ΠΟΛ. 1063/1990 Κοινοποίηση ορισμένων άρθρων του Ν.1882-1990 -Μέτρα για την περιστολή της φοροδιαφυγής, διαρρυθμίσεις στην άμεση και έμμεση φορολογία και άλλες διατάξεις-
1024409/1298/ΠΟΛ. 1063/1990 Κοινοποίηση ορισμένων άρθρων του Ν.1882/1990
Κοινοποιούμε κατωτέρω τις διατάξεις των άρθρων 19,20,21,22,23.40,41 και 52 του Ν. 1882/1990 "Μέτρα για την περιστολή της φοροδιαφυγής, διαρρυθμίσεις στην άμεση και έμμεση φορολογία και άλλες διατάξεις", που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ 43 Α/23.3.1990) και παρέχουμε τις ακόλουθες οδηγίες για την ορθή και ομοιόμορφη εφαρμογή τους:
Άρθρο 19
Ρυθμίσεις στα τέλη χαρτοσήμου και στον οδικό φόρο τραπεζικών
Παράγραφοι 1 και 2.
Με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού αντικαθίστανται οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 15α του Π.Δ. της 28.7.1931 (Κώδικα Χαρτοσήμου).
Mε τις νέες διατάξεις καθιερώνονται 12 νέα κλιμάκια ενσήμων εντύπων συναλλαγματικών και γραμματίων σε διαταγή, σε αντικατάσταση αυτών που κυκλοφορούν από τα έτη 1975 και 1979, η χρήση των οποίων θα είναι υποχρεωτική από την έναρξη ισχύος των διατάξεων αυτών, που θα ορισθεί, όμως, με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, αφού προηγουμένως κατασκευασθούν τα νέα έντυπο. Με την ίδια απόφαση θα ορισθεί ο τύπος και το περιεχόμενο των νέων εντύπων, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων, Επομένως, μεχρι να ορισθεί με υπουργική απόφαση η ημερομηνία έναρξης κυκλοφορίας των νέων εντύπων θα χρησιμοποιούνται τα ήδη κυκλοφορούντα έντυπα.
Παράγραφος 3.
Με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου αυτού καταργείται το πάγιο τέλος χαρτοσήμου (20 δραχμών), που επιβάλλεται σύμφωνα με τη διάταξη της περίπτωσης α` της παραγράφου 1 του άρθρου 17 του Κώδικα Χαρτοσήμου, στις αιτήσεις ή αναφορές φυσικών ή νομικών προσώπων. Η κατάργηση αυτή δεν καταλαμβάνει τέλη χαρτοσήμου, nou επιβάλλονται σε αιτήσεις ή αναφορές βάσει άλλων διατάξεων, οι οποίες θα εξακολουθούν να υποβάλλονται σε τέλη χαρτοσήμου.
Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, όσες αιτήσεις ή αναφορές υπάγονταν στο τέλος χαρτοσήμου, που προέβλεπε η διάταξη της περίπτωσης α` της παραγράφου 1 του άρθρου 17 του Κώδικα Χαρτοσήμου (20 δραχμών), θα υποβάλλονται στις δημόσιες και άλλες αρχές από την έναρξη ισχύος των διατάξεων αυτών (8.4.1990) χωρίς τέλος χαρτοσήμου. Αντίθετα, όσες αιτήσεις ή αναφορές υπάγονται σε τέλος χαρτοσήμου, βάσει άλλων διατάξεων (του Κώδικα Χαρτοσήμου ή άλλων νομοθετημάτων), θσ εξακολουθούν να υπάγονται στο πάγιο τέλος χαρτοσήμου, που προβλέπεται από τις διατάξεις αυτές, προσαυξημένο κατά 150%, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 5 του άρθρου αυτού, περί της οποίας αναφερόμαστε παρακάτω.
Έτσι, από 8.4.1990 οι αιτήσεις ή αναφορές, στις οποίες επιβαλλόταν τέλος χαρτοσήμου, βάσει της διάταξης της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 17 του Κώδικα Χαρτοσήμου (20 δραχμών), θα υποβάλλονται χωρίς τέλος χαρτοσήμου, τόσο για το πρώτο φύλλο, όσο και για τα τυχόν κατά συνέχεια φύλλα τους. Αντίθετα, θα επιβάλλεται τέλος χαρτοσήμου για όσες αιτήσεις ή αναφορές το τέλος ορίζεται από άλλες διατάξεις.
Κατωτέρω αναφέρουμε ενδεικτικά περιπτώσεις αιτήσεων, το τέλος των οποίων δεν καταργείται, αλλά διατηρείται προσαυξανόμενο, όμως, κατά 150%.
Τέτοιες αιτήσεις είναι:
α) Οι αναφερόμενες στο άρθρο 25 ταυ Κώδικα Χαρτοσήμου π.χ.:
- αιτήσεις ενώπιον του Προέδρου Πρωτοδικών περί αμφισβητήσεων ως προς τη δικαιοδοσία ή την αρμοδιότητα προς συνδιαλλαγή.
- αιτήσεις έκδοσης διαταγής πληρωμής ή διαταγής αποδόσεως της χρήσης μισθίου,
- αιτήσεις περί ασφαλιστικών μέτρων,
- αιτήσεις περί κηρύξεως σε κατάσταση πτώχευσης ή δήλωσης περί παύσεως των πληρωμών,
- αιτήσεις εξαίρεσης,
- αιτήσεις ακύρωσης, αναίρεσης ή αναστολής στο Συμβούλιο της Επικρατείας,
- αιτήσεις αναθεώρησης πράξης στο Ελεγκτικό Συνέδριο
β) Οι αναφερόμενες στο άρθρο 26 του Κώδικα Χαρτοσήμου:
- αιτήσεις, που υποβάλλονται σε έμμισθο ή άμισθο φύλακα υποθηκών ή μεταγραφών προς ενέργεια κάθε από το νόμο ανατεθειμένης σ` αυτόν πράξης.
γ) Οι αναφερόμενες στο άρθρο 28 του Κώδικα Χαρτοσήμου (ποινικής διαδικασίας).
Παράγραφος 4.
Με τις διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου αυτού αυξάνεται από 20, σε 100 δρχ, (απά 8.4.1990) το πάγιο τέλος χαρτοσήμου, που προβλέπεται από τη διάταξη της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 17 του Κώδικα Χαρτοσήμου για τις βεβαιώσεις, τα πιστοποιητικά και τα αποδεικτικά εν γένει έγγραφα. Η αύξηση αυτή δεν καταλαμβάνει το πάγιο τέλος χαρτοσήμου, που επιβάλλεται στα έγγραφα αυτά βάσει άλλων διατάξεων (του Κώδικα Χαρτοσήμου ή άλλων νομοθετημάτων). Επίσης, η αύξηση που προβλέπεται από τις διατάξεις αυτές δεν αφορά τα παρ` οιουδήποτε εκδιδόμενα αντίγραφα ή αποσπάσματα εγγράφων, που κι αυτών η χαρτοσήμανση προβλέπεται με την ίδια διάταξη, γιατί η αύξηση αυτή αναφέρεται περιοριστικά στις βεβαιώσεις, τα πιστοποιητικά και αποδεικτικά εν γένει έγγραφα. Για τις βεβαιώσεις, τα πιστοποιητικά και τα αποδεικτικά εν γένει έγγραφα, που υπάγονται σε τέλος χαρτοσήμου βάσει άλλων διατάξεων και για τα αντίγραφα και τα αποσπάσματα εγγράφων, το τέλος αυξάνεται κατά 150%, σύμφωνα με την παράγραφο 5, περί της οποίας κατωτέρω.
Κατωτέρω αναφέρουμε ενδεικτικά περιπτώσεις βεβαιώσεων, πιστοποιητικών και εν γένει αποδεικτικών εγγράφων, που το τέλος χαρτοσήμου δεν αυξάνεται σε 100 δρχ., αλλά κατά 150%. Τέτοια έγγραφα είναι:
α) Τα αναφερόμενα στο άρθρο 20 του Κώδικα Χαρτοσήμου πιστοποιητικά στρατολογικής κατάστασης και άλλα εν γένει πιστοποιητικά εκδιδόμενα παρά των στρατολογικών γραφείων.
β) Τα αναφερόμενα στο άρθρο 21 του Κώδικα Χαρτοσήμου πιστοποιητικά και βεβαιώσεις, που εκδίδονται από τις τελωνειακές αρχές αιτήσει ιδιωτών.
γ) Τα αναφερόμενα στο άρθρο 26 του Κώδικα Χαρτοσήμου πιστοποιητικά, δηλαδή:
- τα υπό των υποθηκοφυλάκων εκδιδόμενα πιστοποιητικά πάσης φύσεως,
- τα κατά το άρθρο 50 του Α.Ν. 434/1937 καθοριζόμενα πιστοποιητικά,
δ) Τα αναφερόμενα στο άρθρο 29 του Κώδικα Χαρτοσήμου αποδεικτικά (αποδεικτικά επιδόσεως εγγράφων της πειθαρχικής διαδικασίας).
Παράγραφοις 5.
Με τις διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου αυτού και με την επιφύλαξη των ρυθμίσεων που έγιναν με τις διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων, που αναλύθηκαν ανωτέρω (την κατάργηση δηλαδή ταυ τέλους χαρτοσήμου των αιτήσεων και την αύξηση από 20 σε 100 δρχ. του τέλους των βεβαιώσεων, των πιστοποιητικών και των αποδεικτικών εν γένει εγγράφων), τα πάγια τέλη χαρτοσήμου, όπως αυτά ίσχυαν μετά και τις ρυθμίσεις, που έγιναν με τις διατάξεις του άρθρου 21 παρ. 1 του Ν. 1591/1986, αυξάνονται (από 84.1990) κατά 150%.
Από την αύξηση αυτή εξαιρούνται (α) τα τέλη χαρτοσήμου, που προβλέπονται από τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 15α του Κώδικα Χαρτοσήμου, δηλαδή τα κλιμακωτό τέλη των συναλλαγματικών και γραμματίων σε διαταγή και (β) το τέλη, που προβλέπονται από τη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 4 του Ν.Δ. 1146/1972 (πάγια κλιμακωτό τέλη μεταβίβασης αυτοκινήτων οχημάτων).
Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές (παραγράφου 5), εάν, μετά την κατά 150% αύξηση, σε αξία παγίου τέλους χαρτοσήμου περιλαμβάνεται και μέρος αξίας μικρότερο των (10) δραχμών γίνεται στρογγυλοποίηση του μέρους σε δραχμές 10. Η διάταξη αυτή αφορά κάθε πάγιο τέλος χαρτοσήμου, που, μετά την κατά 150% αύξηση, θα περιλαμβάνει τυχόν και μέρος αξίας μικρότερο των 10 δραχμών. Επομένως, μετά τη στρογγυλοποίηση τα πάγια τέλη χαρτοσήμου θα λήγουν πάντοτε σε δεκάδα.
Έτσι:
- Το τέλος χαρτοσήμου των δέκα (10) δρχ. γίνεται δρχ. 30 (10 + 150% = 25 και μετά τη στρογγυλοποίηση 30).
- Το τέλος των 25 δρχ. γίνεται 70 δρχ. (25 + 150% - 62,5 και μετά τη στρογγυλοποίηση 7).
- Το τέλος των 50 δραχμών γίνεται 130 δρχ. (50 +150% = 125 και μετά τη στρογγυλοποίηση 130 δρχ.)
- Το τέλος των 250 δρχ. γίνεται 630 δρχ. (250 + 150% = 625 και μετά τη στρογγυλοποίηση 630 δρχ.).
Κατά τον ίδιο τρόπο και τα λοιπά πάγια τέλη χαρτοσήμου, πλην βεβαίως αυτών, που καταργήθηκαν (αιτήσεις ή αναφορές) ή αυξήθηκαν από 20 σε 100 δραχμές (βεβαιώσεις, πιστοποιητικά και αποδεικτικά εν γένει έγγραφα), αναπροσαρμόζονται ως ακολούθως:
Τα τέλη των 5 δρχ. σε δρχ. 20, των 8 δρχ. σε δρχ. 20. των 15 δρχ. σε δρχ. 40, των 20 δρχ. σε δρχ. 50, των 30 δρχ. σε 80 δρχ. των 40 δρχ. σε δρχ. 100, των 60 δρχ. σε δρχ. 150, των 75 δρχ. σε δρχ. 190. των 80 δρχ. σε δρχ. 200, των 100 δρχ. σε δρχ. 250, των 120 δρχ. σε δρχ 300. των 150 δρχ. σε δρχ. 380, των 160 δρχ. σε δρχ. 400 των 200 δρχ. σε 500, των 300 δρχ. σε δρχ. 750, των 400 δρχ. σε δρχ. 1000, των 500 δρχ. σε δρχ. 1250, των 600 δρχ. σε δρχ, 1500, των 800 δρχ. σε δρχ. 2000, των 900 δρχ. σε δρχ. 2250, των 1000 δρχ. σε δρχ. 2500, των 1600 δρχ. σε δρχ. 4000, των 2000 δρχ. σε δρχ. 5000, των 3000 δρχ. σε δρχ. 7500, και των 4000 δρχ. σε δρχ. 10000.
Β. Ομόρρυθμες και ετερόρρυθμες εταιρίες δραχμές δέκα χιλιάδες (10.000). Το τέλος αυτό επιβάλλεται για κάθε ομόρρυθμη και ετερόρρυθμη εταιρία, ανεξάρτητα από τον τόπο, που οι εταιρίες αυτές ασκούν δραστηριότητα. Για κάθε μέλος (εταίρο) των προσώπων αυτών, ανεξάρτητα αν το μέλος είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο, επιβάλλεται επιπλέον και με βάση τον τόπο, που οι εταιρίες αυτές ασκούν δραστηριότητα:
α) προκειμένου περί ομόρρυθμων μελών, το τέλος που ορίζεται στην προηγούμενη κατηγορία Α" (φυσικά πρόσωπα), κατά τις διακρίσεις της κατηγορίας αυτής,
β) προκειμένου περί ετερόρρυθμων μελών, το τέλος, που ορίζεται στην κατηγορία Α΄, κατά τις διακρίσεις αυτής, προσαυξημένο κατά 50%. π.χ. Για τη βεβαίωση, που χορηγείται σε ομόρρυθμη εταιρία με δύο μέλη, που ασκεί δραστηριότητα σε χωριό ή κωμόπολη μέχρι 2.000 κατοίκους (μη τουριστική περιοχή), επιβάλλεται 10.000 δρχ. για την ομόρρυθμη εταιρία και 2.000 δρχ. για κάθε ένα μέλος της. δηλαδή συνολικά 14.000 δρχ.
- Για τη βεβαίωση, που χορηγείται σε ομόρρυθμη εταιρία με δυο μέλη, που ασκεί δραστηριότητα σε χωριό ή κωμόπολη άνω των 2.000 και μέχρι 10.000 κατοίκους ή σε χωριό ή κωμόπολη μέχρι 2.000 κατοίκους, που είναι σε τουριστική περιοχή, επιβάλλεται 10.000 δρχ. για την ομόρρυθμη εταιρία και 5.000 δρχ, για κάθε ένα μέλος της, όηλαδή συνολικά 20000 δρχ.
- Για τη βεβαίωση, που χορηγείται σε ετερόρρυθμη εταιρία με 2 ομόρρυθμα μέλη και 1 ετερόρρυθμο, που ασκεί δραστηριότητα σε χωριό ή κωμόπολη μέχρι 2.000 κατοίκους (μη τουριστική περιοχή), επιβάλλεται 10.000 δρχ. για την ετερόρρυθμη εταιρία, 2.000 δρχ για κάθε ομόρρυθμο μέλος και 3.000 δρχ (2.000 + S0%) για το ετερόρρυθμο μέλος, δηλαδή συνολικά 17.000 δρχ.
- Για τη βεβαίωση που χορηγείται σε ετερόρρυθμη εταιρία με 2 ομόρρυθμα μέλη και 1 ετερόρρυθμο, που ασκεί δραστηριότητα σε χωριό ή κωμόπολη άνω των 2.000 και μέχρι 10.000 κατοίκους ή σε χωριό ή κωμόπολη μέχρι 2.000 κατοίκους, που είναι σε τουριστική περιοχή, επιβάλλεται 10.000 δρχ. για την ετερόρρυθμη εταιρία. 5.000 δρχ, για κάθε ομόρρυθμο μέλος και 7.500 δρχ. για το ετερόρρυθμο μέλος, όηλαδή συνολικά 27.500 δρχ.
Γ. Εταιρίες περιορισμένης ευθύνης δρχ. 50.000. Το τέλος επιβάλλεται για κάθε εταιρία περιορισμένης ευθύνης ανεξάρτητα από τον τόπο που ασκεί δραστηριότητα. Για κάθε μέλος των εταιριών αυτών, ανεξάρτητα αν το μέρος είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο, επιβάλλεται επιπλέον το τέλος που ορίζεται στην κατηγορία Α` (φυσικά πρόσωπα), κατά τις διακρίσεις αυτής και με βάση τον τόπο άσκησης της δραστηριότητας της εταιρείας, προσαυξημένο κατά 50%. Τέλος διευκρινίζεται, ότι η εισφορά 20% υπέρ ΟΓΑ θα υπολογίζεται στα ποσά των παγίων τελών χαρτοσήμου, όπως διαμορφώνονται κατά τα ανωτέρω, δηλαδή μετά τη στρογγυλοποίηση τους.
Παράγραφος 6.
Με τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου αυτού γίνονται από 8.4.1990 οι κατωτέρω ρυθμίσεις:
α) καθιερώνεται η υποχρέωση υποβολής των δηλώσεων, που προβλέπονται από τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 29 του Ν. 1642/1986, για όλους όσους ασκούν οικονομική δραστηριότητα, κατά τις διατάζεις των άρθρων 2,3 και 4 του ίδιου νόμου (1642/1986), ανεξάρτητα από την υπαγωγή ή μη της δραστηριότητας αυτής σε φόρο προστιθέμενης αξίας,
β) για τις προβλεπόμενες από τις διατάξεις αυτές δηλώσεις έναρξης δραστηριότητας χορηγείται υποχρεωτικά από τον αρμόδιο προϊστάμενο της ΔΟΥ σχετική βεβαίωση. Η ίδια βεβαίωση χορηγείται και για τις δηλώσεις μεταβολών, εφόσον, όμως, αφορούν στην ίδρυση υποκαταστήματος ή στην είσοδο νέου μέλους σε υφιστάμενο νομικό πρόσωπο, με οποιαδήποτε αιτία.
γ) στις ανωτέρω βεβαιώσεις ετπβάλλεται τέλος χαρτοσήμου, χωρίς όμως, να προσαυξάνεται με εισφορά υπέρ ΟΓΑ κ.τ.λ. σύμφωνα με τις κατωτέρω διακρίσεις:
Α. φυσικά πρόσωπα
α) δραχμές δύο χιλιάδας (2.000), εφόσον ασκούν δραστηριότητα σε χωριά ή κωμοπόλεις μέχρι 2.000 κατοίκους, εκτός από τις τουριστικές περιοχές,
β) δραχμές πέντε χιλιάδες (5.000) εφόσον ασκούν δραστηριότητα σε κωμοπόλεις και πόλεις άνω των 2.000 και μέχρι 10.000 κατοίκους, καθώς και σε χωριά ή κωμοπόλεις μέχρι 2.000 κατοίκους, που βρίσκονται σε τουριστικές περιοχές.
γ) δραχμές δέκα χιλιάδες (10.000), εφόσον ασκούν δραστηριότητα σε πόλεις άνω των 10.000 και μέχρι 50.000 κατοίκους,
δ) δραχμές είκοσι χιλιάδες (20.000), εφόσον ασκούν δραστηριότητα σε πόλεις άνω των 50.000 κατοίκων.
Κριτήριο δηλαδή για το ποσό του τέλους, που θα επιβληθεί σε κάθε περίπτωση χορήγησης των ανωτέρω βεβαιώσεων σε φυσικά πρόσωπα, είναι ο αριθμός των κατοίκων του χωριού, της κωμόπολης ή της πόλης, στην οποία τα πρόσωπα αυτά ασκούν δραστηριότητα, όπως ο αριθμός αυτός θα προκύπτει από την τελευταία, κάθε φορά, απογραφή του πληθυσμού της Χώρας. Διευκρινίζεται, ότι η περιφέρεια της τέως Διοικήσεως Πρωτευούσης θα λαμβάνεται ως ενιαία πόλη. Επίσης, ως τουριστικές περιοχές νοούνται οι τουριστικοί τόποι, που έχουν ανακηρυχθεί ως τέτοιοι με τα Προεδρικά Διατάγματα 899/1976 (ΦΕΚ 329Α) και 664/1977 (ΦΕΚ 222Α).
π.χ. Για τη βεβαίωση, που χορηγείται σε εταιρία περιορισμένης ευθύνης με τρία μέλη, που αρκεί δραστηριότητα σε χωριό ή κωμόπολη μέχρι 2.000 κατοίκους (μη τουριστική περιοχή), επιβάλλεται 50.000 δρχ. για την εταιρία και 3.000 δρχ. (2000 + 50%) για κάθε μέλος της εταιρίας αυτής, δηλαδή συνολικά 59.000 δρχ.
- Για τη βεβαίωση, που χορηγείται σε εταιρία περιορισμένης ευθύνης με τρία μέλη που ασκεί άραστηριότητα σε χωριό ή κωμόπολη άνω των 2.000 και μέχρι 10.000 κατοίκους ή σε χωριό ή κωμόπολη μέχρι 2.000 κατοίκους, που είναι σε τουριστική περιοχή, επιβάλλεται 50.000 για την εταιρία και 7.500 δρχ. (5.000 + 50%) για κάθε μέλος της εταιρίας αυτής, δηλαδή συνολικά 72.500 δρχ
Δ. Το πάγιο τέλος, που ορίζεται ανωτέρω για τα μέλη των ομόρρυθμων ετερόρρυθμων και περιορισμένης ευθύνης εταιριών, δηλαδή τα τέλος που ορίζεται στην κατηγορία Α`, κατά τις διακρίσεις αυτής, για τα ομόρρυθμα μέλη των ομόρρυθμων και ετερόρρυθμων εταιριών, και το τέλος αυτό προσαυξημένο κατά 50% για τα ετερόρρυθμα μέλη των ετερόρρυθμων εταιριών και τα μέλη των εταιριών περιορισμένης ευθύνης, επιβάλλεται και στη βελτίωση που εκδίδεται συνεπεία υποβολής από τις εταιρίες αυτές δηλώσεων μεταβολής δραστηριότητας για την είσοδο κάθε νέου μέλους σ` αυτές με οποιοδήποτε τρόπο (πρόσληψη νέου μέλους, εκχώρηση μερίδας κ.τ.λ.).
Ε. Κοινοπραξίες επιτηδευματιών δρχ. 50.000. Το τέλος αυτό επιβάλλεται για κάθε κοινοπραξία, ανεξάρτητα από τον τόπο που ασκεί δραστηριότητα. Για κάθε μέλος, φυσικό ή νομικό πρόσωπο, των κοινοπραξιών της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του ΠΔ 99/1977, επιβάλλεται επιπλέον το τέλος που ορίζεται στην κατηγορία Α`, κατά τις διακρίσεις αυτής, και με βάση τον τόπο άσκησης της δραστηριότητας της κοινοπραξίας.
ΣΤ. Ανώνυμες εταιρίες δρχ. 150.000. Το τέλος αυτό επιβάλλεται για κάθε ανώνυμη εταιρία ανεξάρτητα από τον τόπο που ασκεί δραστηριότητα.
Ζ. Για τα λοιπά πρόσωπα, που ασκούν δραστηριότητα, επιβάλλεται τέλος δρχ. 10.000, ανεξάρτητα απά τον τόπο που ασκούν δραστηριότητα. Το ίδιο τέλος επιβάλλεται και στις βεβαιώσεις έναρξης επιτηδεύματος, που χορηγούνται στον ιδρυτή νομικού προσώπου ή οποιασδήποτε άλλης επιχείρησης.
Η. Το τέλος, που ορίζεται στις ανωτέρω περιπτώσεις, με εξαίρεση το τέλος για τα μέλη των ομόρρυθμων, ετερόρρυθμων και περιορισμένης ευθύνης εταιρειών, επιβάλλεται και στις βεβαιώσεις, που εκδίδονται συνεπεία υποβολής δήλωσης μεταβολής δραστηριότητας στην ττερίτττωση ίδρυσης υποκαταστήματος.
Έτσι, εάν ένα φυσικό πρόσωπο, εταιρία, κοινοπραξία η άλλο πρόσωπο που ασκεί δραστηριότητα, ιδρύσει υποκατάστημα, για τη βεβαίωση που θα εκδοθεί για την υποβολή της δήλωσης μεταβολής δραστηριότητας θα επιβληθεί τέλος, κατά τις ανωτέρω διακρίσεις, με εξαίρεση, βέβαια, το τέλος για τα μέλη των ομόρρυθμων, ετερόρρυθμων και περιορισμένης ευθύνης εταιριών. Διευκρινίζεται, ότι προκειμένου περί φυσικών προσώπων, που ιδρύουν υποκατάστημα, θα καταβληθεί τέλος με βάση τον τόπο, που ασκείται δραστηριότητα από το υποκατάστημα.
Έτσι, εάν π.χ. το κύριο κατάστημα βρίσκεται σε πόλη άνω των 50.000 κατοίκων και το υποκατάστημα ιδρυθεί σε χωριά ή κωμόπολη μέχρι 2.000 κατοίκους (μη τουριστική περιοχή), για τη βεβαίωση, που θα χορηγηθεί για την υποβολή δήλωσης μεταβολής δραστηριότητας, συνεπεία της ίδρυσης του υποκαταστήματος από το φυσικό πρόσωπο, θα καταβληθεί τέλος δρχ. 2.000.
Το τέλος, που επιβάλλεται, στις ανωτέρω βεβαιώσεις, εισπράττεται, ανεξάρτητα από το ύψος του, με αποδεικτικό πληρωμής της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας, που εκδίδει τις βεβαιώσεις. Σημειώνεται, ότι δε θα χορηγούνται οι ανωτέρω βεβαιώσεις εάν προηγουμένως δεν έχει καταβληθεί το οφειλόμενο τέλος. Ο αριθμός του αποδεικτικού πληρωμής θα αναγράφεται στο αντίτυπο της βεβαίωσης, που παραμένει στη ΔΟΥ.
Το έσοδο από την επιβολή του ανωτέρου τέλους θα βεβαιώνεται στον Κωδικό αριθμό Εσόδου 1425 με τίτλο "..........
Παράγραφος 7.
Σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 1 ταυ άρθρου 3 του Κώδικα Χαρτοσήμου, όπως ίσχυαν μέχρι τώρα, τα αναλογικά τέλη χαρτοσήμου εισπράττονταν, εάν δεν υπερέβαιναν το ποσό των εξακοσίων (600) δραχμών, με κινητό επίσημα και εάν υπερέβαιναν το ποσό αυτό, εξ ολοκλήρου με αποδεικτικό πληρωμής του Δημόσιου Ταμείου (Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας).
Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 3 του Κώδικα Χαρτοσήμου, τα πάγια τέλη χαρτοσήμου εισπράττονταν, εφόσον δεν οριζόταν διαφορετικά, εάν δεν υπερέβαιναν το ποσά των εξακοσίων (600) δρχ. με κινητά επίσημα και εάν υπερέβαιναν το ποσό αυτό είτε με κινητό επίσημα, είτε με αποδεικτικό πληρωμής, κατά την κρίση του υπόχρεου.
Τέλος σύμφωνα με τη διάταξη της περίπτωσης α` της παραγράφου 2 του άρθρου 35 του Κώδικα Χαρτοσήμου, τα τέλη χαρτοσήμου, που αναφέρονται στα άρθρα 25, 26 και 27 του Κώδικα Χαρτοσήμου, εισπράττονταν εάν δεν υπερέβαιναν το ποσό των διακοσίων πενήντα (250) δρχ. είτε με επικόλληση επί των εγγράφων αναλόγου κινητού επισήματος, είτε με αποδεικτικό πληρωμής, κατά την κρίση του υπόχρεου, και εάν υπερέβαιναν το ποσό των διακοσίων πενήντα (250) δρχ. εξ ολοκλήρου με αποδεικτικό πληρωμής.
Με τη διάταξη της παραγράφου 7 του άρθρου αυτού (19), τα ανωτέρω ποσά των 600 και 250 δρχ. κατά περίπτωση, αυξάνονται από 8.4.1990 σε δρχ. 1.000.
Παράγραφος 8.
Με τη διάταξη της παραγράφου 8 του όρθρου 19 ορίζεται ρητά η έναρξη ισχύος των διατάξεων των παραγράφων 3, 4, 5, 6 και 7 του άρθρου αυτού, για την οποία έγινε αναφορά και στην ανάλυση των επί μέρους διατάξεων. Οι διατάξεις αυτές αρχίζουν να ισχύουν μετά 15 ημέρες από τη δημοσίευση του .............
Παράγραφα 9.
Σε πολλές διατάξεις του Κώδικα Χαρτοσήμου τίθεται ως προϋπόθεση της μη υπαγωγής σε αναλογικό τέλος χαρτοσήμου μιας σύμβασης, πράξης, σχέσης ή συναλλαγής ή της υπαγωγής της σε πάγιο τέλος ή προηγούμενη υπαγωγή στο προσήκον τέλος χαρτοσήμου (αναλογικό ή πάγιο) κάποιας άλλης σύμβασης πράξης κ.λπ. Μετά την εφαρμογή του φόρου προστιθέμενης αξίας και του εδικού φόρου τραπεζικών εργασιών, στους οποίους ενσωματώθηκε και το τέλος χαρτοσήμου, δημιουργήθηκε πρόβλημα, κατά την εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων, στις περιπτώσεις που δεν πληρούται μεν η προϋπόθεση της προηγούμενης χαρτοσήμανσης μιας σύμβασης, πράξης κ.λπ., έχει υπαχθεί όμως αυτή στο καθεστώς του φόρου προστιθέμενης αξίας ή του ειδικού φόρου τραπεζικών εργασιών, με συνέπεια την υπαγωγή της και σε τέλος χαρτοσήμου και σε φόρο προστιθέμενης αξίας ή σε ειδικό φόρο τραπεζικών εργασιών, κατά περίπτωση.
Για την αποφυγή της διπλής φορολόγησης της ανωτέρω σύμβασης, πράξης κ.λπ., προβλέπεται με τη διάταξη της παραγράφου αυτής, ότι, όπου από τις κείμενες διατάξεις ορίζεται, ότι n μη υπαγωγή σε τέλος χαρτοσήμου μιος σύμβασης, πράξης, σχέσης ή συναλλαγής ή η υπαγωγή της σε πάγιο τέλος εξαρτάται από την προηγούμενη υπαγωγή κάποιας άλλης σύμβασης, πράξης κ.λπ. στο προσήκον τέλος χαρτοσήμου, θεωρείται, ότι πληρούται η προϋπόθεση αυτή και στην περίπτωση που η σύμβαση, πράξη κ,λπ. αυτή έχει υπαχθεί στη ρύθμιση του φόρου προστιθέμενης αξίας ή του ειδικού φόρου τραπεζικών εργασιών.
Κατωτέρω, παραθέτουμε ενδεικτικά συμβάσεις και σχέσεις, η χαρτοσήμανση των οποίων εξαρτάται αηό την προηγούμενη υπαγωγή στο προσήκον τέλος κάποιας άλλης σύμβασης πράξης ή σχέσης, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, και επομένως θα υπαχθούν στη ρύθμιση της διάταξης αυτής εάν συντρέχει η προϋπόθεση της υπαγωγής προηγούμενης σύμβασης, πράξης κ.λπ. στη ρύθμιση του φόρου προστιθέμενης αξίας ή του ειδικού φόρου τραπεζικών εργασιών. Τέτοιες συμβάσεις, πράξεις κλπ. είναι:
α) Η αναγνώριση χρέου και η άφεση χρέους. Οι συμβάσεις αυτές θα υπαχθούν στο πάγιο τέλος των άρθρων 17 παρ. 1γ" ή 34 παρ. 3 του Κώδικα Χαρτοσήμου, κατά περίπτωση, όχι μόνο στην περίπτωση που το χρέος προέρχεται από συναλλαγή, η οποία έχει υπαχθεί προηγουμένως στο προσήκον αναλογικό τέλος χαρτοσήμου, αλλά και στην περίπτωση που το χρέος προέρχεται από συναλλαγή, η οποία υπάγεται στο καθεστώς του ΦΠΑ ή του ειδικού φάρου τραπεζικών εργασιών.
β) Η λογοδοσία. Οι λογοδοσίες επιτρόπων, κηδεμόνων, δικαστικών αντιληπτόρων ή προσωρινών διαχειριστών θα υπαχθούν στο πάγιο τέλος της διάταξης της παρ. 12 του άρθρου 15 του Κώδικα Χαρτοσήμου (σήμερα 50 δρχ.), όχι μόνο στην περίπτωση, που για τις πράξεις ή σχέσεις, για τις οποίες δόθηκε η εντολή, καταβλήθηκε το προσήκον αναλογικό τέλος, αλλό και στην περίπτωση που για τις πράξεις κ.λπ. αυτές καταβλήθηκε, αντί τέλους χαρτοσήμου, φόρος προστιθέμενης αξίας ή ειδικός φόρος τραπεζικών εργασιών.
γ) Ο συμψηφισμός. Η σύμβαση αυτή θα υπαχθεί στο πάγιο τέλος των άρθρων 13 παρ. 1β` ή 15 παρ. 1β` του Κώδικα Χαρτοσήμου, όχι μόνο στην περίπτωση που οι προς συμψηφισμό προτεινόμενες απαιτήσεις και ανταπαιτήσεις προέρχονται από πράξεις, που έχουν υπαχθεί προηγουμένως στο προσήκον αναλογικό τέλος χαρτοσήμου, αλλά και στην περίπτωση, nou οι απαιτήσεις και ανταπαιτήσεις αυτές έχουν υπαχθεί στο καθεστώς του ΦΠΑ ή του ειδικού φόρου τραπεζικών εργασιών.
δ) Τα απόγραφα εκτελεστών δικαστικών αποφάσεων. Τα απόγραφα αυτά θα υπαχθούν στο πάγιο τέλος των αντιγράφων της διάταξης του άρθρομ 17 παρ, 1γ` του Κώδικα Χαρτοσήμου (σήμερα δρχ. 50). όχι μόνο στην περίπτωση που με τις δικαστικές αποφάσεις επιδικάζονται απαιτήσεις, που απορρέουν από πράξεις, οι οποίες έχουν υπαχθεί προηγουμένως στο προσήκον αναλογικό τέλος χαρτοσήμου, αλλά και στην περίπτωση, που οι επιδικοζόμενες αυτές απαιτήσεις απορρέουν από πράξεις, που έχουν υπαχθεί στο καθεστώς του ΦΠΑ ή του ειδικού φόρου τραπεζικών εργασιών.
ε) Η θεώρηση από συμβολαιογράφο ιδιωτικού εγγράφου σύστασης ενεχύρου προς το σκοπό όπως αυτό αποκτήσει βέβαιη χρονολογία. Η θεώρηση αυτή θα υπαχθεί στο πάγιο τέλος της διάταξης του άρθρου 34 παρ. 3 του Κώδικα Χαρτοσήμου (σήμερα 100 δρχ.) όχι μόνο στην περίπτωση, που η κυρία σύμβαση, η οποία ασφαλίζεται με το ενέχυρο, έχει υπαχθεί προηγουμένως στο προσήκον αναλογικό τέλος χαρτοσήμου, αλλά και στην περίπτωση, που η κυρία αυτή σύμβαση υπάγεται στο καθεστώς του φόρου προστιθέμενης αξίας ή του ειδικού φόρου τραπεζικών εργασιών.
στ) Τα νοσηλεία και τα έξοδα κηδείας, που εξοφλούνται από τα Ασφαλιστικά Ταμεία και τους Ασφαλιστικούς Οργανισμούς. Η εξόφληση από τα Ασφαλιστικά Ταμεία και τους Ασφαλιστικούς Οργανισμούς των νοσηλειών και των εξόδων κηδείας, που προκαταβλήθηκαν από τους ασφαλισμένους αυτών, δεν θα υπαχθούν σε τέλος χαρτοσήμου, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 15ε του Κώδικα Χαρτοσήμου, γιατί τα εν λόγω νοσηλεία ή έξοδα κηδείας υπάγονται στο καθεστώς του φόρου προστιθέμενης αξίας.
ζ) Τα οδοιπορικά έξοδα και τα έξοδα κίνησης. Οι αποδείξεις εξόφλησης, επί αποδόσει λογαριασμού, οδοιπορικών εξόδων και εξόδων κίνησης δεν υπόκεινται σε τέλος χαρτοσήμου, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 3ζ` του άρθρου 17 του Κώδικα Χαρτοσήμου, και στην περίπτωση που τα δικαιολογητικά των εξόδων και των δαπανών έχουν υπαχθεί στο καθεστώς του φόρου προστιθέμενης αξίας.
η) Οι εξοφλήσεις ενταλμάτων ή παρακαταθηκών από το Τ.Π.Δ. Οι εξοφλήσεις ενταλμάτων ή παρακαταθηκών οποιωνδήποτε από το ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων υπόκεινται στο πάγιο τέλος των διατάξεων των άρθρων 13 παρ. 1β ή 15 παρ. 1β του Κώδικα Χαρτοσήμου (σήμερα 50 δρχ.) όχι μόνο στην περίπτωση, που η σχέση αυτή έχει υπαχθεί στο καθεστώς του ΦΠΑ ή του ειδικού φόρου τραπεζικών εργασιών.
Αντίθετα, η διάταξη της παραγράφου αυτής δεν τυγχάνει εφαρμογής στις συμβάσεις εκείνες, των οποίων η χαρτοσήμανση δεν εξαρτάται από την προηγούμενη χαρτοσήμανση κάποιας άλλης πράξης ή σχέσης, καθόσον οι συμβάσεις αυτές είναι ανεξάρτητες και αυτοτελείς. Έτσι, υπόκεινται π.χ. σε αναλογικό τέλος (3% ή 2%, κατά περίπτωση):
α) Η εκχώρηση, έστω και αν η εκχωρούμενη απαίτηση προέρχεται από συναλλαγή, η οποία υπάγεται στο καθεστώς του ΦΠΑ ή του ειδικού φόρου τραπεζικών εργασιών,
β) Η αναδοχή χρέους, έστω και αν το αναδεχόμενο χρέος προέρχεται από συναλλαγή, η οποία υπάγεται στο καθεστώς ταυ ΦΠΑ ή του ειδικού Φόρου τραπεζικών εργασιών,
γ) Ο συμβιβασμός, έστω και αν οι προς συμβιβασμό προτεινόμενες απαιτήσεις προέρχονται από πράξεις, οι οποίες υπόκεινται στο καθεστώς του ΦΠΑ ή του ειδικού φόρου τραπεζικών εργασιών.
Η διάταξη της παραγράφου αυτής ισχύει από 1.1.1987. Τέλη όμως χαρτοσήμου που έχουν τυχόν καταβληθεί πριν από την ανωτέρω ρύθμιση και μέχρι τη δημοσίευση του κοινοποιούμενου νόμου, δηλαδή μέχρι και 23.3.1990, θεωρούνται, ότι καλώς καταβλήθηκαν και δεν επιστρέφονται.
Παράγραφος 10.
Με τη διάταξη της παραγράφου 10 του άρθρου 19 παρέχεται αντικειμενική απαλλαγή από τα τέλος χαρτοσήμου για τις συμβάσεις ενέγγυων πιστώσεων, που έχουν ήδη ανοιχθεί ή θα ανοιχθούν κατ` εντολή της δημόσιας Επιχείρησης Πετρελαίου για την προμήθεια πετρελαιοειδών και φυσικού αερίου. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, δεν θα καταβληθεί τέλος χαρτοσήμου για τις συμβάσεις ενέγγυων πιστώσεων, που θα ανοιχθούν κατ` εντολή της Δημόσιας Επιχείρησης Πετρελαίου για προμήθεια πετρελαιοειδών προϊόντων και φυσικού αερίου ούτε θα αναζητηθεί τέλος χαρτοσήμου για τις ίδιες συμβάσεις, που είχαν ήδη ανοιχθεί στο παρελθόν.
Παράγραφος 11.
Mε τη διαταγή μας Σ 3657/442/19.12.1986 (Πολ. 349) διευκρινίστηκε, ότι οι διατάξεις του Δεύτερου Μέρους (άρθρα 6-16) του Ν. 1676/1986 με τις οποίες επιβλήθηκε ειδικός φόρος τραπεζικών εργασιών, δεν αφορούν τις συμβάσεις πίστωσης σ` ανοικτό λογαριασμό, που καταρτίστηκαν μέχρι 31.12.1986 και συνεχίζονται και μετά την ημερομηνία αυτή, και ότι στις συμβάσεις αυτές εφαρμόζονται οι διατάξεις περί τελών χαρτοσήμου.
Ήδη, με τη διάταξη της παραγράφου 11, παρέχεται η δυνατότητα στους δικαιούχους των συμβάσεων παροχής πίστωσης σ` ανοκτό λογαριασμό, που καταρτίστηκαν μέχρι 31.12.1986 και συνεχίζονται ακόμη, να ζητήσουν την υπαγωγή τους, από την έναρξη ισχύος της διάταξης αυτής (δηλαδή από 23.3.1990), αντί σε τέλος χαρτοσήμου (0,5% κατ΄ έτος) σε ειδικό φόρο τραπεζικών εργασιών (3% εφάπαξ).
Παράγραφος 12.
Με τη διάταξη της παραγράφου 12 αντικαθίσταται η περίπτωση β του άρθρου 9 του Ν. 1676/1986. Σύμφωνα με τη νέα διάταξη, η υποχρέωση καταβολής του ειδικού φόρου τραπεζικών εργασιών, αναφορικά με την παροχή πιστώσεως, γεννάται όχι κατά την κατάρτιση της, όπως μέχρι τώρα, αλλά κατά το χρόνο της πρώτης εκταμίευσης της, για ολόκληρο, όμως, το ποσό της πίστωσης.
Παράγραφος 13.
Με τις διατάξεις της δεύτερης περιόδου της παρ. 3 του άρθρου 23 του Ν. 1731/1987 χορηγήθηκε απαλλαγή από τα τέλη χαρτοσήμου και τον ειδικό φόρο τραπεζικών εργασιών, κατά περίπτωση, για τις συμβάσεις ρύθμισης λοξιπρόθεσμων υποχρεώσεων, που απορρέουν από δάνεια ή πιστώσεις, που έχουν χορηγηθεί ή θα χορηγηθούν από Τράπεζες ή τα ειδικά πιστωτικό ιδρύματα σε επιχειρήσεις ή φυσικά πρόσωπα, εφόσον η ρύθμιση αυτή προβλέπεται με απόφαση των Νομισματικών Αρχών. Οδηγίες για την διάταξη αυτή έχουν δοθεί με τη διαταγή μας Σ. 2854/394/Πολ. 263/ 1987.
Με τη διάταξη της παραγράφου 13 αντικαταστάθηκε η ανωτέρω περίοδος. Σύμφωνα με τη νέα διάταξη, η απαλλαγή παρέχεται για τις συμβάσεις ρύθμισης ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων από δάνεια ή πιστώσεις Τραπεζών ή ειδικών πιστωτικών ιδρυμάτων προς οποιονδήποτε (και όχι μόνο σε επιχειρήσεις ή φυσικά πρόσωπα), με την προϋπόθεση πάλι, ότι η ρύθμιση αυτή προβλέπεται από απόφαση των Νομισματικών Αρχών.
Η ισχύς της διάταξης αυτής αρχίζει από τη δημοσίευση του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δηλαδή από 23.3.1990.
Αρθρο 20
Φόρος συγκέντρωσης κεφαλαίων
Με τις διατάξεις του όρθρου 20 προβλέπεται η υπαγωγή στο φόρο συγκέντρωσης κεφαλαίων της μεταβολής του σκοπού προσώπου του άρθρου 17 του Ν. 1676/1986, στο οποίο, βάσει του προηγούμενου σκοπού του είχε χορηγηθεί απαλλαγή από το φόρο, ενώ δεν προβλέπεται τέτοια απαλλαγή και βάσει του νέου σκοπού.
Άρθρο 21
Καταβολή φόρου κύκλου εργασιών ασφαλιστικών επιχειρήσεων
Με τη διάταξη του άρθρου 21 καταργείται η καταβολή σε δόσεις του φόρου κύκλου εργασιών από τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, που προβλέπεται από την απόφαση Μ. 10470/1954 του Υπουργού Οικονομικών.
Ετσι, η υποβολή των δηλώσεων απόδοσης του φόρου κύκλου εργασιών των ασφαλιστικών επιχειρήσεων θα γίνεται στις προβλεπόμενες μέχρι τώρα προθεσμίες, ο φόρος, όμως, θα καταβάλλεται εφάπαξ κατά την υποβολή της δήλωσης και όχι σε τρεις δόσεις.
Η ισχύς της διάταξης αυτής αρχίζει από 1.1.1990 και καταλαμβάνει ασφάλιστρα και δικαιώματα, που καθίστανται απαιτητά από την ημερομηνία αυτή και μετά. Η πρώτη δήλωση δηλαδή, που θα υπαχθεί στη νέα ρύθμιση είναι αυτή που η προθεσμία υποβολής της λήγει στις 10 Ιουλίου 1990 {ασφάλιστρα και δικαιώματα του πρώτου ημερολογιακού τριμήνου του 1990). Αντίθετα, για τη δήλωση που πρέπει να υποβληθεί μέχρι 10 Απριλίου 1990 (ασφάλιστρα και δικαιώματα τετάρτου ημερολογιακού τριμήνου του 1989), ο φόρος θα καταβληθεί, όπως ορίζει η απόφαση του Υπουργού Οικονομικών Μ. 10470/1954, δηλαδή σε τρεις δόσεις.
Άρθρο 22
Επανυπολογισμός εφάπαξ πρόσθετου ειδικού τέλους - τρόπος καταβολής εισφορών.
Παράγραφος 1.
Με τις μέχρι τώρα διατάξεις δεν παρεχόταν η δυνατότητα επανυπολογισμού του πρόσθετου ειδικού τέλους που καταβάλλεται για τα επιβατικά αυτοκίνητα, που τίθενται το πρώτο σε κυκλοφορία ως ιδιωτικής χρήσης, σε περίπτωση αντικατάστασης του κινητήρα τους με κινητήρα μεγαλύτερου κυλινδρισμού. Επίσης, δεν προβλεπόταν ρητά η καταβολή του εφάπαξ πρόσθετου ειδικού τέλους όταν, μετά την αντικατάσταση ο κινητήρας του αυτοκινήτου είχε κυλινδρισμό ανώτερο από το όριο, για το οποίο προβλέπεται απαλλαγή, η οποία και χορηγήθηκε κοτά την αρχική άδεια (π.χ. ανάπηροι)
Με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 22 ρυθμίζονται τα ανωτέρω θέματα.
Ειδικότερα με τις διατάξεις αυτές:
α) Προβλέπεται επανυπολογισμός του πρόσθετου ειδικού τέλους σε περίπτωση αντικατάστασης κινητήρα αυτοκινήτου με κινητήρα μεγαλύτερου κυλινδρισμού, εφόσον η αντικατάσταση λαμβάνει χώρα εντος τριετίας οπό την έκδοση της πρώτης άδειας κυκλοφορίας, με βάση τον κυλινορισμό του νέου κινητήρα, και καταβάλλεται η διαφορά κατά την έκδοση της νέας άδειας κυκλοφορίας, με βάση τις διατάξεις που ισχύουν κατά το χρόνο έκδοσης της άδειας αυτής. Αντίθετα, δεν θα γίνεται επανυπολογισμός, εφόσον η αντικατάσταση γίνεται μετά τριετία σπό την έκδοση της πρώτης άδειας κυκλοφορίας.
β) Προβλέπεται η καταβολή ολόκληρου του πρόσθετου ειδικού τέλους σε περίπτωση αντικατάστασης κινητήρα αυτοκινήτου των προσώπων, που απαλλάχθηκαν από το εφάπαξ πρόσθετο ειδικό τέλος, με κινητήρα μεγαλύτερου κυλινδρισμού από το όριο, που προβλέπεται για την απαλλαγή. Η καταβολή γίνεται με βάση τις διατάξεις, που ισχύουν κατά το χρόνο έκδοσης της νέας άδειας κυκλοφορίας. Η υποχρέωση αυτή υπάρχει ανεξάρτητα από το χρόνο που γίνεται η αντικατάσταση και όχι μόνο μέσα στην τριετία, που προβλέπει η προηγούμενη περίπτωση.
γ) Προβλέπεται υποχρέωση, όσων προβαίνουν σε αντικατάσταση κινητήρα του αυτοκινήτου τους, προσκόμισης των σχετικών φορολογικών στοιχείων, που εκδόθηκαν για την αγορά ή τοποθέτηση του κινητήρα, προκειμένου να τους εκδοθεί νέα άδεια κυκλοφορίας.
Η ισχύς της διάταξης αυτής αρχίζει από την πρώτη του επόμενου μήνα από τη δημοσίευση του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δηλαδή από 1.4.1990.
Παράγραφος 2.
Με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 22 αλλάζει ο τρόπος καταβολής των εισφορών, που οφείλονται, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 2 και 3 του ΝΔ 49/1968 για τη χορήγηση άδειας κυκλοφορίας φορτηγού αυτοκινήτoυ της ιδιωτικής χρήσης και του άρθρου 12 του Ν.383/1976 για τη χοργήση άδειας κυκλοφορίας φορτηγού αυτοκινήτου δημόσιας χρήσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια! Πρόσθεσε το σχόλιο σου τώρα!