επόμενων χρήσεων (36.000.000 - 14.000.000), 22.000.000 δρχ.

Διευκρινίζεται ότι ο ανωτέρω τρόπος υπολογισμού της αφορολόγητης έκπτωσης από τα κέρδη της χρήσης 1990 εφαρμόζεται μετά την ισχύ του Ν. 1892/1990 και στα κέρδη των επομένων χρήσεων, στις περιπτώσεις που υπάρχει ακάλυπτη αξία επενδύσεων του Ν. 1262/1982 και συγχρόνως η επιχείρηση πραγματοποιεί από 1.7.1990 και μετά νέες παραγωγικές επενδύσεις που υπάγονται στο Ν. 1892/1990.

Άρθρο 13

Προϋποθέσεις πραγματοποίησης αφορολόγητων εκπτώσεων

Με τις διατάξεις του άρθρου αυτού ορίζονται οι προϋποθέσεις για τη δημιουργία των αφορολογήτων εκπτώσεων που προβλέπει το προηγούμενο άρθρο.

Ειδικότερα:

1. Υπολογισμός της αφορολόγητης έκπτωσης επί των καθαρών κερδών που δηλώνονται με την αρχική δήλωση φόρου εισοδήματος

Με ρητή διάταξη της περιπτ. α΄ της παραγρ. 1 του άρθρου 13 του Ν. 1892/90, οι αφορολόγητες εκπτώσεις επενδύσεων ενεργούνται μόνο στα καθαρά κέρδη που δηλώθηκαν από την επιχείρηση με την αρχική δήλωση φόρου εισοδήματος και τα οποία, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, προέρχονται από τις δραστηριότητες της επιχείρησης που υπάγονται στο νόμο, μετά την αφαίρεση από αυτά των κρατήσεων για σχηματισμό τακτικού αποθεματικού και των ποσών που πράγματι διανέμονται από την ανώνυμη εταιρία ή το συνεταιρισμό, καθώς και των ποσών των απολήψεων στις περιπτώσεις ατομικών επιχειρήσεων, προσωπικών εταιριών ή εταιριών περιορισμένης ευθύνης.

Από τις πιο πάνω διατάξεις προκύπτει ότι για τον υπολογισμό της αφορολόγητης έκπτωσης θα λαμβάνονται μόνο τα κέρδη που δηλώνονται από τις επιχειρήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 2 του νόμου αυτού, με την αρχική τους δήλωση (δήλωση φυσικού προσώπου προκειμένου για ατομική επιχείρηση, δήλωση του άρθρου 16α του Ν. 3323/1955 προκειμένου για προσωπικές εταιρίες και εταιρίες περιορισμένης ευθύνης και δήλωση νομικού προσώπου για τις ανώνυμες εταιρίες και συνεταιρισμούς), μετά την αφαίρεση των κρατήσεων για το σχηματισμό τακτικού αποθεματικού και των κερδών της χρήσης που πράγματι διανέμονται από την ανώνυμη εταιρία ή το συνεταιρισμό, καθώς και των απολήψεων στις περιπτώσεις ατομικών επιχειρήσεων, προσωπικών εταιριών ή εταιριών περιορισμένης ευθύνης και σε καμία περίπτωση δεν θα λαμβάνονται για τον υπολογισμό της αφορολόγητης έκπτωσης στα κέρδη, που δηλώνονται με συμπληρωματική δήλωση ή τα κέρδη που προσδιορίζονται οριστικά με βάση συμβιβασμό, απόφαση διοικητικού δικαστηρίου κλπ.

Τονίζεται ότι οι αφορολόγητες εκπτώσεις θα υπολογισθούν και στις λογιστικές διαφορές που δηλώνονται με την αρχική δήλωση φόρου εισοδήματος του φυσικού ή νομικού προσώπου, αλλά σε καμία περίπτωση, δε θα υπολογισθεί η αφορολόγητη έκπτωση και στις λογιστικές διαφορές που δηλώνονται με συμπληρωματική δήλωση ή στις λογιστικές διαφορές που διαπιστώνονται από το φορολογικό έλεγχο και προσδιορίζονται οριστικά βάση συμβιβασμού, απόφασης διοικητικού δικαστηρίου κ.λπ.

Προκειμένου για ανώνυμες εταιρίες, η αφορολόγητη έκπτωση θα υπολογισθεί στα δηλούμενα με την αρχική δήλωση φόρου εισοδήματος καθαρά κέρδη, δηλαδή στα καθαρά κέρδη που προκύπτουν από τον ισολογισμό της επιχείρησης και στις λογιστικές διαφορές που δηλώνονται από την επιχείρηση με την αρχική της δήλωση, μετά την αφαίρεση των κρατήσεων για σχηματισμό τακτικού αποθεματικού και των κερδών που πράγματι διανέμονται από την εταιρία είτε με την μορφή μερίσματος στους μετόχους (υποχρεωτικό μέρισμα, πρόσθετο μέρισμα), είτε με μορφή ποσοστών και αμοιβών στα μέλη του διοικητικού συμβουλίου και εκτός μισθού αμοιβές και ποσοστά στους διευθυντές και διαχειριστές της ανώνυμης εταιρίας, είτε με μορφή αμοιβών στους εργαζόμενους.

Διευκρινίζεται ότι, από τα κέρδη κάθε διαχειριστικής χρήσης, προκειμένου να υπολογισθούν οι προβλεπόμενες από το άρθρο 12 του νόμου αυτού αφορολόγητες εκπτώσεις, θα αφαιρούνται πριν από κάθε άλλη έκπτωση οι συμψηφιζόμενες, με βάση τις κείμενες διατάξεις, ζημιές παρελθουσών χρήσεων.

Τα πιο πάνω σχετικά με το συμψηφισμό των ζημιών δεν έχουν εφαρμογή προκειμένου για προσωπικές εταιρίες και εταιρίες περιορισμένης ευθύνης, γιατί όπως έχει γίνει δεκτό από τη διοικητική (Υπουργ. Οικον. Δ 2880/Εγκ. 27/3.5.1977) και δικαστηριακή νομολογία (Αποφ. Σ.τ.Ε. 201/1976), δικαίωμα μεταφοράς των ζημιών έχουν τα μέλη των εταιριών αυτών και όχι το νομικό πρόσωπο της εταιρίας. Επομένως, στην περίπτωση που οι εταιρίες αυτές έχουν πραγματοποιήσει παραγωγικές επενδύσεις και δικαιούνται για τα ποσά αυτά των επενδύσεων, τις αφορολόγητες εκπτώσεις που προβλέπονται από τις διατάξεις του άρθρου 12 του νόμου αυτού, θα υπολογίζουν τις εκπτώσεις αυτές επί του ποσού των κερδών που δηλώνονται σε κάθε διαχειριστική χρήση μετά την αφαίρεση των τυχόν απολήψεων των εταιριών, χωρίς να αφαιρούν από αυτά τις ζημιές των προηγουμένων ετών.

Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου αυτού, οι αφορολόγητες εκπτώσεις θα υπολογίζονται στα καθαρά κέρδη που προέρχονται από δραστηριότητες της επιχείρησης που υπάγονται στο Ν. 1892/1990 και ανεξάρτητα από την περιοχή στην οποία ασκούνται, ενώ, με βάση τις διατάξεις του προίσχύσαντος αναπτυξιακού νόμου (Ν. 1262/1982), οι αφορολόγητες εκπτώσεις υπολογίζονται μόνο στα καθαρά κέρδη της περιοχής στην οποία επραγματοποιείτο η παραγωγική επένδυση.

Επομένως, αν, για παράδειγμα, ξενοδοχειακή ανώνυμη εταιρία είναι εγκατεστημένη στην Αθήνα (περιοχή Α) και ανεγείρει δεύτερο ξενοδοχείο στη Λευκάδα (περιοχή Γ) δικαιούνται να σχηματίσει αφορολόγητες εκπτώσεις από τα συνολικά της κέρδη, (ξενοδοχείου Αθηνών και Λευκάδας) και όχι μόνο από τα κέρδη της πραγματοποιηθείσας επένδυσης, δηλαδή από τα κέρδη του κατασκευασθέντoς στη Λευκάδα ξενοδοχείου.

Περαιτέρω, αν ανώνυμη μεταλλευτική εταιρία εγκατεστημένη στην Καβάλα (περιοχή Γ) κατασκευάσει εργοστάσιο στην Ξάνθη (περιοχή Θράκης) θα σχηματίσει αφορολόγητες εκπτώσεις από τα συνολικά της κέρδη, καθόσον και τα κέρδη του λατομείου της στην Καβάλα προέρχονται από δραστηριότητα υπαγόμενη στο Ν. 1892/1990, χωρίς να επηρεάζει το γεγονός ότι το λατομείο και το εργοστάσιο βρίσκονται σε διαφορετική περιοχή.
Επί ξενοδοχειακών επιχειρήσεων οι αφορολόγητες εκπτώσεις θα υπολογίζονται στα συνολικά καθαρά κέρδη που προέρχονται από την εκμετάλλευση του ξενοδοχείου (διανυκτερεύσεις πελατών, κυλικείου και εστιατορίου), μετά την αφαίρεση των κρατήσεων και των απολήψεων που προβλέπει ο νόμος.

Όσον αφορά τις τεχνικές εταιρίες, οι οποίες, όπως προαναφέρθηκε, δικαιούνται των κινήτρων της περιοχής Β για τις πραγματοποιούμενες επενδύσεις εκσυγχρονισμού και αντικατάστασης των μηχανημάτων τους, οι αφορολόγητες εκπτώσεις θα υπολογίζονται στα προσδιοριζόμενα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 36α του Ν.Δ. 3323/1955, τεκμαρτά κέρδη.

Σε περίπτωση που η τεχνική εταιρία λειτουργεί με τη μορφή της ανώνυμης εταιρίας και παράλληλα διανέμει μέρος των κερδών της, η αφορολόγητη έκπτωση θα υπολογίζεται στα προκύπτοντα με βάση τις διατάξεις της παρ. 6 του άρθρου 15 του Ν.Δ. 3843/1958, τεκμαρτά κέρδη που φορολογούνται στο όνομα του νομικού προσώπου αυτής.

Παράδειγμα

Έστω ότι ανώνυμη τεχνική εταιρία εγκατεστημένη στην Αθήνα, προβαίνει μέσα στο έτος 1991 στην αγορά καινούργιων μηχανημάτων αξίας 100.000.000 δρχ. Κατά την ίδια διαχειριστική περίοδο, πραγματοποίησε καθαρά κέρδη, βάσει βιβλίων 80.000.000 δρχ. ενώ τα τεκμαρτά κέρδη βάσει του άρθρου 36α του Ν.Δ. 3323/1955 είναι 50.000.000 δρχ. και διένειμε μερίσματα στους μετόχους 15.000.000 δρχ. και αμοιβές στα μέλη του Δ.Σ. 3.000.000 δρχ.

Με βάση τα δεδομένα αυτά, η εταιρία αυτή δικαιούται στο έτος 1991 να σχηματίσει αφορολόγητη έκπτωση ως εξής:
Α) Διανεμόμενα κέρδη:
α. Μερίσματα δρχ. 15.000.000.
β. Αμοιβές μελών Δ.Σ. δρχ. 3.000.000, Σύνολο 18.000.000 δρχ.

Β) Αναλογία διανεμομένων κερδών που αντιστοιχών στα τεκμαρτά κέρδη 13.000.000 Χ 50.000.000 / 80.000.000 = 11.250.000 δρχ.

Γ) Φορολογητέα κέρδη στο όνομα του νομικού προσώπου 50.000.000 τεκμαρτά καθαρά κέρδη - 11.250.000 διανεμόμενα = 38.750.000 δρχ.

Δ) Αξία Επενδύσεων που αναγνωρίζεται για έκπτωση (100.000.000 Χ 60%) = 60.000.000 δρχ.

Ε) Αφορολόγητο αποθεματικό επενδύσεων Ν. 1892/1990 (38.750.000 Χ 60%) = 23.250.000 δρχ.
Υπόλοιπο αξίας επενδύσεων χρήσεως 1991 για έκπτωση από τα κέρδη των αμέσως επομένων χρήσεων (60.000.000 - 23.250.000)= 36.750.000 δρχ.

Διευκρινίζεται ότι σε περίπτωση κατά την οποία η επιχείρηση δικαιούται, κατά την αυτή διαχειριστική περίοδο, να ενεργήσει αφορολόγητες εκπτώσεις με βάση: α) το Ν.Δ. 4002/1959 για επενδύσεις που πραγματοποιήθηκαν μέχρι 31.12.1970 και οι οποίες δεν έχουν καλυφθεί ακόμη, β) το Ν. 1116/1981 για τις δαπάνες επενδύσεων που έγιναν μέχρι 16.6.1982 και οι οποίες δεν έχουν καλυφθεί ακόμη (δικαίωμα σχηματισμού αφορολόγητης έκπτωσης μέχρι 31.12.1990), γ) το Ν. 1262/1982 για τις δαπάνες επενδύσεων που έγιναν μέχρι και 30.6.1990, θα εκπίπτονται πρώτα οι αφορολόγητες εκπτώσεις, κατά σειρά, των νόμων που αναφέρονται πιο πάνω και στη συνέχεια οι εκπτώσεις του Ν. 1892/1990.

Στο σημείο αυτό επισημαίνεται ότι αν μια επιχείρηση δικαιούται να σχηματίσει από τα αδιανέμητα κέρδη μιας χρήσης αφορολόγητες εκπτώσεις με βάση το Ν. 1892/1990 και παράλληλα τον Ν. 1262/1982, λόγω ύπαρξης ακάλυπτης αξίας επενδύσεων του νόμου αυτού από προηγούμενα έτη, το συνολικό ποσό των αφορολογήτων εκπτώσεων που θα σχηματίσει, με βάση και τους δύο νόμους, από τα αδιανέμητα κέρδη της συγκεκριμένης χρήσης, δεν μπορεί να υπερβεί το οριζόμενο από το άρθρο 12 καθόσον, ο Ν. 1892/1990 δεν είναι καινούργιος αναπτυξιακός νόμος αλλά αποτελεί ουσιαστικά τροποποίηση του Ν. 1262/82, αφού, μεταξύ των δυο νόμων δεν υπάρχουν ουσιαστικές διαφορές στην έννοια της παραγωγικής επένδυσης, στις επιχειρήσεις που υπάγονται σε αυτούς, στις περιοχές που έχει χωρισθεί η χώρα και τέλος, τα οριζόμενα και από τους δύο νόμους ποσοστά καθαρών κερδών μέχρι των οποίων μπορεί να φθάσει η αφορολόγητη έκπτωση είναι τα ίδια.

Για την καλύτερη κατανόηση των ανωτέρω παραθέτουμε το εξής παράδειγμα:

Έστω ότι ανώνυμη βιομηχανική εταιρία που είναι εγκατεστημένη στην περιοχή Γ αγόρασε και εγκατέστησε μέσα στη χρήση 1991 μηχανήματα αξίας 160.000.000 δρχ. και ότι έχει την 1.1.1991 ακάλυπτο ποσό αναγνωριζόμενης επένδυσης του Ν. 1262/1982, 60.000.000 δρχ. Από την εταιρία θα δηλωθούν με την αρχική δήλωση φόρου εισοδήματος καθαρά κέρδη 400.000.000 δρχ. από τα οποία σχημάτισε τακτικό αποθεματικό 20.000.000 δρχ. και μοίρασε πρώτο και δεύτερο μέρισμα 200.000.000 δρχ.

Με βάση τα πιο πάνω η επιχείρηση αυτή δικαιούται στο έτος 1991 να σχηματίσει αφορολόγητες εκπτώσεις ως εξής:

Α) Καθαρά κέρδη δηλωθέντα 400.000.000 δρχ. Μείον τακτικό αποθεματικό 20.000.000 δρχ. Μείον μέρισμα διανεμηθέν 200.000.000, Σύνολο 220.000.000 δρχ.
Υπόλοιπο κερδών χρήσης 1991 στα οποία θα υπολογισθούν οι αφορολόγητες εκπτώσεις 180.000.000 δρχ.

Β) Αξία επενδύσεων του Ν. 1892/1990 που αναγνωρίζεται για έκπτωση (160.000.000 Χ 75%) 120.000.000 δρχ.

Γ) Συνολικό ποσό αφορολογήτων εκπτώσεων Ν. 1262/1982 και Ν. 1892/1990 χρήσης 1991 (180.000.000 Χ 75%) 135.000.000 δρχ.

Δ) Αφορολόγητη έκπτωση επενδύσεων Ν. 1262/1982 χρήσης 1991, 60.000.000 δρχ.

Ε) Αφορολόγητη έκπτωση επενδύσεων Ν. 1892/1990 χρήσης 1991 (135.000.000 - 60.000.000) 75.000.000 δρχ.

ΣΤ) Υπόλοιπο αξίας επενδύσεων Ν. 1892/90 χρήσης 1991 για έκπτωση από τα κέρδη των αμέσως επομένων χρήσεων (120.000.000 - 75.000.000) 45.000.000 δρχ.
Χρόνος έκπτωσης αφορολόγητων εκπτώσεων επί της αξίας νέων παραγωγικών επενδύσεων

Σύμφωνα με τη διάταξη της περίπτωσης β΄ της παραγρ. 1 του άρθρου 13 του Ν. 1892/1990, οι αναγνωριζόμενες αφορολόγητες εκπτώσεις κατ΄ εφαρμογή του νόμου αυτού, ενεργούνται υποχρεωτικά από τα κέρδη της διαχειριστικής περιόδου μέσα στην οποία πραγματοποιήθηκαν οι δαπάνες απόκτησης των νέων πάγιων στοιχείων, εφόσον βέβαια υπάρχουν μέσα στην περίοδο αυτή καθαρά κέρδη.

Αν στη διαχειριστική χρήση που έγιναν οι επενδύσεις δεν πραγματοποιήθηκαν κέρδη ή αυτά που πραγματοποιήθηκαν δεν επαρκούν, τότε η αφορολόγητη έκπτωση ενεργείται ολόκληρη ή κατά το υπόλοιπο που απόμεινε, από τα κέρδη των αμέσως κατά σειρά επόμενων χρήσεων, χωρίς χρονικό περιορισμό μέχρι να καλυφθούν τα ποσοστά της αξίας των επενδύσεων που ορίζονται στο άρθρο 12 του νόμου αυτού.

Στην περίπτωση που μια επιχείρηση που υπάγεται στις διατάξεις του Ν. 1892/1990, η οποία δικαιούται αφορολόγητης έκπτωσης για επενδύσεις που πραγματοποίησε, με βάση τις διατάξεις του νόμου αυτού, παραλείψει να ενεργήσει την έκπτωση αυτή από τα κέρδη της χρήσης μέσα στην οποία αποκτήθηκαν τα πάγια περιουσιακά στοιχεία, δεν μπορεί να εκπέσει την αξία αυτών, για το σχηματισμό αφορολόγητης έκπτωσης, κατά το ποσό που δεν έκανε χρήση αυτής, από τα κέρδη των επόμενων διαχειριστικών περιόδων. Επίσης, αν σε μία διαχειριστική περίοδο στην οποία υπάρχει υπόλοιπο επενδύσεων για τις οποίες, στις προηγούμενες διαχειριστικές περιόδους δεν ενεργήθηκαν αφορολόγητες εκπτώσεις επειδή δεν υπήρχαν κέρδη, η επιχείρηση παραλείψει να ενεργήσει αφορολόγητη έκπτωση από τα τυχόν υπάρχοντα κέρδη της διαχειριστικής αυτής περιόδου, τότε δε μπορεί να εκπέσει από τα κέρδη των επόμενων διαχειριστικών περιόδων, ποσόν επενδύσεων ίσο με το ποσό για το οποίο δεν έκανε χρήση στη διαχειριστική αυτή περίοδο.

Τα πιο πάνω, δεν έχουν εφαρμογή, σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της περίπτωσης β΄ της παραγρ. 1 του άρθρου αυτού, μόνο σε περίπτωση που η επιχείρηση, σε μία διαχειριστική χρήση, παραλείψει, ολικά ή μερικά να ενεργήσει αφορολόγητες εκπτώσεις στις δηλωθείσες με την αρχική δήλωση φορολογία εισοδήματος λογιστικές διαφορές, οπότε η επιχείρηση εξακολουθεί να έχει το δικαίωμα διενέργειας αφορολογήτων εκπτώσεων, για το ποσό της επένδυσης που πραγματοποίησε και στο οποίο είχε παραλείψει να ενεργήσει αφορολόγητες εκπτώσεις.

Για τον καθορισμό της διαχειριστικής χρήσης μέσα στην οποία θα ενεργηθούν οι αφορολόγητες εκπτώσεις, οι επενδύσεις θεωρούνται ότι πραγματοποιήθηκαν: α) προκειμένου για μηχανήματα και λοιπό μηχανολογικό και τεχνικό εξοπλισμό παραγωγής κατά το χρόνο που ολοκληρώθηκε η εγκατάστασή τους στην επιχείρηση και είναι έτοιμα για παραγωγική λειτουργία, β) προκειμένου για κτίσματα, κατά το χρόνο της αποπεράτωσης της κατασκευής τους και για βιομηχανοστάσια που αγοράσθηκαν αποπερατωμένα, καθώς και για τις συναφείς κτιριακές και βοηθητικές εγκαταστάσεις, κατά το χρόνο που πραγματοποιήθηκε η αγορά τους. Όσον αφορά τα βιομηχανοστάσια και τις συναφείς κτιριακές και βοηθητικές εγκαταστάσεις που αγοράσθηκαν ημιτελή κατά το χρόνο αποπεράτωσης της κατασκευής τους γ) προκειμένου για δαπάνες μεταφοράς προς μετεγκατάσταση υφισταμένων παραγωγικών μονάδων, για δαπάνες επενδύσεων που αποσκοπούν στην εισαγωγή, ανάπτυξη και εφαρμογή σύγχρονης τεχνολογίας κλπ, κατά το χρόνο που πραγματοποιήθηκαν οι δαπάνες δ) προκειμένου για τα λοιπά πάγια περιουσιακά στοιχεία κατά το χρόνο που πραγματοποιήθηκε η αγορά ή η κατασκευή τους.

Ειδικότερα η αξία των ανεγειρομένων βιομηχανοστασίων εκπίπτεται κατά τη διαχειριστική χρήση που συντελέστηκε η εγκατάσταση σε αυτά των μηχανημάτων, γιατί από το χρόνο αυτό το βιομηχανοστάσιο μπορεί να συμβάλει στην παραγωγική διαδικασία.

Το Σ.τ.Ε. ερμηνεύοντας τις διατάξεις του Ν.Δ. 1078/1971, έκρινε με τις αρ. 966, 68/1990 αποφάσεις του ότι για την έκπτωση σύμφωνα με το άρθρο 2, της δαπάνης για την ανέγερση βιομηχανοστασίου δεν απαιτείται να έχει ολοκληρωθεί η ανέγερσή του και σε περίπτωση που οι εργασίες ανέγερσης εκτείνονται πέραν της μίας διαχειριστικής περιόδου, από τα καθαρά κέρδη κάθε διαχειριστικής περιόδου εκπίπτεται η δαπάνη που πραγματοποιήθηκε μέσα σε αυτή.

Η κρίση όμως αυτή του Σ.τ.Ε. αφενός μεν ερμηνεύει διατάξεις προγενέστερου νόμου επενδύσεων, αφετέρου έρχεται σε αντίθεση με τις διατάξεις της περ. β της παρ. 1 του άρθρου 13 του Ν. 1892/1990, που ορίζουν ρητά ότι οι αφορολόγητες εκπτώσεις πραγματοποιούνται από τα κέρδη της διαχειριστικής χρήσης που έγινε η επένδυση και κατά συνέπεια προκειμένου για επενδύσεις κτισμάτων, θεωρούνται ότι πραγματοποιήθηκαν κατά το χρόνο αποπεράτωσης της κατασκευής των.

Τα ανωτέρω γενόμενα δεκτά ενισχύονται περαιτέρω και από τις διατάξεις των παρ. 7 και 8 της 1025990/26509/ ΠΟΛ. 1060/7.3.91 κοινής απόφασης των υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών (εκδοθείσα κατά εξουσιοδότηση των διατάξεων της παρ. 4 του άρθρου 13 του Ν. 1892/1990), οι οποίες αποδεσμεύουν τον έλεγχο των πραγματοποιηθεισών επενδύσεων από το διενεργούμενο τακτικό έλεγχο και επιβάλουν αυτός να γίνεται εντός του επομένου, από την ολοκλήρωση της επένδυσης έτους, υποχρεώνοντας για τον σκοπό αυτό τις επιχειρήσεις να υποβάλουν στη Δ.Ο.Υ. την σχετική αίτηση εντός 4 μηνών από τη λήξη της διαχειριστικής χρήσης εντός της οποίας ολοκληρώθηκε η επένδυση (1038598/10193/1991 έγγραφό μας).

Τονίζεται ότι τα ποσά που καταβλήθηκαν από την επιχείρηση μέσα στη διαχειριστική περίοδο, για αγορά μηχανημάτων που δεν εγκαταστάθηκαν στην επιχείρηση, για αγορά λοιπών παγίων περιουσιακών στοιχείων που δεν παραλήφθηκαν και για ανέγερση κτιρίων των οποίων δεν έχει αποπερατωθεί η κατασκευή τους, δεν εκπίπτονται από τα κέρδη της χρήσης μέσα στην οποία καταβλήθηκαν αλλά θα εκπεσθούν στο σύνολό τους από τα κέρδη της χρήσης στην οποία θεωρείται ότι έχει γίνει η επένδυση σύμφωνα με όσα αναφέρουμε πιο πάνω.

Λογιστική εμφάνιση της αφορολόγητης έκπτωσης

Οι επιχειρήσεις που δικαιούνται να πραγματοποιήσουν αφορολόγητες εκπτώσεις σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 1892/1990, υποχρεούνται κατ΄ εφαρμογή της διάταξης της περιπτ. γ της παραγρ. 1 του άρθρου 13 του νόμου αυτού, να εμφανίζουν αυτές με τη μορφή του αφορολόγητου αποθεματικού σε ξεχωριστούς λογαριασμούς στα βιβλία τους.

Για τον έλεγχο της συνδρομής των προϋποθέσεων παροχής και διατήρησης του ευεργετήματος καθορίζεται με την αριθμ. 1025990/26509/ ΠΟΛ. 1060/91 κοινή υπουργική απόφαση που εκδόθηκε με εξουσιοδότηση της παραγράφου 4 του άρθρου 13 του νόμου αυτού, ο τρόπος εμφάνισης στα λογιστικά βιβλία της επιχείρησης των δαπανών που αποτελούν νέες παραγωγικές επενδύσεις του Ν. 1892/1990 και των σχηματισθεισών αφορολόγητων εκπτώσεων βάσει του νόμου αυτού, στην οποία και παραπέμπουμε.

Σύμφωνα με την απόφαση αυτή, οι επιχειρήσεις που δικαιούνται των αφορολόγητων εκπτώσεων και οι οποίες τηρούν, υποχρεωτικά ή μη, βιβλία και στοιχεία τρίτης (Γ) κατηγορίας του ΚΦΣ, υποχρεούνται να θεωρήσουν ένα βιβλίο επενδύσεων, στο οποίο θα τηρείται για κάθε ένα πάγιο περιουσιακό στοιχείο, που αποτελεί παραγωγική επένδυση κατά την έννοια του Ν. 1892/1990, ιδιαίτερος λογαριασμός, ο οποίος θα χρεώνεται με τη συνολική δαπάνη απόκτησής του και θα πιστώνεται με την ενεργούμενη κάθε φορά αφορολόγητη έκπτωση στα κέρδη των βιβλίων και στις δηλούμενες λογιστικές διαφορές, καθώς και με την αξία πωλήσεώς του σε περίπτωση βέβαια που το πάγιο αυτό στοιχείο πωληθεί.

Αν η επιχείρηση έχει θεωρήσει κατ΄ εφαρμογήν διατάξεων άλλων αναπτυξιακών νόμων (Ν. 1262/1982, άρθρο 22 Ν. 1828/1989 κ.α.) βιβλίο επενδύσεων μπορεί να μη θεωρήσει καινούργιο, αλλά να τηρήσει τους ανωτέρω λογαριασμούς στο υφιστάμενο θεωρημένο βιβλίο.
Περαιτέρω, για την άμεση απεικόνιση του συνολικού ποσού των πραγματοποιουμένων επενδύσεων κατά κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων κλπ θα πρέπει, τα παραπάνω περιουσιακά στοιχεία, να καταχωρούνται στο βιβλίο απογραφών διακεκριμένα από τα λοιπά πάγια στοιχεία κλπ, στις αντίστοιχες κατηγορίες (π.χ. κτίρια Ν. 1892/1990, μηχανήματα Ν. 1892/1990, δαπάνες Ν. 1892/1990) με πλήρη ανάλυση αυτών και αναγραφή της συνολικής τους αξίας.

Επίσης, οι παραπάνω επιχειρήσεις υποχρεούνται να μεταφέρουν με λογιστικές εγγραφές από τα αποτελέσματα κάθε διαχειριστικής χρήσης στον προβλεπόμενο από την πιο πάνω κοινή υπουργική απόφαση λογαριασμό «Αφορολόγητο αποθεματικό επενδύσεων του Ν. 1892/1990 το ποσό της αφορολόγητης έκπτωσης που ενεργείται σε κάθε χρήση και να εμφανίζεται ο λογαριασμός αυτός στην απογραφή και στο παθητικό του ισολογισμού.

Διευκρινίζεται ότι σε περίπτωση που με την αρχική δήλωση φορολογίας εισοδήματος δηλώνονται, πέρα από τα καθαρά κέρδη του ισολογισμού και λογιστικές διαφορές για τις οποίες, όπως αναφέρουμε πιο πάνω, η επιχείρηση δικαιούται να σχηματίσει αφορολόγητη έκπτωση, επειδή στην περίπτωση αυτή δεν είναι δυνατή με λογιστική εγγραφή η μεταφορά της αφορολόγητης έκπτωσης που σχηματίσθηκε και στις λογιστικές διαφορές στον πιο πάνω λογαριασμό αποθεματικού, το ποσό της αφορολόγητης έκπτωσης που αναφέρεται στις δηλωθείσες λογιστικές διαφορές θα παρακολουθείται εξωλογιστικά.

Για το σκοπό αυτό, για να παρέχεται ακριβής εικόνα για το συνολικό ύψος της αφορολόγητης έκπτωσης, δηλαδή και στη σχηματιζόμενη έκπτωση στις λογιστικές διαφορές, πρέπει σε θεωρημένο από τον αρμόδιο Προϊστάμενο Δ.Ο.Υ. βιβλίο, να τηρείται και συγκεντρωτικός εξωλογιστικός λογαριασμός ο οποίος θα χρεώνεται με την αναγνωριζόμενη για έκπτωση αξία των πραγματοποιούμενων κάθε έτος επενδύσεων και θα πιστώνεται με τα ποσά της αφορολόγητης έκπτωσης που υπολογίζει κάθε φορά η επιχείρηση στα κέρδη του ισολογισμού της και στις δηλούμενες λογιστικές διαφορές.

2. Υπολογισμός των αφορολόγητων εκπτώσεων από τις επιχειρήσεις που τηρούν πρώτης ή δεύτερης κατηγορίας του ΚΦΣ.
Σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 13 του Ν. 1892/1990, οι επιχειρήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 2 του Ν. 1892/1990 και τηρούν βιβλία πρώτης ή δεύτερης κατηγορίας του ΚΦΣ εφόσον πραγματοποιούν νέες παραγωγικές επενδύσεις στη χώρα από 1 Ιουλίου 1990 μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1994 δικαιούνται να σχηματίζουν αφορολόγητες εκπτώσεις. Οι εκπτώσεις θα υπολογίζονται, κατά ρητή διάταξη του νόμου, μόνο στα καθαρά κέρδη που δηλώνουν οι επιχειρήσεις αυτές με την αρχική τους δήλωση φόρου εισοδήματος και μετά την αφαίρεση των απολήψεων.

Κατά συνέπεια, ως βάση για τον υπολογισμό των πιο πάνω αφορολόγητων εκπτώσεων από τις επιχειρήσεις που τηρούν βιβλία πρώτης ή δεύτερης κατηγορίας του ΚΦΣ θα λαμβάνονται τα κέρδη που δηλώνονται από τις επιχειρήσεις αυτές με την αρχική τους δήλωση (δήλωση φυσικού προσώπου προκειμένου για ατομική επιχείρηση και δήλωση του άρθρου 16α του Ν.Δ. 3323/1955 προκειμένου για προσωπικές εταιρίες), μετά την αφαίρεση των απολήψεων και σε καμιά περίπτωση δεν θα λαμβάνονται για τον υπολογισμό της αφορολόγητης έκπτωσης τα κέρδη που δηλώνονται με συμπληρωματική δήλωση ή τα κέρδη, που προσδιορίζονται οριστικά βάσει συμβιβασμού, απόφασης διοικητικού δικαστηρίου κλπ.

Για την παρακολούθηση των επενδύσεων και των αφορολογήτων εκπτώσεων, οι επιχειρήσεις που τηρούν βιβλία πρώτης ή δεύτερης κατηγορίας του ΚΦΣ και πραγματοποιούν από 1 Ιουλίου 1990 μέχρι 31.12.1994 νέες παραγωγικές επενδύσεις, για τις οποίες δικαιούνται των απαλλαγών που προβλέπονται από τις διατάξεις του άρθρου 12 του νόμου αυτού, υποχρεούνται σύμφωνα με τα οριζόμενα στην αριθμ. 1025990/26509/ ΠΟΛ. 1060/91 κοινή υπουργική απόφαση, η οποία και παρατίθεται στο τέλος της εγκυκλίου αυτής, να τηρούν σε θεωρημένο από την αρμόδια Δ.Ο.Υ. βιβλίο τους εξής λογαριασμούς:
α) Ξεχωριστό λογαριασμό με τίτλο «Επενδύσεις Ν. 1892/1990» σε χρέωση του οποίου θα καταχωρούνται κατά χρονολογική σειρά οι δαπάνες απόκτησης περιουσιακών στοιχείων που υπάγονται στις διατάξεις του Ν. 1892/1990 και σε πίστωση θα καταχωρείται η αξία πώλησης ή επιστροφής των περιουσιακών στοιχείων.

β) Ξεχωριστό λογαριασμό αποθεματικού με τον τίτλο «Αφορολόγητο αποθεματικό επενδύσεων Ν. 1892/1990», σε πίστωση του οποίου θα μεταφέρεται το ποσό της αφορολόγητης έκπτωσης που πραγματοποιεί κάθε χρόνο η επιχείρηση από τα καθαρά της κέρδη.

γ) Ξεχωριστό λογαριασμό για κάθε πάγιο περιουσιακό στοιχείο ο οποίος θα χρεώνεται με τις δαπάνες απόκτησης του περιουσιακού στοιχείου και θα πιστώνεται με τη σχηματιζόμενη κάθε φορά αφορολόγητη έκπτωση και με την αξία της τυχόν πώλησής του.

Επίσης στο βιβλίο αυτό και με τον πιο πάνω τρόπο θα παρακολουθείται και κάθε άλλη δαπάνη, που αποτελεί νέα παραγωγική επένδυση, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 1892/1990.

Σε ιδιαίτερο φάκελο θα πρέπει να φυλάσσονται από τις πιο πάνω επιχειρήσεις τα δικαιολογητικά που αναφέρονται στις επενδύσεις που υπάγονται στις διατάξεις του Ν. 1892/1990.

3. Υπολογισμός αφορολόγητων εκπτώσεων σε μικτές επιχειρήσεις

Σύμφωνα με τη διάταξη της παραγρ. 3 του άρθρου 13 του Ν. 1892/90, όταν η επιχείρηση έχει περισσότερες δραστηριότητες, δηλαδή όταν έχει και δραστηριότητες που δεν υπάγονται στις διατάξεις του νόμου αυτού, οι αφορολόγητες εκπτώσεις πραγματοποιούνται μόνο από τα καθαρά κέρδη που προέρχονται από τις δραστηριότητες που προβλέπονται στο νόμο αυτό και ανεξάρτητα από την περιοχή στην οποία ασκούνται.
Κατά συνέπεια αν από τα τηρούμενα βιβλία των πιο πάνω επιχειρήσεων εξάγονται καθαρά κέρδη κατά κλάδο εκμετάλλευσης, οι αφορολόγητες εκπτώσεις θα υπολογισθούν μόνο στα κέρδη των κλάδων οι δραστηριότητες των οποίων υπάγονται στις διατάξεις του νόμου αυτού. Αν όμως ο λογιστικός διαχωρισμός των καθαρών κερδών είναι αδύνατος, τότε τα καθαρά κέρδη που προκύπτουν για κάθε κλάδο θα βρίσκονται με επιμερισμό του συνόλου των κερδών της επιχείρησης σε μέρη ανάλογα με τα ακαθάριστα έσοδα κάθε κλάδου επιχειρηματικής δραστηριότητας.

Για καλύτερη κατανόηση παραθέτουμε τα ακόλουθα παραδείγματα:

Παράδειγμα 1ο

Έστω ότι βιομηχανική και εμπορική ανώνυμη εταιρία που είναι εγκατεστημένη στην Αθήνα (περιοχή Α) θα ανεγείρει μέσα στη χρήση 1992 καινούργιο εργοστάσιο στην περιοχή Β, κόστους 100.000.000 δρχ. το οποίο θα λειτουργήσει από το έτος 1993 και μετά. Κατά την ίδια διαχειριστική χρήση (1992) πραγματοποίησε α) καθαρά κέρδη και από τους δυο κλάδους επιχειρηματικής δράσης 60.000.000, τα οποία δεν μπορούν να διαχωρισθούν βάσει των εγγραφών στα βιβλία, β) ακαθάριστα έσοδα 800.000.000 δρχ. (600.000.000 βιομηχανικού κλάδου και 200.000.000 δρχ. εμπορικού κλάδου), και γ) η ανώνυμη εταιρία σχημάτισε τακτικό αποθεματικό 3.000.000 δρχ. και μοίρασε μερίσματα στους μετόχους 17.000.000 δρχ.
Με βάση τα πιο πάνω δεδομένα, η επιχείρηση παρά το γεγονός ότι είναι εγκατεστημένη στην περιοχή Α δικαιούται λόγω πραγματοποίησης παραγωγικής επένδυσης του Ν. 1892/1990 στην περιοχή Β, να σχηματίσει το έτος 1992 αφορολό­γητη έκπτωση ως ακολούθως:

α) Αναλογούντα καθαρά κέρδη στο βιομηχανικό κλάδο 60.000.000 Χ 600.000.000 / 800.000.000 δρχ. 45.000.000.

Μείον τακτικό αποθεματικό και μερίσματα που αναλογούν στα καθαρά κέρδη του βιομηχανικού κλάδου 20.000.000 Χ 45.000.000 / 60.000.000 δρχ. 15.000.000.

Υπόλοιπο κερδών στα οποία θα υπολογισθεί η αφορολόγητη έκπτωση δρχ. 30.000.000.

Β) Αξία επενδύσεων που αναγνωρίζεται για έκπτωση (100.000.000 Χ 60%) δρχ. 60.000.000.

Γ) Αφορολόγητο αποθεματικό επενδύσεων Ν. 1892/1990 χρήσεως 1992 (30.000.000 Χ 60%) = 18.000.000.
Υπόλοιπο αξίας επενδύσεων χρήσεως 1992 για έκπτωση από τα κέρδη των αμέσως επομένων χρήσεων (60.000.000 - 18.000.000) δρχ. 42.000.000.

Παράδειγμα 2ο

Έστω ότι ξενοδοχειακή και εμπορική ομόρρυθμη εταιρία, που είναι εγκατεστημένη στην περιοχή Γ, πραγματοποίησε μέσα στη χρήση 1991: α) παραγωγικές επενδύσεις αξίας 20.000.000 δρχ. για τον εκσυγχρονισμό των εγκαταστάσεων του ξενοδοχείου, η ανέγερση του οποίου έχει υπαχθεί στις διατάξεις του Ν.Δ. 1313/72 και κατά τα τελευταία 10 χρόνια δεν είχε πραγματοποιήσει καμιά επένδυση εκσυγχρονισμού, β) καθαρά κέρδη και από τους δύο κλάδους επιχειρηματικής δράσης 15.000.000 δρχ. τα οποία δεν μπορούν να διαχωρισθούν, βάσει εγγραφών, στα βιβλία, γ) ακαθάριστα έσοδα 150.000.000 δρχ. (100.000.000 ξενοδοχειακού κλάδου και 50.000.000 εμπορικού κλάδου) και δ) ότι δεν έγινε καμιά ανάληψη κερδών από τους εταίρους κατά τη χρήση 1991.

Με βάση τα ανωτέρω, η επιχείρηση που είναι εγκατεστημένη στην περιοχή Γ, δικαιούται να σχηματίσει το έτος 1991 αφορολόγητη έκπτωση ως εξής:

Α) Αναλογούντα καθαρά κέρδη στον ξενοδοχειακό κλάδο 15.000.000 Χ 100.000.000/150.000.000 δρχ. 10.000.000,

Β) Αξία επενδύσεων που αναγνωρίζεται για έκπτωση (20.000.000 Χ 55%) δρχ. 11.000.000.

Γ) Αφορολόγητο αποθεματικό επενδύσεων Ν. 1892/1990 χρήσης 1991 (10.000.000 Χ 75%) δρχ. 7.500.000.
Υπόλοιπο αξίας επενδύσεων χρήσης 1991 για έκπτωση από τα κέρδη των επομ. χρήσεων (11.000.000 - 7.500.000) Δρχ. 3.500.000.

Δ) Φορολογητέα κέρδη χρήσης 1991 (15.000.000 - 7.500.000) Δρχ. 7.500.000.

Πρέπει να σημειωθεί ότι στα βιομηχανικά και λοιπά κέρδη των επιχειρήσεων που προέρχονται από κλάδους εκμετάλλευσης που υπάγονται στις διατάξεις του Ν. 1892/90, περιλαμβάνονται και οι πιστωτικές συναλλαγματικές διαφορές που προκύπτουν κατά τη δραχμοποίηση των απαιτήσεων, που προέρχονται από την πώληση των προϊόντων των κλάδων αυτών στο εξωτερικό, κατά την ημέρα της είσπραξής τους ή της αποτίμησής τους στην απογραφή, καθόσον τα έσοδα αυτά, ως παρεπόμενα έσοδα της εξαγωγικής δραστηριότητας της επιχείρησης, αποτελούν έσοδα που προέρχονται κατά βάση από την πώληση προϊόντων των πιο πάνω κλάδων και κατά συνέπεια και τα έσοδα αυτά θα λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό της αφορολόγητης έκπτωσης που προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 12 του νόμου αυτού.

4. Αποδεικτικά στοιχεία νέων παραγωγικών επενδύσεων

Τα δικαιολογητικά με τα οποία θα αποδεικνύεται η πραγματοποίηση των παραγωγικών επενδύσεων από τις επιχειρήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 2 του νόμου αυτού, καθορίζονται με την αρ. 1025990/26509/ ΠΟΛ. 1060/91 κοινή υπουργική απόφαση.
Με βάση τα δικαιολογητικά αυτά στοιχεία θα ελέγχεται η πραγματοποίηση της επένδυσης μέσα στην προθεσμία του νόμου, το ύψος αυτής, το καινουρές, όπου απαιτείται, των περιουσιακών στοιχείων και η αγορά τους απ΄ ευθείας από τους οίκους κατασκευής ή πώλησής τους κ.λπ.
Για την αναγνώριση της νέας παραγωγικής επένδυσης πρέπει αυτή να έχει συντελεσθεί με το καθεστώς του Ν. 1892/1990, ήτοι από 1 Ιουλίου 1990 και μετά. Συνεπώς, δαπάνες αγοράς μηχανημάτων, εγκαταστάσεων κ.λπ. που έχουν πραγματοποιηθεί πριν από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, δεν υπάγονται στις διατάξεις αυτού.

Αντίθετα, οι δαπάνες αυτές θα υπαχθούν στις διατάξεις των προηγουμένων αναπτυξιακών νόμων με τις προϋποθέσεις και περιορισμούς που αναφέρονται στους νόμους αυτούς. Όσον αφορά τις αφορολόγητες εκπτώσεις των επενδύσεων αυτών που πραγματοποιήθηκαν με το καθεστώς των προηγούμενων αναπτυξιακών νόμων Ν. 1116/81, Ν. 1262/1982 κ.τ.λ., εξακολουθεί να ισχύει το καθεστώς των νόμων αυτών, δηλαδή δικαιούνται οι επιχειρήσεις να πραγματοποιήσουν αφορολόγητες εκπτώσεις για όσο χρονικό διάστημα προβλέπεται από τις διατάξεις των ανωτέρω νόμων και με βάση τα ποσοστά που ορίζονται στους νόμους αυτούς.

Περαιτέρω, όσον αφορά την πραγματοποίηση της επένδυσης σε καινούργια μηχανήματα που αγοράζονται είτε για αντικατάσταση παλαιών μηχανημάτων είτε για ίδρυση νέων ή επέκταση επιχειρήσεων που λειτουργούν, απαιτείται όπως αποδεικνύεται η αγορά και το καινουργές αυτών με τα πιο κάτω στοιχεία:
α) Με αντίγραφο του σχετικού τιμολογίου αγοράς τους, προκειμένου για αγορά που έγινε στο εσωτερικό ή επικυρωμένο, από τη μεσολαβήσασα, κατά την εισαγωγή, τράπεζα ή υποκατάστημα αυτής, αντίγραφο του τιμολογίου του αλλοδαπού οίκου, προκειμένου για αγορά μηχανημάτων από την αλλοδαπή.

β) Με βεβαίωση του ημεδαπού ή αλλοδαπού οίκου που προμήθευσε τα μηχανήματα, από την οποία να προκύπτει ότι αυτά ήταν καινούργια κατά το χρόνο της αγοράς τους.

Τα πιο πάνω απαιτούνται και προκειμένου για επενδύσεις σε λοιπό μηχανολογικό ή τεχνικό εξοπλισμό παραγωγής, ηλεκτρονικούς υπολογιστές και λοιπών συστημάτων μηχανογράφησης ή αυτοματοποίησης διαδικασιών.

Για τα κάθε είδους κτίσματα που ανεγείρονται από τις επιχειρήσεις, απαιτείται για την αναγνώριση της δαπάνης ανέγερσής τους, αντίγραφο της οικείας οικοδομικής άδειας, το οποίο να έχει επικυρωθεί νόμιμα, καθώς και βεβαίωση του αρμόδιου Πολεοδομικού Γραφείου ή Νομομηχανικού, από την οποία να προκύπτει ότι ολοκληρώθηκε το έργο για το οποίο είχε εκδοθεί η άδεια, καθώς και χρόνος ολοκλήρωσής τους.

Στην περίπτωση αυτή ως αξία παραγωγικής επένδυσης που θα εκπεσθεί από τα κέρδη της επιχείρησης, θα λαμβάνεται η συνολική δαπάνη ανέγερσης των κτισμάτων, όπως αυτή εμφανίζεται στα τηρούμενα από την επιχείρηση βιβλία και στοιχεία.

Για τα λοιπά πάγια περιουσιακά στοιχεία απαιτείται για την αναγνώριση της δαπάνης αγοράς, να αποδεικνύεται η αγορά και το καινουργές αυτών με τα αναφερόμενα στις παραπάνω περιπτώσεις α΄ και β΄ δικαιολογητικά.

Τέλος, για κάθε άλλη δαπάνη που αποτελεί παραγωγική επένδυση για τις επιχειρήσεις που υπάγονται στο Ν. 1892/1990 ως αποδεικτικά στοιχεία που προβλέπονται από τον Κ.Φ.Σ.

5. Υποβολή στοιχείων για την παρακολούθηση των αποτελεσμάτων από την εφαρμογή του Ν. 1892/1990

Για το σκοπό διευκόλυνσης του φορολογικού ελέγχου και παρακολούθησης των αποτελεσμάτων από την εφαρμογή του Ν. 1892/1990, κρίνεται απαραίτητο όπως υποβάλλονται από τις επιχειρήσεις ορισμένα στοιχεία για τις πραγματοποιούμενες σε κάθε διαχειριστική χρήση νέες παραγωγικές επενδύσεις, και την αξία αυτών, καθώς και για τα ποσά των γενομένων αφορολόγητων εκπτώσεων.

Για το λόγο αυτό έχει εκτυπωθεί ειδικό έντυπο, το οποίο θα συμπληρώνεται από τις επιχειρήσεις μόνο στη στήλη της δήλωσης και θα υποβάλλεται στον προϊστάμενο της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. κάθε οικον. έτος σε τρία αντίτυπα, εφόσον συντρέχει περίπτωση, μαζί με τη σχετική δήλωση φορολογίας εισοδήματος.

Το εν λόγω έντυπο έχει εκδοθεί σε δύο τύπους. Ο ένας από αυτούς θα υποβάλλεται από τις επιχειρήσεις που δικαιούνται να διενεργούν αφορολόγητες εκπτώσεις με βάση τις διατάξεις της περ. α΄ της παραγρ. 2 του άρθρου 12 του Ν. 1892/1990, ενώ ο άλλος τύπος εντύπου θα υποβάλλεται από τις ξενοδοχειακές επιχειρήσεις, ξενώνες, ενοικιαζόμενα διαμερίσματα, κατασκηνωτικά κέντρα που δικαιούνται να ενεργούν αφορολόγητες εκπτώσεις με βάση τις διατάξεις της περ. β΄ της παραγρ. 2 του άρθρου 12 του νόμου αυτού.

Διευκρινίζεται ότι στις προσωπικές εταιρίες (Ο.Ε. και Ε.Ε.) και εταιρίες περιορισμένης ευθύνης, τα στοιχεία αυτά θα υποβάλλονται μόνο από την εταιρία μαζί με τη δήλωση αποτελεσμάτων (κερδών - ζημιών) αυτής δια του νόμιμου εκπροσώπου της.

Τα σχετικά έντυπα θα υποβάλλονται και σε περίπτωση που δεν έγιναν επενδύσεις μέσα σε μία διαχειριστική χρήση, εφόσον συνεχίζεται κατά τη χρήση αυτή η αφορολόγητη έκπτωση για την αξία των επενδύσεων των προηγούμενων διαχειριστικών χρήσεων που δεν καλύφθηκε και την ενεργηθείσα αφορολόγητη έκπτωση από τα κέρδη αυτής. Σε περίπτωση που σε μια διαχειριστική χρήση υφίσταται ζημία, θα υποβάλλονται στοιχεία για τις γενόμενες μέσα στη χρήση αυτή επενδύσεις και για την αξία των επενδύσεων που δεν καλύφθηκε κατά τις προηγούμενες διαχειριστικές χρήσεις.

Από τα τρία έντυπα που θα υποβάλλονται από τις επιχειρήσεις, το πρώτο θα παραμένει στο φάκελλo φορολογίας της επιχείρησης για ενημέρωση του ελέγχου των επόμενων διαχειρίσεων, τα άλλα δύο θα αποστέλλονται στο Υπουργείο Οικονομικών (Διεύθυνση Φορολ. Εισοδήματος - Τμήμα Β΄), το μεν ένα το βραδύτερο μέσα σε ένα μήνα από την κατάθεσή του στον αρμόδιο Προϊστάμενο Δ.Ο.Υ. το δε άλλο, αφού συμπληρωθεί από την αρμόδια Δ.Ο.Υ. και ως προς την ένδειξη «Αξία σε δραχμές - Οριστική», αμέσως μετά την τελεσιδικία της φορολογικής εγγραφής, για την αξία των γενομένων επενδύσεων που αναγνωρίστηκε οριστικά, καθώς και των ποσών των αφορολόγητων εκπτώσεων.

Περαιτέρω, η επιχείρηση, προκειμένου να αποκτήσει το δικαίωμα σχηματισμού αφορολόγητης έκπτωσης από τα κέρδη της, υποχρεούται, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγρ. 7 και 8 της αρ. 1025990/26509/ ΠΟΛ. 1060/91 κοινής απόφασης των υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, να υποβάλει, εντός 4 μηνών από τη λήξη της διαχειριστικής χρήσης μέσα στην οποία ολοκληρώθηκε η επένδυση, αίτηση προς την αρμόδια για τη φορολογία της Δ.Ο.Υ., με την οποία θα ζητά τον έλεγχο της πραγματοποιηθείσας παραγωγικής επένδυσης. Η αίτηση αυτή προβλέπεται ότι θα συνοδεύεται και με μία κατάσταση στην οποία θα αναγράφονται όλες οι δαπάνες που έγιναν για την επένδυση καθώς και τα στοιχεία αυτών (αριθ. τιμολογίου, επωνυμία προμηθευτή, είδος δαπάνης και αξία). Επειδή η κατάσταση αυτή συνυποβάλλεται με την πιο πάνω αίτηση ελέγχου και περαιτέρω, γίνεται δεκτό ότι τα δυο αυτά στοιχεία μπορούν να υποβληθούν μέχρι και την 10η του πέμπτου μήνα μετά τη λήξη της διαχειριστικής περιόδου εντός της οποίας πραγματοποιήθηκε η επένδυση.

Αν όμως μια επιχείρηση παραλείψει να υποβάλει εμπροθέσμως την ανωτέρω αίτηση ή δεν υποβάλει καθόλου αυτή, χάνει το δικαίωμα σχηματισμού αφορολόγητης έκπτωσης από τα κέρδη αυτής έστω και αν πράγματι προέβη στην πραγματοποίηση της επένδυσης.

Στη συνέχεια, οι Προϊστάμενοι των Δ.Ο.Υ. έχουν υποχρέωση να προβούν, το αργότερο μέχρι το τέλος της διαχειριστικής χρήσης εντός της οποίας υποβλήθηκαν οι αιτήσεις, στον έλεγχο των πραγματοποιηθεισών επενδύσεων προκειμένου να διαπιστωθεί αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις που ορίζει ο νόμος καθώς και η απόφαση αυτή για να αναγνωρισθούν ως παραγωγικές επενδύσεις του Ν. 1892/1990.

Για την καλύτερη κατανόηση της ανωτέρω διαδικασίας, που καθιερώνεται για πρώτη φορά, παραθέτουμε το ακόλουθο παράδειγμα.

Παράδειγμα

Έστω ότι ανώνυμη βιομηχανική εταιρία, η οποία κλείνει ισολογισμό με 30 Ιουνίου, είναι εγκατεστημένη στην περιοχή Β και μετά την 1η Ιουλίου 1990 προβαίνει στην ανέγερση δεύτερου εργοστασίου επίσης στην περιοχή Β. Για την ανέγερση του εργοστασίου αυτού δαπάνησε μέσα στη διαχειριστική χρήση 1.7.90 - 30.6.91 το ποσό των 200.000.000 δρχ. και μέσα στη διαχειριστική χρήση 1.7.91 - 30.6.92, οπότε και ολοκληρώθηκε η επένδυση, το ποσό των 150.000.000 δρχ.

Η εταιρία αυτή υποχρεούται, εφόσον επέλεξε να υπαγάγει την επένδυσή της στο καθεστώς των αφορολογήτων εκπτώσεων του Ν. 1892/1990, να υποβάλει με τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος οικον. έτους 1991 το έντυπο κατάστασης πραγματοποιηθεισών επενδύσεων Ν. 1892/1990, σε τρία αντίτυπα, στο οποίο θα περιγράφονται οι πραγματοποιηθείσες μέσα στη διαχειριστική χρήση 1.7.1990 - 30.6.1991 επενδύσεις και το ύψος αυτών (συνολικό 200.000.000 δρχ.), έστω και αν η επένδυση δεν ολοκληρώθηκε μέσα στη διαρεύσασα διαχειριστική χρήση.

Περαιτέρω, επειδή η ολοκλήρωση της επένδυσης ανέγερσης του εργοστασίου έγινε μέσα στην επόμενη διαχειριστική χρήση (1.7.1991 - 30.6.1992), η εταιρία υποχρεούται να υποβάλει, το αργότερο μέχρι 30 Σεπτεμβρίου 1992, στην αρμόδια για τη φορολογία της Δ.Ο.Υ., αίτηση με την οποία θα ζητά τον έλεγχο της πραγματοποιηθείσης επένδυσης. Η αίτηση αυτή θα συνοδεύεται με την προαναφερθείσα κατάσταση.

Επίσης, η εταιρία θα υποβάλλει με τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος οικον. έτους 1992 (μέχρι 10 Νοεμβρίου 1992) και το έντυπο κατάσταση επενδύσεων του Ν. 1892/1990 για το ύψος (150.000.000 δρχ.) των πραγματοποιηθεισών μέσα στη χρήση 1.7.1991 - 30.6.1992 επενδύσεων, που αφορούν στην ολοκλήρωση του εργοστασίου.

Ο Προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. είναι υποχρεωμένος να προβεί, μέχρι 30 Ιουνίου 1993, στον έλεγχο της πραγματοποιηθείσας επένδυσης που ζήτησε η εταιρία, χωρίς να είναι υποχρεωμένος να προβεί ταυτόχρονα και στον τακτικό έλεγχο φορολογίας εισοδήματος.

Ο έλεγχος εξετάζοντας τα πραγματικά περιστατικά και λαμβάνοντας υπόψη τα δεδομένα των βιβλίων και στοιχείων, τις διατάξεις του Ν. 1892/1990 και της 1025990/26509/ ΠΟΛ. 1060/91 κοινής υπουργικής απόφασης, καθώς και τις οδηγίες της παρούσας, θα συντάσσει έκθεση ελέγχου στην οποία θα αποφαίνεται, με πλήρη δικαιολόγηση, για την αναγνώριση ή μη των επενδύσεων που δηλώθηκαν. Περαιτέρω, αν δεν αναγνωρισθούν, για οποιοδήποτε λόγο, οι δηλωθείσες επενδύσεις ή μέρος αυτών, ο Προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ., θα προχωρεί, με βάση τη συνταχθείσα έκθεση ελέγχου, στην άμεση έκδοση προσωρινού φύλλου ελέγχου καταλογίζοντας την προκύπτουσα διαφορά φόρου και τις προβλεπόμενες κυρώσεις, εφόσον βέβαια η επιχείρηση είχε σχηματίσει αφορολόγητη έκπτωση από τα κέρδη αυτής.

Με την καθιέρωση της ανωτέρω διαδικασίας ελέγχου των επενδύσεων, αποδεσμεύεται ο έλεγχος αυτών από τον τακτικό έλεγχο φορολογίας εισοδήματος, η ενέργεια του οποίου σε πολλές περιπτώσεις καθυστερούσε επί μακρόν, με αποτέλεσμα να καθίσταται δυσχερής η εκ των υστέρων διαπίστωση της πραγματοποίησης ή μη των επενδύσεων για τις οποίες οι επιχειρήσεις είχαν ήδη τύχει αφορολογήτων εκπτώσεων από τα κέρδη τους και παράλληλα δεν μπορούσε να προσδιορισθεί με ακρίβεια η αποτελεσματικότητα των παρεχομένων με διάφορους αναπτυξιακούς νόμους φορολογικών κινήτρων.

Για τον έλεγχο και την παρακολούθηση των ανωτέρω κάθε Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία (Δ.Ο.Υ.) πρέπει να τηρεί ιδιαίτερο βιβλίο επενδύσεων του Ν. 1892/1990 στο οποίο θα καταχωρούνται, κατά χρονολογική σειρά, οι υποβαλλόμενες από τις επιχειρήσεις αιτήσεις, μετά από προηγούμενη πρωτοκόλληση αυτών στο τηρούμενο από τη Δ.Ο.Υ. πρωτόκολλο, ως εισερχόμενα έγγραφα.

Το βιβλίο αυτό, που θα τηρείται κατά ημερολογιακό έτος, πρέπει να έχει την ακόλουθη μηχανογράφηση.

Α/Α Επωνυμία επιχ/σης Αριθμός Πρωτοκόλλου - Ημερομηνία αίτησης της επιχείρησης Διαχειριστική χρήση εντός της οποίας ολοκληρ/κε η επένδυση Ποσό δηλωθέντων επενδύσεων Ν. 1892/1990 Αριθμός Ημερομηνία Εντολής Ελέγχου Ημερομηνία ελέγχου Αναγνωρισθέν ποσόν επενδύσεων Ν. 1892/1990 Αριθμός Φύλλου Ελέγχου Παρατηρήσεις
(1) (2) (3) (4) (5) (6) (7) (8) (9) (10)


Στη στήλη των παρατηρήσεων θα αναγράφεται το ΔΑΠ ή το σχετικό έγγραφο με το οποίο η Δ.Ο.Υ. ζήτησε ενδεχομένως από άλλη Δ.Ο.Υ., στην αρμοδιότητα της οποίας πραγματοποιήθηκε η επένδυση, τη διενέργεια ελέγχου καθώς και το απαντητικό έγγραφο της τελευταίας.

Στη στήλη της Διαχειριστικής Χρήσης εντός της οποίας ολοκληρώθηκε η επένδυση θα αναγράφεται ο χρόνος έναρξης και λήξης αυτής, ήτοι 1/1-31/12, 1/7-30/6 κ.λπ.

Οι κ.κ. Επιθεωρητές Δ.Ο.Υ. παρακαλούνται για την ορθή τήρηση, από μέρους των Δ.Ο.Υ., των οδηγιών που παρέχονται με την παρούσα σχετικά με τη διενέργεια ελέγχου επί των δηλουμένων, από τις επιχειρήσεις, παραγωγικών επενδύσεων του Ν. 1892/1990.

Για το σκοπό αυτό πρέπει να επιλαμβάνονται για τη συνεχή και έγκαιρη ενημέρωση του ανωτέρω βιβλίου στο οποίο θα απεικονίζεται η όλη πορεία του διενεργούμενου ελέγχου επενδύσεων.

Περαιτέρω, επειδή η έναρξη εφαρμογής των διατάξεων του Ν. 1892/1990 αρχίζει για τις επενδύσεις που πραγματοποιούνται 1/7/1990 και μετά και επειδή πολλές επιχειρήσεις, ιδιαίτερα επαρχιακές, δεν είχαν ενημερωθεί ότι είχαν υποχρέωση για τις επενδύσεις που πραγματοποίησαν και ολοκλήρωσαν στο διάστημα 1/7/90 - 31/12/1990 να υποβάλουν τη σχετική αίτηση ελέγχου αυτών μέσα σε 4 μήνες από τη λήξη της διαχειριστικής χρήσης που ολοκληρώθηκε η επένδυση (μέχρι 30.4.1991), λόγω του γεγονός ότι η Υπουργική Απόφαση 1025990/26509/ ΠΟΛ. 1060/7.3.91 που προβλέπει για πρώτη φορά την ανωτέρω διαδικασία ελέγχου των επενδύσεων του Ν. 1892/1990 κοινοποιήθηκε την 7.3.1991, με συνέπεια να υποβληθούν εκπρόθεσμα από αρκετές επιχειρήσεις οι σχετικές αιτήσεις ελέγχου και να δημιουργείται θέμα μη αναγνώρισης των επενδύσεων αυτών για τη διενέργεια αφορολογήτων εκπτώσεων, γίνεται δεκτό, κατά παρέκκλιση των αναφερομένων στις παρ. 7 και 8 της πιο πάνω απόφασης ότι εξαιρετικά για τις παραγωγικές επενδύσεις του Ν. 1892/1990 που πραγματοποιήθηκαν και ολοκληρώθηκαν στο διάστημα από την έναρξη εφαρμογής του νόμου αυτού, ήτοι από 1.7.90 μέχρι 31.12.90, οι σχετικές αιτήσεις ελέγχου των επενδύσεων που υποβλήθηκαν μέσα στην επόμενη διαχ/κή χρήση 1991 θεωρούνται ότι υπεβλήθησαν εμπρόθεσμα και ο έλεγχος από την αρμόδια Δ.Ο.Υ. για την αναγνώριση και εξακρίβωση των προϋποθέσεων που ορίζει ο νόμος μπορεί να γίνει μέχρι του τέλους της διαχ/κής χρήσης 1992.

`Αρθρο 14
Φορολογία των εκπτώσεων

Με τις διατάξεις του άρθρου αυτού ορίζονται οι περιπτώσεις κατά τις οποίες υπόκεινται σε φορολογία οι αφορολόγητες εκπτώσεις. Ειδικότερα:

Α. Φορολογία αφορολόγητων εκπτώσεων στο όνομα της εταιρίας
Με τις διατάξεις της παραγρ. 1 του άρθρου αυτού, ορίζεται ότι η αφορολόγητη έκπτωση που έχει πραγματοποιηθεί, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 12 του Ν. 1892/1990, υπόκειται σε φορολογία προστιθέμενη στα κέρδη της επιχείρησης στις εξής περιπτώσεις:

α) Κατά τη διαχειριστική χρήση, στην οποία πουλήθηκαν από την επιχείρηση τα πάγια περιουσιακά στοιχεία που αποτελούν τις νέες παραγωγικές επενδύσεις, εφόσον η πώληση έγινε πριν να περάσουν πέντε χρόνια από τότε που αγοράσθηκαν τα στοιχεία αυτά για το ποσό που οι αφορολόγητες εκπτώσεις αντιστοιχούν στην αξία των παγίων αυτών στοιχείων.

Κατ΄ εξαίρεση, οι αφορολόγητες εκπτώσεις που σχηματίσθηκαν από την επιχείρηση και που αντιστοιχούν στην αξία των πάγιων στοιχείων που πουλήθηκαν, δε φορολογούνται, αν η επιχείρηση αντικαταστήσει τα πωληθέντα πάγια στοιχεία, το αργότερο μέσα σε έξι μήνες από τη λήξη της διαχειριστικής περιόδου μέσα στην οποία έγινε η πώλησή τους, με νέα πάγια στοιχεία, τα οποία θεωρούνται νέες παραγωγικές επενδύσεις σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού και τα οποία είναι ίσης τουλάχιστον αξίας με τα πωληθέντα.

Στην περίπτωση αυτή η αξία των επενδύσεων που αναγνωρίζεται για έκπτωση, σε εφαρμογή των διατάξεων του νόμου αυτού, μειούται αντίστοιχα κατά τα ποσά των εκπτώσεων που έγιναν για τα αντικατασταθέντα πάγια περιουσιακά στοιχεία.

Για καλύτερη κατανόηση παραθέτουμε το εξής παράδειγμα:

Έστω ότι βιομηχανική ανώνυμη εταιρία που είναι εγκαταστημένη στην περιοχή Β΄, πραγματοποίησε μέσα στο έτος 1991 αγορά καινούργιου μηχανήματος αξίας 800.000 δρχ., την οποία και εφόσον υπάρχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις του νόμου, θα εκπέσει στο ολόκληρο από τα κέρδη της χρήσης αυτής, ήτοι θα εκπέσει ποσό (800.000 χ 60%) = 480.000 δρχ.

Αν υποτεθεί:
αα) Ότι η επιχείρηση θα προβεί σε πώληση του μηχανήματος μέσα στην πενταετία από την αγορά του, έστω την 6.4.1993, χωρίς να αντικαταστήσει αυτό το αργότερο μέσα σε έξι μήνες από τη λήξη της διαχειριστικής περιόδου μέσα στην οποία έγινε η πώληση, ήτοι μέχρι 30.6.1994 με νέα πάγια περιουσιακά στοιχεία ίσης τουλάχιστον αξίας, που να προβλέπονται από το άρθρο 1 του Ν. 1892/1990, τα καθαρά κέρδη της χρήσης 1993 θα επαυξηθούν με το ποσό της αφορολόγητης έκπτωσης 480.000 δρχ. και θα υπαχθούν σε φόρο εισοδήματος.

ββ) Ότι η επιχείρηση θα προβεί μέχρι 30.6.1994 σε αντικατάσταση του πωληθέντος μηχανήματος με άλλο πάγιο περιουσιακό στοιχείο που αποτελεί παραγωγική επένδυση αξίας έστω 600.000 δρχ. (αναγνωριζόμενη για έκπτωση αξία επένδυσης 600.000 x 60% = 360.000), η διαφορά της αναγνωριζόμενης για έκπτωση αξίας της επένδυσης του πάγιου περιουσιακού στοιχείου που αγοράσθηκε, από την αντίστοιχη αξία του μηχανήματος που πουλήθηκε δρχ. 120.000 (480.000 - 360.000) θα προστεθεί στα κέρδη της χρήσης 1993 και θα υπαχθεί σε φόρο εισοδήματος.

γγ) Ότι η επιχείρηση θα προβεί μέχρι 30.6.1994 σε νέα παραγωγική επένδυση αξίας έστω 1.200.000 δρχ. (αναγνωριζόμενη για έκπτωση αξία επένδυσης 1.200.000 x 60% = 720.000 δρχ.). Στην περίπτωση αυτή κανένα ποσό φόρου δεν θα καταβληθεί για το ποσό των 480.000 δρχ. το οποίο είχε εκπεσθεί από τα κέρδη της χρήσης 1991 για την αγορά του μηχανήματος που αντικαταστάθηκε. Τονίζεται ότι στην προκειμένη περίπτωση για τη νέα παραγωγική επένδυση των 1.200.000 δρχ., για την οποία αναγνωρίζεται για έκπτωση 720.000 δρχ. (1.200.000 x 60%), η επιχείρηση μπορεί να εκπέσει από τα κέρδη της χρήσης που έγινε η επένδυση αυτή ή από τα κέρδη των αμέσως κατά σειρά επόμενων χρήσεων, με τις προϋποθέσεις του νόμου, μόνο δρχ. 240.000 (αναγνωριζόμενη για έκπτωση αξία επενδύσεων 720.000 δρχ. μείον αντίστοιχη αξία του πωληθέντος μηχανήματος που εκπέσθηκε δρχ. 480.000).

β) Κατά τη διαχειριστική χρήση μέσα στην οποία θα γίνει διανομή ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο ανάληψη και μόνο για το ποσό των αφορολόγητων εκπτώσεων που θα διανεμηθεί ή θα αναληφθεί, ανεξάρτητα από την κατηγορία των βιβλίων που τηρούνται, οπότε το ποσό αυτό θα προσθέτεται στα κέρδη της χρήσης που θα γίνει η διανομή, ή η ανάληψη και φορολογούνται στη χρήση αυτή, ανεξάρτητα από το χρόνο που είχαν σχηματισθεί οι αφορολόγητες εκπτώσεις.

Αν η επιχείρηση λειτουργεί με τη μορφή ανώνυμης εταιρίας και μοιράσει τα αφορολόγητα αποθεματικά στους μετόχους της, με μορφή μερίσματος ή μετοχών σε περίπτωση κεφαλαιοποιήσεώς τους, τα αποθεματικά αυτά που διανέμονται, θα επαυξήσουν αρχικά τα καθαρά κέρδη που προκύπτουν από τα βιβλία της ανώνυμης εταιρίας στο χρόνο της διανομής και τελικά θα φορολογηθούν στο όνομα των μετόχων σύμφωνα με αυτά που ισχύουν στη φορολογία εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων.

γ) Κατά τη διαχειριστική χρήση, μέσα στην οποία θα διαλυθεί η ατομική επιχείρηση ή η εταιρία, λόγω θανάτου του επιχειρηματία ή μέλους της εταιρίας.

Στην περίπτωση αυτή όλα τα αποθεματικά των αφορολογήτων εκπτώσεων που σχηματίσθηκαν, προσθέτονται στα καθαρά κέρδη της επιχείρησης και θα φορολογηθούν στη διαχειριστική περίοδο μέσα στην οποία διαλύθηκε η ατομική επιχείρηση ή η εταιρία.

Ε. Φορολογία αφορολόγητων εκπτώσεων στο όνομα του εταίρου
Σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 14 του Ν. 1892/1990 στις πιο κάτω περιπτώσεις το ποσό της αφορολόγητης έκπτωσης που πραγματοποιήθηκε με τις διατάξεις του νόμου αυτού, δεν προσθέτεται στα καθαρά κέρδη της επιχείρησης, αλλά φορολογείται:

Α) Σε περίπτωση αποχώρησης εταίρου, στο όνομα του αποχωρούντος εταίρου και στο χρόνο που αποχωρεί, για το ποσό που αναλογεί σ΄ αυτόν, με βάση το ποσοστό συμμετοχής τους στην εταιρία.
Στην περίπτωση αυτή, το ποσό του αφορολογήτου αποθεματικού που σχηματίσθηκε και αναλογεί στον εταίρο που αποχωρεί, βρίσκεται με βάση το ποσοστό συμμετοχής του στην εταιρία. Το ποσό αυτό προσθέτεται στα λοιπά εισοδήματα του εταίρου που αποχωρεί και φορολογείται με τις διατάξεις που ισχύουν στη φορολογία εισοδήματος, δηλαδή βάσει της κλίμακας του άρθρου 9 του Ν.Δ. 3323/1955 κατά το χρόνο της αποχώρησής του.

β) Σε περίπτωση μεταβίβασης της εταιρικής μερίδας, στο όνομα του μεταβιβάζοντος, στο χρόνο της μεταβίβασης και για το ποσόν που αναλογεί σ΄ αυτόν με βάση το ποσοστό συμμετοχής του στην εταιρία.
Επομένως και στην περίπτωση αυτή, αφού βρεθεί το ποσό του αφορολόγητου αποθεματικού που σχηματίσθηκε με βάση τις διατάξεις του Ν. 1892/1990, το οποίο αναλογεί σε κείνον που μεταβιβάζει την εταιρική του μερίδα, προσθέτεται αυτό στα λοιπά εισοδήματά του και φορολογείται με τις διατάξεις που ισχύουν στη φορολογία εισοδήματος στο χρόνο της μεταβίβασης της εταιρικής μερίδας.

γ) Σε περίπτωση ανάληψης της αφορολόγητης έκπτωσης από εταίρο ή τους κληρονόμους του, στο όνομα του αναλαμβάνοντος, κατά το χρόνο της ανάληψης και για το ποσό που αναλαμβάνεται απ΄ αυτόν.
Και στην περίπτωση αυτή, το ποσό του αφορολόγητου αποθεματικού που αναλαμβάνει ο εταίρος ή οι κληρονόμοι του, προστίθεται στα λοιπά εισοδήματα του αναλαμβάνοντος και φορολογείται με τις διατάξεις που ισχύουν στη φορολογία εισοδήματος κατά το χρόνο της ανάληψης αυτού.

δ) Σε περίπτωση θανάτου ενός εταίρου και εφόσον η εταιρία συνεχίζεται νόμιμα μόνο μεταξύ των λοιπών εταίρων, στο όνομα του κληρονόμου, στο χρόνο του θανάτου και για το ποσό που αναλογεί σ΄ αυτόν, με βάση το ποσοστό συμμετοχής του θανόντος στην εταιρία.

Επομένως, αν μετά το θάνατο ενός από τους εταίρους, η εταιρία συνεχίζεται νόμιμα μόνο μεταξύ των λοιπών εταίρων, το ποσό των σχηματισθέντων αφορολόγητων αποθεματικών, που αναλογεί στους λοιπούς εταίρους με βάση τα ποσοστά συμμετοχής τους στην εταιρία, δεν υπόκειται σε φορολογία. Αντίθετα, υπόκειται σε φορολογία, στο όνομα του κληρονόμου, στο χρόνο θανάτου του εταίρου, το ποσό των σχηματισθέντων αφορολόγητων αποθεματικών με βάση τις διατάξεις του νόμου αυτού, το οποίο αναλογεί στο θανόντα εταίρο με βάση το ποσοστό συμμετοχής του στην εταιρία και τούτο γιατί οι κληρονόμοι του αποθανόντος εταίρου μη συμμετέχοντες στην εταιρία, ανέλαβαν το αποθεματικό αυτό κατά το χρόνο θανάτου του εταίρου, κατά τον οποίο έγινε και η αποχώρησή τους από την εταιρία.

Διευκρινίζεται ότι τα αποθεματικά που σχηματίσθηκαν με βάση τις διατάξεις του Ν. 1892/1990, δεν υπόκεινται σε φορολογία, αν με το θάνατο του επιχειρηματία συνεχίζονται οι εργασίες της ατομικής επιχείρησης μεταξύ των κληρονόμων του, καθώς και αν με το θάνατο ενός από τους εταίρους δεν λύεται η εταιρία, αλλά αυτή συνεχίζει τις εργασίες της μεταξύ των κληρονόμων του αποθανόντος και των λοιπών εταίρων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές δεν συντελείται ανάληψη ή διανομή των αφορολόγητων αποθεματικών.

Από την ανωτέρω παράθεση των προβλεπομένων περιπτώσεων φορολογίας των αφορολόγητων εκπτώσεων, προκύπτει ότι, σε περίπτωση κατά την οποία τα λογιστικά βιβλία της επιχείρησης κριθούν ανειλικρινή, το ποσό της αφορολόγητης έκπτωσης που πραγματοποιήθηκε στη συγκεκριμένη χρήση δεν προστίθεται στα κέρδη της επιχείρησης προκειμένου να υπαχθεί σε φορολογία, όπως προεβλέπετο με το άρθρο 14 του Ν. 1262/1982 και λοιπούς προίσχύσαντες αναπτυξιακούς νόμους. Η καινοτομία μάλιστα αυτή έχει εφαρμογή, με βάση την παραγρ. 3 του άρθρου 14 του Ν. 1892/1990 και στις αφορολόγητες εκπτώσεις όλων των μέχρι σήμερα αναπτυξιακών νόμων και σε υποθέσεις ακόμη που εκκρεμούν στις φορολογικές αρχές (Δ.Ο.Υ.). Επομένως, όταν τα βιβλία επιχείρησης κρίνονται, μετά από έλεγχο, ανακριβή ή ανεπαρκή, οι αφορολόγητες εκπτώσεις που ενδεχόμενα έχει σχηματίσει με οποιοδήποτε αναπτυξιακό νόμο (Ν.Δ. 1078/1971, Ν. 849/1978, Ν. 1116/1981, Ν. 1262/1982, Ν. 1892/1990) η επιχείρηση από τα κέρδη της συγκεκριμένης χρήσης θα αναγνωρίζονται προς έκπτωση από τα προσδιορισθέντα εξωλογιστικά καθαρά κέρδη, προκειμένου για τον υπολογισμό των φορολογητέων τελικά κερδών, με την προϋπόθεση βέβαια ότι οι επενδύσεις για τις οποίες σχηματίσθηκαν οι αφορολόγητες εκπτώσεις έχουν πράγματι γίνει. Επισημαίνεται ότι τα ανωτέρω δεν έχουν εφαρμογή για υποθέσεις οι οποίες εκκρεμούσαν στα διοικητικά δικαστήρια κατά το χρόνο δημοσίευσης του νόμου (31 Ιουλίου 1990).
ΚΙΝΗΤΡΑ. -

Οδηγίες εφαρμογής του Ν. 1892/1990.

(Υπ. Οικ. Εγκύκλ. 1040321/5.5.92, Πολ. 1093)
ΑΥΞΗΜΕΝΕΣ ΑΠΟΣΒΕΣΕΙΣ

`Αρθρο 15
Περιεχόμενο και έκταση του κινήτρου

1. Με τις διατάξεις του άρθρου αυτού καθορίζονται οι επιχειρήσεις που δικαιούνται να ενεργήσουν πρόσθετες αποσβέσεις στα πάγια περιουσιακά στοιχεία τους και οι προϋποθέσεις για την πραγματοποίηση αυτών.

Ειδικότερα:

Α. Πρόσθετες αποσβέσεις πάγιων περιουσιακών στοιχείων των επιχειρήσεων που αναφέρονται στο άρθρο 2 του Ν. 1892/1990
1. Με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 15 του Ν. 1892/1990 ορίζεται ότι στις επιχειρήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 2 του νόμου αυτού, παρέχεται το δικαίωμα να διενεργούν πέραν των τακτικών αποσβέσεων που ισχύουν κάθε φορά και πρόσθετες αποσβέσεις στα πάγια περιουσιακά στοιχεία που αποκτούν από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού (31.7.90) μέχρι και την 31.12.1994, με την προϋπόθεση όμως ότι τα πάγια αυτά στοιχεία αποτελούν παραγωγικές επενδύσεις σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 του Ν. 1892/1990. Επομένως, στα πάγια περιουσιακά στοιχεία που δεν αποτελούν παραγωγικές επενδύσεις (π.χ. έπιπλα και σκεύη γραφείου, επιβατικά αυτοκίνητα μέχρι 6 θέσεων κλπ.) δεν παρέχεται το δικαίωμα στις επιχειρήσεις να διενεργούν πρόσθετες αποσβέσεις.
2. Με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 15 του Ν. 1892/1990 ορίζεται ότι, προσαυξάνονται οι συντελεστές των τακτικών αποσβέσεων, που ισχύουν κάθε φορά επί των παγίων περιουσιακών στοιχείων που αποκτούν οι επιχειρήσεις μετά την έναρξη ισχύος του νόμου (31.7.1990) μέχρι και την 31.12.1994. Τα αυξημένα ποσοστά αποσβέσεων, τα οποία είναι ακριβώς τα ίδια με αυτά που ορίζονται στο άρθρο 15 του Ν. 1262/82, διαφοροποιούνται ανάλογα με την περιοχή στην οποία πραγματοποιείται η επένδυση και τις βάρδιες εργασίας, ως ακολούθως.

α. Περιοχή Α
1. Επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν μια βάρδια, δε δικαιούνται αυξημένων αποσβέσεων.
2. Επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν δυο βάρδιες και εφόσον ο μέσος ετήσιος όρος του αριθμού των απασχολουμένων εργατών στη δεύτερη βάρδια ανέρχεται σε ποσό ίσο τουλάχιστον προς το ήμισυ (50%) αυτών που απασχολούνται στην πρώτη βάρδια, δικαιούνται αυξημένου ποσοστού αποσβέσεων 20%.
3. Επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν τρεις βάρδιες και με την προϋπόθεση ότι στην δεύτερη και τρίτη βάρδια, ο μέσος ετήσιος όρος του αριθμού των απασχολουμένων εργατών ανέρχεται σε ποσοστό τουλάχιστο τέσσερα πέμπτα (80%) αυτών που απασχολούνται στην πρώτη βάρδια, δικαιούνται αυξημένου ποσοστού αποσβέσεων 40%.

β. Περιοχή Β
Επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν μια βάρδια, δικαιούνται αυξημένου ποσοστού απόσβεσης 20%, ενώ στις περιπτώσεις που χρησιμοποιούν δύο ή τρεις βάρδιες και εφόσον πληρούν τις πιο πάνω προϋποθέσεις, σχετικά με τον αριθμό των απασχολουμένων εργατών, δικαιούνται αυξημένης απόσβεσης 40% ή 80% αντίστοιχα.

γ. Περιοχή Γ
Επιχειρήσεις που είναι εγκαταστημένες στην περιοχή αυτή και χρησιμοποιούν μια μόνο βάρδια, δικαιούνται αυξημένου ποσοστού αποσβέσεων 35%, ενώ στις περιπτώσεις που χρησιμοποιούν δυο ή τρεις βάρδιες και εφόσον πληρούν τις πιο πάνω προϋποθέσεις, σχετικά με τον αριθμό των απασχολουμένων εργατών, δικαιούνται αυξημένου ποσοστού απόσβεσης 70% ή 120% αντίστοιχα.

δ. Περιοχή Δ
Επιχειρήσεις που είναι εγκαταστημένες στην περιοχή αυτή και χρησιμοποιούν μία μόνο βάρδια, δικαιούνται αυξημένου ποσοστού αποσβέσεων 50%, ενώ στις περιπτώσεις που χρησιμοποιούν δύο ή τρεις βάρδιες και εφόσον πληρούν τις πιο πάνω προϋποθέσεις, σχετικά με τον αριθμό των απασχολουμένων εργατών, δικαιούνται αυξημένου ποσοστού απόσβεσης 100% ή 150% αντίστοιχα.

Τονίζεται ότι, κατά ρητή διάταξη του νόμου, για τις μεταλλευτικές και λατομικές επιχειρήσεις που είναι εγκαταστημένες στις περιοχές Α΄, Β΄ και Γ εφαρμόζονται τα πρόσθετα ποσοστά αποσβέσεων της Γ΄ περιοχής, ενώ για τις εγκαταστημένες στην περιοχή Δ΄ εφαρμόζονται τα πρόσθετα ποσοστά αποσβέσεων της Δ΄ περιοχής.

Επίσης, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 6 του άρθρου 9 του Ν. 1892/1990, οι εκδοτικές ή εκτυπωτικές επιχειρήσεις ημερήσιου Τύπου Αθηνών και Θεσσαλονίκης και οι επιχειρήσεις ημερησίων επαρχιακών εφημερίδων που πραγματοποιούν επενδύσεις στις περιοχές Α΄ και Β΄, δικαιούνται για τα πάγια αυτά στοιχεία των προσθέτων αποσβέσεων που ισχύουν για τη Γ΄ περιοχή.

Για τις ξενοδοχειακές επιχειρήσεις, τις επιχειρήσεις που εκμεταλλεύονται ιαματικές πηγές εκτός από τις βιομηχανικές καθώς και τα κατασκηνωτικά κέντρα CAMPINGS και τα κέντρα χειμερινού τουρισμού, οι συντελεστές των τακτικών αποσβέσεων που ισχύουν κάθε φορά επί των παγίων περιουσιακών στοιχείων και αποκτούν από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού μέχρι την 31.12.1994, προσαυξάνονται ανάλογα με την περιοχή στην οποία πραγματοποιείται η επένδυση ως εξής:

Οι ξενοδοχειακές επιχειρήσεις, τα κατασκηνωτικά κέντρα CAMPINGS καθώς και οι επιχειρήσεις εκμετάλλευσης ιαματικών πηγών (εκτός των βιομηχανικών) και τα κέντρα χειμερινού τουρισμού, που είναι εγκαταστημένες στην Α΄ περιοχή δεν δικαιούνται των αυξημένων ποσοστών αποσβέσεων, ενώ για τις εγκαταστημένες στην Β΄, Γ΄ και Δ΄ περιοχή, οι συντελεστές των τακτικών αποσβέσεων προσαυξάνονται σε ποσοστά 20%, 35% και 50% αντίστοιχα.

Επειδή τα πιο πάνω ποσοστά προσθέτων αποσβέσεων είναι τα ίδια με τα οριζόμενα στο άρθρο 15 του Ν. 1262/82 και περαιτέρω, επειδή, με βάση τις διατάξεις του άρθρου 12 του Ν. 1892/1990, οι επιχειρήσεις δικαιούνται να διενεργούν αφορολόγητες εκπτώσεις από τα κέρδη τους για τις παραγωγικές επενδύσεις του άρθρου 1 του ίδιου νόμου που πραγματοποιούν από 1 Ιουλίου 1990 και μετά, οι οποίες πρέπει να παρακολουθούνται διακεκριμένα από τα λοιπά πάγια στοιχεία, γίνεται δεκτό ότι οι πρόσθετες αποσβέσεις που θα διενεργούν οι επιχειρήσεις επί της αξίας των παγίων περιουσιακών στοιχείων που αποτελούν παραγωγική επένδυση σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 1 του Ν. 1892/1990 και που αποκτώνται από 1.7.1990 και μέχρι 31.12.1994, θα χαρακτηρίζονται ως πρόσθετες αποσβέσεις του Ν. 1892/1990.

Β. Τρόπος υπολογισμού πρόσθετων αποσβέσεων

1. Τα αυξημένα ποσοστά αποσβέσεων που προβλέπονται από τις διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρμόζονται μόνο στα πάγια περιουσιακά στοιχεία κυριότητας της επιχείρησης, τα οποία αποτελούν παραγωγικές επενδύσεις σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 του Ν. 1892/1990.
Κατά συνέπεια, τα πρόσθετα ποσοστά αποσβέσεων εφαρμόζονται στα κτίρια, μηχανήματα, μεταφορικά μέσα, εγκαταστάσεις κλπ που αποκτούν οι επιχειρήσεις από 1.7.1990 μέχρι 31.12.1994 και τα οποία αποτελούν παραγωγικές επενδύσεις σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού. Αντίθετα, τα πρόσθετα ποσοστά αποσβέσεων δεν εφαρμόζονται στα έπιπλα και σκεύη γραφείου, στα επιβατικά αυτοκίνητα μέχρι έξι θέσεων, στα μεταχειρισμένα μηχανήματα και μεταφορικά μέσα κλπ., που αποκτούν οι επιχειρήσεις από 1.7.90 μέχρι 31.12.1994, γιατί τα πάγια αυτά στοιχεία δεν αποτελούν παραγωγικές επενδύσεις, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού.

2. Με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 15 του Ν. 1892/1990 ορίζεται ότι, για την εφαρμογή των αυξημένων ποσοστών αποσβέσεων επί των παγίων περιουσιακών στοιχείων των επιχειρήσεων που υπάγονται στις διατάξεις του άρθρου 2 του νόμου αυτού, απαιτείται, προκειμένου για επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν τρεις βάρδιες, η απασχόληση στη δεύτερη και τρίτη βάρδια, κατά μέσο ετήσιο όρο, αριθμού εργατών, σε ποσοστό τουλάχιστον τέσσερα πέμπτα (80%) αυτών που απασχολούνται στην πρώτη βάρδια και ποσοστό ίσο τουλάχιστον προς το ήμισυ (50%) αυτών που απασχολούνται στην πρώτη βάρδια, προκειμένου για επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν δυο βάρδιες. Ως πρώτη βάρδια, για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 15 του Ν. 1892/1990, θεωρείται αυτή που καλύπτει τη χρονική διάρκεια απασχόλησης από ώρας 6 ή 7 έως 2 ή 3 μ.μ., ως δεύτερη αυτή που ακολουθεί και ως τρίτη βάρδια πάντοτε η νυκτερινή απασχόληση.

Όσοι εργάτες απασχολούνται στη δεύτερη και τρίτη βάρδια πρέπει να εργάζονται καθόλη τη διάρκεια αυτής και επομένως η τυχόν απασχόληση μερικών εργατών της πρώτης βάρδιας υπερωριακά, δε λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό του προβλεπόμενου από το νόμο ποσοστού στη δεύτερη και τρίτη βάρδια, καθόσον οι υπερωριακώς εργαζόμενοι δεν απασχολούνται καθόλη τη διάρκεια της δεύτερης βάρδιας.

Διευκρινίζεται ότι στην έννοια του όρου «εργάτης», προκειμένου να υπολογισθούν τα ποσοστά των απασχολουμένων εργατών σε κάθε βάρδια, θεωρείται ότι περιλαμβάνονται και οι τεχνικοί του εργοστασίου, καθώς και οι φύλακες αυτού, ενώ δεν περιλαμβάνεται το λοιπό υπαλληλικό προσωπικό του εργοστασίου.

Τονίζεται, ότι ο έλεγχος του απασχολούμενου αριθμού εργατοτεχνικών σε κάθε βάρδια, θα γίνεται βάσει των καταρτιζομένων από την επιχείρηση και θεωρουμένων από το υπουργείο Εργασίας (τομέας απασχόλησης) ή από τις κατά τόπους Επιθεωρήσεις Εργασίας καταστάσεων εβδομαδιαίων ωρών εργασίας του απασχολούμενου προσωπικού κατά βάρδια στην επιχείρηση.

Διευκρινίζεται ότι ο μέσος ετήσιος όρος του αριθμού απασχολουμένων στη δεύτερη και τρίτη βάρδια εργατών συγκρίνει προκειμένου να κριθεί αν υπάρχουν τα ποσοστά που καθορίζει ο νόμος, προς το μέσο ετήσιο όρο του αριθμού των απασχολουμένων εργατών στην πρώτη βάρδια της επιχείρησης, στην περίπτωση που αυτή δε διαθέτει αυτοτελείς εργοστασιακές μονάδες και ανεξάρτητα αν έχει ένα ή περισσότερους κλάδους εκμετάλλευσης. Στην περίπτωση αυτή οι πρόσθετες αποσβέσεις θα υπολογίζονται στα πάγια περιουσιακά στοιχεία της επιχείρησης που αποκτήθηκαν από 1.7.1990 μέχρι 31.12.1994 και τα οποία αποτελούν παραγωγικές επενδύσεις σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού. Αν όμως η επιχείρηση διαθέτει αυτοτελείς εργοστασιακές μονάδες και ανεξάρτητα αν έχει ένα ή περισσότερους κλάδους εκμετάλλευσης, ο μέσος ετήσιος όρος του αριθμού των απασχολουμένων στη δεύτερη και τρίτη βάρδια εργατών κάθε εργοστασιακής μονάδας θα συγκρίνεται προς το μέσο ετήσιο όρο του αριθμού των εργατών που απασχολούνται στην πρώτη βάρδια της αυτής εργοστασιακής μονάδας. Σ΄ αυτή την περίπτωση, όταν υπάρχει δεύτερη ή τρίτη βάρδια, τα αυξημένα ποσοστά αποσβέσεων θα υπολογίζονται στα πάγια περιουσιακά στοιχεία της εργοστασιακής μονάδας, για την οποία συντρέχουν οι προϋποθέσεις διενέργειας αυξημένων αποσβέσεων της δεύτερης ή τρίτης βάρδιας και τα οποία αποκτήθηκαν από 1.7.1990 μέχρι 31.12.1994 και αποτελούν παραγωγικές επενδύσεις σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού.

Όπως έχει γίνει δεκτό με τις αριθμ. Ε.9406/1824/1973 και Ε.12252/2842/1981 διαταγές μας, οι αυξημένες αποσβέσεις δεν αποτελούν στοιχείο του κόστους των επιχειρήσεων. Συνεπώς, η διενέργεια των αυξημένων ποσοστών αποσβέσεων, όπως άλλωστε αυτό προκύπτει και από το συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 15 του νόμου που κοινοποιείται και του άρθρου 8 του Ν.Δ. 1077/1971, δεν είναι υποχρεωτική για τις επιχειρήσεις, καθόσον αυτές δεν απεικονίζουν πραγματική φθορά των πάγιων περιουσιακών στοιχείων, αλλά αποτελούν φορολογικό κίνητρο.

Επομένως, αν η επιχείρηση σε μια διαχειριστική χρήση δεν κάνει χρήση των αυξημένων συντελεστών αποσβέσεων, ολικώς ή μερικώς, δε χάνει το δικαίωμα να ενεργήσει πρόσθετες αποσβέσεις στις επόμενες χρήσεις, όχι όμως σωρευτικά και για το ποσό των προσθέτων αποσβέσεων που δε διενήργησε σε μια διαχειριστική χρήση.

Γ. Τύχη προσθέτων αποσβέσεων του Ν. 1262/82

1. Σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγρ. 7 του άρθρου 23 του Ν. 1892/1990, για τις πρόσθετες αποσβέσεις και τις αφορολόγητες εκπτώσεις επενδύσεων, που έχουν υπαχθεί στις διατάξεις του Ν. 1262/82, εξακολουθεί να ισχύει το καθεστώς του νόμου αυτού για δαπάνες επενδύσεων που πραγματοποιούνται μέχρι 30.6.1990.

Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τις παραγωγικές επενδύσεις του άρθρου 1 του Ν. 1262/82, που πραγματοποίησαν οι επιχειρήσεις μέχρι 30 Ιουνίου 1990, ενεργούνται πρόσθετες αποσβέσεις του νόμου αυτού. Περαιτέρω, για τις πραγματοποιούμενες από 1.7.1990 επενδύσεις του άρθρου 1 του Ν. 1892/1990, θα ενεργούνται, όπως προαναφέρθηκε, πρόσθετες αποσβέσεις με βάση το νόμο αυτό. Επομένως, σε περίπτωση που η ίδια επιχείρηση πραγματοποίησε μέχρι 30.6.1990 παραγωγικές επενδύσεις του άρθρου 1 του Ν. 1262/82 και από 1.7.1990 πραγματοποιεί παραγωγικές επενδύσεις του άρθρου 1 του Ν. 1892/1990 θα ενεργεί πρόσθετες αποσβέσεις του Ν. 1262/82 για τις επενδύσεις του ίδιου νόμου που πραγματοποίησε μέχρι 30.6.1990 ενώ, για τις πραγματοποιούμενες από 1.7.90 επενδύσεις του Ν. 1892/1990, πρόσθετες αποσβέσεις του νόμου αυτού.

2. Με τις διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 15 του Ν. 1892/1990 ορίζεται ότι, οι δαπάνες κατασκευής και βελτίωσης κτιρίων και εγκαταστάσεων που θα χρησιμοποιηθούν για την αναψυχή και τη συνεστίαση των εργατών και υπαλλήλων των επιχειρήσεων, μπορούν να αποσβεσθούν εφάπαξ κατά τον πρώτο χρόνο της επένδυσης και ανεξάρτητα από την περιοχή που πραγματοποιούνται οι δαπάνες αυτές.
Ειδικότερα:

Οι δαπάνες που πραγματοποιούν οι επιχειρήσεις από την έναρξη ισχύος του Ν. 1892/1990 μέχρι και την 31-12-1994 είτε για την ανέγερση κτιρίων και την τοποθέτηση των απαραίτητων εγκαταστάσεων σ΄ αυτά, είτε για τη βελτίωση υπαρχόντων κτιρίων και εγκαταστάσεων που σκοπό έχουν να χρησιμοποιηθούν για την αναψυχή και συνεστίαση των εργατοϋπαλλήλων της επιχείρησης, αποσβένονται σε ποσοστό 100% μέσα στον πρώτο χρόνο που πραγματοποιείται η επένδυση και ανεξάρτητα από την περιοχή που πραγματοποιείται αυτή. Τονίζεται ότι, προκειμένου να αποσβεσθούν εφάπαξ οι δαπάνες για την κατασκευή και βελτίωση κτιρίων και εγκαταστάσεων, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η χρησιμοποίηση αυτών, αποκλειστικά και μόνο για τους σκοπούς που αναφέρει ρητά ο νόμος δηλ. για την αναψυχή και συνεστίαση του εργατοϋπαλληλικού προσωπικού της επιχείρησης.

Διευκρινίζεται ότι η διενέργεια εφάπαξ της απόσβεσης των δαπανών κατασκευής και βελτίωσης κτιρίων και εγκαταστάσεων δεν είναι υποχρεωτική για τις επιχειρήσεις, αλλά προαιρετική, καθόσον η με τον πιο πάνω τρόπο απόσβεση των δαπανών αυτών δεν αποτελεί πραγματική φθορά των παγίων περιουσιακών στοιχείων, αλλά αποτελεί φορολογικό κίνητρο. Επομένως, αν μια επιχείρηση δεν αποσβέσει εφάπαξ τις πιο πάνω δαπάνες κατά τον πρώτο χρόνο της επένδυσης, δεν στερείται του δικαιώματος να ενεργήσει αποσβέσεις στις δαπάνες αυτές στα επόμενα χρόνια, σύμφωνα με τις ισχύουσες κάθε φορά διατάξεις για τη διενέργεια αποσβέσεων.

3. Με τις διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 15 του Ν. 1892/1990 ορίζονται οι προϋποθέσεις με τις οποίες παρέχεται το δικαίωμα στις επιχειρήσεις να αποσβέσουν κατά ποσοστό100% ορισμένες δαπάνες κατά το πρώτο έτος της πραγματοποίησης αυτών.

Ειδικότερα:

Οι δαπάνες που πραγματοποιούν οι επιχειρήσεις για έργα τέχνης Ελλήνων καλλιτεχνών τα οποία φιλοτεχνούνται, κατασκευάζονται ή αγοράζονται μετά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού και τα οποία ενσωματώνονται ή τοποθετούνται στα κτίριά τους, μπορούν να αποσβεσθούν εφάπαξ μέσα στον πρώτο χρόνο που πραγματοποιήθηκε η επένδυση, με την απαραίτητη όμως προϋπόθεση ότι η αξία αυτών να μην είναι μεγαλύτερη από το 3% της συνολικής αξίας του κτιρίου μέσα στο οποίο ενσωματώνονται ή τοποθετούνται νόμιμα. Σε περίπτωση όμως που η αξία των έργων αυτών είναι μεγαλύτερη από το 3% της συνολικής αξίας του κτιρίου, το επιπλέον του 3% ποσό υπόκειται σε απόσβεση με τους συντελεστές των τακτικών αποσβέσεων που ισχύουν κάθε φορά.

Ως έργα τέχνης θεωρούνται οι πίνακες ζωγραφικής, οι ανάγλυφες παραστάσεις, τα αγάλματα, τα ψηφιδωτά, οι τοιχογραφίες κλπ. Τονίζεται ότι, κατά ρητή διάταξη του νόμου, δικαίωμα για τη διενέργεια των παραπάνω αποσβέσεων έχουν όλες οι επιχειρήσεις ανεξάρτητα από την περιοχή που είναι εγκαταστημένες.

Κατά συνέπεια, όλες οι επιχειρήσεις που είναι εγκαταστημένες στην Α΄, Β΄, Γ΄ και Δ΄ περιοχή, εφόσον πραγματοποιούν δαπάνες για την αγορά έργων τέχνης, έχουν δικαίωμα να αποσβέσουν αυτές εφάπαξ μέσα στον πρώτο χρόνο που πραγματοποιήθηκαν αυτές.

Διευκρινίζεται ότι, οι δαπάνες των επιχειρήσεων για τη φιλοτέχνηση, κατασκευή ή αγορά έργων τέχνης, οι οποίες μπορούν να αποσβε­σθούν με τον πιο πάνω τρόπο, αφορούν μόνο έργα τέχνης ελλήνων καλλιτεχνών και επομένως δεν παρέχεται δικαίωμα εφάπαξ απόσβεσης των δαπανών για έργα τέχνης ξένων καλλιτεχνών.

Τονίζεται ότι τα διάφορα έργα τέχνης που ενσωματώνονται μέσα στο κτίριο και για τα οποία οι δαπάνες απόκτησης αποσβέσθηκαν εφάπαξ κατά τον πρώτο χρόνο της επένδυσης δεν μπορούν να αφαιρεθούν πριν την παρέλευση δέκα χρόνων ή την κατεδάφιση του κτιρίου.

4. Με τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 13 του νόμου αυτού, ορίζεται ότι οι τακτικές και οι πρόσθετες αποσβέσεις που εκπίπτονται από τα ακαθάριστα έσοδα της επιχείρησης υπολογίζονται στην αξία κτήσης των παγίων περιουσιακών στοιχείων της επιχείρησης αφού αφαιρεθούν τα ποσά των επιχορηγήσεων που έλαβε η επιχείρηση, με βάση τις διατάξεις αυτού του νόμου, για την απόκτηση των παραπάνω πάγιων περιουσιακών στοιχείων. Επίσης σαν βάση για τον υπολογισμό των τακτικών και πρόσθετων αποσβέσεων θα χρησιμοποιείται η αξία κτήσης των πάγιων περιουσιακών στοιχείων αφού μειωθεί αυτή κατά τα ποσά των επιχορηγήσεων που έλαβε η επιχείρηση. Για το σκοπό αυτό, το ποσό των επιχορηγήσεων που λαβαίνεται κάθε χρόνο θα επιμερίζεται σε μέρη ανάλογα με την αξία που έχει κάθε ένα από τα πάγια περιουσιακά στοιχεία για τα οποία έλαβε την επιχορήγηση η επιχείρηση. Με το ποσό της επιχορήγησης που αναλογεί σε κάθε ένα πάγιο περιουσιακό στοιχείο το οποίο θα προκύψει από τον παραπάνω επιμερισμό, θα μειωθεί η αξία κτήσης κάθε πάγιου περιουσιακού στοιχείου που αναγράφεται στα βιβλία της επιχείρησης. Επί της αξίας αυτής, δηλαδή στην αξία του πάγιου περιουσιακού στοιχείου που θα προκύψει μετά την αφαίρεση του ποσού που λαβαίνεται ως επιχορήγηση από το Δημόσιο θα υπολογίζονται οι τακτικές και οι πρόσθετες αποσβέσεις από την επιχείρηση.

Αν η επιχορήγηση εισπράττεται σταδιακά σε περισσότερες της μιας διαχειριστικές χρήσεις, στο τέλος κάθε χρήσης η επιχείρηση θα υπολογίζει τις αποσβέσεις επί της αξίας κτήσεως της επένδυσης αφού αφαιρέσει το ποσό της επιχορήγησης που έχει ήδη εισπράξει αθροιστικά μέχρι το τέλος της χρήσης που διενεργεί τις αποσβέσεις. Οι συνολικές όμως αποσβέσεις που θα διενεργηθούν δεν μπορούν να υπερβούν το ύψος της πραγματοποιηθείσας επένδυσης μείον την εισπραχθείσα συνολική επιχορήγηση (Α. 13152/649/ 6.12.88 έγγραφό μας).

`Αρθρο 16
Φορολογική μεταχείριση των αυξημένων αποσβέσεων

Με τις διατάξεις του άρθρου αυτού ορίζεται ότι σε περίπτωση που τα βιβλία της επιχείρησης κριθούν ανειλικρινή, γίνεται εξωλογιστικός προσδιορισμός των καθαρών κερδών της χρήσης και οι πρόσθετες αποσβέσεις που διενεργήθηκαν μέσα στη χρήση αφαιρούνται, κατά παρέκκλιση των ισχυουσών διατάξεων φορολογίας εισοδήματος, από τα εξωλογιστικώς προσδιοριζόμενα καθαρά κέρδη, προκειμένου προσδιορισμού των φορολογητέων κερδών της χρήσης αυτής.

`Αρθρο 19
Αφορολόγητες εκπτώσεις για χρηματοδοτική μίσθωση εξοπλισμού

Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 του Ν. 1665/1986, με τη σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης η εταιρία leasing υποχρεούται να παραχωρεί έναντι μισθώματος τη χρήση κινητού πράγματος που προορίζεται για την επιχείρηση ή το επάγγελμα του αντισυμβαλλομένου της, παρέχοντάς του συγχρόνως το δικαίωμα είτε να αγοράσει το πράγμα είτε να ανανεώσει τη μίσθωση για ορισμένο χρόνο.

Περαιτέρω, με βάση τις διατάξεις της παραγρ. 9 του άρθρου 6 του Ν. 1665/1986, οι εταιρίες χρηματοδοτικής μίσθωσης (leasing) εδικαιούντο να ενεργούν αφορολόγητες εκπτώσεις του Ν. 1262/82, σε περίπτωση κατά την οποία η μισθώτρια επιχείρηση είχε το δικαίωμα αυτό αν είχε αγοράσει το πράγμα (επενδυτικό αγαθό) και είχε αποκτήσει την κυριότητά του.

Ήδη, με τις διατάξεις του άρθρου 19 του Ν. 1892/1990, το φορολογικό αυτό κίνητρο καταργείται και παρέχεται πλέον στη μισθώτρια επιχείρηση, η οποία προβαίνει σε επένδυση μέσω του θεσμού leasing.

Ειδικότερα, με τις διατάξεις της παραγρ. 1 του άρθρου αυτού προβλέπεται ότι οι διατάξεις των άρθρων 12, 13 και 14 του Ν. 1892/1990, σχετικά με την ενέργεια αφορολόγητων εκπτώσεων από τα κέρδη, καθώς και του άρθρου 22 του Ν. 1828/1989, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο 20 του Ν. 1892/1990, αναφορικά με το σχηματισμό ειδικού αφορολόγητου αποθεματικού επενδύσεων, εφαρμόζονται και επί της αξίας του εξοπλισμού που χρησιμοποιείται με χρηματοδοτική μίσθωση σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 1665/1986 στις εξής περιπτώσεις: α) όταν η διάρκεια της συναφθείσας σύμβασης χρηματοδοτικής μίσθωσης είναι άνω των δέκα ετών και β) όταν η σύμβαση έχει διάρκεια μικρότερη των δέκα ετών, αλλά ορίζεται σε αυτή, ότι μετά τη λήξη της, η κυριότητα των μισθίων περιέρχεται στο μισθωτή - επενδυτή. Επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με την παράγρ. 1 του άρθρου 3 του Ν. 1665/1986, η διάρκεια της χρηματοδοτικής μίσθωσης δεν μπορεί να είναι μικρότερη της τριετίας.

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι μια επιχείρηση δικαιούται να ενεργεί αφορολόγητες εκπτώσεις από τα κέρδη της για παραγωγικές επενδύσεις στις οποίες προβαίνει από 1 Ιουλίου 1990 έως 31 Δεκεμβρίου 1994, μέσω του θεσμού LEASING, εφόσον συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις: .

α) Η επιχείρηση να είναι από τις αναφερόμενες στο άρθρο 2 του Ν. 1892/1990.

β) Το μίσθιο, σε περίπτωση που αγοραζόταν, να αποτελούσε παραγωγική επένδυση σύμφωνα με το άρθρο 1 του Ν. 1892/1990 ή του άρθρου 9 του ίδιου νόμου για τις οποίες παρέχεται το δικαίωμα ενέργειας αφορολογήτων εκπτώσεων (επενδύσεις προστασίας περιβάλλοντος, εργαστηρίων έρευνας κ.λπ.).

γ) Η επένδυση μέσω χρηματοδοτικής μίσθωσης να πραγματοποιείται σε περιοχή για την οποία η μισθώτρια επιχείρηση θα δικαιούτο να ενεργήσει αφορολόγητες εκπτώσεις σε περίπτωση που αποκτούσε την πλήρη κυριότητα του μισθίου.

δ) Η διάρκεια της χρηματοδοτικής μίσθωσης είναι μεγαλύτερη των 10 ετών χωρίς να εξετάζεται, αν μετά τη λήξη αυτής, η κυριότητα του μισθίου περιέρχεται ή όχι στη μισθώτρια επιχείρηση (επενδυτής).

ε) Η διάρκεια της χρηματοδοτικής μίσθωσης είναι μικρότερη των 10 ετών, αλλά με την προϋπόθεση ότι μετά τη λήξη της μίσθωσης, ο μισθούμενος εξοπλισμός θα περιέρχεται στην κυριότητα της μισθώτριας (επενδύτριας) επιχείρησης, πράγμα που πρέπει να αναφέρεται στην καταρτιζόμενη σύμβαση leasing. Αν, μετά τη λήξη της σύμβασης, η κυριότητα του εξοπλισμού δεν περιέλθει, για οποιοδήποτε λόγο, στον επενδυτή, θα έχουν εφαρμογή, σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της παραγρ. 1 του άρθρου αυτού, οι διατάξεις της περ. α της παρ. 1 του άρθρου 14 του Ν. 1892/1990, δηλαδή η σχηματισθείσα ήδη αφορολόγητη έκπτωση θα υπαχθεί σε φορολογία.

Επίσης, προκύπτει ότι οι επενδύσεις μέσω leasing μπορούν να καλύψουν το ειδικό αφορολόγητο αποθεματικό επενδύσεων που δικαιούνται να σχηματίσουν οι αναφερόμενες στο άρθρο 2 του Ν. 1892/1990 επιχειρήσεις από τα αδιανέμητα κέρδη των χρήσεων 1990 ως 1993 καθόσον, κατά ρητή διατύπωση του νόμου, επί της αξίας του εξοπλισμού που χρησιμοποιείται με χρηματοδοτική μίσθωση εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 22 του Ν. 1828/1989, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με τις διατάξεις του άρθρου 20 του Ν. 1892/1990.

Προκειμένου για τον υπολογισμό της αφορολόγητης έκπτωσης βάσει των διατάξεων του άρθρου 12 του Ν. 1892/1990, ως αξία του εξοπλισμού που χρησιμοποιείται με χρηματοδοτική μίσθωση θα λαμβάνεται η αξία του μισθίου που αναγράφεται στο εκδοθέν τιμολόγιο πωλήσεως του προμηθευτή της εταιρίας leasing.

Επίσης, η ίδια αξία θα λαμβάνεται υπόψη και για την κάλυψη του σχηματιζόμενου, με βάση το άρθρο 22 του Ν. 1828/1989, ειδικού αφορολόγητου αποθεματικού επενδύσεων.

Τονίζεται ότι η δυνατότητα ενέργειας αφορολόγητης έκπτωσης για την αξία επενδύσεων που πραγματοποιούνται με τη μέθοδο leasing, καθώς και της κάλυψης του ειδικού αφορολόγητου αποθεματικού επενδύσεων με επενδύσεις της ίδιας μορφής παρέχεται στις υπαγόμενες επιχειρήσεις επί πλέον του δικαιώματος που έχουν αυτές να εκπίπτουν κάθε χρόνο από τα ακαθάριστα έσοδά τους, ως γενικά έξοδα, τα μισθώματα που καταβάλουν στις εταιρίες του Ν. 1665/1986.

Για την καλύτερη κατανόηση των ανωτέρω παρατίθεται το εξής παράδειγμα:

Παράδειγμα
Έστω ότι ανώνυμη βιομηχανική εταιρία, εγκατεστημένη στην Πάτρα, προβαίνει μέσα στο έτος 1991 σε επενδύσεις καινούργιων μηχανημάτων, κάνοντας χρήση των διατάξεων του Ν. 1665/1986. Από τα στοιχεία της συναφθείσας με την εταιρία leasing σύμβασης χρηματοδοτικής μίσθωσης προκύπτει ως «αξία μισθίου» 100.000.000 δρχ. διάρκεια μίσθωσης 4 έτη, ετήσιο καταβαλλόμενο μίσθωμα 35.000.000 δρχ. και ότι μετά τη λήξη της μίσθωσης η μισθώτρια εταιρία θα αγοράσει τα μισθούμενα μηχανήματα.

Από την εταιρία θα δηλωθούν με την αρχική δήλωση φορολογίας εισοδήματος οικον. έτος 1992 (διαχ. χρήση 1991) καθαρά κέρδη 52.000.000 δρχ. και από τα κέρδη αυτά η εταιρία σχημάτισε τακτικό αποθεματικό 1.500.000 δρχ. και μοίρασε μέρισμα 8.000.000 δρχ. και αμοιβές στα μέλη του Δ.Σ. 3.000.000 δρχ.

Επειδή η ως άνω εταιρία είναι βιομηχανική επιχείρηση προβαίνει σε επένδυση, στην περιοχή Β του άρθρου 3 του Ν. 1892/1990 με βάση τις διατάξεις του Ν. 1665/1986, δικαιούται, με βάση τις διατάξεις του άρθρου 19 του Ν. 1892/1990, να ενεργήσει αφορολόγητες εκπτώσεις από τα κέρδη της για την αξία του μισθωθέντος μηχανήματος, κατά τα οριζόμενα το άρθρο 12 του Ν. 1892/1990.

Έτσι λοιπόν έχουμε:

Α) Καθαρά κέρδη δηλωθέντα 52.000.000 δρχ.
Μείον τακτικό αποθεματικό 1.500.000
Μείον διανεμηθέν μέρισμα 8.000.000
Μείον αμοιβές μελών Δ.Σ. 3.000.000. Σύνολο δρχ. 12.500.000
Υπόλοιπο (μη διανεμόμενα κέρδη χρήσης 1991 στα οποία θα υπολογισθεί η αφορολόγητη έκπτωση) 39.500.000.

Β) Αξία επένδυσης που αναγνωρίζεται για έκπτωση (100.000.000 Χ 60%) 60.000.000.

Γ) Αφορολόγητο αποθεματικό επενδύσεων Ν. 1892/1990 χρήσης 1991 (39.500.000 Χ 60%) 23.700.000.
Υπόλοιπο αξίας επενδύσεων χρήσης 1991 για έκπτωση από τα κέρδη των αμέσως επομένων χρήσεων (60.000.000 - 23.700.000) = 36.300.000 δρχ.
Λογιστική εμφάνιση - Αποδεικτικά στοιχεία

Σύμφωνα με την 1025990/26509/10127/ ΠΟΛ. 1060/91 κοινή απόφαση των υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών οι επιχειρήσεις με βιβλία και στοιχεία τρίτης κατηγορίας του ΚΦΣ, που πραγματοποιούν παραγωγικές επενδύσεις βάσει χρηματοδοτικής μίσθωσης, υποχρεούνται να τηρήσουν στο θεωρημένο βιβλίο επενδύσεων, (η τήρηση του οποίου προβλέπεται από την ίδια απόφαση), ξεχωριστό λογαριασμό για κάθε μίσθιο, στον τίτλο του οποίου θα αναγράφεται η ένδειξη «leasing» και θα ακολουθεί το είδος του μισθίου (π.χ. «leasing, μηχάνημα...»).

Ο πιο πάνω εξωλογιστικά τηρούμενος λογαριασμός θα χρεώνεται με την αξία του μισθίου που αναγράφεται στο τιμολόγιο πωλήσεως που εξέδωσε ο προμηθευτής προς την εταιρία leasing και θα πιστώνεται με την αφορολόγητη έκπτωση που ενεργεί κάθε φορά η επιχείρηση, υπολογιζόμενη στα κέρδη των βιβλίων και στις δηλούμενες με την αρχική δήλωση λογιστικές διαφορές. Επίσης, ο λογαριασμός αυτός θα πιστώνεται και με την αξία του μίσθιου που αναγράφεται στο τιμολόγιο πωλήσεως του προμηθευτή της εταιρίας leasing, όταν μετά τη λήξη της σύμβασης χρηματοδοτικής μίσθωσης, διάρκειας μέχρι 10 έτη, η επιχείρηση δεν αποκτά, όπως έχει υποχρέωση, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, την πλήρη κυριότητα του μισθίου.

Κατά τα λοιπά, ισχύουν τα αναφερθέντα στο άρθρο 13 της παρούσης.

Οι επιχειρήσεις που τηρούν βιβλία Α ή Β κατηγορίας του ΚΦΣ, υποχρεούνται, σύμφωνα με την 1025990/26509/10127/ ΠΟΛ. 1060/91 κοινή απόφαση των υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, να ενημερώνουν, κατά χρονολογική σειρά, το λογαριασμό «Επενδύσεις του Ν. 1892/1990» που τηρείται στο θεωρημένο βιβλίο επενδύσεων, (η τήρηση του οποίου προβλέπεται από την ίδια απόφαση), ανεξάρτητα αν αγοράζουν ή μισθώνουν με χρηματοδοτική μίσθωση του Ν. 1665/1986 τα επενδυτικά αγαθά. Σε περίπτωση που η επένδυση πραγματοποιείται με χρηματοδοτική μίσθωση, ο ανωτέρω λογαριασμός θα χρεώνεται, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην απόφαση, με την αξία του μισθίου που αναγράφεται στο τιμολόγιο πωλήσεως που έχει εκδώσει ο Προμηθευτής προς την εταιρία leasing και θα πιστώνεται με την αξία του μισθίου σε περίπτωση που η επιχείρηση μετά τη λήξη της χρηματοδοτικής μίσθωσης διάρκειας μικρότερης των 10 ετών δεν αποκτά την κυριότητα αυτού.

Περαιτέρω, με βάση την ίδια απόφαση, οι επιχειρήσεις που τηρούν βιβλία Α ή Β κατηγορίας του ΚΦΣ, θα τηρούν στο πιο πάνω βιβλίο Επενδύσεων ιδιαίτερο λογαριασμό για κάθε πάγιο στοιχείο που μισθώνουν, όπως και για τα επενδυτικά αγαθά για τα οποία αποκτούν αμέσως την πλήρη κυριότητα. Στον τίτλο του λογαριασμού αυτού θα υπάρχει η ένδειξη leasing και το είδος του μισθίου και θα χρεώνεται με την αξία που αναγράφεται στο τιμολόγιο πωλήσεως που εξέδωσε ο Προμηθευτής προς την Εταιρία leasing, από την οποία στη συνέχεια η επιχείρηση μίσθωσε το επενδυτικό αγαθό. Ο λογαριασμός αυτός θα πιστώνεται με τη σχηματιζόμενη κάθε φορά αφορολόγητη έκπτωση, καθώς και με την προαναφερθείσα αξία μετά τη λήξη της χρηματοδοτικής μίσθωσης, η μισθώτρια (επενδυτική) επιχείρηση δεν αποκτά την κυριότητα αυτού, σε περίπτωση βέβαια που η μίσθωση είχε διάρκεια μικρότερη των 10 ετών.

Με την πιο πάνω απόφαση καθορίζονται και τα δικαιολογητικά, που πρέπει να έχουν οι επιχειρήσεις, ανεξάρτητα από την κατηγορία των τηρουμένων βιβλίων, για να αναγνωρισθεί η επένδυση που πραγματοποίησαν μέσω του θεσμού leasing και τα οποία είναι τα εξής:

α) Επικυρωμένο αντίγραφο της συναφθείσας χρηματοδοτικής μίσθωσης μετά των συνημμένων σε αυτή παραρτημάτων.

β) Πιστοποιητικό του Πρωτοδικείου σχετικά με την κατάθεση και καταχώρηση στα μητρώα του, της συναφθείσας σύμβασης χρηματοδοτικής μίσθωσης. Σημειώνεται ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 4 του Ν. 1665/1986 η κατάθεση των συμβάσεων χρηματοδοτικής μίσθωσης και η καταχώρηση στα μητρώα του Πρωτοδικείου είναι υποχρεωτική.

γ) Αντίγραφο του τιμολογίου πωλήσεως που εξέδωσε ο προμηθευτής προς την εταιρία leasing από την οποία στη συνέχεια μίσθωσε η επενδύτρια επιχείρηση το επενδυτικό αγαθό. Το αντίγραφο πρέπει να είναι επικυρωμένο από την εταιρία leasing. Επισημαίνεται η σπουδαιότητα του στοιχείου αυτού, αφού η αναγραφόμενη στο τιμολόγιο αξία αποτελεί για τη μισθώτρια επιχείρηση την αξία επένδυσης, ποσοστό της οποίας δικαιούται να εκπέσει από τα κέρδη της. Επίσης, με την αξία αυτή θα ενημερώνονται, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, οι εξωλογιστικοί λογαριασμοί του θεωρημένου βιβλίου επενδύσεων.

δ) Βεβαίωση της επιχείρησης από την οποία προμηθεύτηκε η εταιρία leasing στο εκμισθωθέν, στη συνέχεια, επενδυτικό αγαθό, στην οποία θα βεβαιώνεται ότι αυτό ήταν καινούργιο κατά το χρόνο πώλησής του προς την εταιρία leasing.

Αν η πραγματοποιηθείσα επένδυση έγινε με χρηματοδοτική μίσθωση του Ν. 1665/1986 η επιχείρηση θα αναφέρει αυτό στην αίτηση ελέγχου της επένδυσης που υποχρεούται να υποβάλει στην αρμόδια για τη φορολογία της Δ.Ο.Υ. μέσα σε 4 μήνες από τη λήξη της διαχειριστικής χρήσης εντός της οποίας ολοκληρώθηκε η επένδυση.

Επίσης, στη συνημμένη στην αίτηση κατάσταση θα αναγράφει εκτός των άλλων στοιχείων που αναφέρθηκαν πιο πάνω, τον αριθμό της συναφθείσας σύμβασης.

Άρθρο 23

Μεταβατικές διατάξεις

1. Με τις διατάξεις της παραγρ. 2 του άρθρου αυτού ρυθμίζεται η τύχη των αιτήσεων που είχαν υποβληθεί μέχρι του χρόνου έναρξης του Ν. 1892/1990, προκειμένου να υπαχθούν οι επενδύσεις στο καθεστώς των κρατικών επιχορηγήσεων του ισχύοντος τότε Ν. 1262/82.

Σύμφωνα λοιπόν με την παράγραφο αυτή, οι επενδυτές που είχαν υποβάλλει την πιο πάνω αίτηση μετά την 31η Δεκεμβρίου 1989, εδικαιούντο να υποβάλουν, μέχρι 31 Οκτωβρίου 1990, νέα αίτηση προκειμένου να υπαχθεί η επένδυσή τους στο καθεστώς των κρατικών επιχορηγήσεων του Ν. 1892/1990. Την αίτηση αυτή εδικαιούντο να υποβάλουν και οι επενδυτές που είχαν μεν υποβάλει μέχρι 31.12.1989 αίτηση υπαγωγής στο καθεστώς των κρατικών επιχορηγήσεων του Ν. 1262/82 αλλά δεν είχαν πραγματοποιήσει μέχρι 25.6.1990 τουλάχιστον το 30% της αξίας της επένδυσης. Επίσης, το πιο πάνω δικαίωμα χορηγήθηκε και στους επενδυτές που είχαν υποβάλει μέχρι 31.12.1989 την αίτηση υπαγωγής της επένδυσης στο καθεστώς των κρατικών επιχορηγήσεων του Ν. 1262/82 και είχαν μεν πραγματοποιήσει μέχρι 25.6.90 το 30% του συνολικού κόστους της επένδυσης, αλλά δεν υπέβαλαν εμπρόθεσμα (μέχρι 30 Αυγούστου 1990) την προβλεπόμενη, από την παράγραφο αυτή, υπεύθυνη δήλωση με σκοπό να υπαχθεί η πραγματοποιούμενη επένδυση στις διατάξεις του νόμου αυτού, αλλά με βάση τα παρεχόμενα από το Ν. 1262/82, ποσοστά επιχορήγησης.

2. Με την παράγραφο 3 του άρθρου αυτού ορίζεται ότι αν για τις επενδύσεις που αναφέρθηκαν στην προηγούμενη παράγραφο δεν υποβλήθηκαν εκ νέου οι προβλεπόμενες αιτήσεις, μπορούσαν αυτές να υπαχθούν στο καθεστώς των αφορολογήτων εκπτώσεων των άρθρων 12, 13 και 14 του Ν. 1892/1990.

Για το σκοπό όμως αυτό, προβλέπεται, από το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου αυτής, ότι οι επενδυτές έπρεπε να υποβάλουν, μέχρι 31 Οκτωβρίου 1990, δήλωση στο ΥΠΕΘΟ με την οποία θα παραιτούντο από την αίτηση υπαγωγής των επενδύσεων στα κίνητρα επιχορήγησης και επιδότησης του Ν. 1892/1990.

Στη συνέχεια, προβλέπεται ότι η αρμόδια υπηρεσία υποχρεούται να εκδόσει σχετική βεβαίωση, αναφορικά με την ημερομηνία υποβολής της αίτησης υπαγωγής της επένδυσης στις διατάξεις του Ν. 1262/82 και για τα λοιπά αναγκαία στοιχεία αυτής, προκειμένου να την υποβάλει ο επενδυτής στην αρμόδια για τη φορολογία του Δ.Ο.Υ., το αργότερο μέχρι τη λήξη της διαχειριστικής χρήσης, κατά την οποία αρχίζει ο σχηματισμός του αποθεματικού της αφορολόγητης έκπτωσης. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι αν για τις αναφερόμενες στην παράγραφο 2 του άρθρου 23 επενδύσεις, δεν κατατεθεί εμπροθέσμως στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. η πιο πάνω βεβαίωση του ΥΠΕΘΟ από την επενδύτρια επιχείρηση, τότε αυτή δεν δικαιούται να σχηματίσει αφορολόγητες εκπτώσεις σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 1892/1990, αλλά στην περίπτωση αυτή οι μεν δαπάνες επενδύσεων που πραγματοποιήθηκαν μέχρι 30.6.90 θα υπαχθούν στις αφορολόγητες εκπτώσεις του Ν. 1262/82 με τα προβλεπόμενα στο νόμο αυτό ποσοστά έκπτωσης, ενώ οι δαπάνες επενδύσεων που θα γίνουν μετά την 1.7.1990 θα υπαχθούν στις αφορολόγητες εκπτώσεις του Ν. 1892/1990.

3. Με τις διατάξεις της παραγρ. 7 του άρθρου αυτού ορίζεται ότι για τις αφορολόγητες εκπτώσεις επενδύσεων, που έχουν υπαχθεί στις διατάξεις του Ν. 1262/82, εξακολουθεί να ισχύει το καθεστώς του νόμου αυτού για δαπάνες επενδύσεων που πραγματοποιήθηκαν μέχρι 30.6.1990.

4. Με τις διατάξεις της παραγρ. 10 ορίζεται ότι από την έναρξη εφαρμογής του Ν. 1892/1990, όπου σε διατάξεις άλλων νόμων γίνεται αναφορά σε διατάξεις του Ν. 1262/82, νοούνται οι αντίστοιχες διατάξεις του Ν. 1892/1990.
Από τις διατάξεις της παραγράφου αυτής προκύπτει ότι οι προβλεπόμενοι από τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 10 του Ν.Δ. 3843/1958 μειωμένοι συντελεστές φορολογίας αδιανεμήτων κερδών για τις ημεδαπές ανώνυμες εταιρίες που υπήγοντο στο καθεστώς των κρατικών επιχορηγήσεων ή αφορολογήτων εκπτώσεων του Ν. 1262/82, θα έχουν εφαρμογή και γι΄ αυτές που υπάγονται, για τις επενδύσεις που πραγματοποιούν, στο καθεστώς των κρατικών επιχορηγήσεων ή αφορολογήτων εκπτώσεων του Ν. 1892/1990.

Κατά συνέπεια, τα αδιανέμητα κέρδη των ημεδαπών βιομηχανικών, βιοτεχνικών, μεταλλευτικών ή λατομικών ανωνύμων εταιριών που υπάγονται για τις επενδύσεις που πραγματοποιούν, ύψους άνω των 50.000.000 δρχ. στο καθεστώς των κρατικών επιχορηγήσεων ή αφορολογήτων εκπτώσεων του Ν. 1892/1990, θα φορολογούνται με συντελεστή 35%, ενώ των λοιπών ανωνύμων εταιριών (ξενοδοχειακών κλπ) που υπάγονται για επενδύσεις άνω των 50.000.000 δρχ. στα ανωτέρω καθεστώτα του Ν. 1892/1990, με συντελεστή 40%.

Περαιτέρω, οι επιχειρήσεις που σχημάτισαν, με βάση την Ε.2665/1988 κοινή απόφαση των υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών ή το άρθρο 22 του Ν. 1828/1989, ειδικό αφορολόγητο αποθεματικό επενδύσεων από τα αδιανέμητα κέρδη των χρήσεων 1987, 1988, 1989, θα καλύψουν αυτό, από 31 Ιουλίου 1990 και μετά με επενδύσεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 του Ν. 1892/1990. Το ίδιο ισχύει και για τις εμπορικές επιχειρήσεις που σχημάτισαν, σύμφωνα με την παραγρ. 4 της 1055503/1989 κοινής απόφασης των υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, ειδικό αφορολόγητο αποθεματικό επενδύσεων από τα αδιανέμητα κέρδη της χρήσης 1989 (οικονομικό έτος 1990), με σκοπό να καλύψουν αυτό με επενδύσεις στο μεταποιητικό τομέα, καθώς επίσης και με τις επιχειρήσεις, οι οποίες αναπροσάρμοσαν, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 1731/1987, την αξία του μηχανολογικού εξοπλισμού των και οι οποίες, υποχρεούνται να καλύψουν την προκύψασα από την αναπροσαρμογή υπεραξία με επενδύσεις που αναφέρονται στο άρθρο 10 του ίδιου νόμου ή επενδύσεις του άρθρου 1 του Ν. 1262/82, εντός τετραετίας από το χρόνο της αναπροσαρμογής.

Στο σημείο αυτό εφιστάται η προσοχή τόσο των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων όσο και των φοροτεχνικών οργάνων για την ορθή εφαρμογή των ανωτέρω στο έτος 1990 καθόσον, ορισμένες επενδύσεις, (όπως για παράδειγμα η αγορά προγραμμάτων SOFΤWARE, επενδύσεις μέσω του θεσμού leasing κ.λπ.), λαμβάνονται υπόψη για την κάλυψη των πιο πάνω αποθεματικών, μόνον, εφόσον πραγματοποιήθηκαν από 31 Ιουλίου 1990 και μετά.

5. Με τις διατάξεις της παραγρ. 13 του άρθρου αυτού ορίζεται ότι από την έναρξη ισχύος του Ν. 1892/1990 και με την επιφύλαξη της παραγρ. 1 του άρθρου αυτού, καταργούνται οι διατάξεις του Ν. 1262/82, εκτός των διατάξεων των άρθρων 18, 21 έως και 29Α και των διατάξεων του άρθρου 3, σχετικά με τη διαίρεση της Επικράτειας σε περιοχές, όπως αυτές συμπληρώθηκαν με το άρθρο 3 του Ν. 1892/1990.

Ρυθμίσεις αρμοδιότητας υπουργείου Οικονομικών

Άρθρο 101

Με τις διατάξεις του άρθρου 3 του Ν. 876/1979 δόθηκε η δυνατότητα στις ανώνυμες εταιρίες των οποίων οι μετοχές είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο να κεφαλαιοποιούν τα αφορολόγητα αποθεματικά που έχουν σχηματίσει, με εξαίρεση αυτά του άρθρου 16 του Α.Ν. 942/1949 (από τα πραγματοποιηθέντα κέρδη μέχρι 31.12.1970 για την κάλυψη μελλοντικών ζημιών) και της παρ. 4 του άρθρου 10 του Α.Ν. 146/1967 (προερχόμενα από πώληση χρεωγράφων σε τιμή ανώτερη της τιμής κτήσεως, με το οποίο σκοπείται ο συμψηφισμός ζημιών που ενδεχόμενα θα προκύψουν στο μέλλον από πώληση χρεωγράφων), με την προϋπόθεση ότι θα γίνεται ισόποση πραγματική αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου και θα φορολογούντο (τα κεφαλαιοποιούμενα αποθεματικά) με πάγιο συντελεστή 10% χωρίς καμία άλλη επιβάρυνση υπέρ του Δημοσίου ή οποιουδήποτε τρίτου. Ήδη, με τις διατάξεις των παραγρ. 1 έως και 6 του άρθρου αυτού, τα πιο πάνω τροποποιούνται, καταργουμένων παράλληλα των διατάξεων του άρθρου 3 του Ν. 876/1979.

Ειδικότερα:

1. Με τις διατάξεις της παραγράφου 1 προβλέπεται ότι ανώνυμες εταιρίες των οποίων οι μετοχές είναι εισηγμένες το Χρηματιστήριο μπορούν να προβούν σε κεφαλαιοποίηση, ολικά ή μερικά των πιο πάνω αποθεματικών, δηλαδή των αφορολογήτων κρατήσεων για νέες εγκαταστάσεις του Ν. 3213/1955, του άρθρου 12 του Ν.Δ. 2901/1954 καθώς και των αφορολογήτων εκπτώσεων του Ν.Δ. 4002/1959, του Α.Ν. 147/ 1967, του Ν.Δ. 1078/1971, του Ν.Δ. 1313/1972, του Ν.Δ. 331/1974, του Ν. 289/1976, του Ν. 849/1978, του Ν. 1116/1981, του Ν. 1262/82 και Ν. 1892/1990), με εξαίρεση τα αποθεματικά του άρθρου 18 του Α.Ν. 942/1949 και της παραγρ. 4 του άρθρου 10 του Α.Ν. 148/1967, αλλά χωρίς την ισόποση αύξηση του κεφαλαίου σε μετρητά από τους μετόχους.
Κατά την κεφαλαιοποίηση των αποθεματικών εκδίδονται ίσης αξίας μετοχές, που διανέμονται κατ΄ αναλογία στους δικαιούχους μετόχους. Σε περίπτωση που οι νέες μετοχές διανεμηθούν όχι ανάλογα με τον αριθμό των μετοχών που έχει κάθε παλαιός μέτοχος στην κατοχή του, τότε η αξία των μετοχών που θα πάρουν επιπλέον θα φορολογηθεί στο όνομα του μετόχου, κατά τις διατάξεις περί φορολογίας εισοδήματος φυσικών ή νομικών προσώπων.
Τονίζεται ότι το πιο πάνω δικαίωμα κεφαλαιοποίησης αφορολόγητων αποθεματικών έχουν και οι ανώνυμες εταιρίες των οποίων οι μετοχές είναι εισηγμένες στην παράλληλα αγορά του Χρηματιστηρίου Αθηνών.

2. Με τις διατάξεις της παραγρ. 2 προβλέπεται ότι τα κεφαλαιοποιούμενα αποθεματικά φορολογούνται με συντελεστή 5%, έναντι 10% που προβλέπετο από το άρθρο 3 του Ν. 876/1979, χωρίς καμία άλλη επιβάρυνση (φόρος συγκέντρωσης κεφαλαίου κ.λ.π.).
Ο οφειλόμενος φόρος αποδίδεται στο Δημόσιο με δήλωση, που υποβάλλεται μέσα σε ένα μήνα από τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της εγκριτικής απόφασης του υπουργού Εμπορίου, σχετικά με την αύξηση, και καταβάλλεται σε τέσσερις (4) ίσες τριμηνιαίες δόσεις, από τις οποίες η πρώτη με την υποβολή της εμπρόθεσμης δήλωσης. Τυχόν υποβολή της δήλωσης χωρίς την ταυτόχρονη καταβολή της πρώτης δόσεως θεωρείται απαράδεκτη και δεν παράγει κανένα έννομο αποτέλεσμα. Αν ο οφειλόμενος φόρος καταβληθεί εφάπαξ με την υποβολή της δήλωσης, δεν παρέχεται η έκπτωση του 10%. Σε περίπτωση μη υποβολής της ανωτέρω δηλώσεως, ή υποβολής ανακριβούς ή εκπρόθεσμης, επιβάλλονται, σύμφωνα με την παράγραφο 5 του άρθρου αυτού, οι προβλεπόμενες, από το άρθρο 16 του Ν.Δ. 3848/1958 και 67 του Ν.Δ. 3323/1955, κυρώσεις και πρόστιμα.
Κατά ρητή διατύπωση του τελευταίου εδαφίου της παραγρ. 2, ο φόρος, που καταβάλλεται από την ανώνυμη εταιρία για τα κεφαλαιοποιούμενα αποθεματικά, βαρύνει την ίδια και δεν εκπίπτεται από τα ακαθάριστα έσοδα προκειμένου για τον προσδιορισμό των φορολογητέων καθαρών κερδών της, καθόσον ο φόρος αυτός, όπως και ο φόρος εισοδήματος, δεν αποτελεί δαπάνη της επιχείρησης. Επίσης, προβλέπεται ότι ο φόρος αυτός δεν συμψηφίζεται με τον οφειλόμενο φόρο εισοδήματος από την εταιρία ή από τους μετόχους αυτής.

3. Με τις διατάξεις της παραγρ. 3 ορίζεται ότι με την καταβολή του πιο πάνω φόρου εξαντλείται η υποχρέωση από το φόρο εισοδήματος της εταιρίας καθώς και των μετόχων αυτής για το ποσό των κεφαλαιοποιηθέντων αποθεματικών και κατά συνέπεια δεν δικαιούνται τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα να συμπεριλάβουν στη δήλωση φορολογίας εισοδήματός τους το ποσό των κεφαλαιοποιηθέντων αποθεματικών που αναλογεί σε κάθε ένα από αυτά και το οποίο φορολογήθηκε κατά τα οριζόμενα στην προηγούμενη παράγραφο.

4. Ειδικά για την ανώνυμη εταιρία σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγρ. 4 του ανωτέρω άρθρου, η φορολογική υποχρέωση αυτής θεωρείται εξαντληθείσα, εφόσον η εταιρία δεν θα διαλυθεί, ή το μετοχικό της κεφάλαιο δεν θα μειωθεί προς το σκοπό επιστροφής αυτού στους μετόχους, πριν από την πάροδο δέκα (10) ετών από της κεφαλαιοποιήσεως των αποθεματικών.

Σε περίπτωση που η ανώνυμη εταιρία ήθελε διαλυθεί πριν από την πάροδο δέκα (10) ετών ή ήθελε μειώσει, κατά το αυτό χρονικό διάστημα, το μετοχικό της κεφάλαιο, προς το σκοπό της επιστροφής των αποθεματικών στους μετόχους, τα κεφαλαιοποιηθέντα αποθεματικά δεν θεωρούνται ως μετοχικό κεφάλαιο που έχει καταβληθεί και θα φορολογηθούν με τις ισχύουσες κάθε φορά διατάξεις περί φορολογίας εισοδήματος κατά το χρόνο της διαλύσεως ή της μειώσεως του μετοχικού κεφαλαίου από τον οφειλόμενο στην περίπτωση αυτή φόρο, εκπίπτεται, ο φόρος που καταβλήθηκε με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 101 του Ν. 1892/1990.

Κατ΄ εξαίρεση, τα ανωτέρω δεν εφαρμόζονται αν η εταιρία διαλυθεί με σκοπό τη συγχώνευσή της με άλλη επιχείρηση (οποιασδήποτε μορφής) και ίδρυση νέας ανώνυμης εταιρίας ή σε περίπτωση εξαγοράς ή απορρόφηση της από άλλη ανώνυμη εταιρία.

5. Με τις διατάξεις της παραγρ. 5 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι, οι διατάξεις του άρθρου 16 του Ν.Δ. 3843/1958 και του Ν. 4125/1960 όπως αυτές ισχύουν, σχετικά με τα δικαιώματα του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ., τη διοικητική επίλυση της διαφοράς, την άσκηση προσφυγής, έφεσης κλπ, ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων, τη βεβαίωση ποσοστού του αμφισβητούμενου φόρου σε περίπτωση άσκησης προσφυγής, την παραγραφή του δικαιώματος του δημοσίου κ.λπ. εφαρμόζονται ανάλογα και επί του οφειλόμενου φόρου για τα πιο πάνω κεφαλαιοποιούμενα αποθεματικά.

6. Σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου αυτού από την έναρξη ισχύος του παρόντος άρθρου καταργούνται οι διατάξεις του άρθρου 3 του Ν. 876/1979. Επομένως, για τις κεφαλαιοποιήσεις αφορολογήτων αποθεματικών στις οποίες θα προβούν από 31.7.1990 (Ημερομηνία δημοσίευσης του Ν. 1892/1990) και μετά οι ανώνυμες εταιρίες, των οποίων οι μετοχές είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο, θα έχουν εφαρμογή οι πιο πάνω διατάξεις των παραγρ. 1, 2, 3, 4 και 5 του άρθρου 101 του Ν. 1892/1990.

7. Με βάση τις διατάξεις του άρθρου 13 του Ν. 1473/1984 οι ανώνυμες εταιρίες των οποίων οι μετοχές ΔΕΝ είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο και οι εταιρίες περιορισμένης ευθύνης μπορούν να κεφαλαιοποιούν ολικά ή μερικά τα αφορολόγητα αποθεματικά που έχουν σχηματίσει με διάφορους αναπτυξιακούς νόμους (Ν. 3213/1955, Ν.Δ. 2901/1954, Ν.Δ. 4002/1959, Α.Ν. 147/1967, Ν.Δ. 1078/1971, Ν.Δ. 1313/1972, Ν.Δ. 331/1974, Ν. 289/1976, Ν. 849/1978, Ν. 1116/1981, Ν. 1262/82 κλπ.) με εξαίρεση τα αποθεμα­τικά του άρθρου 18 του Α.Ν. 942/1949 και της παρ. 4 του άρθρου 10 του Α.Ν. 148/1967, με την προϋπόθεση όμως ότι θα προβούν σε ισόποση πραγματική (με την καταβολή μετρητών) αύξηση του κεφαλαίου τους. Για τα κεφαλαιοποιούμενα αποθεματικά προεβλέπετο η καταβολή φόρου 20% επί της αξίας των, χωρίς καμία άλλη επιβάρυνση.

Ήδη, με τις διατάξεις της παραγράφου 7 του άρθρου αυτού ο ανωτέρω οφειλόμενος φόρος μειώνεται σε 10%. Ο μειωμένος αυτός συντελεστής φορολογίας εφαρμόζεται για τις κεφαλαιοποιήσεις αποθεματικών που γίνονται από την ημερομηνία δημοσίευσης του Ν. 1892/1990 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ήτοι από 31.7.1990 και μετά.

Κατά τα λοιπά (ισόποση πραγματική αύξηση του κεφαλαίου, έκδοση μετοχών, εταιρικών μεριδίων, υποβολή δήλωσης, απόδοση φόρου κλπ.) εξακολουθούν να ισχύουν οι οδηγίες που έχουν παρασχεθεί με την αριθ. Ε. 1290/ΠΟΛ. 19/1985 ερμηνευτική εγκύκλιο του Ν. 1473/1984.

8. Όπως είναι γνωστό, οι επιχειρήσεις που τηρούν πλήρη λογιστικά βιβλία αναπροσάρ­μοσαν στο παρελθόν την αξία των ακινήτων τους με βάση τον Α.Ν. 148/1967, Ν. 542/1977, 1249/1983 και την Ε. 2665/ΠΟΛ. 72/1988 κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, η οποία κυρώθηκε με το Ν. 1839/1989.

Κατ΄ εφαρμογή των ανωτέρω νόμων, λόγω κεφαλαιοποίησης της προκύψασας υπεραξίας, οι ανώνυμες εταιρίες - μέτοχοι ή μέλη των εται­ριών, των οποίων η αξία των ακινήτων αναπρο­σαρμόσθηκε, έλαβαν νέες μετοχές ή από την α­νταλλαγή των παλαιών μετοχών ισάριθμες νέες μετοχές μεγαλύτερης ονομαστικής αξίας, ή νέα εταιρικά μερίδια κλπ., κατά περίπτωση, πιστώ­σει ενός αποθεματικού, το οποίο και εξακολου­θεί να εμφανίζεται μέχρι σήμερα στους ισολογι­σμούς τους, καθόσον τούτο θα φορολογείτο σε περίπτωση διανομής ή κεφαλαιοποίησής τους (εγκ. 27/1977, 12/1983 κτλ).

Ήδη με τις διατάξεις της παραγρ. 8 του άρ­θρου αυτού, παρέχεται το δικαίωμα στις ανωτέ­ρω ανώνυμες εταιρίες - μετόχους ή μέλη να κεφαλαιοποιήσουν το πιο πάνω εμφανιζόμενο στα βιβλία τους αποθεματικό χωρίς να υπαχθούν σε φορολογία.

Εξάλλου, κατ΄ εφαρμογή των διατάξεων του Ν.Δ. 1297/1972, επί συγχωνεύσεως επιχειρή­σεων σε ανώνυμη εταιρία, καθώς και επί αποσπάσεως κλάδου από λειτουργούσα επιχείρηση και εισφοράς αυτού σε νεοϊδρυόμενη ή λει­τουργούσα ανώνυμη εταιρία, η προκύπτουσα, κατά το χρόνο της συγχώνευσης ή εισφοράς, υπεραξία των παγίων στοιχείων δεν υπόκειται, σύμφωνα με το άρθρο 2 του ανωτέρω νομοθε­τήματος, σε φορολογία κατά το χρόνο της συγ­χώνευσης ή της εισφοράς του κλάδου, όπως θα έπρεπε αλλά κατά το χρόνο διάλυσης της ε­ταιρίας που προέρχεται από τη συγχώνευση ή αυτής που απορρόφησε τον κλάδο.

Αποτέλεσμα των ανωτέρω είναι η ανώνυμη ε­ταιρία που συμμετέχει στην συγχωνευόμενη ή στην εισφέρουσα στον κλάδο εταιρία να εμ­φανίζει, μετά τη συγχώνευση ή εισφορά, κάθε λογαριασμό αποθεματικού την υπεραξία των μετοχών που λαμβάνει από τη συνιστώμενη και­νούργια ανώνυμη εταιρία ή από αυτή που α­πορρόφησε τον κλάδο, το οποίο, σε περίπτωση διανομής ή κεφαλοποίησής του φορολογείται κατά τις διατάξεις του άρθρου 26 του Ν.Δ. 3323/1955.

Ήδη με τις διατάξεις της παρ. 8 παρέχεται η δυνατότητα κεφαλαιοποίησης του αποθεματικού αυτού χωρίς να οφείλεται φόρος εισοδήματος.

Η κεφαλαιοποίηση όλων των ανωτέρω αποθε­ματικών πρέπει να γίνεται, κατά ρητή επιταγή του νόμου, μόνο με την έκδοση νέων μετοχών και όχι με την αύξηση της ονομαστικής αξίας των υφισταμένων μετοχών. Οι νέες μετοχές πρέπει να διανεμηθούν κατ΄ αναλογία στους δι­καιούχους μετόχους, διαφορετικά η αξία των μετοχών που θα πάρει επιπλέον κάποιος μέτο­χος θα φορολογηθεί στο όνομά του, σύμφωνα με τις διατάξεις φορολογίας εισοδήματος φυσι­κών ή νομικών προσώπων, κατά περίπτωση.

Για τα κεφαλαιοποιούμενα αποθεματικά της παραγράφου αυτής ισχύουν, σύμφωνα με την παρ. 9 του άρθρου 101, τα αναφερόμενα στις παραγράφους 4 και 5 του ίδιου άρθρου (101) και κατά συνέπεια, αν η ανώνυμη εταιρία διαλυ­θεί ή μειώσει το μετοχικό της κεφάλαιο με σκο­πό την επιστροφή των αποθεματικών στους με­τόχους πριν από την παρέλευση 10ετίας από το χρόνο κεφαλαιοποίησης, οφείλεται για τα κεφαλαιοποιηθέντα αποθεματικά φόρος μερισμάτων και σχετικά με τη βεβαίωση οφειλόμενου φό­ρου, τη διοικητική επίλυση της διαφοράς, την άσκηση προσφυγής κλπ. θα εφαρμόζονται τα ο­ριζόμενα στο άρθρο 16 του Ν.Δ. 3843/1958 και Ν. 4125/1960.

9. Με τις διατάξεις της παραγρ. 10 του άρ­θρου αυτού ορίζεται ότι ως βιομηχανικές επιχει­ρήσεις θεωρούνται και οι επιχειρήσεις έκδοσης εφημερίδων και περιοδικών, των οποίων η στοι­χειοθεσία, φωτοστοιχειοθεσία και εκτύπωση γί­νεται σε εγκαταστάσεις τρίτων και όχι σε δικές τους. Κατά συνέπεια, οι ανωτέρω επιχειρήσεις που λειτουργούν με τη μορφή της ανώνυμης ε­ταιρίας θα φορολογούνται, για τα μη διανεμό­μενα κέρδη τους, με το μειωμένο συντελεστή (40%) που προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 10 του Ν.Δ. 3843/1955. Ο μειωμένος αυτός συντελεστής φορολογίας θα αρχίσει να εφαρμόζεται, κατά το τελευταίο εδάφιο της πα­ραγράφου 10, για τα κέρδη που προκύπτουν από ισολογισμούς που κλείνουν μετά την 30-12-1990, δηλαδή του οικον. έτους 1991 και εντεύθεν.

Άρθρο 102
Ειδικές δαπάνες χωρίς δικαιολογητικά

1. Με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου αυτού, αντικαταστάθηκε το άρθρο 12 του Ν. 1473/1984, σχετικά με τις ειδικές δαπάνες των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων και των γραφείων γενικού τουρισμού, η ισχύς των οποίων είχε πα­ραταθεί μέχρι 31.12.1990 με βάση την παρ. 5 του άρθρου 29 του Ν. 1828/1989.

Οι ξενοδοχειακές επιχειρήσεις στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και τα κατασκηνωτικά κέ­ντρα (CAMPINGS), καθώς και τα γραφεία γενι­κού τουρισμού του Ν. 393/1976 εδικαιούντο, με βάση το άρθρο 12 του Ν. 1473/1984, να εκ­πίπτουν από τα ακαθάριστα έσοδά τους, για την κάλυψη εξόδων προβολής και διαφήμισης ποσό χωρίς δικαιολογητικά, υπολογιζόμενο σε 1% στα έσοδα των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων από αλλοδαπούς πελάτες και 1% στο δραχ­μοποιούμενο, από τα γραφεία γενικού τουρι­σμού, συνάλλαγμα, αντίστοιχα

Πέραν της εκπτώσεως αυτής εδικαιούντο να διαθέτουν, για τους ίδιους λόγους και ποσό χωρίς δικαιολογητικά που υπολογίζεται πάλι σε 1% επί των εσόδων από αλλοδαπούς πελάτες και επί του δραχμοποιούμενου συναλλάγματος, χωρίς όμως το ποσό αυτό να αναγνωρίζεται προς έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα προκειμένου για τον προσδιορισμό των φορολογητέων καθαρών κερδών.

Με τις νέες διατάξεις αυξήθηκε το εκπιπτόμενο από τα ακαθάριστα έσοδα ποσό χωρίς δικαιολογητικά, υπολογιζόμενο σε 2% επί των ακαθαρίστων εσόδων των προερχομένων από αλλοδαπούς πελάτες, προκειμένου για τις ξενοδοχειακές επιχειρήσεις και επιχειρήσεις CAMPING και επί του δραχμοποιούμενου συναλλάγματος προκειμένου για τα γραφεία γενικού τουρισμού του Ν. 393/1976. Παράλληλα όμως καταργείται η δυνατότητα διάθεσης από τις επιχειρήσεις αυτές του ποσού χωρίς δικαιολογητικά, του οποίου η έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα δεν αναγνωρίζετο φορολογικά.

Τα ανωτέρω, κατά ρητή διατύπωση του νόμου, εφαρμόζονται για δαπάνες που πραγματοποιούνται από 1ης Ιανουαρίου 1990 μέχρι και 31 Δεκεμβρίου 1991.

Κατά τα λοιπά (λαμβανόμενα ακαθάριστα έσοδα για τον υπολογισμό του ποσοστού 2% μεταφορά ή συμψηφισμό της ζημίας των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων και γραφείων γενικού τουρισμού που προκύπτει μετά τη διενέργεια της έκπτωσης του ποσού χωρίς δικαιολογητικά κλπ), δεν επέρχεται καμία διαφοροποίηση έναντι αυτών που ίσχυαν με τις αντικατασταθείσες διατάξεις και κατά συνέπεια εξακολουθούν να έχουν εφαρμογή οι οδηγίες που δόθηκαν με την Ε. 1290/ΠΟΛ. 19/1985 ερμηνευτική εγκύκλιο του Ν. 1473/1984.

2. Με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου αυτού προστίθεται υποπερίπτωση εε στην παρ. 1 του άρθρου 35 του Ν.Δ. 3323/1955, με βάση την οποία, προκειμένου για τον προσδιορισμό των φορολογητέων καθαρών κερδών των επιχειρήσεων ραδιοφωνίας και τηλεόρασης, εκπίπτεται από τα ακαθάριστα έσοδά τους ποσό για την κάλυψη δαπανών, για τις οποίες λόγω της φύσεώς των, δεν είναι δυνατή η λήψη αποδεικτικών στοιχείων. Το εκπιπτόμενο αυτό ποσό ορίζεται σε 3% επί των ακαθαρίστων εσόδων από διαφημίσεις και μόνο.

Την ανωτέρω δυνατότητα έχουν όλες οι επιχειρήσεις ραδιοφωνίας και τηλεόρασης ανεξάρτητα από το φορέα αυτών, ήτοι δημόσιες, δημοτικές ή κοινοτικές, ιδιωτικές και τη νομική μορφή με την οποία λειτουργούν.

Επειδή στις διατάξεις της διαλαμβανόμενης παραγράφου δεν ορίζεται ειδικότερα χρόνος έναρξης ισχύος αυτής και στο άρθρο 121 του Ν. 1892/90 ορίζεται ότι η ισχύς των διατάξεων του νόμου, εφόσον από αυτές δεν ορίζεται διαφορετικά, αρχίζει από την δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, προκύπτει ότι οι νέες διατάξεις της υποπερίπτωσης εε της παρ. 1 του άρθρου 35 του Ν.Δ. 3323/1955 αφορούν στα ποσά που διαθέτουν οι επιχειρήσεις ραδιοφωνίας τηλεόρασης από 31.7.1990 και μετά, για την κάλυψη ειδικών δαπανών για τις οποίες αδυνατούν να λάβουν αποδεικτικά στοιχεία. Κατά συνέπεια για τον προσδιορισμό των καθαρών κερδών της διαχειριστικής χρήσης 1990 οι ανωτέρω επιχειρήσεις θα εκπέσουν από τα ακαθάριστα έσοδά τους ποσοστό 3% που θα υπολογισθεί στα ακαθάριστά έσοδά τους από διαφημίσεις που θα πραγματοποιήσουν από 31.7.90 μέχρι 31.12.1990.

3. Σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγρ. 3 του άρθρου 35 του Ν.Δ. 3323/1955 στους εξαγωγείς κάθε είδους προϊόντων αναγνωρίζεται χωρίς δικαιολογητικά έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα για την αντιμετώπιση ειδικών δαπανών εξαγωγών που υπολογίζεται σε ποσοστό 1% στα ακαθάριστα έσοδα που προέρχονται από εξαγωγές. Εξαιρετικά για τις κάθε είδους εξαγωγές προϊόντων που πραγματοποιούνται από 1.1.1987 μέχρι 31.12.1991, η ανωτέρω έκπτωση υπολογίζεται με την ακόλουθη κλίμακα: Σε ακαθάριστα έσοδα μέχρι 1 δισεκατομμύριο, ποσοστό έκπτωσης 3%, σε ακαθάριστα έσοδα από 1 δισεκατομμύριο μέχρι 3 δισεκατομμύρια, ποσοστό έκπτωσης 2% και σε ακαθάριστα έσοδα άνω των 3 δισεκατομμυρίων, ποσοστό έκπτωσης 1 %.

Ήδη, με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου αυτού, προστίθεται εδάφιο στην παραγρ. 3 του άρθρου 35 του Ν.Δ. 3323/1955, με βάση το οποίο το ανωτέρω δικαίωμα παρέχεται πλέον και στις επιχειρήσεις που παρέχουν υπηρεσίες στην αλλοδαπή με βάση τα πιο πάνω ποσοστά που υπολογίζονται μόνο στα έσοδα που προέρχονται από παρεχόμενες υπηρεσίες στην αλλοδαπή. Περαιτέρω με τις διατάξεις της παραγρ. 4 του άρθρου 102 του Ν. 1892/1990, ορίζεται ότι τα ανωτέρω ποσά έκπτωσης χωρίς δικαιολογητικά εφαρμόζονται για υπηρεσίες που παρέχονται στην αλλοδαπή από 1ης Ιανουαρίου 1990 μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1991. Κατά συνέπεια, οι επιχειρήσεις που παρέχουν υπηρεσίες στην αλλοδαπή δικαιούνται στις διαχειριστικές χρήσεις 1.1.1990 μέχρι 31.12.1990 και από 1.1.1991 μέχρι 31.12.1991 να εκπέσουν από τα ακαθάριστα έσοδα των χρήσεων αυτών ειδικές δαπάνες χωρίς δικαιολογητικά, που θα υπολογισθούν με βάση την προαναφερθείσα κλίμακα.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Δεν θέλετε να συμπληρώνετε το κείμενο αυτό σε κάθε αναζήτηση σας; Αρκεί απλά να γραφτείτε δωρεάν στο Forin.gr πατώντας εδώ ή να συνδεθείτε με τον λογαριασμό σας.

Δεν υπάρχουν σχόλια! Πρόσθεσε το σχόλιο σου τώρα!