ΠΟΛ. 1042/1990 Το -εξαίρετο- του αστικού κώδικα, ως στοιχείο κληρονομιάς
1017247/148/Πολ. 1042/1990
Το "εξαίρετο" του αστικού κώδικα, ως στοιχείο κληρονομιάς.
1. Κατά την ισχύουσα νομοθεσία για τη φορολογία των κληρονομιών - κληροδοσιών (ν.δ. 118/1973, ΦΕΚ - Α` 202), σε κάθε, οποιασδήποτε μορφής και είδους, περιουσία, που μεταβιβάζεται αιτία θανάτου επιβάλλεται φόρος, εφόσον η περιουσία αυτή βρίσκεται, πραγματικά ή κατά τεκμήριο, στην Ελλάδα κατά το χρόνο επαγωγής της κληρονομιάς, που κατά κανόνα είναι και χρόνος γένεσης της φορολογικής ενοχής (άρθρα 3 και 6).
Ο φόρος, ο οποίος βαρύνει το δικαιούχο της κτήσης (κληρονόμο, κληροδόχο), είναι συνάρτηση της αξίας της κληρονομικής μερίδας και του βαθμού συγγενείας του κληρονόμου προς τον κληρονομούμενο (άρθρα 5, 29).
Ο φορολογικός νόμος (άρθρο 13) θεωρεί ότι στην κληρονομιαία περιουσία περιλαμβάνονται και έπιπλα, δηλαδή κινητά τα οποία συντείνουν στη χρήση και τον καλλωπισμό των οικιών, και ότι η αξία τους λογίζεται ίση με το 1/30 της αξίας της λοιπής, πλην των επίπλων, κληρονομιαίας περιουσίας. Συνεπώς, η φορολογική νομοθεσία δημιουργεί δύο νόμιμα μαχητά τεκμήρια, τα οποία αναφέρονται στην ύπαρξη μεταξύ των κληρονομιαίων στοιχείων και επίπλων και στο υψος της αξίας τούτων, ως ίσου με το 1/30 της αξίας της υπόλοιπης, εκτός από τα έπιπλα, κληρονομιαίας περιουσίας. Για την άρση όμως κάθε σχετικής - τυχόν- αμφισβήτησης ο νόμος ρητώς ορίζει, ότι στην έννοια των επίπλων δεν περιλαμβάνονται τα κοσμήματα και τα λοιπά πολύτιμα αντικείμενα, καθώς και οι κάθε λογής συλλογές έργων τέχνης νομισμάτων, γραμματοσήμων και άλλων γενικώς κινητών, για τα οποία ο προσδιορισμός της αξίας τους γίνεται με κάθε αποδεικτικό μέσο.
2. Εξάλλου, κατά το ουσιαστικό δίκαιο, με το θάνατο του προσώπου η περιούσια του, ως ενιαίο σύνολο, δηλαδή ως το σύνολο των έννομων αγαθών του τα οποία είναι δεκτικά χρηματικής αποτίμησης, μεταβιβάζεται από το νόμο, εφόσον δεν υπάρχει διαθήκη, σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα, που την αποκτούν αυτοδικαίως, με την επιφύλαξη δικαιώματος τους για αποποίηση αυτής (Α.Κ. 1710). Ο κληρονόμος αποκτά αυτοδικαίως την κληρονομιά, αλλά, για την μεταβίβαση των καθέκαστα στοιχείων αυτής στο όνομα του, είναι ανάγκη να προέλθει σε αποδοχή της κληρονομιάς και να την μεταγράψει στο οικείο γραφείο μεταγραφών (άρθρα Α.Κ. 1193. 1198, 1846).
Περαιτέρω, κατ` άρθρο Α.Κ. 1820, όπως τούτο αντικαταστάθηκε με το άρθρο 87 του ν. 1329/1983 (ΦΕΚ-Α` 25) και ισχύει, ο σύζυγος που επιζεί, εφόσον συντρέχει ως εξ αδιάθετου κληρονόμος με συγγενείς οποιουδήποτε βαθμού, παίρνει, πλέον της κληρονομικής του μερίδας, ως εξαίρετο, και τα έπιπλα, σκεύη ενδύματα και άλλα τέτοια οικιακά αντικείμενα που τα χρησιμοποιούσαν είτε και οι δύο σύζυγοι είτε μόνο εκείνος που επέζησε.
3. Από τη διατύπωση του νόμου (.., και άλλα τέτοια οικιακά αντικείμενα...) σαφώς προκύπτει ότι η απαρρίθμηση των αντικειμένων που υπάγονται στο εξαίρετο είναι ενδεικτική. Είναι βεβαίως αυτονόητο ότι στο εξαίρετο περιλαμβάνονται μόνο κινητά (και ουδέποτε ακίνητα) αντικείμενα, που ανήκουν στον κληρονομούμενο.
Με τον όρο "οικειακά αντικείμενα" δηλούνται τα αντικείμενα εκείνα που είχαν χρησιμεύσει, κατά τη διάρκεια του γάμου, για την κοινή των συζύγων οικειακή οικονομία (Α. Γεωργιάδης ΕρμΑΚ 1820 47, Βουζίκας Κληρον. Παρ 30 III 2. Παπαντωνίου Κληρον. Παρ. 90 III).
Δηλαδή, για την κρίση αν ένα συγκεκριμένο αντικείμενο υπάγεται στο εξαίρετο είναι αναγκαίο να διαπιστωθεί ότι n προέχουσα οικειακή του χρησιμοποίηση το κατέστησε στοιχείο της κοινής οικονομίας των συζύγων (Α. Γεωργιάδης ό.α. 48).
Η καθιέρωση του εξαίρετου του επιζώντα συζύγου υπαγορεύτηκε από λόγους ευπρέπειας προς αυτόν και από την αναμφισβήτητα δικαιολογημένη σκέψη ότι ο θάνατος του ενός από τους συζύγους δεν πρέπει να στερήσει από τον άλλο, τον επιζώντα, τη χρήση των κινητών εκείνων πραγμάτων τα οποία χρησίμευαν για την εξυπηρέτηση της οικιακής οικονομίας των συζύγων.
Εξ αυτού και προφανής καθίσταται ο σκοπός του νόμου με τη θέσπιση του εξαίρετου, που συνίσταται στην εξασφάλιση συνέχισης από τον επιζώντα σύζυγο του ίδιου τρόπου ζωής, όπως αυτός ήταν πριν από το θάνατο του κληρονομουμένου συζύγου.
4. Εν όψει τούτων γίνεται δεκτό, ότι, στο εξαίρετο, περιλαμβάνεται και το οικογενειακά αυτοκίνητο, δεδομένου ότι τούτο, από μακρού χρόνου, έχει παύσει να είναι είδος πολυτελείας και αποτελεί προέκταση της κοινής συζυγικής οικονομίας, χρησιμοποιούμενο κατ` εξοχή για τις ανάγκες αυτής, ώστε να μην δικαιολογείται η μη υπαγωγή του στο εξαίρετο (Στεφανόπουλος Κληρον. παρ. 90 5, Α. Γεωργιάδης ό.α. 53α, Παπαντωνίου ό.α., Βουζίκας ό.α III 3).
Αλλωστε, έχει νομολογηθεί (ΑΠ 1781/1987, ΝοΒ τ. 36 σελ, 1636), ότι από τη διατύπωση της διάταξης προκύπτει πως στην έννοια του εξαίρετου, περιλαμβάνονται και αντικείμενα που χρησίμευαν για την οικειακή οικονομία, μεταξύ των οποίων, κάτω από τις σημερινές ανάγκες της οικονομίας αυτής που επιβάλλουν πολλές φορές, για την εξυπηρέτηση των συζύγων, τη μετακίνηση τους σε τόπους προρισμού των αναγκαίων για την ύπαρξη και λειτουργία της και σε μεγάλη από τη συζυγική εστία απόσταση, περιλαμβάνεται και το αυτοκίνητο, με την προϋπόθεση ότι το χρησιμοποιούσαν είτε και οι δύο σύζυγοι είτε μόνο ο επιβιώσας (επιζών). Μάλιστα, το γεγονός ότι ο επιζών σύζυγος δεν οδηγούσε, για οποιοδήποτε λόγο ο ίδιος το αυτοκίνητο δεν αιτιολογεί τη μη υπανωγή τούτου στο εξαίρετο.
5. Συνεπώς, όταν ο επιζών σύζυγος καλείται, ως κληρονόμος "εξ αδιαθέτου", με κληρονόμους οποιασδήποτε τάξης, νομιμοποιείται λήψη του εξαίρετου με την έννοια που εκτέθηκε ανωτέρω.
Ειδικά όμως, όταν υπάρχουν τέκνα του συζύγου που πέθανε, ο νόμος ορίζει (αρθρ. ΑΚ 1820 τελευτ, εδάφιο) ότι, για λόγους επιείκειας, λαμβάνονται υπόψη οι ανάγκες τους, εφόσον το επιβάλλουν οι ειδικές περιστάσεις.
Με την επισήμανση ότι ο νόμος δεν αναφέρεται γενικώς σε κατιόντες ή συγ- γενείς της πρώτης τάξης του κληρονομουμένου, αλλά συγκεκριμένα "σε τέκνα του συζύνου που πέθανε", η έννοια της διάταξης αυτής είναι ότι, για λόγους επιείκειας και όταν το επιβάλλουν ειδικές περιστάσεις, ορισμένα αντικείμενα της οικοσκευής κατά την έννοια που ανωτέρω δόθηκε σ` αυτή μπορούν, κατ` εξαίρεση, να δοθούν στα παιδιά. Τούτο μπορεί να αιτιολογηθεί κυρίως σε περίπτωση που το παιδί συγκατοικούσε με τους γονείς του και ήδη δημιουργεί χωριστή εγκατάσταση (Παπαντωνίου ό.α. 90)
Σε περίπτωση που υπάρχει διαθήκη και το αυτοκίνητο το αφήνει σε συγγενικό της πρόσωπο η θανουσα. Ισχύει το εξαίρετο ή διαθήκη; Επίσης υπάρχει και δεύτερο όχημα στην οικογένεια της θανουσας