Το εμπορικό σήμα ως προαπαιτούμενο της άσκησης εμπορικής δραστηριότητας
Νίκου Η. Βούτσα
Δικηγόρου-Οικονομολόγου
πρ.μέλος Δ.Σ. Κοινοτικού Γραφείου Σημάτων (O.H.I.M.)
Το επιχειρηματικό περιβάλλον της χώρας μας, στο οποίο καλείται να επιβιώσει κατ’ αρχήν, αλλά και να διακριθεί στη συνέχεια ο νέος επιχειρηματίας ήταν και είναι ένα δύσκολο περιβάλλον όπου λειτουργεί ο σκληρός ανταγωνισμός όχι πάντοτε καθαρός, αλλά συνήθως στρεβλός με όλα τα συμπτώματα που ακολουθούν και των οποίων όλοι έχουμε κοινή εμπειρία.
Συνήθως λοιπόν, ο νέος επιχειρηματίας δίνει όλες του τις δυνάμεις για να οργανωθεί με εμπορικά, οικονομικά κριτήρια, ώστε να ανταπεξέλθει στις ιδιαιτερότητες του επιχειρηματικού στίβου και να επιτύχει εμπορικά. Η επιβίωσή του και στη συνέχεια η επιτυχία του όμως έχει άμεση σχέση με την ταυτότητα του προϊόντος ή της υπηρεσίας που παρέχει. Δηλαδή, με άλλα λόγια το προϊόν ή η υπηρεσία μπορεί να είναι άριστο, αλλά αν δεν έχει επωνυμία ή αλλιώς ταυτότητα δεν είναι αναγνωρίσιμο στην αγορά και επομένως δεν «πουλάει».
Κατά συνέπεια της ανωτέρω πρακτικής, ο επιχειρηματίας ενδιαφέρεται αποκλειστικά να επιτύχει εμπορικά και να έχει μεγάλο πελατολόγιο στην αγορά, αγνοώντας το γεγονός ότι μια τέτοια επιτυχία μπορεί να προκαλέσει την επιθυμία κάποιων στην αγορά να του «κλέψουν» την επιτυχία του αυτή προς όφελός τους, με αποτέλεσμα να μην έχει ανάλογο αντίκρισμα ο κόπος και η προσπάθεια που έχει καταβάλλει. Αυτό είναι πιθανό να συμβεί όταν, δεν έχει φροντίσει στο ξεκίνημα της επιχειρηματικής του προσπάθειας να εξασφαλίσει την αποκλειστικότητα της ταυτότητας του προϊόντος ή της υπηρεσίας που πρόκειται να παρέχει. Γιατί αν δεν το πράξει αυτό, η ταυτότητα του προϊόντος ή της υπηρεσίας του θα κριθεί στα αρμόδια δικαστήρια, ως απλό διακριτικό γνώρισμα που πρέπει να αποδειχθεί, με αμφίβολα αποτελέσματα και με πιθανή συνέπεια να κυκλοφορεί στην αγορά προϊόν ή υπηρεσία χωρίς ταυτότητα.
Είναι λοιπόν σκόπιμο, έως προαπαιτούμενο, της έναρξης της επιχειρηματικής δραστηριότητας να διασφαλιστεί η αποκλειστικότητα της ταυτότητας του προϊόντος ή υπηρεσίας που θα αποτελεί αντικείμενο αυτής της δραστηριότητας, μέσα από την θεσμοθετημένη διαδικασία κατοχύρωσης του επιλεγέντος λογότυπου ως εμπορικού σήματος (trade mark).
Η διαδικασία αυτή της καταχώρισης, η οποία προβλέπεται στον νόμο 4072/2012 (όπως και στον προγενέστερο νόμο 2239/1994), προβλέπει την κατάθεση δήλωσης στην Γενική Γραμματεία Εμπορίου του Υπουργείου Ανάπτυξης, που περιλαμβάνει το λογότυπο που επιθυμεί κάποιος να κατοχυρώσει ως σήμα και κατάλογο των προϊόντων ή υπηρεσιών τα οποία πρόκειται να διακρίνει το σήμα, ταξινομημένα κατά κλάση ( σύμφωνα με την ταξινόμηση της Διεθνούς Σύμβασης της Νίκαιας). Η δήλωση αυτή υπόκειται σε εξέταση από αρμόδιο υπάλληλο της Γενικής Γραμματείας, ο οποίος και εκδίδει σχετική απόφαση. Κατά της απόφασης αυτής μπορεί να ασκηθεί ανακοπή, η οποία εκδικάζεται από τη Διοικητική Επιτροπή Σημάτων. Το σήμα που γίνεται τελικά δεκτό σημειώνεται στο μητρώο σημάτων με τη λέξη «καταχωρίσθηκε» και θεωρείται ότι ισχύει αναδρομικά από την ημέρα υποβολής της δήλωσης στην Γενική Γραμματεία Εμπορίου. Το σήμα πλέον, το οποίο αποτελεί αδιαμφισβήτητη ταυτότητα του προϊόντος ή υπηρεσίας της επιχείρησης-δικαιούχου, ισχύει για χρονικό διάστημα δέκα ετών (υπόκειται σε ανανεώσεις ανά δεκαετία), ισχύει έναντι πάντων, με την βαρύτητα της πιστοποίησης ενός αρμόδιου δημόσιου φορέα και με την ασφάλεια που παρέχει στο δικαιούχο επιχειρηματία για να συνεχίσει την επιχειρηματική του δραστηριότητα.
Το σήμα αποτελεί αυτόνομο περιουσιακό αγαθό, με αποτέλεσμα το δικαίωμα στο σήμα να μεταβιβάζεται εν ζωή ή αιτία θανάτου, για το σύνολο ή μέρος των προϊόντων ή υπηρεσιών για τα οποία έχει καταχωρισθεί, ανεξάρτητα από τη μεταβίβαση της επιχείρησης. Επίσης επιτρέπεται η παραχώρηση αποκλειστικής ή μη χρήσης του εθνικού ή διεθνούς σήματος με ισχύ στην Ελλάδα, κατόπιν έγγραφης συμφωνίας των ενδιαφερομένων μερών.
Εκτός του εθνικού σήματος, το οποίο αναφέραμε παραπάνω, υπάρχει η δυνατότητα για τον επιχειρηματία που ενδιαφέρεται να δραστηριοποιηθεί διεθνώς, η κατοχύρωση σήματός του σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) ή και σε άλλες χώρες εκτός αυτής. Σε επίπεδο Ε.Ε., υπάρχει σύμφωνα με την Κοινοτική νομοθεσία, το Κοινοτικό Σήμα (CTM) το οποίο διαχειρίζεται το Κοινοτικό Γραφείο Σημάτων (Ο.H.I.M.) που εδρεύει στο Alicante της Ισπανίας. Η αίτηση για Κοινοτικό Σήμα κατατίθεται, σύμφωνα με διαδικασία που προβλέπει Κανονισμός της Ε.Ε., στο ανωτέρω γραφείο (αναγραφή λογότυπου και κλάσεων προϊόντων ή υπηρεσιών που ενδιαφέρουν) και η καταχώρηση του σήματος γίνεται με μια μοναδική ενιαία διαδικασία και με ταυτόχρονη ισχύ στα 28 κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Τέλος, η κατοχύρωση του σήματος σε χώρες εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, γίνεται με τη διαδικασία του διεθνούς σήματος, για κάθε ένα κράτος χωριστά στα γραφεία του διεθνούς οργανισμού WIPO.
Συμπερασματικά θα τονίζαμε ότι, η αναβάθμιση του διακριτικού γνωρίσματος προϊόντος ή υπηρεσίας μιας επιχείρησης σε εμπορικό σήμα, με τη διαδικασία της καταχώρησης που προαναφέραμε, δημιουργεί αίσθηση ασφάλειας στον επιχειρηματία σχετικά με το αντικείμενο της επιχείρησής του και τη μοναδικότητα της ταυτότητάς του, αλλά αποτελεί ταυτόχρονα και μια άριστη επένδυση λόγω του ότι το εμπορικό σήμα αποτελεί περιουσιακό στοιχείο το οποίο μεταβιβάζεται (πωλείται) ή παραχωρείται η χρήση του έναντι ανταλλάγματος και του οποίου η αξία είναι ευθέως ανάλογη της εμπορικής επιτυχίας και θέσης του προϊόντος ή υπηρεσίας στην αγορά ή ακόμα και της φήμης που αποκτά με την κατάκτηση όλο και μεγαλύτερων επιχειρηματικών στόχων.
Δεν υπάρχουν σχόλια! Πρόσθεσε το σχόλιο σου τώρα!