Εκσυγχρονίστε και αναβαθμίστε τη ψηφιακή υποδομή του λογιστικού σας γραφείου!

Μάθετε περισσότερα

Ο φορολογικός σας σύμβουλος! Αποκτήστε πρόσβαση στη γνώση από €8,33/ μήνα.

Μάθετε περισσότερα

Νόμοι

Σχέδιο νόμου Ενσωμάτωση της οδηγίας 2011/16/ΕΕ, Ρύθμιση Θεμάτων της ΕΛ.Τ.Ε., Αναμόρφωση Οργανισμού του Ν.Σ.Κ. και άλλες διατάξεις

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ

ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 2011/16/ΕΕ, ΡΥΘΜΙΣΗ ΘΕΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΕΛ.Τ.Ε., ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΗ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥ Ν.Σ.Κ.

ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ ΣΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 2011/16/ΕΕ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ 15ης ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2011 ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ

ΚΑΙ ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 77/799/ΕΟΚ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1

Σκοπός

Με τα άρθρα 1 έως και 25 εναρμονίζεται η ελληνική νομοθεσία με τις διατάξεις της υπ’ αρίθμ. 2011/16/ΕΕ Οδηγίας του Συμβουλίου της 15ης Φεβρουαρίου 2011 (ΕΕ L 64 της 11.3.2011), σχετικά με τη διοικητική συνεργασία στον τομέα της φορολογίας και με την κατάργηση της Οδηγίας 77/799/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 19ης Δεκεμβρίου 1977, σχετικά με την αμοιβαία συνδρομή των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών στον τομέα των άμεσων φόρων και των φόρων επί των ασφαλίστρων (ΕΕ L 336 της 27.12.1977), η οποία έχει ενσωματωθεί στην ελληνική νομοθεσία με τις διατάξεις του Κεφαλαίου Β’ «ΑΜΟΙΒΑΙΑ ΕΝΔΟΚΟΙΝΟΤΙΚΗ ΒΟΗΘΕΙΑ» του ν. 1914/1990 (A’ 178 ), όπως ισχύει.

Άρθρο 2

Αντικείμενο

[άρθρο 1 της Οδηγίας 2011/16/ΕΕ]

1. Με τα άρθρα 1 έως και 25 ορίζονται οι κανόνες και οι διαδικασίες βάσει των οποίων οι ελληνικές αρχές συνεργάζονται με τις αρχές των κρατών μελών με στόχο την ανταλλαγή πληροφοριών που είναι εύλογα συναφείς με την εφαρμογή και την επιβολή της ελληνικής νομοθεσίας ή της εθνικής νομοθεσίας των κρατών μελών, όσον αφορά στους φόρους οι οποίοι αναφέρονται στο άρθρο 3. Οι πληροφορίες αυτές μπορούν επίσης να χρησιμοποιούνται για την εκτίμηση και την επιβολή άλλων φόρων και δασμών που καλύπτονται από το άρθρο 296 του ν. 4072/2012 (Α’ 86) (άρθρο 2 της Οδηγίας 2010/24/ΕΕ του Συμβουλίου, της 16ης Μαρτίου 2010, περί αμοιβαίας συνδρομής για την είσπραξη απαιτήσεων σχετικών με φόρους, δασμούς και άλλα μέτρα, ΕΕ L 84 της 31.3.2010), ή για την εκτίμηση και επιβολή υποχρεωτικών εισφορών κοινωνικής ασφάλισης.

2. Τα άρθρα 2 έως και 24 δεν θίγουν την εφαρμογή των διατάξεων αμοιβαίας συνδρομής επί ποινικών υποθέσεων μεταξύ των ελληνικών αρχών και των αρχών των κρατών μελών. Επίσης, δεν θίγουν την τήρηση τυχόν υποχρεώσεων που υπέχουν οι ελληνικές αρχές σε σχέση με την ευρύτερη διοικητική συνεργασία βάσει άλλων νομικών πράξεων, συμπεριλαμβανομένων των διμερών ή πολυμερών συμφωνιών.

Άρθρο 3

Πεδίο εφαρμογής

[άρθρο 2 της Οδηγίας 2011/16/ΕΕ]

1. Τα άρθρα 1 έως και 25 ισχύουν σε όλους τους φόρους κάθε τύπου που εισπράττονται από την Ελλάδα ή από κράτος μέλος εξ ονόματός του ή από εδαφικές ή διοικητικές υποδιαιρέσεις του, συμπεριλαμβανομένων των τοπικών αρχών του.

2. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 1, τα άρθρα 1 έως και 25 δεν εφαρμόζονται στο φόρο προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) και στους δασμούς, ούτε στους ειδικούς φόρους κατανάλωσης που καλύπτονται από άλλη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης περί διοικητικής συνεργασίας μεταξύ κρατών μελών. Τα άρθρα 1 έως και 25 δεν εφαρμόζονται, επίσης, όσον αφορά στις υποχρεωτικές εισφορές κοινωνικής ασφάλισης πληρωτέες προς την Ελλάδα ή προς άλλο κράτος μέλος ή προς μια διοικητική υποδιαίρεσή του ή προς τα ιδρύματα κοινωνικών ασφαλίσεων δημοσίου δικαίου.

3. Σε καμία περίπτωση οι φόροι που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι περιλαμβάνουν τα εξής:

α) τέλη, όπως για πιστοποιητικά ή άλλα έγγραφα που εκδίδονται από τις δημόσιες αρχές·

β) οφειλές συμβατικού χαρακτήρα, όπως αμοιβές επιχειρήσεων κοινής ωφελείας.

4. Τα άρθρα 1 έως και 25 ισχύουν για φόρους που αναφέρονται στην παράγραφο 1, οι οποίοι εισπράττονται σε έδαφος όπου εφαρμόζονται οι συνθήκες δυνάμει του άρθρου 52 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Άρθρο 4

Ορισμοί

[άρθρο 3 της Οδηγίας 2011/16/ΕΕ]

Για την εφαρμογή των άρθρων 1 έως και 25 νοούνται ως:

1. «αρμόδια αρχή» κράτους μέλους: η αρχή η οποία έχει ορισθεί για τον λόγο αυτόν από το κράτος μέλος. Όταν ενεργούν σύμφωνα με ταάρθρα 2 έως και 24:

- η κεντρική υπηρεσία διασύνδεσης,

- ένα τμήμα διασύνδεσης ή

- ένας αρμόδιος υπάλληλος,

όπως ορίζονται στις παραγράφους 2, 3 και 4 του παρόντος άρθρου, θεωρούνται επίσης ως αρμόδιες αρχές κατ’ ανάθεση σύμφωνα με το άρθρο 5.

2. «κεντρική υπηρεσία διασύνδεσης»: η υπηρεσία η οποία έχει ορισθεί για τον λόγο αυτόν, με κύρια αρμοδιότητα τις επαφές με άλλα κράτη μέλη στον τομέα της διοικητικής συνεργασίας.

3. «τμήμα διασύνδεσης»: οιαδήποτε υπηρεσία, πλην της κεντρικής υπηρεσίας διασύνδεσης, που έχει ορισθεί για την απευθείας ανταλλαγή πληροφοριών.

4. «αρμόδιος υπάλληλος»: οιοσδήποτε υπάλληλος που μπορεί να προβαίνει σε απευθείας ανταλλαγή πληροφοριών, για την οποία έχει εξουσιοδοτηθεί.

5. «αιτούσα αρχή»: η κεντρική υπηρεσία διασύνδεσης, τμήμα διασύνδεσης ή οιοσδήποτε αρμόδιος υπάλληλος κράτους μέλους που υποβάλλει αίτημα συνδρομής εξ ονόματος της αρμόδιας αρχής.

6. «λαμβάνουσα αρχή»: η κεντρική υπηρεσία διασύνδεσης, τμήμα διασύνδεσης ή οιοσδήποτε αρμόδιος υπάλληλος κράτους μέλους που λαμβάνει αίτημα συνδρομής εξ ονόματος της αρμόδιας αρχής.

7. «διοικητική έρευνα»: κάθε έλεγχος, εξακρίβωση και ενέργεια που πραγματοποιούν τα κράτη μέλη κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, με σκοπό τη διασφάλιση της ορθής εφαρμογής της φορολογικής νομοθεσίας.

8. «ανταλλαγή πληροφοριών κατόπιν αιτήματος»: η ανταλλαγή πληροφοριών βάσει αιτήματος το οποίο απευθύνει το αιτούν κράτος μέλος προς το λαμβάνον κράτος μέλος, για μια συγκεκριμένη υπόθεση.

9. «αυτόματη ανταλλαγή»: η συστηματική κοινοποίηση προς άλλο κράτος μέλος χωρίς προηγούμενο αίτημα, προκαθορισμένων πληροφοριών ανά τακτά εκ των προτέρων καθορισμένα διαστήματα. Στο πλαίσιο του άρθρου 9 ως διαθέσιμες νοούνται οι πληροφορίες των φορολογικών αρχείων του κράτους μέλους που κοινοποιεί την πληροφορία, η οποία μπορεί να ανακτηθεί σύμφωνα με τις διαδικασίες αυτού του κράτους μέλους για τη συλλογή και επεξεργασία πληροφοριών.

10. «αυθόρμητη ανταλλαγή»: η μη συστηματική κοινοποίηση πληροφοριών, ανά πάσα στιγμή και χωρίς προηγούμενο αίτημα, σε άλλο κράτος μέλος.

11. «πρόσωπο»:

α) φυσικό πρόσωπο·

β) νομικό πρόσωπο, ή

γ) εφόσον προβλέπεται από την ισχύουσα νομοθεσία, ένωση προσώπων στην οποία αναγνωρίζεται δικαιοπρακτική ικανότητα, χωρίς όμως να έχει το καθεστώς νομικού προσώπου·

δ) κάθε άλλο νομικό μόρφωμα οιουδήποτε χαρακτήρα και μορφής, με ή χωρίς νομική προσωπικότητα, που έχει την κυριότητα ή διαχειρίζεται περιουσιακά στοιχεία τα οποία, συμπεριλαμβανομένου του εισοδήματος που απορρέει από αυτά, υπόκεινται σε φόρους που καλύπτονται από τα άρθρα 1 έως και 25.

12. «με ηλεκτρονικά μέσα» ή «ηλεκτρονικά»: η χρήση ηλεκτρονικού εξοπλισμού για την επεξεργασία, συμπεριλαμβανομένης της ψηφιακής συμπίεσης και αποθήκευσης δεδομένων και η χρησιμοποίηση καλωδιακής ή ασύρματης σύνδεσης, οπτικών τεχνολογιών ή άλλων ηλεκτρομαγνητικών μέσων.

13. «δίκτυο CCN»: η κοινή πλατφόρμα που βασίζεται στο Κοινό Δίκτυο Επικοινωνιών (CCN), το οποίο έχει αναπτυχθεί από την Ένωση για την εξασφάλιση όλων των διαβιβάσεων με ηλεκτρονικά μέσα μεταξύ των αρμόδιων τελωνειακών και φορολογικών αρχών.

Άρθρο 5

Οργάνωση

[άρθρο 4 της Οδηγίας 2011/16/ΕΕ]

1. Ως «αρμόδια αρχή» κατά το άρθρο 4 παράγραφος 1 ορίζεται η Διεύθυνση Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων του Υπουργείου Οικονομικών. Η Επιτροπή ενημερώνεται αμελλητί για κάθε σχετική μεταβολή.

2. Ως «κεντρική υπηρεσία διασύνδεσης» κατά το άρθρο 4 παράγραφος 2 ορίζεται το Τμήμα Γ’ Διεθνούς Διοικητικής Συνεργασίας στον τομέα της άμεσης φορολογίας της Διεύθυνσης Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων του Υπουργείου Οικονομικών.

Η κεντρική υπηρεσία διασύνδεσης του Υπουργείου Οικονομικών ενεργεί:

α) ως «αιτούσα αρχή» κατά το άρθρο 4 παράγραφος 5, που υποβάλλει αίτημα συνδρομής εξ ονόματος της αρμόδιας αρχής, και

β) ως «λαμβάνουσα αρχή» κατά το άρθρο 4 παράγραφος 6, που λαμβάνει αίτημα συνδρομής εξ ονόματος της αρμόδιας αρχής.

Η αρμόδια αρχή του Υπουργείου Οικονομικών είναι υπεύθυνη για την ενημέρωση της Επιτροπής και των άλλων κρατών μελών σχετικά με τον ορισμό της κεντρικής υπηρεσίας διασύνδεσης.

3. Η κεντρική υπηρεσία διασύνδεσης του Υπουργείου Οικονομικών συνεργάζεται με κάθε αρμόδια φορολογική ή τελωνειακή αρχή, ανάλογα με την περίπτωση, για τους σκοπούς εφαρμογής των άρθρων 1 έως και 25.

4. Ως «τμήματα διασύνδεσης» κατά το άρθρο 4 παράγραφος 3 ορίζονται:

α) η Διεύθυνση Ελέγχων του Υπουργείου Οικονομικών, και

β) η Διεύθυνση Ελέγχου Τελωνείων του Υπουργείου Οικονομικών.

Τα τμήματα διασύνδεσης του Υπουργείου Οικονομικών ενεργούν ως «αιτούσα αρχή» και «λαμβάνουσα αρχή» κατά το άρθρο 4 παράγραφος 5 και 6, ανάλογα με την περίπτωση, για το σκοπό της εφαρμογής της διοικητικής συνεργασίας που προβλέπεται στα άρθρα 12 και 13.

5. Η αρμόδια αρχή του Υπουργείου Οικονομικών δύναται να ορίζει τμήμα ή τμήματα διασύνδεσης, εκτός των αναφερόμενων στην παράγραφο 4. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών συνιστάται το τμήμα ή τα τμήματα αυτά και καθορίζονται οι αρμοδιότητές τους, καθώς και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για τη λειτουργία τους. Η κεντρική υπηρεσία διασύνδεσης του Υπουργείου Οικονομικών με ευθύνη της ενημερώνει τον κατάλογο των τμημάτων διασύνδεσης και τον διαθέτει στις κεντρικές υπηρεσίες διασύνδεσης των άλλων κρατών μελών και στην Επιτροπή.

6. Όταν ένα τμήμα διασύνδεσης αποστέλλει ή λαμβάνει αίτημα ή απάντηση σε αίτημα συνεργασίας, ενημερώνει την κεντρική υπηρεσία διασύνδεσης του Υπουργείου Οικονομικών δια της αρμόδιας αρχής του Υπουργείου Οικονομικών.

7. Όταν ένα τμήμα διασύνδεσης λαμβάνει αίτημα συνεργασίας που συνεπάγεται διοικητικές ενέργειες εκτός του πεδίου των αρμοδιοτήτων του, διαβιβάζει αμελλητί το αίτημα αυτό στην κεντρική υπηρεσία διασύνδεσης του Υπουργείου Οικονομικών δια της αρμόδιας αρχής του Υπουργείου Οικονομικών και ενημερώνει σχετικά την αιτούσα αρχή του άλλου κράτους μέλους. Σε αυτήν την περίπτωση, οι προθεσμίες που προβλέπονται στο άρθρο 8 αρχίζουν από την επόμενη ημέρα της διαβίβασης του αιτήματος συνεργασίας στην κεντρική υπηρεσία διασύνδεσης.

8. Η κεντρική υπηρεσία διασύνδεσης και τα τμήματα διασύνδεσης, όπως ορίζονται στις διατάξεις του παρόντος άρθρου, ενεργούν ως αρμόδιες αρχές κατ’ ανάθεση.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’

ΑΝΤΑΛΛΑΓΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ

ΤΜΗΜΑ Α’

Ανταλλαγή πληροφοριών κατόπιν αιτήματος

Άρθρο 6

Ανταλλαγή πληροφοριών κατόπιν αιτήματος

[άρθρο 5 της Οδηγίας 2011/16/ΕΕ]

1. Κατόπιν αιτήματος της αιτούσας αρχής κράτους μέλους, η λαμβάνουσα ελληνική αρχή κοινοποιεί στην αιτούσα αρχή οιαδήποτε πληροφορία αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1, που διαθέτει ή αποκτά κατόπιν ελέγχων ή άλλων διοικητικών ενεργειών.

2. Η αιτούσα ελληνική αρχή δύναται να αποστείλει αίτημα ανταλλαγής πληροφοριών στη λαμβάνουσα αρχή κράτους μέλους, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 1.

Άρθρο 7

Διοικητικές έρευνες

[άρθρο 6 της Οδηγίας 2011/16/ΕΕ]

1. Η λαμβάνουσα ελληνική αρχή προβαίνει σε διοικητικές ενέργειες οι οποίες απαιτούνται για τη συγκέντρωση των πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 6.

2. Το αίτημα το οποίο αναφέρεται στο άρθρο 6 μπορεί να περιλαμβάνει αιτιολογημένο αίτημα για τη διενέργεια ελέγχου ή άλλων συγκεκριμένων διοικητικών ενεργειών. Εάν η λαμβάνουσα ελληνική αρχή θεωρεί ότι δεν είναι αναγκαία η διενέργεια ελέγχου ή άλλων διοικητικών ενεργειών, αιτιολογεί αμέσως τη θέση αυτή στην αιτούσα αρχή κράτους μέλους.

3. Προκειμένου να συγκεντρώσει τις αιτούμενες πληροφορίες ή να διεξαγάγει τον αιτούμενο έλεγχο ή τις άλλες διοικητικές ενέργειες, η λαμβάνουσα ελληνική αρχή ακολουθεί τις ίδιες διαδικασίες όπως όταν ενεργεί με δική της πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος άλλης αρχής η οποία έχει την έδρα της στην Ελλάδα.

4. Σε περίπτωση αιτιολογημένου ρητού αιτήματος από την αιτούσα αρχή κράτους μέλους, η λαμβάνουσα ελληνική αρχή κοινοποιεί πρωτότυπα έγγραφα, εφόσον τούτο δεν αντιβαίνει στην κείμενη νομοθεσία .

Άρθρο 8

Προθεσμίες

[άρθρο 7 της Οδηγίας 2011/16/ΕΕ]

1. Η λαμβάνουσα ελληνική αρχή παρέχει τις πληροφορίες οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 6 το ταχύτερο δυνατόν και το αργότερο εντός έξι μηνών από την ημερομηνία παραλαβής του αιτήματος.

Ωστόσο, όταν οι πληροφορίες αυτές είναι ήδη διαθέσιμες, τότε η λαμβάνουσα ελληνική αρχή τις διαβιβάζει εντός δύο μηνών από την ημερομηνία αυτήν.

2. Σε συγκεκριμένες ειδικές περιπτώσεις, η λαμβάνουσα ελληνική αρχή και η αιτούσα αρχή κράτους μέλους δύνανται να συμφωνούν προθεσμίες διαφορετικές από αυτές που προβλέπονται στην παράγραφο 1.

3. Η λαμβάνουσα ελληνική αρχή επιβεβαιώνει στην αιτούσα αρχή κράτους μέλους την παραλαβή του αιτήματος αμέσως και σε κάθε περίπτωση το αργότερο εντός επτά εργάσιμων ημερών μετά την παραλαβή. Η επιβεβαίωση αυτή λαμβάνει χώρα, ει δυνατόν, με ηλεκτρονικά μέσα.

4. Η λαμβάνουσα ελληνική αρχή κοινοποιεί στην αιτούσα αρχή κράτους μέλους τυχόν ελλείψεις του αιτήματος και την ανάγκη συμπληρωματικών βασικών πληροφοριών, εντός ενός μηνός από την παραλαβή του αιτήματος. Στην περίπτωση αυτήν, οι προθεσμίες που προβλέπονται στην παράγραφο 1 αρχίζουν την επομένη της παραλαβής των συμπληρωματικών βασικών πληροφοριών, τις οποίες ζήτησε η λαμβάνουσα ελληνική αρχή.

5. Όταν η λαμβάνουσα ελληνική αρχή δεν είναι σε θέση να απαντήσει στο αίτημα εμπροθέσμως, ενημερώνει την αιτούσα αρχή κράτους μέλους αμέσως και σε κάθε περίπτωση εντός τριών μηνών από την παραλαβή του αιτήματος σχετικά με τους λόγους καθυστέρησης της απάντησης και την ημερομηνία έως την οποία θεωρεί ότι ενδεχομένως θα είναι σε θέση να απαντήσει.

6. Όταν η λαμβάνουσα ελληνική αρχή δεν διαθέτει τις ζητούμενες πληροφορίες και δεν είναι σε θέση να απαντήσει στο αίτημα παροχής πληροφοριών ή αρνείται να απαντήσει για τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 17, ενημερώνει αμέσως την αιτούσα αρχή κράτους μέλους για τους λόγους αδυναμίας ή άρνησης παροχής αυτών των πληροφοριών και σε κάθε περίπτωση εντός ενός μηνός από την παραλαβή του αιτήματος.

ΤΜΗΜΑ Β’

Αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών

Άρθρο 9

Πεδίο εφαρμογής και προϋποθέσεις της αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών

[άρθρο 8 της Οδηγίας 2011/16/ΕΕ]

1. Η αρμόδια αρχή του Υπουργείου Οικονομικών κατά το άρθρο 5 παράγραφος 1 ανταλλάσσει με τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών, με αυτόματη ανταλλαγή, διαθέσιμες πληροφορίες που αφορούν φορολογικές περιόδους από την 1η Ιανουαρίου 2014 και εξής σχετικά με φορολογικούς κατοίκους του κράτους μέλους που λαμβάνει αυτές τις πληροφορίες, όσον αφορά τις ακόλουθες κατηγορίες εισοδήματος και κεφαλαίου, όπως αυτές ορίζονται στην εθνική νομοθεσία του κράτους μέλους που κοινοποιεί την πληροφορία:

α) εισόδημα από απασχόληση

β) αμοιβές διευθυντών

γ) προϊόντα ασφάλειας ζωής που δεν καλύπτονται από άλλες νομικές πράξεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την ανταλλαγή πληροφοριών και άλλα παρόμοια μέτρα

δ) συντάξεις

ε) ακίνητη περιουσία και εισόδημα από ακίνητη περιουσία.

2. Οι πληροφορίες κοινοποιούνται τουλάχιστον άπαξ του έτους, εντός έξι μηνών από το τέλος του φορολογικού έτους κατά τη διάρκεια του οποίου κατέστησαν διαθέσιμες.

3. Πριν από την 1η Ιανουαρίου 2014, η αρμόδια αρχή του Υπουργείου Οικονομικών κατά το άρθρο 5 παράγραφος 1 ενημερώνει την Επιτροπή σχετικά με τις διαθέσιμες πληροφορίες που έχει όσον αφορά τις κατηγορίες εισοδήματος και κεφαλαίου που απαριθμούνται στην παράγραφο 1. Η αρμόδια αρχή του Υπουργείου Οικονομικών κατά το άρθρο 5 παράγραφος 1 γνωστοποιεί στην Επιτροπή οποιεσδήποτε μεταγενέστερες μεταβολές σχετικά με τις διαθέσιμες πληροφορίες που έχει όσον αφορά τις κατηγορίες εισοδήματος και κεφαλαίου που απαριθμούνται στην παράγραφο 1.

4. Η αρμόδια αρχή του Υπουργείου Οικονομικών κατά το άρθρο 5 παράγραφος 1 δύναται να δηλώνει ότι δεν επιθυμεί να λάβει πληροφορίες για εισόδημα ή κεφάλαιο που δεν υπερβαίνει ένα οριακό ποσό, για κατηγορίες εισοδήματος ή κεφαλαίου που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και ενημερώνει σχετικά την Επιτροπή.

5. Πριν από την 1η Ιουλίου 2016, η αρμόδια αρχή του Υπουργείου Οικονομικών κατά το άρθρο 5 παράγραφος 1 παρέχει στην Επιτροπή ετήσια στατιστικά στοιχεία σχετικά με τον όγκο των αυτόματων ανταλλαγών και, στο μέτρο του δυνατού, πληροφορίες σχετικά με τις διοικητικές δαπάνες και οφέλη που συνδέονται με τις πραγματοποιηθείσες ανταλλαγές.

6. Σε περίπτωση που η Ελλάδασυμφωνήσει για την αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με πρόσθετες κατηγορίες εισοδήματος και κεφαλαίου σε διμερείς ή πολυμερείς συμφωνίες που συνάπτει με άλλα κράτη μέλη, κοινοποιεί τις συμφωνίες αυτές στην Επιτροπή.

7. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται τα πληροφοριακά μέσα, η παροχή στατιστικών στοιχείων και κάθε άλλη ειδικότερη λεπτομέρεια σχετικά με την ανταλλαγή πληροφοριών όσον αφορά κατηγορίες εισοδήματος και κεφαλαίου που απαριθμούνται στην παράγραφο 1, η οποία λαμβάνει χώρα μεταξύ Ελλάδας και κρατών μελών, σύμφωνα με τις πρακτικές ρυθμίσεις για την αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών που θεσπίζει η Επιτροπή με τη διαδικασία του άρθρου 26 παράγραφος 2 της Οδηγίας 2011/16/ΕΕ, πριν από τις ημερομηνίες που αναφέρονται στο άρθρο 29 παράγραφος 1 της Οδηγίας 2011/16/ΕΕ.

8. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου ισχύουν από την 1η Ιανουαρίου 2015.

ΤΜΗΜΑ Γ’

Αυθόρμητη ανταλλαγή πληροφοριών

Άρθρο 10

Πεδίο εφαρμογής και προϋποθέσεις της αυθόρμητης ανταλλαγής πληροφοριών

[άρθρο 9 της Οδηγίας 2011/16/ΕΕ]

1. Η αρμόδια αρχή του Υπουργείου Οικονομικών κατά το άρθρο 5 παράγραφος 1 μπορεί να κοινοποιεί αυθορμήτως στις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών κάθε πληροφορία που περιέρχεται σε αυτήν και η οποία ενδέχεται να είναι χρήσιμη για τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών.

2. Η αρμόδια αρχή του Υπουργείου Οικονομικών κατά το άρθρο 5 παράγραφος 1 κοινοποιεί οπωσδήποτε τις αναφερόμενες στο άρθρο 2 παράγραφος 1 πληροφορίες, τις οποίες λαμβάνει από τις ημεδαπές αρχές, στην αρμόδια αρχή κάθε άλλου ενδιαφερόμενου κράτους μέλους σε οποιαδήποτε από τις εξής περιπτώσεις:

α) οι ημεδαπές αρχές έχουν βάσιμους λόγους να υποθέτουν ότι στο άλλο κράτος μέλος υφίσταται διαφυγή φόρων·

β) ένας φορολογούμενος επιτυγχάνει στην Ελλάδα μείωση ή απαλλαγή φόρου, η οποία συνεπάγεται γι’ αυτόν αύξηση φόρου ή υπαγωγή σε φόρο στο άλλο κράτος μέλος·

γ) επιχειρηματικές δραστηριότητες που πραγματοποιούνται, μεταξύ ενός προσώπου υποκείμενου σε φόρο στην Ελλάδα και ενός προσώπου υποκείμενου σε φόρο σε άλλο κράτος μέλος, σε μία ή περισσότερες άλλες χώρες, κατά τέτοιον τρόπο που να ενδέχεται να συνεπάγονται μείωση φόρου στην Ελλάδα ή στο άλλο κράτος μέλος ή και στα δύο·

δ) οι ημεδαπές αρχές έχουν βάσιμους λόγους να υποθέτουν ότι υφίσταται μείωση φόρου, η οποία προκύπτει από εικονικές μεταφορές κερδών εντός ομάδων επιχειρήσεων·

ε) από πληροφορίες που διαβίβασε στην Ελλάδα η αρμόδια αρχή του άλλου κράτους μέλους συνάγονται πληροφορίες που ενδέχεται να έχουν σημασία για την αξιολόγηση της επιβολής φόρου σε αυτό το άλλο κράτος μέλος.
3. Στην αρμόδια αρχή του Υπουργείου Οικονομικών κατά το άρθρο 5 παράγραφος 1 κοινοποιούνται οι αναφερόμενες στο άρθρο 2 παράγραφος 1 πληροφορίες από την αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους.

Άρθρο 11

Προθεσμίες

[άρθρο 10 της Οδηγίας 2011/16/ΕΕ]

1. Η αρμόδια αρχή του Υπουργείου Οικονομικών κατά το άρθρο 5 παράγραφος 1 στην οποία καθίστανται διαθέσιμες οι αναφερόμενες στο άρθρο 10 παράγραφος 2 πληροφορίες, διαβιβάζει τις πληροφορίες αυτές στην αρμόδια αρχή κάθε άλλου ενδιαφερόμενου κράτους μέλους το ταχύτερο δυνατόν και το αργότερο εντός ενός μηνός από τη στιγμή που κατέστησαν διαθέσιμες σε αυτήν.

2. Η αρμόδια αρχή του Υπουργείου Οικονομικών κατά το άρθρο 5 παράγραφος 1 στην οποία κοινοποιούνται πληροφορίες σύμφωνα με το άρθρο 10 επιβεβαιώνει, ει δυνατόν με ηλεκτρονικά μέσα, αμέσως και σε κάθε περίπτωση εντός επτά εργάσιμων ημερών, την παραλαβή των πληροφοριών στην αρμόδια αρχή που τις παρέσχε.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ’

ΑΛΛΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Α’

Παρουσία σε διοικητικές υπηρεσίες και συμμετοχή σε διοικητικές έρευνες

Άρθρο 12

Παρουσία σε διοικητικές υπηρεσίες και συμμετοχή σε διοικητικές έρευνες

υπαλλήλων αρμόδιων αρχών των κρατών μελών

[άρθρο 11 της Οδηγίας 2011/16/ΕΕ]

1. Μετά από αίτημα της αρμόδιας αρχής άλλου κράτους μέλους στο αρμόδιο τμήμα διασύνδεσης του Υπουργείου Οικονομικών κατά το άρθρο 5 παράγραφος 4, ανάλογα με την περίπτωση και σχετική εισήγηση της αρμόδιας ημεδαπής ελεγκτικής αρχής, μπορεί να συμφωνηθεί, στο πλαίσιο διοικητικής συνεργασίας και με σκοπό την ανταλλαγή πληροφοριών, η παρουσία εξουσιοδοτημένων υπαλλήλων της αιτούσας αρχής στα γραφεία της αρμόδιας ημεδαπής ελεγκτικής αρχής.

2. Η παρουσία των αλλοδαπών εξουσιοδοτημένων υπαλλήλων περιορίζεται:

α) στην ανταλλαγή πληροφοριών με υπαλλήλους της αρμόδιας ημεδαπής ελεγκτικής αρχής, και

β) στην παρουσία τους κατά τις διοικητικές έρευνες που διεξάγονται από τα γραφεία της αρμόδιας ημεδαπής ελεγκτικής αρχής, χωρίς το δικαίωμα διεξαγωγής συνέντευξης με υπόχρεους ή τρίτους.

Η ανταλλαγή πληροφοριών και οι διοικητικές έρευνες πρέπει να αφορούν αποκλειστικά συναλλαγές μεταξύ υπόχρεων της αιτούσας αρχής άλλου κράτους μέλους και ημεδαπών υπόχρεων. Σε περίπτωση που οι ζητούμενες πληροφορίες περιέχονται σε έγγραφα, οι αλλοδαποί εξουσιοδοτημένοι υπάλληλοι μπορούν να λαμβάνουν αντίγραφα των εγγράφων αυτών.

3. Οι ημεδαπές ελεγκτικές υπηρεσίες μπορούν αιτιολογημένα να ζητούν, μέσω του αρμόδιου τμήματος διασύνδεσης του Υπουργείου Οικονομικών κατά το άρθρο 5 παράγραφος 4, ανάλογα με την περίπτωση, την παρουσία δικών τους εξουσιοδοτημένων υπαλλήλων στα γραφεία των αρμόδιων αρχών άλλων κρατών μελών.

4. Οι υπάλληλοι που έχουν εξουσιοδοτηθεί από το αιτούν κράτος μέλος να είναι παρόντες σε ένα άλλο κράτος μέλος σύμφωνα με το παρόν άρθρο, πρέπει ανά πάσα στιγμή να είναι σε θέση να επιδείξουν γραπτή εξουσιοδότηση, στην οποία να αναφέρονται η ταυτότητά τους και τα επίσημα καθήκοντά τους.

ΤΜΗΜΑ Β’

Ταυτόχρονοι έλεγχοι

Άρθρο 13

Ταυτόχρονοι έλεγχοι

[άρθρο 12 της Οδηγίας 2011/16/ΕΕ]

1. Δύο ή περισσότερα κράτη μέλη μπορούν να συμφωνήσουν για τη διενέργεια ταυτόχρονων ελέγχων, το καθένα από το έδαφός του, σε έναν ή περισσότερους υπόχρεους σε φορολογίες που προβλέπονται στο άρθρο 3, κοινού ή συμπληρωματικού ενδιαφέροντος για τα εν λόγω κράτη μέλη, με σκοπό την ανταλλαγή πληροφοριών που συγκεντρώνονται από τους ελέγχους αυτούς.

2. Το αρμόδιο τμήμα διασύνδεσης του Υπουργείου Οικονομικών κατά το άρθρο 5 παράγραφος 4, ανάλογα με την περίπτωση, λαμβάνει, αποδέχεται ή απορρίπτει και αποστέλλει προτάσεις για τη διενέργεια ταυτόχρονων ελέγχων, από τις αιτούσες και προς τις λαμβάνουσες αρχές των άλλων κρατών μελών, αντίστοιχα.

3. Το αρμόδιο τμήμα διασύνδεσης του Υπουργείου Οικονομικών κατά το άρθρο 5 παράγραφος 4, ανάλογα με την περίπτωση, επιλέγει ανεξάρτητα τους υπόχρεους που προτίθεται να προτείνει για ταυτόχρονο έλεγχο, τόσο αυτούς που φορολογούνται στην Ελλάδα όσο και αυτούς που φορολογούνται σε άλλα κράτη - μέλη. Υποβάλλει αίτημα στη λαμβάνουσα αρχή του άλλου κράτους μέλους, υπόχρεοι του οποίου ζητά να είναι υποκείμενοι στον έλεγχο, στο οποίο παραθέτει τους λόγους της επιλογής και καθορίζει το χρονικό διάστημα εντός του οποίου προτείνει να διενεργηθούν οι έλεγχοι αυτοί.

4. Το αρμόδιο τμήμα διασύνδεσης του Υπουργείου Οικονομικών κατά το άρθρο 5 παράγραφος 4, ανάλογα με την περίπτωση, ορίζει υπάλληλο ως αντιπρόσωπο έναντι των λοιπών κρατών μελών που συμμετέχουν στον ταυτόχρονο έλεγχο για να κατευθύνει και να συντονίζει τον έλεγχο.

5. Στις περιπτώσεις υποθέσεων, στις οποίες η αρμόδια ημεδαπή ελεγκτική αρχή κρίνει αναγκαία τη διενέργεια ταυτόχρονου ελέγχου, ενημερώνει αιτιολογημένα το αρμόδιο τμήμα διασύνδεσης του Υπουργείου Οικονομικών κατά το άρθρο 5 παράγραφος 4, ανάλογα με την περίπτωση και, περαιτέρω, το τμήμα αυτό, εφόσον συμφωνεί, μεριμνά για την αποστολή της σχετικής πρότασης στη λαμβάνουσα αρχή του άλλου κράτους μέλους ή των άλλων κρατών μελών, με πλήρη αιτιολόγηση και παροχή όλων των απαραίτητων πληροφοριών και με καθορισμό της χρονικής περιόδου εντός της οποίας θα διενεργηθούν οι ταυτόχρονοι έλεγχοι.

6. Για τις προτάσεις που υποβάλλονται, αντίστοιχα, στο αρμόδιο τμήμα διασύνδεσης του Υπουργείου Οικονομικών κατά το άρθρο 5 παράγραφος 4, ανάλογα με την περίπτωση, από τις αιτούσες αρχές των άλλων κρατών μελών για συμμετοχή της λαμβάνουσας ελληνικής αρχής σε ταυτόχρονους ελέγχους, αποφαίνεται το ίδιο τμήμα διασύνδεσης, κατόπιν σχετικής εισήγησης και παροχής των απαραίτητων πληροφοριών από την αρμόδια ημεδαπή ελεγκτική αρχή. Το παραπάνω τμήμα διασύνδεσης γνωστοποιεί στην αιτούσα αρχή του άλλου κράτους μέλους τη συμφωνία του ως προς τη διενέργεια των ταυτόχρονων ελέγχων ή την αιτιολογημένη άρνησή του.

7. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών μπορεί να ρυθμίζεται κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου αυτού.

ΤΜΗΜΑ Γ’

Διοικητική κοινοποίηση

Άρθρο 14

Αίτημα κοινοποίησης

[άρθρο 13 της Οδηγίας 2011/16/ΕΕ]

1. Ύστερα από αίτημα της αιτούσας αρχής κράτους μέλους, η λαμβάνουσα ελληνική αρχή μεριμνά για την κοινοποίηση στον παραλήπτη πράξεων και αποφάσεων που προέρχονται από τις διοικητικές αρχές του αιτούντος κράτους μέλους και αφορούν την εφαρμογή στο έδαφος του τελευταίου της νομοθεσίας σχετικά με τους φόρους που αποτελούν το αντικείμενο των άρθρων 1 έως και 25. Το αίτημα κοινοποίησης περιλαμβάνει το αντικείμενο της πράξης ή της απόφασης προς κοινοποίηση και διευκρινίζει το όνομα και τη διεύθυνση του παραλήπτη, καθώς και κάθε άλλη πληροφορία που είναι χρήσιμη για την εξακρίβωση της ταυτότητάς του.

2. Η λαμβάνουσα ελληνική αρχή ενημερώνει αμέσως την αιτούσα αρχή κράτους μέλους για τη συνέχεια που δίδει στο αίτημα κοινοποίησης και για την ημερομηνία, κατά την οποία η πράξη ή η απόφαση κοινοποιήθηκε στον παραλήπτη.

3. Η λαμβάνουσα ελληνική αρχή διαβιβάζει, δια της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών, τις παραπάνω πράξεις ή αποφάσεις στην αρμόδια φορολογική αρχή, η οποία τις κοινοποιεί στον παραλήπτη, σύμφωνα με τη νομοθεσία που ισχύει για την κοινοποίηση παρόμοιων πράξεων ή αποφάσεων και στη συνέχεια αποστέλλει στη λαμβάνουσα ελληνική αρχή τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία.

4. Η αιτούσα ελληνική αρχή υποβάλλει αίτημα κοινοποίησης δυνάμει του παρόντος άρθρου μόνον όταν δεν είναι σε θέση να κοινοποιήσει τις πράξεις και αποφάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 σύμφωνα με τους κανόνες που διέπουν την κοινοποίηση παρόμοιων πράξεων στην Ελλάδα, ή όταν η κοινοποίηση θα δημιουργούσε δυσανάλογες δυσκολίες.

5. Οι ελληνικές αρχές δύνανται να κοινοποιούν κάθε έγγραφο με συστημένη επιστολή ή ηλεκτρονικά απευθείας σε ένα πρόσωπο εντός της επικράτειας άλλου κράτους μέλους.

ΤΜΗΜΑ Δ’

Πληροφόρηση σχετικά με τη χρησιμότητα των ζητούμενων πληροφοριών

Άρθρο 15

Προϋποθέσεις

[άρθρο 14 της Οδηγίας 2011/16/ΕΕ]

1. Όταν η λαμβάνουσα ελληνική αρχή ή η αρμόδια αρχή του Υπουργείου Οικονομικών κατά το άρθρο 5 παράγραφος 1 παρέχει πληροφορίες δυνάμει των άρθρων 6 ή 10, αντίστοιχα, δύναται να ζητεί από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους που τις έλαβε να της αποστείλει σχετική πληροφόρηση ως προς τη χρησιμότητα των ζητούμενων πληροφοριών.

2. Η αιτούσα ελληνική αρχή ή η αρμόδια αρχή του Υπουργείου Οικονομικών κατά το άρθρο 5 παράγραφος 1 αποστέλλει τέτοια πληροφόρηση για πληροφορίες που έλαβε δυνάμει των άρθρων 6 ή 10, αντίστοιχα, όταν αυτό ζητείται από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους που παρέσχε αυτές τις πληροφορίες. Σε περίπτωση που ζητείται τέτοια πληροφόρηση, η αιτούσα ελληνική αρχή ή η αρμόδια αρχή του Υπουργείου Οικονομικών κατά το άρθρο 5 παράγραφος 1, που έλαβε τις σχετικές πληροφορίες δυνάμει των άρθρων 6 ή 10, αντίστοιχα, αποστέλλει, με την επιφύλαξη των κανόνων φορολογικού απορρήτου και προστασίας δεδομένων που εφαρμόζονται στα κράτη μέλη, την πληροφόρηση αυτή προς την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους που παρέσχε αυτές τις πληροφορίες, το συντομότερο δυνατόν και το αργότερο εντός τριών μηνών από τη γνωστοποίηση της έκβασης της χρησιμοποίησης των ζητούμενων πληροφοριών.

3. Η αρμόδια αρχή του Υπουργείου Οικονομικών κατά το άρθρο 5 παράγραφος 1 προβαίνει σε πληροφόρηση μία φορά κατ’ έτος σχετικά με την αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών προς άλλα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη, σύμφωνα με πρακτικές ρυθμίσεις που έχουν συμφωνηθεί διμερώς.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ’

ΟΡΟΙ ΠΟΥ ΔΙΕΠΟΥΝ ΤΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ

Άρθρο 16

Γνωστοποίηση πληροφοριών και εγγράφων

[άρθρο 16 της Οδηγίας 2011/16/ΕΕ]

1. Οι πληροφορίες που λαμβάνει η αρμόδια αρχή του Υπουργείου Οικονομικών κατά το άρθρο 5 παράγραφος 1 ή η αιτούσα ελληνική αρχή υπό οιαδήποτε μορφή δυνάμει των άρθρων 1 έως και 25 καλύπτονται από το υπηρεσιακό απόρρητο και προστατεύονται από το φορολογικό απόρρητο δυνάμει της ελληνικής φορολογικής νομοθεσίας.

2. Οι εν λόγω πληροφορίες μπορούν να χρησιμοποιούνται σε δικαστικές και διοικητικές διαδικασίες που ενδέχεται να συνεπάγονται κυρώσεις, οι οποίες κινούνται κατόπιν παραβάσεων της φορολογικής νομοθεσίας, χωρίς να θίγονται οι γενικοί κανόνες και διατάξεις που διέπουν τα δικαιώματα των κατηγορούμενων και των μαρτύρων σε τέτοιες διαδικασίες.

3. Με την άδεια της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους που κοινοποιεί πληροφορίες και μόνον στο μέτρο που αυτό επιτρέπεται δυνάμει της ελληνικής νομοθεσίας, οι πληροφορίες και τα έγγραφα που λαμβάνονται από την αρμόδια αρχή του Υπουργείου Οικονομικών κατά το άρθρο 5 παράγραφος 1 ή την αιτούσα ελληνική αρχή σύμφωνα με τα άρθρα 1 έως και 25 μπορούν να χρησιμοποιούνται για σκοπούς διαφορετικούς από εκείνους που αναφέρονται στο άρθρο 2. Η άδεια αυτή χορηγείται εάν οι πληροφορίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν για παρόμοιους σκοπούς στο κράτος μέλος της αρμόδιας αρχής που κοινοποιεί τις πληροφορίες.

4. Με την άδεια της αρμόδιας αρχής του Υπουργείου Οικονομικών κατά το άρθρο 5 παράγραφος 1, οι πληροφορίες και τα έγγραφα που λαμβάνονται από την αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους μπορούν να χρησιμοποιούνται για σκοπούς διαφορετικούς από εκείνους που αναφέρονται στο άρθρο 2. Η άδεια αυτή χορηγείται εάν οι πληροφορίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν για παρόμοιους σκοπούς στην Ελλάδα.
5. Όταν η αρμόδια αρχή του Υπουργείου Οικονομικών κατά το άρθρο 5 παράγραφος 1 ή η αιτούσα ελληνική αρχή θεωρεί ότι οι πληροφορίες τις οποίες έλαβε από την αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους ενδέχεται να είναι χρήσιμες για τους σκοπούς που αναφέρονται στο άρθρο 2 στην αρμόδια αρχή τρίτου κράτους μέλους, δύναται να τις διαβιβάζει σε αυτήν την τελευταία. Ενημερώνει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης των πληροφοριών για την πρόθεσή της να διαβιβάσει τις πληροφορίες σε τρίτο κράτος μέλος. Το κράτος μέλος προέλευσης των πληροφοριών δύναται να αντιταχθεί στη διαβίβαση εντός δέκα εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία παρέλαβε τη σχετική κοινοποίηση από την αρμόδια αρχή του Υπουργείου Οικονομικών κατά το άρθρο 5 παράγραφος 1 ή την αιτούσα ελληνική αρχή που έλαβε τις πληροφορίες.

6. Η αρμόδια αρχή του Υπουργείου Οικονομικών κατά το άρθρο 5 παράγραφος 1 δύναται να αντιταχθεί στη διαβίβαση πληροφοριών σε τρίτο κράτος μέλος, σύμφωνα με την παράγραφο 5.
7. Οι διοικητικές ή δικαστικές αρχές της Ελλάδας δύνανται να επικαλούνται πληροφορίες, εκθέσεις, δηλώσεις και κάθε άλλο έγγραφο, ή επικυρωμένα γνήσια αντίγραφα ή αποσπάσματά τους που έχει λάβει η αιτούσα ελληνική αρχή από τη λαμβάνουσα αρχή άλλου κράτους μέλους, ως αποδεικτικά στοιχεία στην ίδια βάση με παρόμοιες πληροφορίες, εκθέσεις, δηλώσεις και οιαδήποτε άλλα έγγραφα παρέχονται από μια άλλη αρχή της Ελλάδας.

Άρθρο 17

Όρια

[άρθρο 17 της Οδηγίας 2011/16/ΕΕ]

1. Η λαμβάνουσα ελληνική αρχή παρέχει στην αιτούσα αρχή άλλου κράτους μέλους τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 6 με την προϋπόθεση ότι η αιτούσα αρχή έχει εξαντλήσει τις συνήθεις πηγές πληροφόρησης τις οποίες θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει για τη συγκέντρωση των ζητούμενων πληροφοριών χωρίς να υπάρχει κίνδυνος διακύβευσης της επίτευξης του στόχου της.

2. Η λαμβάνουσα ελληνική αρχή δεν διεξάγει έρευνες ούτε κοινοποιεί πληροφορίες εάν η διεξαγωγή αυτών των ερευνών ή η συγκέντρωση των ζητούμενων πληροφοριών για ίδιους σκοπούς αντίκειται στην κείμενη νομοθεσία .

3. Η λαμβάνουσα ελληνική αρχή δύναται να αρνηθεί τη διαβίβαση πληροφοριών, όταν το αιτούν κράτος μέλος αδυνατεί, για νομικούς λόγους, να παράσχει παρόμοιες πληροφορίες.

4. Η άρνηση διαβίβασης πληροφοριών επιτρέπεται σε περίπτωση που θα οδηγούσε στην αποκάλυψη ενός εμπορικού, βιομηχανικού ή επαγγελματικού απορρήτου ή μιας εμπορικής μεθόδου ή μιας πληροφορίας της οποίας η αποκάλυψη θα ήταν αντίθετη προς τη δημόσια τάξη.

5. Η λαμβάνουσα ελληνική αρχή πληροφορεί την αιτούσα αρχή άλλου κράτους μέλους για τους λόγους που είναι αντίθετη στην ικανοποίηση του αιτήματος παροχής πληροφοριών.

Άρθρο 18

Υποχρεώσεις

[άρθρο 18 της Οδηγίας 2011/16/ΕΕ]

1. Εάν ζητούνται πληροφορίες από ένα κράτος μέλος, η λαμβάνουσα ελληνική αρχή εφαρμόζει τα μέτρα τα οποία διαθέτει για τη συγκέντρωση πληροφοριών, προκειμένου να λάβει τις ζητούμενες πληροφορίες, ακόμη και αν δεν χρειάζεται τις πληροφορίες αυτές για δικούς της φορολογικούς σκοπούς. Η υποχρέωση αυτή ισχύει με την επιφύλαξη των παραγράφων 2, 3 και 4 του άρθρου 17, η επίκληση των οποίων δεν μπορεί, σε καμία περίπτωση, να θεωρηθεί ότι επιτρέπει στη λαμβάνουσα ελληνική αρχή να αρνηθεί την παροχή πληροφοριών αποκλειστικά και μόνον επειδή δεν έχει δικό της συμφέρον στις πληροφορίες αυτές.

2. Σε καμία περίπτωση το άρθρο 17 παράγραφοι 2 και 4 δεν θεωρείται ότι επιτρέπει στη λαμβάνουσα ελληνική αρχή να αρνείται την παροχή πληροφοριών αποκλειστικά και μόνον επειδή κάτοχος των πληροφοριών αυτών είναι τράπεζα, άλλο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος ή πρόσωπο που ενεργεί υπό την ιδιότητα του πράκτορα ή του διαχειριστή ή επειδή οι πληροφορίες αφορούν ιδιοκτησιακά συμφέροντα προσώπου.

3. Παρά τις διατάξεις της παραγράφου 2, η λαμβάνουσα ελληνική αρχή δύναται να αρνηθεί τη διαβίβαση της ζητούμενης πληροφορίας όταν η εν λόγω πληροφορία αφορά φορολογικές περιόδους προγενέστερες της 1ης Ιανουαρίου 2011 και όταν η διαβίβαση τέτοιας πληροφορίας θα μπορούσε να έχει απορριφθεί βάσει του στοιχείου γ) του άρθρου 21 του ν. 1914/1990 (άρθρο 8 παράγραφος 1 της Οδηγίας 77/799/ΕΟΚ) εάν είχε ζητηθεί πριν από την 11η Μαρτίου 2011.

Άρθρο 19

Επέκταση της ευρύτερης συνεργασίας που παρέχεται σε τρίτη χώρα

[άρθρο 19 της Οδηγίας 2011/16/ΕΕ]

Η Ελλάδα δύναται να αιτηθεί ευρύτερη αμοιβαία συνεργασία με ένα κράτος μέλος από αυτήν που προβλέπουν τα άρθρα 1 έως και 25, υπό την προϋπόθεση ότι αυτό το κράτος μέλος παρέχει τέτοια ευρύτερη αμοιβαία συνεργασία προς τρίτη χώρα. Σε περίπτωση που η Ελλάδα παρέχει προς τρίτη χώρα συνεργασία ευρύτερη από αυτήν που προβλέπουν τα άρθρα 1 έως και 25, τότε δεν μπορεί να αρνηθεί την παροχή εξίσου ευρείας συνεργασίας προς οιοδήποτε άλλο κράτος μέλος το οποίο επιθυμεί να συμμετάσχει στην ευρύτερη αυτή αμοιβαία συνεργασία με την Ελλάδα.

Άρθρο 20

Τυποποιημένα έντυπα και ηλεκτρονικοί μορφότυποι

[άρθρο 20 της Οδηγίας 2011/16/ΕΕ]

1. Τα αιτήματα παροχής πληροφοριών και διεξαγωγής διοικητικών ερευνών σύμφωνα με το άρθρο 6 και οι απαντήσεις τους, η αποδοχή τους, το αίτημα συμπληρωματικών βασικών πληροφοριών, η αδυναμία ή η άρνηση ικανοποίησης του αιτήματος σύμφωνα με το άρθρο 8, αποστέλλονται, στο μέτρο του δυνατού, με χρήση τυποποιημένου εντύπου το οποίο εγκρίνει η Επιτροπή με τη διαδικασία του άρθρου 26 παράγραφος 2 της Οδηγίας 2011/16/ΕΕ.

Τα τυποποιημένα έντυπα μπορούν να συνοδεύονται από εκθέσεις, δηλώσεις και κάθε άλλο έγγραφο ή επικυρωμένα γνήσια αντίγραφα ή αποσπάσματα αυτών.

2. Το τυποποιημένο έντυπο που αναφέρεται στην παράγραφο 1 περιλαμβάνει τουλάχιστον τις ακόλουθες πληροφορίες, τις οποίες πρέπει να παρέχει η αιτούσα ελληνική αρχή:

α) τα στοιχεία ταυτότητας του προσώπου που αποτελεί αντικείμενο εξέτασης ή έρευνας·

β) τους φορολογικούς λόγους για τους οποίους ζητούνται οι πληροφορίες.

Η αιτούσα ελληνική αρχή δύναται, στο βαθμό που γνωρίζει και σύμφωνα με τις διεθνείς εξελίξεις, να παρέχει το όνομα και τη διεύθυνση κάθε προσώπου που εικάζεται ότι έχει στην κατοχή του τις ζητούμενες πληροφορίες, καθώς και κάθε στοιχείο που μπορεί να διευκολύνει τη συλλογή των πληροφοριών από τη λαμβάνουσα αρχή άλλου κράτους μέλους.

3. Οι αυθόρμητα παρεχόμενες πληροφορίες και η αποδοχή τους σύμφωνα με τα άρθρα 10 και 11, αντίστοιχα, τα αιτήματα διοικητικών κοινοποιήσεων σύμφωνα με το άρθρο 14 και η πληροφόρηση σχετικά με τη χρησιμότητα των ζητούμενων πληροφοριών σύμφωνα με το άρθρο 15 αποστέλλονται με χρήση του τυποποιημένου εντύπου που εγκρίνει η Επιτροπή με τη διαδικασία του άρθρου 26 παράγραφος 2 της Οδηγίας 2011/16/ΕΕ.

4. Οι αυτόματες ανταλλαγές πληροφοριών σύμφωνα με το άρθρο 9 αποστέλλονται με τη χρήση τυποποιημένου ηλεκτρονικού μορφότυπου με στόχο τη διευκόλυνση της αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών και με βάση τον ισχύοντα ηλεκτρονικό μορφότυπο κατ’ εφαρμογή του άρθρου 8 του ν. 3312/2005 (Α’ 35) (άρθρο 9 της Οδηγίας 2003/48/ΕΚ του Συμβουλίου, της 3ης Ιουνίου 2003, για τη φορολόγηση των υπό μορφή τόκων εισοδημάτων από αποταμιεύσεις, ΕΕ L 157 της 26.3.2003).

5. Ο τυποποιημένος ηλεκτρονικός μορφότυπος, όπως ορίζεται στην παράγραφο 4, πρέπει να χρησιμοποιείται για όλους τους τύπους αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών και εγκρίνεται από την Επιτροπή με τη διαδικασία του άρθρου 26 παράγραφος 2 της Οδηγίας 2011/16/ΕΕ.

Άρθρο 21

Πρακτικές ρυθμίσεις

[άρθρο 21 της Οδηγίας 2011/16/ΕΕ]

1. Οι πληροφορίες που κοινοποιούνται σύμφωνα με τα άρθρα 1 έως και 25πρέπει να παρέχονται, στο μέτρο του δυνατού, με ηλεκτρονικά μέσα χρησιμοποιώντας το δίκτυο CCN.

2. Οι ελληνικές αρχές είναι υπεύθυνες για οιαδήποτε εξέλιξη των συστημάτων της, η οποία απαιτείται για τη δυνατότητα ανταλλαγής των πληροφοριών αυτών με χρήση του δικτύου CCN.

3. Τα πρόσωπα που είναι δεόντως διαπιστευμένα από την Αρχή Διαπίστευσης Ασφαλείας της Επιτροπής επιτρέπεται να έχουν πρόσβαση στις πληροφορίες αυτές, μόνον εφόσον είναι αναγκαίο για σκοπούς διατήρησης, συντήρησης και ανάπτυξης του δικτύου CCN.
4. Η Ελλάδα παραιτείται από κάθε αξίωση επιστροφής των δαπανών οι οποίες προκύπτουν κατά την εφαρμογή των άρθρων 1 έως και 25 εκτός, κατά περίπτωση, αν πρόκειται για αμοιβές εμπειρογνωμόνων.

5. Τα αιτήματα συνεργασίας, συμπεριλαμβανομένων των αιτημάτων κοινοποίησης, και τα συνημμένα έγγραφα είναι δυνατόν να συντάσσονται σε οποιαδήποτε γλώσσα συμφωνούν μεταξύ τους η λαμβάνουσα αρχή και η αιτούσα αρχή.

Τα αιτήματα αυτά συνοδεύονται από μετάφραση στην επίσημη γλώσσα ή σε μία από τις επίσημες γλώσσες του κράτους μέλους της λαμβάνουσας αρχής μόνο σε ειδικές περιπτώσεις, όταν η λαμβάνουσα αρχή δηλώνει τον λόγο για τον οποίο ζητά μετάφραση.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε’

ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

Άρθρο 22

Αξιολόγηση

[άρθρο 23 της Οδηγίας 2011/16/ΕΕ]

1. Η αρμόδια αρχή του Υπουργείου Οικονομικών κατά το άρθρο 5 παράγραφος 1 κοινοποιεί στην Επιτροπή κάθε σχετική πληροφορία, αναγκαία για την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας της διοικητικής συνεργασίας σύμφωνα με τα άρθρα 1 έως και 25 όσον αφορά τη φοροδιαφυγή και τη φοροαποφυγή.

2. Η αρμόδια αρχή του Υπουργείου Οικονομικών κατά το άρθρο 5 παράγραφος 1 κοινοποιεί στην Επιτροπή μια ετήσια αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας της αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών που αναφέρεται στο άρθρο 9, καθώς και των πρακτικών αποτελεσμάτων τα οποία επετεύχθησαν. Η μορφή και οι όροι κοινοποίησης αυτής της ετήσιας αξιολόγησης εγκρίνονται από την Επιτροπή με τη διαδικασία του άρθρου 26 παράγραφος 2 της Οδηγίας 2011/16/ΕΕ.

3. Η αρμόδια αρχή του Υπουργείου Οικονομικών κατά το άρθρο 5 παράγραφος 1 παρέχει στην Επιτροπή για τους σκοπούς της αξιολόγησης των άρθρων 1 έως και 25 στατιστικά στοιχεία, που συντάσσει η Επιτροπή, με τη διαδικασία του άρθρου 26 παράγραφος 2 της Οδηγίας 2011/16/ΕΕ.

4. Οι πληροφορίες που κοινοποιούνται στην Επιτροπή δυνάμει των παραγράφων 1, 2 και 3 χαρακτηρίζονται ως εμπιστευτικές σύμφωνα με τις διατάξεις που εφαρμόζονται στις αρχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Αυτές οι πληροφορίες, καθώς και οιαδήποτε έκθεση ή έγγραφο που συντάσσεται από την Επιτροπή βάσει αυτών, μπορούν να διαβιβάζονται σε άλλα κράτη μέλη. Αυτές οι διαβιβαζόμενες πληροφορίες καλύπτονται από το υπηρεσιακό απόρρητο και χαίρουν της προστασίας που παρέχεται σε παρόμοιες πληροφορίες δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας του κράτους μέλους που τις έλαβε.

Οι εκθέσεις και τα έγγραφα που καταρτίζει η Επιτροπή και που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται από τα κράτη μέλη μόνον για λόγους ανάλυσης αλλά δεν δημοσιοποιούνται ούτε καθίστανται διαθέσιμες σε οιοδήποτε άλλο πρόσωπο ή φορέα χωρίς τη ρητή συμφωνία της Επιτροπής.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ’

ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕ ΤΡΙΤΕΣ ΧΩΡΕΣ

Άρθρο 23

Ανταλλαγή πληροφοριών με τρίτες χώρες

[άρθρο 24 της Οδηγίας 2011/16/ΕΕ]

1. Ότανη αρμόδια αρχή του Υπουργείου Οικονομικών κατά το άρθρο 5 παράγραφος 1 ή η αιτούσα ελληνική αρχήλαμβάνει από τρίτη χώρα πληροφορίες οι οποίες είναι εύλογα συναφείς με την εφαρμογή και την επιβολή της ελληνικής νομοθεσίας σχετικά με τους φόρους που αναφέρονται στο άρθρο 3, δύναται, εφόσον αυτό επιτρέπεται δυνάμει διεθνούς συμφωνίας με τη συγκεκριμένη τρίτη χώρα, να παρέχει τις πληροφορίες αυτές στις αρμόδιες αρχές κρατών μελών για τις οποίες ενδέχεται να είναι χρήσιμες και σε οποιαδήποτε αιτούσα αρχή.

2. Η αρμόδια αρχή του Υπουργείου Οικονομικών κατά το άρθρο 5 παράγραφος 1 ή η αιτούσα ελληνική αρχή επιτρέπεται να κοινοποιεί σε μία τρίτη χώρα, σύμφωνα με τις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας για την κοινοποίηση προσωπικών δεδομένων σε τρίτες χώρες, πληροφορίες τις οποίες αποκτά από κράτος μέλος, υπό τον όρο ότι τηρούνται αθροιστικά οι ακόλουθοι όροι:

α) η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους από την οποία προέρχονται οι πληροφορίες έχει συναινέσει για την κοινοποίησή τους στην τρίτη χώρα, και

β) η εν λόγω τρίτη χώρα έχει δεσμευθεί να παράσχει την απαιτούμενη συνεργασία για τη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων σχετικά με την παράτυπη ή παράνομη φύση των συναλλαγών οι οποίες φαίνεται ότι συνιστούν παραβίαση ή κατάχρηση της φορολογικής νομοθεσίας.

3. Η αρμόδια αρχή του Υπουργείου Οικονομικών κατά το άρθρ. 5 παράγραφος 1 δύναται να αντιταχθεί στη διαβίβαση πληροφοριών σε τρίτη χώρα, σύμφωνα με την παράγραφος 2.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ’

ΓΕΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 24

Προστασία δεδομένων

[άρθρο 25 της Οδηγίας 2011/16/ΕΕ]

Η ανταλλαγή πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένων των διοικητικών ερευνών, γίνεται κατόπιν ειδικά αιτιολογημένης απόφασης ως προς την αναγκαιότητα και αναλογικότητα των δεδομένων, τόσο από την αιτούσα αρχή, όσο και από την λαμβάνουσα αρχή, σύμφωνα με το άρθρο 4 του ν. 2472/1997 (Α’ 50) λαμβανομένων υπόψη και όσων ορίζονται στα άρθρα 15 παράγραφος 1, 16 παράγραφος 1 και 17 του παρόντος νόμου. Την αιτιολογία εξετάζει η λαμβάνουσα ή η αιτούσα, αντίστοιχα, ελληνική αρχή.

Η ανταλλαγή πληροφοριών με τρίτες χώρες, όπως προβλέπεται στο άρθρο 23, γίνεται σύμφωνα με το άρθρο 9 του ν. 2472/1997.

Για τους σκοπούς των άρθρων 1 έως και 25 και ύστερα από ειδικά αιτιολογημένη πράξη της αρμόδιας αρχής του Υπουργείου Οικονομικών κατά το άρθρο 5 παράγραφος 1 μπορεί να αποφασίζεται εξαίρεση της άσκησης των δικαιωμάτων των άρθρων 11 και 12 του ν. 2472/1997.

Άρθρο 25

Καταργούμενες διατάξεις Πρώτου Μέρους

Με τη θέση σε ισχύ του παρόντος νόμου καταργούνται:

α) τα άρθρα 19 έως 24α του Κεφαλαίου Β «ΑΜΟΙΒΑΙΑ ΕΝΔΟΚΟΙΝΟΤΙΚΗ ΒΟΗΘΕΙΑ» του ν. 1914/1990, με τον οποίο ενσωματώθηκε στην ελληνική νομοθεσία η Οδηγία 77/799/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 19ης Δεκεμβρίου 1977 σχετικά με την αμοιβαία συνδρομή των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών στον τομέα των άμεσων φόρων και των φόρων επί των ασφαλίστρων,

β) τα άρθρα 1 και 2 του Πρώτου Κεφαλαίου του ν. 3312/2005, με τον οποίο ενσωματώθηκε στην ελληνική νομοθεσία η Οδηγία 2003/93/ΕΚ του Συμβουλίου της 7ης Οκτωβρίου 2003 για την τροποποίηση της Οδηγίας 77/799/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με την αμοιβαία συνδρομή των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών στον τομέα της άμεσης και της έμμεσης φορολογίας (ΕΕ L 264 της 15.10.2003) και

γ) τα άρθρα 3 και 4 του Κεφαλαίου Β’ του ν. 3453/2006 (Α’ 74), με τον οποίο ενσωματώθηκε στην ελληνική νομοθεσία η Οδηγία 2004/56/ΕΚ του Συμβουλίου της 21ης Απριλίου 2004 για τροποποίηση της Οδηγίας 77/799/ΕΟΚ όσον αφορά την αμοιβαία συνδρομή των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών στον τομέα των άμεσων φόρων, ορισμένων ειδικών φόρων κατανάλωσης και των φόρων επί των ασφαλίστρων (ΕΕ L 127 της 29.4.2004).

Οι παραπομπές στις καταργούμενες διατάξεις θεωρείται ότι γίνονται στις διατάξεις του παρόντος νόμου.

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΘΕΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ ΤΥΠΟΠΟΙΗΣΗΣ ΚΑΙ ΕΛΕΓΧΩΝ

Άρθρο 26

Τροποποίηση άρθρου 1 του ν.3148/2003

1. Στο τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν. 3148/2003 (Α΄ 136) προστίθεται νέο εδάφιο που έχει ως εξής:

«Η Ε.Λ.Τ.Ε. λειτουργεί αποκλειστικά χάριν του δημοσίου συμφέροντος, έχει διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια και απολαύει λειτουργικής ανεξαρτησίας.»

2. Η παράγραφος 2 του άρθρου 1 του ν. 3148/2003 αντικαθίσταται ως εξής:

«2. Η Ε.Λ.Τ.Ε. εποπτεύεται από τον Υπουργό Οικονομικών σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου. Η εν λόγω εποπτεία λαμβάνει τη μορφή της προηγούμενης έγκρισης μόνον για τις πράξεις του ετήσιου προϋπολογισμού και απολογισμού της Ε.Λ.Τ.Ε..»

3. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 1 του ν. 3148/2003 αντικαθίσταται ως εξής:

«Ως γραμματέας του Δ.Σ ορίζεται, με απόφαση του Δ.Σ της Ε.Λ.Τ.Ε., υπάλληλος της Ε.Λ.Τ.Ε..»

4. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου 1 του ν. 3148/2003 αντικαθίσταται ως εξής:

«Οι Αντιπρόεδροι επιλέγονται από πρόσωπα που διαθέτουν ευρεία επιστημονική κατάρτιση στη Λογιστική ή/και Ελεγκτική.»

5. Στην παράγραφο 7 του άρθρου 1 του ν. 3148/2003 προστίθεται δεύτερο εδάφιο ως εξής:

«Σε περίπτωση λήξης της θητείας των μελών του Δ.Σ της Ε.Λ.Τ.Ε., αυτή παρατείνεται αυτοδικαίως μέχρι το διορισμό νέων μελών σύμφωνα με το άρθρο 1 του ν. 3148/2003 για χρονικό διάστημα ενός (1) έτους κατ’ ανώτατο όριο.».

Άρθρο 27

Τροποποίηση άρθρου 4 του ν. 3148/2003 σχετικά με το Συμβούλιο Λογιστικής Τυποποίησης

1. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του ν. 3148/2003 αντικαθίσταται ως εξής:

«Το Σ.ΛΟ.Τ. είναι πενταμελές και αποτελείται από έναν Αντιπρόεδρο της Ε.Λ.Τ.Ε. ως Πρόεδρο και τέσσερις ειδικούς επιστήμονες οι οποίοι έχουν υψηλό επίπεδο θεωρητικής κατάρτισης στη Λογιστική και μακροχρόνια πείρα πρακτικής εφαρμογής της. Ένας, τουλάχιστον, εκ των ανωτέρω επιστημόνων απαιτείται να είναι κάτοχος διδακτορικού διπλώματος στο γνωστικό αντικείμενο της Λογιστικής.».

2. Η παράγραφος 3 του άρθρου 4 του ν. 3148/2003 καταργείται..

Άρθρο 28

Τροποποίηση άρθρου 5 του ν. 3148/2003 σχετικά με το Συμβούλιο Ποιοτικού Ελέγχου

Το άρθρο 5 του ν. 3148/2003 αντικαθίσταται ως εξής:

«Άρθρο 5

Συμβούλιο Ποιοτικού Ελέγχου

«1. Το Συμβούλιο Ποιοτικού Ελέγχου (Σ.Π.Ε.) είναι πενταμελές συλλογικό όργανο και η θητεία του είναι τριετής. Τα μέλη του Σ.Π.Ε. και οι αναπληρωτές τους ορίζονται με απόφαση του Δ.Σ της ΕΛΤΕ, και πρέπει να είναι πρόσωπα εγνωσμένου κύρους με ειδικές γνώσεις και εμπειρία σε θέματα ελεγκτικής, λογιστικής και φορολογικής νομοθεσίας. Ως Πρόεδρος του Σ.Π.Ε. ορίζεται ένας Αντιπρόεδρος του Δ.Σ της ΕΛΤΕ. Ένα από τα μέλη του Σ.Π.Ε. ορίζεται από το Δ.Σ της ΕΛΤΕ, μετά από πρόταση του Σώματος Ορκωτών Ελεγκτών που συστάθηκε με το άρθρο 1 του π.δ. 226/1992 (Α’ 120). Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών κατόπιν εισηγήσεως του Δ.Σ της ΕΛΤΕ καθορίζεται η αποζημίωση των μελών του ΣΠΕ.

2. Το Σ.Π.Ε. είναι αρμόδιο:

α) για τη διενέργεια ποιοτικών ελέγχων επί των προσώπων των παραγράφων 2 έως 8 του άρθρου 2 του ν. 3693/2008 (Α΄ 174),

β) για τη διατύπωση υποδείξεων προς τα πρόσωπα των παραγράφων 2 έως 8 του άρθρου 2 του ν. 3693/2008, ως αποτέλεσμα ποιοτικών ελέγχων,

γ) για τη διεξαγωγή ερευνών προς διαπίστωση τυχόν παραβάσεων της νομοθεσίας και του ρυθμιστικού πλαισίου που διέπει τις εργασίες των ελεγκτών συμπεριλαμβανομένων των κανονιστικών αποφάσεων της Ε.Λ.Τ.Ε., του εκάστοτε ισχύοντος Κώδικα Δεοντολογίας, των ελεγκτικών προτύπων ή των προτύπων διασφάλισης της ποιότητας, είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν καταγγελίας,

δ) για τη διατύπωση εισηγήσεων προς το Δ.Σ της Ε.Λ.Τ.Ε ως αποτέλεσμα της διεξαγωγής ερευνών κατά την περίπτωση γ΄ της παρούσας παραγράφου,

ε) για τη διεξαγωγή ερευνών που σχετίζονται με την επιβολή πειθαρχικών κυρώσεων και με την άσκηση εποπτείας επί της Διεύθυνσης Λογιστικών και Ελεγκτικών Θεμάτων, Μελετών και Υποστήριξης Ποιοτικών Ελέγχων της Ε.Λ.Τ.Ε κατά τη διεξαγωγή προαναφερθεισών ερευνών,

στ) για τη διατύπωση γενικών εισηγήσεων προς το Δ.Σ της Ε.Λ.Τ.Ε. επί ελεγκτικών θεμάτων, θεμάτων άσκησης ποιοτικού ελέγχου και διερεύνησης πειθαρχικών παραβάσεων, και

ζ) επί οιουδήποτε άλλου θέματος προσιδιάζει στην άσκηση ποιοτικού ελέγχου επί της ελεγκτικής εργασίας, καθώς και στη διερεύνηση των υποθέσεων για τη διαπίστωση της τυχόν τέλεσης πειθαρχικών παραβάσεων.

3. Με απόφαση του Δ.Σ της Ε.Λ.Τ.Ε. ρυθμίζεται το περιεχόμενο, ο τρόπος και η διαδικασία διενέργειας των ποιοτικών ελέγχων και κάθε άλλο σχετικό θέμα, ιδίως δε:

α) τα πρόσωπα, φυσικά ή νομικά, που θα διενεργούν τους ποιοτικούς ελέγχους,

β) τα κριτήρια επιλογής των φορέων που θα εντάσσονται κάθε φορά στον προγραμματισμό του Σ.Π.Ε. για τη διενέργεια ποιοτικών ελέγχων,

γ) οι υποχρεώσεις των ελεγχόμενων προσώπων κατά τη διενέργεια ποιοτικών ελέγχων,

δ) η δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων των ποιοτικών ελέγχων, και

ε) οι υποχρεώσεις των ελεγχόμενων προσώπων κατόπιν ολοκλήρωσης των ποιοτικών ελέγχων.

4. Τα πρόσωπα επί των οποίων διενεργήθηκε ποιοτικός έλεγχος υποχρεούνται να συμμορφώνονται με τις υποδείξεις που διατυπώνονται προς αυτά από το Σ.Π.Ε. ως αποτέλεσμα του διενεργηθέντος ποιοτικού ελέγχου. Κατά τη διατύπωση των υποδείξεών του, το Σ.Π.Ε. τάσσει στα ως άνω πρόσωπα εύλογη προθεσμία προς συμμόρφωση. Τυχόν μη συμμόρφωση με τις υποδείξεις του Σ.Π.Ε. εντός της ταχθείσης προθεσμίας συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα.

5. Με απόφαση του Δ.Σ της Ε.Λ.Τ.Ε. καθορίζεται η δαπάνη για τη διενέργεια του ποιοτικού ελέγχου, η οποία βαρύνει τον προϋπολογισμό της Ε.Λ.Τ.Ε..».

Άρθρο 29

Κυρώσεις και διαδικασία επιβολής τους

Το άρθρο 6 του ν. 3148/2003 αντικαθίσταται ως εξής:

«Άρθρο 6

Κυρώσεις και διαδικασία επιβολής αυτών

1. Αποκλειστικά αρμόδιο όργανο για τη διαπίστωση παραβάσεων της νομοθεσίας και του ρυθμιστικού πλαισίου που διέπει τις εργασίες των ελεγκτών, συμπεριλαμβανομένων των κανονιστικών αποφάσεων της Ε.Λ.Τ.Ε., του εκάστοτε ισχύοντος Κώδικα Δεοντολογίας και των ελεγκτικών προτύπων ή των προτύπων διασφάλισης της ποιότητας, καθώς και περιπτώσεων μη συμμόρφωσης προς τις υποδείξεις που διατυπώνονται από το Συμβούλιο Ποιοτικού Ελέγχου (Σ.Π.Ε) της Ε.Λ.Τ.Ε. συνεπεία της διενέργειας ποιοτικού ελέγχου, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 5 του παρόντος, από τα πρόσωπα των παραγράφων 2 έως 8 του άρθρου 2 του ν. 3693/2008 («πειθαρχικά παραπτώματα»), και την επιβολή κυρώσεων σε βάρος τους, είναι το Διοικητικό Συμβούλιο (Δ.Σ.) της Ε.Λ.Τ.Ε..

2. Το Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. επιβάλλει τις ακόλουθες διοικητικές κυρώσεις:

α) Επίπληξη.

β) Προσωρινή απαγόρευση διενέργειας υποχρεωτικών ελέγχων επί των ατομικών ή ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων για χρονικό διάστημα από έναν (1) έως δώδεκα (12) μήνες.

γ) Πρόστιμο ύψους έως 1.000.000 ευρώ. Σε περίπτωση υποτροπής, το Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. δύναται να επιβάλλει πρόστιμο ύψους έως 2.000.000 ευρώ. Στην περίπτωση επιβολής προστίμου σε νομικό πρόσωπο που έχει δικαίωμα διενέργειας υποχρεωτικών ελέγχων, το επιβαλλόμενο πρόστιμο δύναται να υπερβεί το όριο του πρώτου εδαφίου και να ανέλθει σε ποσό ίσο με το δεκαπλάσιο της αμοιβής που τιμολογήθηκε στην ελεγχόμενη οντότητα κατά τη διάρκεια της οικονομικής χρήσης κατά την οποία τελέσθηκε η παράβαση και προέρχεται από κάθε είδους ελεγκτική εργασία. Τα οριζόμενα στο προηγούμενο εδάφιο ισχύουν και σε περίπτωση υποτροπής του νομικού προσώπου.

δ) Προσωρινή αφαίρεση της επαγγελματικής άδειας για χρονικό διάστημα έως δύο (2) έτη.

ε) Οριστική αφαίρεση της επαγγελματικής άδειας και διαγραφή από το Μητρώο Ελεγκτών.

3. Για την επιμέτρηση της επιβαλλόμενης κύρωσης σε κάθε μία από τις ανωτέρω περιπτώσεις της παραγράφου αυτής λαμβάνονται υπόψη, ενδεικτικώς, η σοβαρότητα της παράβασης, ο κίνδυνος για την αξιοπιστία και την ορθή λειτουργία του ελεγκτικο-λογιστικού θεσμού, ο τυχόν προσπορισμός οφέλους και η τυχόν συνδρομή στο πρόσωπο του παραβάτη της ιδιότητας του κυρίου εταίρου σύμφωνα με την παρ. 14 του άρθρου 2 του ν. 3693/2008.

Το Δ.Σ της Ε.Λ.Τ.Ε. επιβάλλει τις κυρώσεις της προηγούμενης παραγράφου ύστερα από εισήγηση του Σ.Π.Ε. Στις συνεδριάσεις του Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. για την έκδοση των αποφάσεων για την επιβολή πειθαρχικών κυρώσεων λαμβάνει μέρος και ο Αντιπρόεδρος του Δ.Σ. που είναι Πρόεδρος του Σ.Π.Ε, χωρίς δικαίωμα ψήφου.

4. Σε περίπτωση διαπίστωσης της τέλεσης παράβασης από νόμιμο ελεγκτή, που διενεργεί υποχρεωτικούς ελέγχους στο όνομα και για λογαριασμό ελεγκτικού γραφείου, η ευθύνη του νόμιμου ελεγκτή δεν αίρει την τυχόν σωρευτική πειθαρχική ευθύνη του ελεγκτικού γραφείου.

Σε κάθε περίπτωση, η δια πράξεως ή παραλείψεως πλημμελής άσκηση εποπτείας εκ μέρους εταίρου ή ιδιοκτήτη ή μέλους της διοίκησης ή μέλους εποπτικού οργάνου ελεγκτικού γραφείου επί των κυρίων εταίρων κατά την έννοια της παρ. 14 του άρθρου 2 του ν. 3693/2008 και των νομίμων ελεγκτών, καθώς και κάθε άλλου προσώπου που συμμετέχει εν γένει στην ελεγκτική διαδικασία για λογαριασμό του ελεγκτικού γραφείου συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα καταλογιζόμενο αυτοτελώς στο ελεγκτικό γραφείο ή και στα μέλη των οργάνων διοίκησής του που εμπλέκονται στην πλημμελή άσκηση εποπτείας. Ομοίως αποτελεί πειθαρχικό παράπτωμα, το οποίο καταλογίζεται στο ελεγκτικό γραφείο ή και τα μέλη των οργάνων διοίκησης του ελεγκτικού γραφείου αυτοτελώς, και κάθε πράξη ή παράλειψη εταίρου ή ιδιοκτήτη ή μέλους της διοίκησης ή μέλους εποπτικού οργάνου ή κυρίου εταίρου ελεγκτικού γραφείου κατά την έννοια της παρ. 14 του άρθρου 2 του ν. 3693/2008, η οποία θέτει σε κίνδυνο την ανεξαρτησία και την αντικειμενικότητα νόμιμου ελεγκτή, όπως αυτή προσδιορίζεται στα Διεθνή Ελεγκτικά Πρότυπα και τον ισχύοντα Κώδικα Επαγγελματικής Δεοντολογίας της Διεθνούς Ομοσπονδίας Λογιστών. Στην τελευταία περίπτωση, πέραν των λοιπών κυρώσεων, επιβάλλεται σε βάρος του ελεγκτικού γραφείου και στα μέλη των οργάνων διοίκησής του που εμπλέκονται στην παράβαση η κύρωση της αφαίρεσης της επαγγελματικής άδειας για χρονικό διάστημα τουλάχιστον έξι (6) μηνών.

5. Ειδικώς, στην περίπτωση μη συμμόρφωσης των επιχειρήσεων νομίμων ελεγκτών με την υποχρέωση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 8 του νόμου αυτού πέραν των κυρώσεων που προβλέπονται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, το Δ.Σ της Ε.Λ.Τ.Ε. δύναται να αποφασίσει την αποβολή της μη συμμορφούμενης επιχείρησης και των νομίμων ελεγκτών αυτής από το πρόγραμμα ποιοτικών ελέγχων της Ε.Λ.Τ.Ε. με συνέπεια κάθε ελεγκτική εργασία που διενεργείται από αυτούς να μην παράγει έννομα αποτελέσματα. Οι αποφάσεις περί αποβολής δημοσιοποιούνται με απόφαση του Δ.Σ της Ε.Λ.Τ.Ε., που καθορίζει τη φύση, έκταση και τον τρόπο δημοσιοποίησης τους.

6. Πριν την έκδοση της απόφασης για την επιβολή διοικητικών κυρώσεων, το Δ.Σ της Ε.Λ.Τ.Ε. υποχρεούται να καλέσει τον ελεγχόμενο νόμιμο ελεγκτή ή το ελεγχόμενο ελεγκτικό γραφείο να εκθέσει τις απόψεις του. Η σχετική κλήση είναι έγγραφη και σε αυτή μνημονεύονται υποχρεωτικά η προσαπτόμενη παράβαση, καθώς και τα πραγματικά περιστατικά που αποτελούν τη βάση αυτής και τάσσεται εύλογη προθεσμία στον ενδιαφερόμενο να εκθέσει τις απόψεις του εγγράφως. Το Δ.Σ της Ε.Λ.Τ.Ε. μπορεί, εφόσον το κρίνει αναγκαίο κατά την απόλυτη διακριτική του ευχέρεια, να καλέσει τον ελεγχόμενο νόμιμο ελεγκτή ή το ελεγχόμενο ελεγκτικό γραφείο και σε παροχή προφορικών επεξηγήσεων ενώπιόν του. Σε περίπτωση αναβολής, ή διακοπής της συζήτησης για άλλη μέρα και ώρα, η γνωστοποίηση της ημερομηνίας της μετά την αναβολή ή τη διακοπή συζήτησης, μπορεί να γίνεται με κάθε πρόσφορο τρόπο.

Το Δ.Σ της Ε.Λ.Τ.Ε. δύναται για λόγους προστασίας του δημοσίου συμφέροντος να δημοσιοποιεί με κάθε πρόσφορο κατά την κρίση του μέσο τις αποφάσεις αυτού που αφορούν την επιβολή πειθαρχικών κυρώσεων.

7. Κατά των αποφάσεων του Δ.Σ της Ε.Λ.Τ.Ε. για την επιβολή πειθαρχικών κυρώσεων χωρεί προσφυγή ουσίας ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, μέσα σε προθεσμία 60 ημερών από την κοινοποίησή τους.

8. Τα πρόστιμα που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 2 αποτελούν έσοδο του Δημοσίου και εισπράττονται κατά τις διατάξεις του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (ν.δ. 356/1974), από την εκάστοτε Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία (Δ.Ο.Υ.), η οποία οφείλει να ενημερώσει άμεσα την ΕΛΤΕ για την είσπραξη ή μη του προστίμου.

Άρθρο 30

Διερεύνηση υποθέσεων και εξουσίες των οργάνων της Ε.Λ.Τ.Ε.

Μετά το άρθρο 6 του ν. 3148/2003 προστίθενται άρθρα 6Α και 6Β ως εξής:

Άρθρο 6Α

Διερεύνηση υποθέσεων

1. Η διερεύνηση των υποθέσεων για τη διαπίστωση της συνδρομής ή μη παράβασης της νομοθεσίας και του ρυθμιστικού πλαισίου που διέπει τις εργασίες των ελεγκτών κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 6 του παρόντος διενεργείται με τη διοικητική μέριμνα του Σ.Π.Ε. και με την υποστήριξη της Διεύθυνσης Λογιστικών και Ελεγκτικών Θεμάτων, Μελετών και Υποστήριξης Ποιοτικών Ελέγχων της Ε.Λ.Τ.Ε. και των «εντεταλμένων ελεγκτών» της Ε.Λ.Τ.Ε.

2. Το Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. ύστερα από εισήγηση του Σ.Π.Ε μπορεί να ορίζει ως «εντεταλμένους ελεγκτές», φυσικά πρόσωπα, ιδιώτες ή υπαλλήλους του Δημοσίου ή νομικών προσώπων Δημοσίου Δικαίου, με κατάλληλη επαγγελματική κατάρτιση και εμπειρία που έχουν λάβει εξειδικευμένη εκπαίδευση ιδίως σε θέματα διενέργειας ποιοτικών ελέγχων. Με απόφαση του Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. μπορούν να εξειδικεύονται τα αναγκαία προσόντα και οι απαιτούμενες ειδικότητες των «εντεταλμένων ελεγκτών», καθώς και η διαδικασία επιλογής και αποζημίωσής τους. Οι «εντεταλμένοι ελεγκτές» της Ε.Λ.Τ.Ε. υποχρεούνται κατά την άσκηση των καθηκόντων τους στην τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 33 του ν. 3693/2008 και 11 του παρόντος νόμου. Για τη διασφάλιση της ανεξαρτησίας και της αντικειμενικότητας των ποιοτικών ελέγχων, οι «εντεταλμένοι ελεγκτές» της Ε.Λ.Τ.Ε. υπόκεινται στους ακόλουθους περιορισμούς:

(α) Δεν επιτρέπεται να ασκούν το επάγγελμα του νόμιμου ελεγκτή ή να εργάζονται για λογαριασμό νόμιμου ελεγκτή ή ελεγκτικού γραφείου ή του δικτύου τους.

(β) Δεν επιτρέπεται να συμμετέχουν σε έλεγχο νόμιμου ελεγκτή ή ελεγκτικού γραφείου, στο οποίο κατά την προηγούμενη διετία εργάστηκαν ως εταίροι ή υπάλληλοι ή με το οποίο συνδέονταν κατά οποιοδήποτε τρόπο ή από το οποίο λαμβάνουν οποιασδήποτε φύσεως αμοιβή.

(γ) Δεν υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ αυτών και του ελεγχόμενου φορέα, επί του οποίου θα πραγματοποιήσουν έλεγχο.

Οι «εντεταλμένοι ελεγκτές» της Ε.Λ.Τ.Ε. υποχρεούνται να υποβάλλουν στο Σ.Π.Ε. πριν από την έναρξη έκαστου ελέγχου που τους ανατίθεται, «υπεύθυνη δήλωση» ότι συμμορφώνονται με τους παραπάνω περιορισμούς και απαιτήσεις.

3. Το Σ.Π.Ε. δύναται να δίδει εντολές ελέγχου – είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν σχετικής καταγγελίας –, οδηγίες και κατευθυντήριες γραμμές στην Διεύθυνση της παραγράφου 1 του παρόντος, καθώς και στους «εντεταλμένους ελεγκτές» ως προς θέματα ασκήσεως του ελέγχου και, γενικώς, εποπτεύει την εν λόγω ελεγκτική αρμοδιότητά τους. Η Διεύθυνση Λογιστικών και Ελεγκτικών Θεμάτων, Μελετών και Υποστήριξης Ποιοτικών Ελέγχων ή/και οι «εντεταλμένοι ελεγκτές» της Ε.Λ.Τ.Ε. («τα ελεγκτικά όργανα της Ε.Λ.Τ.Ε.») μετά το πέρας της διερεύνησης υποθέσεως υποβάλλουν το πόρισμά τους στο Σ.Π.Ε.

4. Σε περίπτωση που κατά τη διάρκεια διενέργειας ποιοτικού ελέγχου πιθανολογείται σοβαρά η τέλεση πειθαρχικών παραπτωμάτων, το Σ.Π.Ε. μπορεί να εισηγείται προς το Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. την επιβολή κυρώσεων, χωρίς να απαιτείται περαιτέρω διερεύνηση της υποθέσεως από τα ελεγκτικά όργανα της Ε.Λ.Τ.Ε.».

Άρθρο 6Β

Εξουσίες των οργάνων της Ε.Λ.Τ.Ε.

1. Τα ελεγκτικά όργανα της Ε.Λ.Τ.Ε. στο πλαίσιο της διερεύνησης υποθέσεως για τη διαπίστωση της τυχόν τέλεσης παραβάσεων της νομοθεσίας και του ρυθμιστικού πλαισίου που διέπει τις εργασίες των ελεγκτών κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 6 του παρόντος δύνανται:

α) Να έχουν πρόσβαση και να λαμβάνουν αντίγραφα ή αποσπάσματα από έγγραφα, βιβλία και άλλα στοιχεία που τηρούνται σε οποιαδήποτε μορφή (έγγραφη, ηλεκτρονική, μαγνητική ή άλλη) στην επαγγελματική εγκατάσταση που βρίσκεται μέσα ή έξω από τις κτιριακές εγκαταστάσεις των ελεγχόμενων προσώπων των παραγράφων 2 έως 8 του ν. 3693/2008, τα οποία δεν δικαιούνται να επικαλεσθούν επαγγελματικό ή άλλο απόρρητο.

β) Να προβαίνουν σε κατασχέσεις βιβλίων, εγγράφων και άλλων στοιχείων, στα οποία συμπεριλαμβάνονται και τα ηλεκτρονικά μέσα αποθήκευσης και μεταφοράς δεδομένων, που βρίσκονται μέσα ή έξω από τις κτιριακές εγκαταστάσεις των ελεγχόμενων προσώπων ή εταιρειών.

γ) Να λαμβάνουν κατά την κρίση τους ένορκες ή ανωμοτί μαρτυρικές καταθέσεις, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 212 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, και να ζητούν επεξηγήσεις για τα γεγονότα ή έγγραφα που σχετίζονται με το αντικείμενο και το σκοπό του ελέγχου και να καταγράφουν τις σχετικές απαντήσεις.

2. Τα ελεγκτικά όργανα της Ε.Λ.Τ.Ε. ασκούν τις ως άνω αρμοδιότητές τους, εφόσον δοθεί σχετική έγγραφη και ειδική εντολή από τον Πρόεδρο της Ε.Λ.Τ.Ε. Η εντολή δίδεται είτε σε ορισμένο ελεγκτή είτε σε ομάδα ελεγκτών. Στην τελευταία περίπτωση, η εντολή πρέπει να ορίζει και τον ελεγκτή που είναι ο επικεφαλής του ελέγχου. Σε περίπτωση που η εντολή δίδεται προς «εντεταλμένο ελεγκτή» της Ε.Λ.Τ.Ε., υποχρεωτικά ορίζεται στην ομάδα ελέγχου και ένας τουλάχιστον υπάλληλος της Ε.Λ.Τ.Ε., ο οποίος υπογράφει κάθε έγγραφο σχετικό με τη διενέργεια της έρευνας.

3. Οι έλεγχοι και η λήψη πληροφοριών και στοιχείων της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1, καθώς και οι κατασχέσεις της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 1, πραγματοποιούνται σε οποιαδήποτε για το ελεγχόμενο πρόσωπο εργάσιμη ώρα.

4. Για την κατάσχεση που πραγματοποιείται σύμφωνα με την περίπτωση β΄ της παραγράφου 1 του παρόντος, συντάσσεται έκθεση κατάσχεσης. Η έκθεση υπογράφεται από το αρμόδιο ελεγκτικό όργανο που ενεργεί την κατάσχεση, το οποίο πρέπει να είναι υπάλληλος της Ε.Λ.Τ.Ε. και από το ελεγχόμενο πρόσωπο ή το νόμιμο εκπρόσωπό του. Η έκθεση κατάσχεσης συντάσσεται σε δύο αντίγραφα. Το ένα από τα αντίγραφα διατηρείται από το αρμόδιο ελεγκτικό όργανο της Ε.Λ.Τ.Ε. και το άλλο παραδίδεται σε εκείνον που υπέγραψε για λογαριασμό του ελεγχόμενου προσώπου.

Σε περίπτωση άρνησης των παραπάνω να υπογράψουν, αντίγραφο της έκθεσης κατάσχεσης επιδίδεται, με δικαστικό επιμελητή στο πρόσωπο, κατά του οποίου επεβλήθη η κατάσχεση, εντός δέκα εργάσιμων ημερών από την ημέρα ολοκλήρωσης της κατάσχεσης, εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά αναλόγως των άρθρων 47 έως 57 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999). Το ελεγχόμενο πρόσωπο δικαιούται να λάβει αντίγραφα των κατασχεθέντων εγγράφων με δαπάνες του.

5. Η έκθεση κατάσχεσης περιλαμβάνει κατ’ ελάχιστο:

α) τον τίτλο «Έκθεση Κατάσχεσης της Επιτροπής Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων»,

β) το χρόνο διενέργειας της κατάσχεσης,

γ) τον τόπο διενέργειας της κατάσχεσης, δηλαδή τα στοιχεία της επαγγελματικής εγκατάστασης, καθώς και τη νομική μορφή, επωνυμία ή πλήρη στοιχεία ταυτότητας του ελεγχόμενου προσώπου,

δ) το ονοματεπώνυμο των διενεργούντων την κατάσχεση ελεγκτικών οργάνων της Ε.Λ.Τ.Ε.,

ε) τον αριθμό και τη χρονολογία εντολής ελέγχου του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Λογιστικών και Ελεγκτικών Θεμάτων, Μελετών και Υποστήριξης Ποιοτικών Ελέγχων της ΕΛΤΕ ή του αναπληρωτή του ή του Προέδρου του Σ.Π.Ε,

στ) την αιτιολογία για τη διενέργεια της κατάσχεσης,

ζ) την υπογραφή των ενεργούντων την κατάσχεση ελεγκτικών οργάνων της Ε.Λ.Τ.Ε., καθώς και την υπογραφή του προσώπου που υπέγραψε για λογαριασμό του ελεγχόμενου προσώπου,

η) σαφή περιγραφή των κατασχεθέντων αντικειμένων.

6. Η λήψη μαρτυρικών καταθέσεων, σύμφωνα με την περίπτωση γ΄ της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, πραγματοποιείται στην έδρα της Ε.Λ.Τ.Ε.. Το ελεγχόμενο πρόσωπο που πρόκειται να καταθέσει κλητεύεται εγγράφως σε ορισμένη ημέρα και ώρα. Η κλήση υπογράφεται από τον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης Λογιστικών και Ελεγκτικών Θεμάτων, Μελετών και Υποστήριξης Ποιοτικών Ελέγχων της Ε.Λ.Τ.Ε. ή τον αναπληρωτή του ή τον Πρόεδρο του Σ.Π.Ε. Η κλήση περιέχει συνοπτική περιγραφή της υπόθεσης, για την οποία πρόκειται να εξεταστεί ο μάρτυρας και μνημονεύει την αρχή στην οποία αυτό καλείται. Η κλήση επιδίδεται στο εξεταζόμενο πρόσωπο με δικαστικό επιμελητή, εφαρμοζομένων αναλόγως των άρθρων 47 έως 57 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, μία (1) τουλάχιστον εργάσιμη ημέρα πριν από την ημέρα για την οποία καλείται προς εξέταση. Η προθεσμία κλήσης μπορεί να παρατείνεται σε πέντε (5) εργάσιμες ημέρες, εφόσον το εξεταζόμενο πρόσωπο έχει την κατοικία ή έδρα του εκτός του νομού Αττικής. Η προθεσμία κλήσης παρατείνεται σε δέκα (10) εργάσιμες ημέρες, εφόσον το εξεταζόμενο πρόσωπο έχει την κατοικία ή έδρα του εκτός της ελληνικής επικράτειας.

7. Η λήψη μαρτυρικών καταθέσεων πραγματοποιείται ενώπιον ελεγκτικού οργάνου της Ε.Λ.Τ.Ε. και ενός διοικητικού υπαλλήλου της Ε.Λ.Τ.Ε., ως γραμματέα. Ο μάρτυρας, πριν καταθέσει, καλείται να δηλώσει το όνομα και το επώνυμό του, τον τόπο της γέννησης και της κατοικίας του, καθώς και την ηλικία του.

8. Για τη μαρτυρική κατάθεση συντάσσεται από τον γραμματέα έκθεση μαρτυρικής κατάθεσης. Η έκθεση πρέπει να αναφέρει τον τόπο και την ημερομηνία της κατάθεσης, την ώρα κατά την οποία άρχισε και τελείωσε η κατάθεση και το ονοματεπώνυμο του ελεγκτικού οργάνου της Ε.Λ.Τ.Ε. που έλαβε την κατάθεση, του γραμματέα και του μάρτυρα, καθώς και ακριβή καταγραφή όσων κατατέθηκαν από τον μάρτυρα. Η έκθεση διαβάζεται από όλα τα παρευρισκόμενα κατά την εξέταση πρόσωπα και υπογράφεται από αυτά. Αν κάποιο από τα πρόσωπα αυτά αρνείται να υπογράψει, αυτό αναφέρεται στην έκθεση. Η έκθεση αποτελεί πλήρη απόδειξη για όσα έχει καταθέσει ο μάρτυρας. Η έκθεση είναι άκυρη, εάν λείπουν η χρονολογία (εκτός αν προκύπτει με βεβαιότητα από το όλο περιεχόμενο της έκθεσης ή από άλλα έγγραφα που επαναλαμβάνονται σε αυτήν), η αναγραφή των ονομάτων και των επωνύμων ή η υπογραφή των προσώπων που παρευρέθηκαν στην κατάθεση. Η έκθεση συντάσσεται σε δύο αντίγραφα, από τα οποία ένα αντίγραφο δίδεται στον μάρτυρα και το άλλο τίθεται με ευθύνη του ελεγκτικού οργάνου της Ε.Λ.Τ.Ε. που έλαβε την κατάθεση, στο φάκελο της υπόθεσης.

9. Ψευδείς ή ανακριβείς μαρτυρικές καταθέσεις τιμωρούνται σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 του άρθρου 225 του Ποινικού Κώδικα.»

Άρθρο 31

Πόροι της ΕΛΤΕ

Η παράγραφος 1 του άρθρου 8 του ν. 3148/2003 αντικαθίσταται ως εξής:

«1. Οι πόροι της Ε.Λ.Τ.Ε. προέρχονται από εισφορά ποσοστού ένα τοις εκατό (1%) επί των συνολικών ακαθάριστων εσόδων των εταιρειών ή κοινοπραξιών ελεγκτικών εταιρειών. Αν από την οικονομική διαχείριση της EΛΤΕ στο τέλος κάθε τριετίας προκύπτει οικονομικό αποτέλεσμα (έσοδα - έξοδα) που υπερβαίνει τις δαπάνες της προηγούμενης χρήσης, διατίθεται έως το εβδομήντα πέντε τοις εκατό (75%) του οικονομικού αυτού αποτελέσματος με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ως έσοδο του Κρατικού Προϋπολογισμού.

Άρθρο 32

Αποφάσεις Ε.Λ.Τ.Ε.

Το άρθρο 9 του ν.3148/2003 αντικαθίσταται ως εξής:

«Οι κανονιστικού περιεχομένου αποφάσεις του Δ.Σ της ΕΛΤΕ δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως».

Άρθρο 33

Τροποποιήσεις στον ν. 3693/2008

1. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 7 του άρθρου 2 του ν. 3693/2008 (Α’ 174) αντικαθίσταται ως εξής:

«Η Ε.Λ.Τ.Ε. είναι αρμόδια να αποφασίζει, με απόφαση του Δ.Σ, για την ύπαρξη ή μη δικτύου, είτε αυτεπάγγελτα, είτε μετά από αίτημα που της υποβάλλεται.»

2. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 8 του άρθρου 2 του ν. 3693/2008 αντικαθίσταται ως εξής:

«Η Ε.Λ.Τ.Ε. είναι αρμόδια να αποφασίζει, με απόφαση του Δ.Σ., για τη συνδρομή ή μη της ιδιότητας του συνδεδεμένου μέρους ελεγκτικού γραφείου, είτε αυτεπάγγελτα είτε μετά από αίτημα που της υποβάλλεται».

3. Η παράγραφος 15 του άρθρου 2 του ν. 3693/2008, αντικαθίσταται ως εξής:

«Κανονιστική Πράξη της Ε.Λ.Τ.Ε.»: Απόφαση του Δ.Σ. της ΕΛΤΕ που έχει κανονιστικό περιεχόμενο

4. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 3 του ν. 3693/2008 αντικαθίσταται ως εξής:

«Η χορήγηση ή μη επαγγελματικής άδειας γίνεται με απόφαση του Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. μετά από εισήγηση του Συμβουλίου Ποιοτικού Ελέγχου».

5. Η παράγραφος 1 του άρθρου 5 του ν. 3693/2008, αντικαθίσταται ως εξής:

«1. Η επαγγελματική άδεια του νόμιμου ελεγκτή ή του ελεγκτικού γραφείου ανακαλείται προσωρινά ή οριστικά με απόφαση του Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. μετά από εισήγηση του Συμβουλίου Ποιοτικού Ελέγχου».

6. Η παράγραφος 2 του άρθρου 5 του ν. 3693/2008 αντικαθίσταται ως εξής:

«2. Η επαγγελματική άδεια του νόμιμου ελεγκτή και του ελεγκτικού γραφείου ανακαλείται οριστικά, εφόσον συντρέχει στο πρόσωπο του δικαιούχου μία από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

α) επιβολή πειθαρχικής ποινής οριστικής αφαίρεσης επαγγελματικής άδειας με απόφαση του Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε..

β) θέση σε στερητική ή επικουρική δικαστική συμπαράσταση (πλήρη ή μερική).

γ) καταδίκη με τελεσίδικη απόφαση ποινικού δικαστηρίου σε οποιαδήποτε ποινή για κλοπή, υπεξαίρεση (κοινή και στην υπηρεσία), απάτη, εκβίαση, πλαστογραφία, απιστία (κοινή και στην υπηρεσία), δωροδοκία, παράβαση καθήκοντος, καθώς και για οποιοδήποτε έγκλημα κατά της γενετήσιας ελευθερίας ή έγκλημα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής.

δ) συμπλήρωση του 70ου έτους της ηλικίας ή συνταξιοδότηση από τον κύριο ασφαλιστικό φορέα, εφόσον γίνει σε πρότερο χρόνο

ε) σε κάθε περίπτωση σοβαρής αμφισβήτησης της εντιμότητάς του νομίμου ελεγκτή ή του ελεγκτικού γραφείου και εφόσον δεν υλοποιηθούν από αυτούς, μέσα σε χρονικό διάστημα που καθορίζεται από το Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. τυχόν μέτρα που θα τους υποδειχθούν από το Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε., για να αποκατασταθεί η αμφισβήτηση αυτή.».

7. Στο άρθρο 5 του ν. 3693/2008 προστίθεται νέα παράγραφος 4:

«4. Σε περίπτωση οριστικής ανάκλησης της άδειας σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος, η Ε.Λ.Τ.Ε. προβαίνει στη διαγραφή του νόμιμου ελεγκτή από το Μητρώο Ελεγκτών».

8. Η περίπτωση 1 του άρθρου 6 του ν. 3693/2008 αντικαθίσταται ως εξής:

«1. Ο υποψήφιος να είναι κάτοχος τίτλου σπουδών τριτοβάθμιας πανεπιστημιακής ή τεχνολογικής εκπαίδευσης (ΑΕΙ ή ΤΕΙ) της ημεδαπής ή αναγνωρισμένου ως ισότιμου τίτλου σπουδών της αλλοδαπής».

9. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρο 10 του ν. 3693/2008 αντικαθίσταται ως εξής:

«Για να εξασφαλισθεί η ικανότητα πρακτικής εφαρμογής των απαιτούμενων θεωρητικών γνώσεων, οι ασκούμενοι πτυχιούχοι ΑΕΙ ή ΤΕΙ πραγματοποιούν Πρακτική άσκηση διάρκειας τουλάχιστον τριών ετών».

10. Η παράγραφος 2 του άρθρου 16 του ν. 3693/2008 αντικαθίσταται ως εξής:

«2. Η καθυστέρηση στην παροχή από τους νόμιμους ελεγκτές, τα ελεγκτικά γραφεία, τους ελεγκτές τρίτης χώρας και τις ελεγκτικές οντότητες τρίτης χώρας των πληροφοριών που προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 14 και 15 του παρόντος νόμου, συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα και συνεπάγεται, πέραν λοιπών πειθαρχικών κυρώσεων, και την επιβολή της κύρωσης της περ. ε΄ της παρ. 2 του άρθρου 6 του ν. 3148/2003 από το Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε..».

11. Η παράγραφος 4 του άρθρου 16 του ν. 3693/2008 αντικαθίσταται ως εξής:

«4. Η άρνηση υποβολής ή η ανακριβής ή παραπλανητική παροχή των υποβαλλόμενων, κατά την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, στοιχείων, αποτελεί πειθαρχικό παράπτωμα και συνεπάγεται, πέραν λοιπών πειθαρχικών κυρώσεων, και την επιβολή της κύρωσης του άρθρου 6 παρ. 2 περ. ε΄ του ν. 3148/2003 από το Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε.».

12. Στο άρθρο 19 του ν. 3693/2008 προστίθεται δεύτερο εδάφιο ως εξής:

«Η ΕΛΤΕ με απόφαση του Δ.Σ. μπορεί να θεσπίζει πιο λεπτομερείς κανόνες, εντός των ορίων του ως άνω Κώδικα Δεοντολογίας, στις περιπτώσεις που κρίνεται απαραίτητο, καθώς και να προβλέπει πρόσθετες ρυθμίσεις ως προς τη δεοντολογία και τη συμπεριφορά των νομίμων ελεγκτών και των ελεγκτικών γραφείων κατά την άσκηση του επαγγέλματός τους. Για το σκοπό αυτό η Ε.Λ.Τ.Ε. διαβουλεύεται πριν από τη λήψη της απόφασής της με το ΣΟΕΛ ».

13. Η παράγραφος 2 του άρθρου 23 του ν. 3693/2008 αντικαθίσταται ως εξής:

«2. Τα πειθαρχικά παραπτώματα της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου συνεπάγονται, πέραν των λοιπών κυρώσεων, και κυρώσεις των περ. γ’ και δ’ της παρ. 3 του άρθρου 6 του ν. 3148/2003 από το Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε..».

14. Το άρθρο 28 του ν. 3693/2008 αντικαθίσταται ως εξής:

«Άρθρο 28

Όργανο επιβολής διοικητικών κυρώσεων

Για την επιβολή διοικητικών κυρώσεων για κάθε παράβαση της νομοθεσίας και του ρυθμιστικού πλαισίου που διέπει τις εργασίες των ελεγκτών, αποκλειστικά αρμόδιο όργανο ορίζεται το Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε..».

15. Η παράγραφος 7 του άρθρου 29 του ν. 3693/2008 αντικαθίσταται ως εξής:

«7. Με απόφαση του Δ.Σ. της ΕΛΤΕ αναπροσαρμόζονται οι κυρώσεις που επιβάλλονται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, καθώς και τα ποσά της αποζημίωσης και της ασφαλιστικής κάλυψης που προβλέπονται από το άρθρο αυτό».

16. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 34 του ν. 3693/2008 αντικαθίσταται ως εξής:

«Με απόφαση του Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. κρίνεται, μετά από αίτημα οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον, κατά περίπτωση η συνδρομή ή μη της γενικής αρχής που καθιερώνεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου.».

17. Η παράγραφος 3 του άρθρου 36 του ν. 3693/2008 αντικαθίσταται ως εξής:

«3. Η Ε.Λ.Τ.Ε. έχει δικαίωμα ελέγχου της πληρότητας και ακρίβειας του περιεχομένου της έκθεσης διαφάνειας. Η μη υποβολή, η εκπρόθεσμη υποβολή ή η υποβολή ανακριβούς ή μη πλήρους έκθεσης διαφάνειας συνιστούν πειθαρχικό παράπτωμα.».

18. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 40 του ν. 3693/2008 αντικαθίσταται ως εξής:

«Η Ε.Λ.Τ.Ε. με απόφαση του Δ.Σ., μπορεί να χορηγήσει επαγγελματική άδεια σε ελεγκτή τρίτης χώρας, αν κατά την κρίση της, πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στα άρθρα 4 και 6 έως 11 του παρόντος νόμου.».

19. Η παράγραφος 5 του άρθρου 41 του ν. 3693/2008 αντικαθίσταται ως εξής:

«5. Ελεγκτικές οντότητες τρίτων χωρών εγγράφονται στο Δημόσιο Μητρώο με απόφαση του Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε., αν συντρέχουν σωρευτικά:

α) οι προϋποθέσεις της παραγράφου 3 του άρθρου 3 του παρόντος νόμου,

β) για την πλειοψηφία των μελών του διοικητικού οργάνου της ελεγκτικής οντότητας τρίτης χώρας συντρέχουν προϋποθέσεις ισοδύναμες, κατά την κρίση της Ε.Λ.Τ.Ε., με τα οριζόμενα στα άρθρα 4 έως 10 του παρόντος νόμου,

γ) για τον ελεγκτή τρίτης χώρας που διενεργεί τον έλεγχο για λογαριασμό ελεγκτικής οντότητας τρίτης χώρας, συντρέχουν προϋποθέσεις ισοδύναμες, κατά την κρίση της Ε.Λ.Τ.Ε., με τα οριζόμενα στα άρθρα 4 έως 10 του παρόντος νόμου.

δ) οι έλεγχοι των ατομικών ή ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων, που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, διενεργούνται με βάση τα Ελεγκτικά Πρότυπα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 24 του παρόντος νόμου ή ισοδύναμα, κατά την κρίση της Ε.Λ.Τ.Ε., Ελεγκτικά Πρότυπα και τα οριζόμενα στα άρθρα 20, 22 και 23 του παρόντος νόμου ή ισοδύναμο, κατά την κρίση της Ε.Λ.Τ.Ε., ρυθμιστικό πλαίσιο,

ε) υποβάλλεται στην Ε.Λ.Τ.Ε. και δημοσιοποιείται δια του διαδικτυακού τόπου του ελεγκτή ή της ελεγκτικής οντότητας τρίτης χώρας, Έκθεση διαφάνειας με περιεχόμενο αυτό που ορίζεται από το άρθρο 36 του παρόντος νόμου ή με ισοδύναμο, κατά την κρίση της ΕΛΤΕ, περιεχόμενο.».

20. Το τελευταίο εδάφιο του άρθρου 43 του ν. 3693/2008 αντικαθίσταται ως εξής:

«Με απόφαση του Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. καθορίζονται για κάθε ενδιαφερόμενο πρόσωπο οι όροι και οι προϋποθέσεις χορήγησης άδειας νόμιμου ελεγκτή κατά τα οριζόμενα στον παρόντα νόμο.».

21. Στο άρθρο 44 προστίθεται παράγραφος 3 ως ακολούθως:

«3. Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Οικονομικών ύστερα από εισήγηση της Ε.Λ.Τ.Ε., τροποποιείται το π.δ. 226/1992 (Α’ 120) «Περί συστάσεως, οργανώσεως και λειτουργίας του Σώματος Ορκωτών Ελεγκτών, καθώς και περί των όρων εγγραφής σε Ειδικό Μητρώο και ασκήσεως του επαγγέλματος του Ορκωτού Ελεγκτή».».

Άρθρο 34

Απαλλαγή των μελών των συλλογικών οργάνων και του προσωπικού της Ε.Λ.Τ.Ε. από την αστική ευθύνη

Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, του Συμβουλίου Ποιοτικού Ελέγχου και του Συμβουλίου Λογιστικής Τυποποίησης, καθώς και το εν γένει προσωπικό της Επιτροπής Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων και οι «εντεταλμένοι ελεγκτές» της Ε.Λ.Τ.Ε. δεν υπέχουν προσωπικώς αστική ευθύνη έναντι οποιουδήποτε για πράξεις ή παραλείψεις τους κατά την άσκηση των προβλεπόμενων από την κείμενη νομοθεσία καθηκόντων και αρμοδιοτήτων τους, εκτός εάν ενήργησαν με δόλο. Η διάταξη αυτή δεν απαλλάσσει τους ανωτέρω από τυχόν ευθύνη τους έναντι της Ε.Λ.Τ.Ε. για παράβαση καθήκοντος και, εν γένει, για πράξεις ή παραλείψεις από βαρεία αμέλεια.

Άρθρο 35

Παροχή πληροφοριών από πιστωτικά ιδρύματα στους νομίμους ελεγκτές και ελεγκτικά γραφεία

Για τη διασφάλιση της αξιοπιστίας και της ποιότητας των υποχρεωτικών ελέγχων, τα πιστωτικά ιδρύματα υποχρεούνται, όταν τους ζητείται κατά τον προσήκοντα τρόπο από νόμιμους ελεγκτές ή ελεγκτικά γραφεία η επιβεβαίωση υπολοίπου λογαριασμών πελατών τους, να παρέχουν εγγράφως τις σχετικές πληροφορίες απευθείας στους νόμιμους ελεγκτές ή τα ελεγκτικά γραφεία, χωρίς να είναι επιτρεπτή η επίκληση του τραπεζικού απορρήτου. Το αίτημα νόμιμου ελεγκτή ή ελεγκτικού γραφείου θεωρείται ότι έχει υποβληθεί προσηκόντως προς το πιστωτικό ίδρυμα, εφόσον υποβάλλεται εγγράφως και εφόσον σε αυτό επισυνάπτεται δήλωση της ελεγχόμενης από τον νόμιμο ελεγκτή ή το ελεγκτικό γραφείο οντότητας, από την οποία προκύπτει η απόφαση του οργάνου διοίκησης της ελεγχόμενης οντότητας περί διορισμού του οικείου ελεγκτή / ελεγκτικού γραφείου για τη διενέργεια υποχρεωτικού ελέγχου.

Άρθρο 36

Στην περίπτωση β’ της παραγράφου 1 του άρθρου 51 του ν. 1892/1990 (Α’ 106) προστίθεται μετά την Επιτροπή Εποπτείας της Ιδιωτικής Ασφάλισης και «η Επιτροπή Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων».

Άρθρο 37

Καταργούμενες διατάξεις

Από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου καταργούνται:

1. Το Παράρτημα 2 του π.δ. 226/1992.

2. Η περίπτωση στ΄ του άρθρου 2 του ν. 3148/2003

Άρθρο 38

Μεταβατικές διατάξεις

1. Υποθέσεις που είχαν παραπεμφθεί από το Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. στο Πειθαρχικό Συμβούλιο προς εξέταση για την επιβολή πειθαρχικών κυρώσεων και επί των οποίων δεν έχουν μέχρι τη δημοσίευση του νόμου αυτού εκδοθεί σχετικές αποφάσεις, εξετάζονται και κρίνονται από το Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. κατά τη διαδικασία των διατάξεων του ν. 3148/2003, όπως αυτές αντικαθίστανται από τον νόμο αυτόν.

2. Για παραβάσεις των διατάξεων που ρυθμίζουν τις εργασίες των ελεγκτών, συμπεριλαμβανομένων των κανονιστικών αποφάσεων της Ε.Λ.Τ.Ε., του εκάστοτε ισχύοντος Κώδικα Δεοντολογίας και των ελεγκτικών προτύπων ή των προτύπων διασφάλισης της ποιότητας, που έχουν τελεσθεί μέχρι τη θέση σε ισχύ των διατάξεων του παρόντος νόμου, επιβάλλονται οι κυρώσεις της παρ. 3 του άρθρου 6 του ν. 3148/2003 ως ίσχυε μέχρι την τροποποίησή του με τον παρόντα νόμο

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ

ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΗ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΝΟΜΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ

Άρθρο 39

Θέματα λειτουργίας Ν.Σ.Κ.

Οι παράγραφοι 1, 2, 3 και 4 του άρθρου 5 του ν. 3086/2002 (Α’ 324) αντικαθίσταται ως εξής:

«1. Το Ν.Σ.Κ., ως συλλογικό όργανο, λειτουργεί σε Ολο­μέλεια, πλήρη και τακτική, Τμήματα και Τριμελείς Επιτροπές.

2. Η Πλήρης Ολομέλεια αποτελείται από τον Πρόεδρο, τους Αντιπροέδρους και τους Νομικούς Συμβούλους του Κράτους και συνεδριάζει νομίμως όταν παρίστανται περισσότερα από τα μισά μέλη της, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά. Εισηγητής ορίζεται ένα από τα μέλη της. Συνεισηγητής ορίζεται ο αρχικός εισηγητής της υπόθεσης στην περίπτωση που ο τελευταίος δεν αποτελεί μέλος της.

Η Τακτική Ολομέλεια αποτελείται από τις συνθέσεις Α΄ και Β΄. Με απόφαση του Προέδρου, καθορίζονται, κατά την έναρξη κάθε δικαστικού έτους, τα Τμήματα που συμμετέχουν σε καθεμία από τις συνθέσεις της Τακτικής Ολομέλειας. Οι υποθέσεις εισάγονται προς συζήτηση στη σύνθεση της Τακτικής Ολομέλειας στην οποία συμμετέχουν τα μέλη του Τμήματος που ζήτησε την παραπομπή. Σε κάθε άλλη περίπτωση η υπόθεση εισάγεται στη σύνθεση εκείνη στην οποία συμμετέχει το Γραφείο Νομικού Συμβούλου στο οποίο υπεβλήθη το ερώτημα. Εισηγητής ορίζεται μέλος της ή Πάρεδρος.

Η Τακτική Ολομέλεια συνεδριάζει νομίμως με παρουσία των δύο τρίτων τουλάχιστον των μελών της.

Στην Ολομέλεια, πλήρη ή τακτική, προεδρεύει ο Πρόεδρος του Ν.Σ.Κ. και αν δεν υπάρ­χει, είναι απών ή κωλύεται, ο αρχαιότερος από τους Αντι­προέδρους που παρίστανται.

3. Ο αριθμός και η συγκρότηση των Τμημάτων ορίζεται για κάθε δικαστικό έτος με απόφαση του Προέδρου του Ν.Σ.Κ. Τα Τμήματα συνεδριάζουν νομίμως αν παρίσταται το μισό πλέον ενός των μελών του, που συμμετέχουν σε αυτά. Στα Τμήματα προεδρεύει Αντιπρόεδρος και αν δεν υπάρχει, απουσιάζει ή κωλύεται ο αρχαιότερος Νομικός Σύμβουλος από αυτούς που παρίστανται. Ο Πρόεδρος του Ν.Σ.Κ. μπορεί να προεδρεύει σε οποιοδή­ποτε Τμήμα. Εισηγητής ορίζεται μέλος του ή Πάρεδρος.

4. Στην Ολομέλεια, πλήρη και τακτική, και τα Τμήματα του Ν.Σ.Κ. επιτρέπεται να συμμετέχουν έως τρεις Πάρεδροι με γνώμη χωρίς ψήφο. Με απόφαση του Προέδρου του Ν.Σ.Κ. ορίζεται για το σκοπό αυτό, ανά τρίμηνο, υπηρεσία Παρέδρων, τριών ως τακτικών και τριών ως αναπληρωματικών. Στις συνεδριάσεις μπορεί, επίσης, να παρίστανται λειτουργοί του Ν.Σ.Κ., οι οποίοι έχουν συμμετάσχει στον χειρισμό των υποθέσεων που συζητούνται.

Στην Ολομέλεια και τα Τμήματα χρέη γραμματέα, όταν τούτο είναι αναγκαίο, ασκεί Δικαστικός Πληρεξούσιος Α΄, που ορίζεται από τον Πρόεδρο».

Άρθρο 40

Γνωμοδοτήσεις Ν.Σ.Κ.

1. Η παράγραφος 1 του άρθρου 6 του ν. 3086/2002 αντικαθίσταται, ως εξής:

«1. Οι Τριμελείς Επιτροπές γνωμοδοτούν:

Για τη συμβιβαστική επίλυση διαφορών ή αναγνώριση απαιτήσεων κατά του Δημοσίου, τη μη άσκηση αγωγών ή άλλων ενδίκων βοηθημάτων και ενδίκων μέσων από το Δημόσιο, την πα­ραίτηση από αγωγές ή άλλα ένδικα βοηθήματα και ένδικα μέσα που ασκήθηκαν από αυτό, την αποδοχή αγωγών ή άλλων εν­δίκων βοηθημάτων και ενδίκων μέσων που ασκήθηκαν κατά του Δημοσίου, εφόσον το αντικείμενο της διαφοράς δεν υπερβαίνει το ποσό της καθ' ύλην αρμοδιότητας του Μονομελούς Πρωτοδικείου. Εξαιρούνται οι υποθέσεις που αφορούν περιοδικές παροχές ή υποθέσεις που μπορεί να έχουν ευρύτερες δημοσιονομικές επιπτώσεις.

Ειδικά επί δικαστικών αποφάσεων, οι οποίες είναι καταρχήν ανέκκλητες και συγχρόνως δεν υπόκεινται παραδεκτά σε αίτηση αναιρέσεως, αν δεν συντρέχουν λόγοι για την κατ’ εξαίρεση άσκηση ενδίκου μέσου, οι Τριμελείς Επιτροπές αποφαίνονται με σχετική πράξη, που υπογράφεται από τα μέλη που τις συγκροτούν, χωρίς να ακολουθείται η διαδικασία εισηγήσεως και πρακτικού.

Με πρακτικό γνωμοδότησης της Ολομέλειας μπορεί να παραπέμπεται στις Τριμελείς Επιτροπές κατηγορία υποθέσεων, μολονότι το αντικείμενο της διαφοράς δεν υπάγεται στην αρμοδιότητά τους, εφόσον οι υποθέσεις αυτές είναι όμοιες κατά το πραγματικό και νομικό μέρος και τα ανακύπτοντα ζητήματα έχουν ήδη αντιμετωπισθεί από την Ολομέλεια και έχει κριθεί ότι παρέλκει η εισαγωγή τους στο Τμήμα ή στην Ολομέλεια.

Η Τριμελής Επιτροπή της Κεντρικής Υπηρεσίας αποφαίνεται σε θέματα αρμοδιότητάς της για υποθέσεις επαρχιών στις οποίες δεν λειτουργούν Δικαστικά Γραφεία ή αν στα Δικαστικά Γραφεία που λειτουργούν δεν είναι δυνατή η συγκρότηση Επιτροπής ή σε υποθέσεις Γραφείων Νομικών Συμβούλων ή Ειδικών Γραφείων Νομικών Συμβούλων στα οποία δεν είναι δυνατή η συγκρότηση Επιτροπής λόγω του αριθμού των μελών του Ν.Σ.Κ. που υπηρετούν σ’ αυτά. Με απόφαση του Προέδρου του Ν.Σ.Κ. καθορίζεται ο τρόπος, οι προϋποθέσεις και η διαδικασία άσκησης των παραπάνω αρμοδιοτήτων.

2. Η παράγραφος 3 του άρθρου 6 του ν. 3086/2002, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:

«3. Η Πλήρης Ολομέλεια γνωμοδοτεί:

α) Για την υποβολή διαφορών του Δημοσίου σε διαιτη­σία και την άσκηση ή μη ενδίκων βοηθημάτων κατά των διαιτητικών αποφάσεων.

β) Για υποθέσεις, οι οποίες παραπέμπονται σε αυτήν από τον Πρόεδρο, την Τακτική Ολομέλεια και την Ολομέλεια Διακοπών.

Η πλήρης Ολομέλεια, ως Διοικητική, εξετάζει νομικά ζητήματα γενικού ενδιαφέροντος ή μείζονος σημασίας, καθώς και ζητήματα σχετικά με τη δομή, την οργάνωση και τη λειτουργία του Ν.Σ.Κ. και την υπηρεσιακή κατάσταση των λειτουργών του. Συνέρχεται ύστερα από πρόσκληση του Προέδρου της ή όταν ζητηθεί εγγράφως από το ένα τρίτο των μελών της. Σε περίπτωση που δεν συγκληθεί μέσα σε δέκα ημέρες από τον Πρόεδρο, εκείνοι που ζήτησαν τη σύγκλησή της μπορούν να συγκαλέσουν την Ολομέλεια, με πρόσκλησή τους, που γνωστοποιείται σε όλα τα μέλη της.

Η Τακτική Ολομέλεια, Α΄ και Β΄ Σύνθεση, γνωμοδοτεί:

α) Για υποθέσεις, οι οποίες παραπέμπονται σε αυτήν από τον Πρόεδρο ή το Τμήμα,

β) Σε ερωτήματα για τα οποία προηγήθηκε γνωμοδότηση Τμήματος, η οποία δεν έγινε αποδεκτή από το αρμόδιο για την αποδοχή όργανο και ζητείται από αυτό η παραπομπή στην Ολομέλεια,

γ) Για τον ορισμό διαιτητών του Δημοσίου και

δ) Για κάθε υπόθεση, για την οποία στην κείμενη νομοθεσία προβλέπεται αρμοδιότητα της Ολομέλειας του Ν.Σ.Κ.».

3. Η παράγραφος 4 του άρθρου 6 του ν.3086/2002 αντικαθίσταται ως εξής: «Οι Γενικοί Γραμματείς Αποκεντρωμένης Διοίκησης μπορούν να απευθύνουν, για θέματα της αρμοδιότητάς τους τοπικού μόνο ενδιαφέροντος, ερωτήματα στις υπηρεσιακές μονάδες του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους της έδρας τους. Ζητήματα γενικότερου ενδιαφέροντος τίθενται υπόψη του αρμόδιου Υπουργείου, το οποίο αν κρίνει τούτο αναγκαίο διατυπώνει σχετικό ερώτημα».

Άρθρο 41

Πρακτικά Ν.Σ.Κ.

1. Η παράγραφος 2 του άρθρου 7 του ν. 3086/2002 αντικαθίσταται ως εξής:

«2. Για τις συνεδριάσεις της Ολομέλειας, των Τμημάτων και των Τριμελών Επιτροπών συντάσσονται πρακτικά. Εξαιρούνται από την τήρηση πρακτικών τα γνωμοδοτικά θέματα, εκτός αν υποβληθεί σχετικό αίτημα από μέλος της Ολομέλειας ή του Τμήματος. Τα πρακτικά γνωμοδοτήσεων σε δικαστικές και εξώδικες υποθέσεις, των μεν Τριμελών Επιτροπών υπογράφονται από αυτούς που μετέχουν, της δε Ολομέλειας και των Τμημάτων από εκείνον που προεδρεύει και τον Εισηγητή της υπόθεσης. Οι γνωμοδοτήσεις της Ολομέλειας και των Τμημάτων ομοίως υπογράφονται από εκείνον που προεδρεύει και τον Ει­σηγητή της υπόθεσης.».

2. Η παράγραφος 5 του άρθρου 7 του ν. 3086/2002 αντικαθίσταται ως εξής:

«5. Τα πρακτικά γνωμοδοτήσεων σε δικαστικές και εξώ­δικες υποθέσεις, καθώς και όσα αναφέρονται σε περιοδικές παροχές, ανεξαρτήτως ποσού, εγκρίνονται από τον Υπουργό Οικονομικών. Πρακτικά γνωμοδοτήσεων σε δικαστικές και εξώδικες υποθέσεις με χρηματικό αντικείμενο μέχρι ποσού 20.000 ευρώ εγκρίνονται από τον Πρόεδρο του Ν.Σ.Κ., εκτός εκείνων που αφορούν υποθέσεις μείζονος σημασίας ή έχουν ευρύτερες δημοσιονομικές επιπτώσεις. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, ύστερα από εισήγηση του Προέδρου του Ν.Σ.Κ., το ανωτέρω ποσό μπορεί να αναπροσαρμόζεται. Με όμοια απόφαση μπορεί να ανατίθεται στον Πρόεδρο του Ν.Σ.Κ. η έγκριση πρακτικών συγκεκριμένης κατηγορίας υποθέσεων ανεξαρτήτως ποσού. Με την εγκριτική απόφαση επιτρέπεται η τροποποίηση των πρακτικών μόνο προς όφελος του Δημοσίου. Τα πρακτικά σε υποθέσεις ακυρωτικής διαδικασίας εγκρίνονται από τον αρμόδιο κατά περίπτωση Υπουργό.».

3. Στο άρθρο 7 του ν. 3086/2002 προστίθεται παράγραφος 6 ως εξής:

«6. Τα πρακτικά, πριν από την έγκρισή τους, δεν δημιουργούν δικαίωμα υπέρ οποιουδήποτε τρίτου, ούτε χορηγείται αντίγραφο αυτών. Μετά από την έγκρισή τους δεν υπόκεινται σε έλεγχο και αναρτώνται στο διαδίκτυο όσα αφορούν υποθέσεις χρηματικού αντικειμένου άνω των 150.000 ευρώ, καθώς και όσα αφορούν εμπράγματα δικαιώματα επί ακινήτων και δεν προκύπτει ότι η οικονομική τους αξία είναι μικρότερη των 150.000 ευρώ. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης το ανωτέρω ποσό μπορεί να αναπροσαρμόζεται.

Η Διοίκηση συμμορφώνεται υποχρεωτικά προς το περιεχόμενο των πρακτικών που έχουν εγκριθεί. Τα πρακτικά γνωμοδοτήσεων σε δικαστικές και εξώδικες υποθέσεις αποτελούν, μετά την πάροδο εξήντα (60) ημερών από την έγκρισή τους, εκτελεστούς τίτλους. Για τη συμμόρφωση προς αυτά και την εκτέλεσή τους εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 1, 4 και 5 του ν. 3068/2002 (Α΄ 274 ).

Οι διατάξεις των προηγουμένων εδαφίων εφαρμόζονται και για τις πράξεις των Τριμελών Επιτροπών επί δικαστικών αποφάσεων που είναι κατά νόμο ανέκκλητες και συγχρόνως αμετάκλητες, οι οποίες εκδίδονται σύμφωνα με το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 6.».

Άρθρο 42

Καθήκοντα εκπροσώπου της Ελληνικής Δημοκρατίας

Στο τέλος της παραγράφου 2 του άρθρου 8 του ν. 3086/2002 προστίθενται εδάφια ως εξής: «Τα καθήκοντα του εκπροσώπου της Ελληνικής Δημοκρατίας (Agent) είναι τα εξής: α) ορίζει τους εκπροσώπους της Ελληνικής Δημοκρατίας ενώπιον του Δικαστηρίου, β) αλληλογραφεί και συνεργάζεται με το Δικαστήριο για γενικότερα ζητήματα που ανακύπτουν ενώπιον αυτού και ιδίως ενημερώνει το Δικαστήριο για κάθε ζήτημα που αφορά την εθνική έννομη τάξη, εφόσον ερωτηθεί, γ) συνεργάζεται με τις αρμόδιες εθνικές υπηρεσίες, καθώς και τις υπηρεσίες του Συμβουλίου της Ευρώπης, για τον προσδιορισμό των αναγκαίων μέτρων συμμόρφωσης (ατομικών και γενικών) προς τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Δ.Δ.Α.) και παρακολουθεί την εξέλιξη των σχετικών εθνικών διαδικασιών, δ) ενημερώνει την Επιτροπή Μονίμων Αντιπροσώπων του Συμβουλίου της Ευρώπης, μέσω της Μόνιμης Ελληνικής Αντιπροσωπείας, για την πορεία λήψης των γενικών και ειδικών μέτρων συμμόρφωσης προς τις αποφάσεις του Ε.Δ.Δ.Α., ε) ενημερώνει τις εθνικές Αρχές επί της σημαντικής νομολογίας του Ε.Δ.Δ.Α., για την καλύτερη εφαρμογή της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.) σε εθνικό επίπεδο, στ) επιμελείται για την ενημέρωση των εθνικών Αρχών επί των διαφόρων ψηφισμάτων (τελικών και προσωρινών) που υιοθετεί η Επιτροπή Μονίμων Αντιπροσώπων του Συμβουλίου της Ευρώπης, όταν παρακολουθεί τη συμμόρφωση των κρατών μελών στις αποφάσεις του Ε.Δ.Δ.Α., ζ) ενημερώνει τις εθνικές Αρχές για έγγραφα και μνημόνια της Υπηρεσίας Εκτέλεσης Αποφάσεων του ΕΔΔΑ της Γραμματείας του Συμβουλίου της Ευρώπης, με τα οποία τίθενται γενικές αρχές ως προς την εκτέλεση των αποφάσεων του Ε.Δ.Δ.Α., η) συμμετέχει σε τακτική βάση στις σχετικές με την εκτέλεση των αποφάσεων του Ε.Δ.Δ.Α. συνόδους της Επιτροπής Μονίμων Αντιπροσώπων δια μέλους του Ν.Σ.Κ. που έχει διατεθεί στη Μόνιμη Ελληνική Αντιπροσωπεία στο Συμβούλιο της Ευρώπης, θ) συμμετέχει είτε ο ίδιος είτε με άλλο μέλος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους που ορίζεται από αυτόν στην εθνική νομοπαρασκευαστική διαδικασία, προς εναρμόνιση του εθνικού δικαίου με εκείνο της Ε.Σ.Δ.Α. και ι) συνεργάζεται με τους εκπροσώπους (Agents) των άλλων κρατών μελών για κοινή αντιμετώπιση ζητημάτων που αναφύονται είτε κατά τον χειρισμό των υποθέσεων ενώπιον του Ε.Δ.Δ.Α. είτε κατά το στάδιο της εκτελέσεως των αποφάσεων του δικαστηρίου αυτού».

Άρθρο 43

Γραμματεία

Το άρθρο 11 του ν. 3086/2002 αντικαθίσταται ως εξής:

«Άρθρο 11

Γραμματεία

Η Γραμματεία του Ν.Σ.Κ. υπάγεται ως μονάδα απευθείας στον Πρόεδρο, διευθύνεται από Νομικό Σύμβουλο του Κράτους ή Πάρεδρο.

Άρθρο 44

Σχηματισμός Επιστημονικών Δραστηριοτήτων και Δημοσίων Σχέσεων

Το άρθρο 13 του ν. 3086/2002 αντικαθίσταται ως εξής:

«Άρθρο 13

Σχηματισμός Επιστημονικών Δραστηριοτήτων και Δημοσίων Σχέσεων

Ο Σχηματισμός Επιστημονικών Δραστηριοτήτων και Δημοσίων Σχέσεων, στο οποίο προΐσταται λειτουργός του Ν.Σ.Κ., είναι αρμόδιος για:

α) Την οργάνωση και λειτουργία της Βιβλιοθήκης του Ν.Σ.Κ.

β) Την οργάνωση επιστημονικών εκδηλώσεων με τη συμμετοχή λειτουργών του ΝΣΚ, δικαστικών λειτουργών, μελών ΔΕΠ, δικηγόρων και άλλων επιστημόνων, με αντικείμενο τη συζήτηση, διερεύνηση και ανάδειξη νομικών ζητημάτων που αφορούν ιδίως το Δημόσιο.

γ) Την ενημέρωση της επιστημονικής κοινότητας και του ευρύτερου κοινού για τις δραστηριότητες του ΝΣΚ.

δ) Την οργάνωση άλλων εκδηλώσεων που αφορούν τη λειτουργία του ΝΣΚ και των λειτουργών του.

ε) Την παρακολούθηση του επιστημονικού και ειδησεογραφικού τύπου σε σχέση με θέματα που αφορούν τις αρμοδιότητες και τη λειτουργία του Ν.Σ.Κ. και την εισήγηση, όποτε κρίνεται αναγκαίο, των ενδεδειγμένων παρεμβάσεων».

Άρθρο 45

Διεύθυνση Διοικητικού και λειτουργικής υποστήριξης

Το άρθρο 15 του ν. 3086/2002 αντικαθίσταται ως εξής:

«Άρθρο 15

Διεύθυνση Διοικητικού και λειτουργικής υποστήριξης

Στη Διεύθυνση Διοικητικού και λειτουργικής υποστήριξης υπάγονται: α) Τμήμα Διοικητικού Προσωπικού, β) Τμήμα Πρωτοκόλλου και παραλαβής δικογράφων, γ) Τμήμα Ευρετηρίου, Εικονοποίησης και καταχώρισης δεδομένων, δ) Τμήμα Αρχείου, ε) Τμήμα Διεκπεραίωσης και στ) Τμήμα Πληροφορικής και Υποστήριξης Συστημάτων».

Άρθρο 46

Γραφείο Νομικού Συμβούλου του Ν.Σ.Κ. στον Ε.Ο.Π.Υ.Υ.

Στο άρθρο 19 του ν. 3086/2002 προστίθεται παράγραφος 2 ως εξής:

«2. α. Στον Εθνικό Οργανισμό Παροχής Υπηρεσιών Υγείας (Ε.Ο.Π.Υ.Υ.) συνιστάται Γραφείο Νομικού Συμβούλου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (Ν.Σ.Κ.). Το Γραφείο στελεχώνεται με ένα Νομικό Σύμβουλο του Κράτους και ένα Πάρεδρο του Ν.Σ.Κ.

β. Στην αρμοδιότητα του Γραφείου Νομικού Συμβούλου Ν.Σ.Κ. ανήκει η γενική εποπτεία της Διεύθυνσης Νομικών Υποθέσεων του Ε.Ο.Π.Υ.Υ., που προβλέπεται από το άρθρο 23 του ν. 3918/2011 (Α’ 31) όπως ισχύει, και η γνωμοδότηση, κατά τη διαδικασία που διέπει το Ν.Σ.Κ., επί ερωτημάτων που υποβάλλονται από τον Πρόεδρο του Ε.Ο.Π.Υ.Υ.

γ. Ύστερα από γνώμη της Ολομέλειας του Ν.Σ.Κ, με απόφαση του Προέδρου του Ν.Σ.Κ., που δημοσιεύεται με ανάρτηση επί δεκαήμερο στα Κεντρικά Καταστήματα του Ν.Σ.Κ. και του Ε.Ο.Π.Υ.Υ., ορίζονται η διαδικασία άσκησης της εποπτείας, όπως κατανομή της ύλης, διαδικασία αποδοχής αποφάσεων και γνωμοδοτήσεων, άσκησης ένδικων βοηθημάτων και μέσων, αναγνώρισης απαιτήσεων, δικαστικών και εξώδικων συμβιβασμών και κάθε άλλο σχετικό θέμα και λεπτομέρεια. Για την ανάρτηση συντάσσονται πρωτόκολλα από το Ν.Σ.Κ. και τον Ε.Ο.Π.Υ.Υ. τα οποία τηρούνται στο Ν.Σ.Κ.

δ. Οι οργανικές θέσεις των Νομικών Συμβούλων του Κράτους αυξάνονται κατά μία και ανέρχονται συνολικά σε πενήντα επτά (57).».

Άρθρο 47

Στο άρθρο 20 του ν. 3086/2002, όπως ισχύει, προστίθεται παράγραφος 6 ως εξής:

«6. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού, ύστερα από σύμφωνη γνωμοδότηση της Διοικητικής Ολομέλειας του Ν.Σ.Κ., η ρύθμιση της παραγράφου 5 μπορεί να επεκτείνεται και σε άλλες κατηγορίες υποθέσεων.».

Άρθρο 48

Ανάθεση εκκρεμών δικαστικών υποθέσεων στο Ν.Σ.Κ.

1. Στο άρθρο 22 του ν. 3086/2002 προστίθεται παράγραφος 3 Α, ως εξής:

«3Α. Αν με διάταξη νόμου προβλέπεται η διαδοχή καταργούμενου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ή φορέα από το Δημόσιο και η άσκηση των αρμοδιοτήτων του από δημόσια υπηρεσία, οι εκκρεμείς δικαστικές υποθέσεις ανατίθενται στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους και η συνέχιση των δικών τελεί υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις: α. Οι δικαστικοί φάκελοι και, χωριστά, οι αντίστοιχοι υπηρεσιακοί μαζί με αναλυτικό σημείωμα στο οποίο θα αναφέρεται το περιεχόμενό τους και οι ενέργειες που έχουν γίνει, διαβιβάζονται από το καταργούμενο νομικό πρόσωπο στη δημόσια υπηρεσία, στην οποία μεταφέρεται η σχετική αρμοδιότητα. Ειδικά το σημείωμα που αφορά τους δικαστικούς φακέλους περιλαμβάνει περιγραφή της δικαστικής πορείας της υπόθεσης, τις ενέργειες που πρέπει να γίνουν και τις υπάρχουσες προθεσμίες. β. Οι δικαστικοί φάκελοι διαβιβάζονται από τη διοικητική υπηρεσία στην αρμόδια μονάδα του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.

2. Το δικαστήριο στο οποίο εκκρεμεί η υπόθεση, ύστερα από σχετικό αίτημα του εκπροσώπου του Δημοσίου, αναβάλλει την εκδίκασή της για έξι (6) μήνες. Αν μέσα στο διάστημα αυτό δεν έχει περαιωθεί η διαδικασία παράδοσης του οικείου δικαστικού φακέλου, το δικαστήριο, ύστερα από αιτιολογημένο αίτημα του εκπροσώπου του Δημοσίου στο οποίο προσδιορίζονται οι λόγοι της καθυστέρησης, αναβάλλει την εκδίκαση της υπόθεσης για τρεις (3) μήνες ακόμη και μπορεί να επιβάλει στον υπαίτιο υπάλληλο την προβλεπόμενη στο άρθρο 205 του ΚΠολΔ χρηματική ποινή.».

Άρθρο 49

Εκκαθάριση δαπανών Ν.Σ.Κ.

1. Στον ν. 3086/2002 προστίθεται άρθρο 23Α, ως εξής:

«Άρθρο 23 Α

1. Δαπάνες που εκκαθαρίζονται από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους και αφορούν αμοιβές και έξοδα φυσικών ή νομικών προσώπων που ενεργούν για λογαριασμό του Ελληνικού Δημοσίου, όπως δικηγορικές εταιρείες, δικηγόροι, δικαστικοί επιμελητές, μεταφραστές, πραγματογνώμονες, συμβολαιογράφοι, καθώς και δαπάνες για δημοσιεύσεις στον τύπο και μετακινήσεις μελών του Ν.Σ.Κ. που σχετίζονται με δικαστικές ενέργειες, υπάγονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 9 του π.δ. 113/2010 (Α’ 194) και βαρύνουν τους αντίστοιχους ΚΑΕ του προϋπολογισμού του Ν.Σ.Κ., του εκάστοτε τρέχοντος οικονομικού έτους, εντός του οποίου εκκαθαρίζονται.

2. Το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους (Ν.Σ.Κ.), κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του και, ιδίως, στο πλαίσιο χορήγησης εντολών για τον χειρισμό υποθέσεων που εκκρεμούν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Δ.Δ.Α.) και στα άλλα δικαστήρια της αλλοδαπής επιτρέπεται να αναθέτει, κατά παρέκκλιση κάθε άλλης διάταξης, τη μετάφραση δικογράφων ή στοιχείων δικογραφιών σε μεταφραστικά γραφεία ή σε ιδιώτες μεταφραστές. Οι αναγκαίες πιστώσεις και η εκκαθάριση των αμοιβών γίνεται από τον ειδικό φορέα του Υπουργείου Οικονομικών».

2. Εκκρεμείς δαπάνες των ανωτέρω κατηγοριών που πραγματοποιήθηκαν καθ’ υπέρβαση των εγγεγραμμένων πιστώσεων ή χωρίς την τήρηση των διαδικασιών που προβλέπονται από τις κείμενες περί αναλήψεως υποχρεώσεων διατάξεις, δύνανται να πληρωθούν σε βάρος των πιστώσεων του προϋπολογισμού του Ν.Σ.Κ. τρέχοντος οικονομικού έτους, εφόσον πληρούνται οι λοιπές προϋποθέσεις νομιμότητας και κανονικότητας αυτών.

Άρθρο 50

Δικηγόροι του Δημοσίου

Στο τέλος της παραγράφου 5 του άρθρου 24 του ν.3086/2002 προστίθεται εδάφιο ως εξής:

«Οι δικηγόροι του Δημοσίου, για τις υπηρεσίες που παρέχουν προς αυτό, φορολογούνται με βάση τις αμοιβές που τους καταβάλλονται κατά τα ανωτέρω από το Δημόσιο επί τη βάσει των κατά παραπομπή διατάξεων του Κώδικα των Δικηγόρων ως ίσχυαν κατά το χρόνο που τέθηκε σε ισχύ ο ν. 3086/2002. Διατάξεις που θεσπίζουν τεκμαρτό εισόδημα, ανώτερο των καταβληθέντων από το Δημόσιο ποσών, δεν εφαρμόζονται ως προς το εισόδημα που προκύπτει από τις συγκεκριμένες αμοιβές. Αποφάσεις που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότηση των διατάξεων του προηγούμενου εδαφίου, δεν εφαρμόζονται στις αμοιβές που καθορίζονται κατά την παρούσα παράγραφο».

Άρθρο 51

Δικηγορικές Εταιρείες και δικηγόροι της αλλοδαπής

Μετά το άρθρο 25 του ν.3086/2002 προστίθεται άρθρο 25Α, ως εξής:

«Άρθρο 25Α

Δικηγορικές Εταιρείες και Δικηγόροι της αλλοδαπής

1. Με απόφαση του Προέδρου του Ν.Σ.Κ., που εκδίδεται είτε με δική του πρωτοβουλία, είτε ύστερα από αίτημα Υπουργείου, νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ή Αρχής, των οποίων η νομική υπηρεσία διεξάγεται από το Ν.Σ.Κ., ορίζονται δικηγορικές εταιρείες ή δικηγόροι στην αλλοδαπή, είτε για την παροχή νομικών υπηρεσιών, είτε ειδικότερα για τη δικαστική εκπροσώπηση του Κράτους ή των λοιπών ανωτέρω φορέων ενώπιον δικαστηρίων ή αρχών στην αλλοδαπή.

2. Η δαπάνη για την αμοιβή των υπηρεσιών των ανωτέρω εταιρειών ή δικηγόρων και τα λοιπά έξοδα βαρύνουν τον προϋπολογισμό του φορέα που ζητεί την παροχή νομικών υπηρεσιών. Αν η απόφαση που προβλέπεται στην παρ. 1 έχει εκδοθεί ύστερα από αίτημα του Υπουργού Οικονομικών, η δαπάνη και τα έξοδα που προβλέπονται στο προηγούμενο εδάφιο βαρύνουν τον προϋπολογισμό του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.

3. Οι δικηγορικές εταιρείες ή οι δικηγόροι υποχρεούνται να ενημερώνουν το Ν.Σ.Κ. για κάθε ενέργειά τους σε όλα τα στάδια της διαδικασίας, καθώς και για το ύψος της οφειλομένης για το συγκεκριμένο στάδιο αμοιβής, η οποία καταβάλλεται μετά το πέρας της σχετικής διαδικασίας

4. Πριν από την άσκηση οποιουδήποτε ενδίκου βοηθήματος ή ενδίκου μέσου, καθώς και για τη συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς απαιτείται σχετική άδεια του Ν.Σ.Κ., η οποία χορηγείται, ύστερα από πρόταση της δικηγορικής εταιρείας ή του δικηγόρου, με πρακτικό γνωμοδότησης.

5. Με απόφαση του Υπουργού των Οικονομικών, ύστερα από γνώμη του Προέδρου του Ν.Σ.Κ., ορίζεται η διαδικασία και κάθε σχετικό θέμα για την εφαρμογή του άρθρου αυτού».

Άρθρο 52

Λειτουργοί του Ν.Σ.Κ.

Η παράγραφος 1 του άρθρου 27 του ν. 3086/2002 αντικαθίσταται ως εξής:

«1. Λειτουργοί του Ν.Σ.Κ. είναι: ο Πρόεδρος, οι Αντιπρόεδροι, οι Νομικοί Σύμβουλοι, οι Πάρεδροι, οι Δικαστικοί Πληρεξούσιοι Α΄, οι Δικαστικοί Πληρεξούσιοι και οι Δόκιμοι Δικαστικοί Πληρεξούσιοι.».

Άρθρο 53

Όρκος

Η παράγραφος 6 του άρθρου 28 του ν. 3086/2002 αντικαθίσταται ως εξής:

«6. Ο όρκος έχει ως εξής: «Ορκίζομαι να φυλάττω πίστη στην πατρίδα, υπακοή στο Σύνταγμα και τους νόμους και να εκπληρώνω τιμίως και ευσυνειδήτως τα καθήκοντά μου». Κατ’ επιλογή του διοριζόμενου αντί θρησκευτικού όρκου μπορεί να παρασχεθεί η ακόλουθη διαβεβαίωση: «Δηλώνω, επικαλούμενος την τιμή και τη συνείδησή μου, ότι θα φυλάττω πίστη στην πατρίδα, υπακοή στο Σύνταγμα και τους νόμους και ότι θα εκπληρώνω τιμίως και ευσυνειδήτως τα καθήκοντά μου». Στην περίπτωση της παρ. 2 του άρθρου 30 κατά την ορκοδοσία αντί της λέξης «πατρίδα» χρησιμοποιείται η λέξη «Ελλάδα». Κατά τα λοιπά εφαρμόζεται το άρθρο 19 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ., που κυρώθηκε με τον ν. 3528/2007 (Α΄ 26).».

Άρθρο 54

Η παράγραφος 7 του άρθρου 30 του ν. 3086/2002 αντικαθίσταται ως εξής:

«7. Δικαστικές αποφάσεις ή διοικητικές πράξεις που βεβαιώνουν την ηλικία ή διορθώνουν τις σχετικές εγγραφές δεν λαμβάνονται υπόψη.».

Άρθρο 55

Αναδιορισμός

1. Το άρθρο 36 του ν. 3086/2002 αντικαθίσταται ως εξής:

«Άρθρο 36

Αναδιορισμός

1. Επιτρέπεται ο αναδιορισμός λειτουργού του Ν.Σ.Κ. μέχρι και το βαθμό του Παρέδρου, που παραιτήθηκε ή απολύθηκε λόγω σωματικής ή πνευματικής ανικανότητας, σε κενή θέση, ομοιόβαθμη με εκείνη από την οποία είχε παραιτηθεί ή απολυθεί, εφόσον: α) είχε τριετή τουλάχιστον υπηρεσία, β) ζητήσει τον αναδιορισμό του μέσα σε αποκλειστική προθεσμία πέντε (5) ετών από την απόλυσή του, γ) έχει όλα τα τυπικά προσόντα, που απαιτούνται για το διορισμό, πλην της ηλικίας και δ) δεν έχει κώλυμα διορισμού.

2. Ο αναδιορισμός γίνεται ύστερα από γνωμοδότηση της δευτεροβάθμιας Υγειονομικής Επιτροπής, που προβλέπεται για τους πολιτικούς διοικητικούς υπαλλήλους, με την οποία διαπιστώνεται ότι αποκαταστάθηκε η ικανότητά του, σε βαθμό που να του επιτρέπει την πλήρη άσκηση των καθηκόντων του βαθμού του.

3. Για τον αναδιορισμό αποφαίνεται το αρμόδιο Υπηρεσιακό Συμβούλιο, το οποίο καθορίζει και την αρχαιότητα αυτού που αναδιορίζεται, χωρίς συνυπολογισμό του εκτός υπηρεσίας διανυθέντος χρόνου.

4. Κατά τα λοιπά, οι διατάξεις που αναφέρονται στο διορισμό ισχύουν και για τον αναδιορισμό.».

2. Το άρθρο 36 του ν. 3086/2002, όπως τροποποιείται με τη διάταξη της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, καταλαμβάνει μόνο τις περιπτώσεις παραίτησης ή απόλυσης λειτουργών του Ν.Σ.Κ. που υποβάλλονται μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου. Οι περιπτώσεις παραίτησης ή απόλυσης λειτουργών του Ν.Σ.Κ. πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου εξακολουθούν να καταλαμβάνονται από τη διάταξη του άρθρου 36 του ν. 3086/2002 όπως αυτή ίσχυε πριν την τροποποίηση της με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 56

Στο άρθρο 37 του ν. 3086/2002 προστίθεται παράγραφος 5 ως εξής:

«5. Οι διατάξεις του δεύτερου και τρίτου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του ν. 3094/2003 (Α΄ 10) εφαρμόζονται και για τα μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους κατά την εκτέλεση των πάσης φύσεως καθηκόντων τους.».

Άρθρο 57

Η παράγραφος 2 του άρθρου 38 του ν. 3086/2002 αντικαθίσταται ως εξής:

«2. Κατ’ εξαίρεση, επιτρέπεται να εκλέγονται μέλη της Ακαδημίας ή μέλη Δ.Ε.Π. Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων καθώς και να μετέχουν σε συμβούλια, επιτροπές ή ομάδες εργασίας».

Άρθρο 58

Η περίπτωση δ) της παραγράφου 2 του άρθρου 54 του ν. 3086/2002 αντικαθίσταται ως εξής:

«δ) Έναν διοικητικό υπάλληλο με βαθμό Α' ή Β’, που εκλέγεται με αναπληρωτή βαθμού Α΄ ή Β’ από τη Γενική Συνέλευση του συνδικαλιστικού οργάνου των διοικητικών υπαλλήλων του Ν.Σ.Κ., σύμφωνα με τη διαδικασία εκλογής του Διοικητικού Συμβουλίου του συνδικαλιστικού οργάνου αυτού. Ο τακτικός και ο αναπληρωτής διοικητικός υπάλληλος θα πρέπει να ανήκουν σε διαφορετική κατηγορία. Προς τούτο, πριν από τη συγκρότηση του Συμβουλίου, απευθύνεται πρόσκληση στο συνδικαλιστικό όργανο για να εκλέξει το παραπάνω μέλος του Συμβουλίου με τον αναπληρωτή του. Αν δεν το εκλέξει, μέσα σε είκοσι ημέρες, η συγκρότηση του Συμβουλίου γίνεται και χωρίς το μέλος αυτό».

Άρθρο 59

Το άρθρο 58 του ν. 3086/2002 αντικαθίσταται ως εξής:

«1. Όπου στις κείμενες διατάξεις αναφέρεται Δικαστικός Αντιπρόσωπος Α΄ τάξεως, Δικαστικός Αντιπρόσωπος και Δόκιμος Δικαστικός Αντιπρόσωπος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, νοούνται, αντίστοιχα, Δικαστικός Πληρεξούσιος Α΄, Δικαστικός Πληρεξούσιος και Δόκιμος Δικαστικός Πληρεξούσιος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.

2. Λειτουργοί του Ν.Σ.Κ. που έχουν ορισθεί ως μέλη σε διοικητικά συμβούλια ή όργανα διοίκησης οργανισμών και επιχειρήσεων του ευρύτερου δημόσιου τομέα των άρθρων 9 παρ. 1 του ν. 1232/1982 (Α΄ 22) και 1 παρ. 6 του ν. 1256/1982 (Α΄ 65) ή των επιχειρήσεων που υπάγονται στα κεφάλαια Α΄ και Β΄ του ν. 3429/2005 (Α΄ 314), με υπόδειξη του Ελληνικού Δημοσίου ή δυνάμει ειδικών διατάξεων που προβλέπουν την συμμετοχή τους, συνεχίζουν να μετέχουν σ’ αυτά μέχρι τη λήξη της θητείας τους».

Άρθρο 60

Υπηρεσία Επιθεώρησης

Το άρθρο 32 του π.δ. 238/2003 (Α’ 214) αντικαθίσταται ως εξής:

«Άρθρο 32

Υπηρεσία Επιθεώρησης

1. Η Υπηρεσία Επιθεώρησης αποτελείται από έναν Αντιπρόεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους ως Προϊστάμενο και από δύο Νομικούς Συμβούλους, οι οποίοι ορίζονται με απόφαση του Προέδρου, με διετή θητεία, και οι οποίοι απαλλάσσονται κατά τη διάρκεια της θητείας τους από κάθε άλλη υπηρεσία. Επιτρέπεται η συμμετοχή τους στα Τμήματα και την Ολομέλεια.

2. Η Υπηρεσία Επιθεώρησης: α) καθορίζει ποσοτικούς και ποιοτικούς στόχους και κριτήρια για την αξιολόγηση των υπηρεσιακών μονάδων του Ν.Σ.Κ. και την απόδοση των λειτουργών του, β) παρακολουθεί, ελέγχει και αξιολογεί το έργο των υπηρεσιακών μονάδων του Ν.Σ.Κ., των λειτουργών του και των εξωτερικών συνεργατών του Ν.Σ.Κ., γ) συγκεντρώνει στοιχεία για τον αριθμό, το είδος και τη σοβαρότητα των δικαστικών και εξώδικων υποθέσεων, δ) υποβάλλει τον Ιανουάριο κάθε έτους αναλυτική έκθεση προς τον Πρόεδρο του Ν.Σ.Κ., με την οποία αξιολογεί ποιοτικά και ποσοτικά το έργο των υπηρεσιακών μονάδων του ΝΣΚ και διατυπώνει προτάσεις για τη βελτίωση της λειτουργίας και της οργάνωσής τους, οι οποίες ενσωματώνονται στην ετήσια έκθεση του άρθρου 3 και ε) διενεργεί την τακτική και έκτακτη επιθεώρηση των λειτουργών του Ν.Σ.Κ. και συντάσσει τις σχετικές εκθέσεις επιθεώρησης.

3. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Οικονομικών, καθορίζονται ο τρόπος και οι λοιπές προϋποθέσεις αξιολόγησης και επιθεώρησης.».

Άρθρο 61

Το τέταρτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του ν. 2882/2001 (Α΄ 17), όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:

«Κατά τη σύναψη της σχετικής σύμβασης το Δημόσιο εκπροσωπείται από τον Γενικό Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης, ή κατά περίπτωση, από τον αρμόδιο Υπουργό ή από τον Υπουργό Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων, οι οποίοι δύνανται να εξουσιοδοτήσουν εγγράφως για την υπογραφή αυτής τον Προϊστάμενο της οικείας Κτηματικής Υπηρεσίας ή άλλης υπηρεσίας του νομού».

ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ

ΛΟΙΠΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ A’

ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΚΩΔΙΚΑ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ

ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑΣ

ΓΕΝΙΚΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ

Άρθρο 62

Σύστημα Μητρώων Τραπεζικών Λογαριασμών και Λογαριασμών Πληρωμών στη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών

1. Συστήνεται «Σύστημα Μητρώων Τραπεζικών Λογαριασμών και Λογαριασμών Πληρωμών» (Σ.Μ.Τ.Λ.&Λ.Π.) των πιστωτικών ιδρυμάτων και των ιδρυμάτων πληρωμών που λειτουργούν στην Ελλάδα με σκοπό τη διευκόλυνση της διαβίβασης των αιτημάτων παροχής πληροφοριών από το σύνολο των υπηρεσιών της Φορολογικής Διοίκησης, φορολογικών και ελεγκτικών υπηρεσιών και του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος του Υπουργείου Οικονομικών, την Οικονομική Αστυνομία, τον Οικονομικό Εισαγγελέα, τον Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς, την Αρχή Καταπολέμησης της νομιμοποίησης των εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και ελέγχου των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης, που αφορούν σε κάθε στοιχείο και πληροφορία για φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα που τηρούνται τα πιστωτικά ιδρύματα και τα ιδρύματα πληρωμών σύμφωνα με τις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας για την άρση του τραπεζικού και επαγγελματικού απορρήτου καθώς και του απορρήτου των στοιχείων έναντι των παραπάνω αρχών και υπηρεσιών του Δημοσίου και της αυτοματοποιημένης πρόσβασής τους σε αυτό. Τα πιστωτικά ιδρύματα και τα ιδρύματα πληρωμών ορίζονται για τους σκοπούς της παρούσας διάταξης ως υπόχρεα πρόσωπα. Οι ως άνω αρχές και υπηρεσίες του Δημοσίου φέρουν την ευθύνη ελέγχου νομιμότητας και σκοπιμότητας των διαβιβαζόμενων αιτημάτων παροχής πληροφοριών. Η πρόσβαση και των λοιπών αρχών, υπηρεσιών και φορέων του Δημοσίου στο Σ.Μ.Τ.Λ. & Λ.Π. επιτρέπεται μόνο αν προβλέπεται από την κείμενη νομοθεσία η άρση των απορρήτων του πρώτου εδαφίου της παρούσας.

2. Η πρόσβαση των αρχών και υπηρεσιών του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1 του παρόντος στο Σ.Μ.Τ.Λ. & Λ.Π. πραγματοποιείται ηλεκτρονικά μέσω της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων (Γ.Γ.Π.Σ.) του Υπουργείου Οικονομικών, η οποία λειτουργεί ως μοναδικός κόμβος διασύνδεσης και επικοινωνίας μεταξύ αυτών των αρχών και υπηρεσιών με τα υπόχρεα πρόσωπα. Αντίστοιχα, ως κόμβος ηλεκτρονικής διασύνδεσης και επικοινωνίας των υπόχρεων προσώπων με τη Γ.Γ.Π.Σ. για τις ανάγκες του παρόντος, ορίζεται η διατραπεζική εταιρεία «Τραπεζικά Συστήματα Πληροφοριών – Τειρεσίας Α.Ε.». Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών μετά από εισήγηση της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων ορίζεται υπεύθυνος διαχείρισης του Σ.Μ.Τ.Λ. &Λ.Π. και χωρίς προηγούμενη άδεια από την Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων εκδίδεται Κανονισμός Διαχείρισης της Λειτουργίας του εντός αποκλειστικής προθεσμίας δύο (2) μηνών στον οποίο ειδικότερα ορίζεται η διαδικασία διασύνδεσης και επικοινωνίας των αρχών, υπηρεσιών και φορέων του Δημοσίου με τα υπόχρεα πρόσωπα, ο τρόπος καταγρα­φής των πληροφοριών και στοιχείων που επι­τρέπει την προσήκουσα αποτύπωση και διαβίβασή τους, οι μορφότυποι παροχής των πληροφοριών και στοιχείων και κάθε άλλο σχετικό θέμα με τη διαχείριση της λειτουργίας του Σ.Μ.Τ.Λ. & Λ.Π.
3. Οι αρχές, υπηρεσίες και φορείς του Δημοσίου που διαθέτουν πρόσβαση στο Σ.ΜΤ.Λ.& Λ.Π. υποχρεούνται να διαβιβάζουν τα αιτήματα παροχής πληροφοριών προς τα υπόχρεα πρόσωπα μέσω αυτού και αντιστοίχως τα υπόχρεα πρόσωπα διαβιβάζουν τις απαντήσεις τους στα αιτήματα παροχής πληροφοριών μέσω αυτού. Για τις περιπτώσεις όπου το ελεγχόμενο φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα δεν διαθέτει Αριθμό Φορολογικού Μητρώου (Α.Φ.Μ.) ή για τις περιπτώσεις που δεν είναι τεχνικά δυνατόν, το αίτημα παροχής πληροφοριών από τις αρχές, υπηρεσίες και φορείς του Δημοσίου απευθύνεται στα υπόχρεα πρόσωπα η αντίστοιχη απάντηση δίδεται από αυτά εκτός Συστήματος Μητρώων Τραπεζικών Λογαριασμών και Λογαριασμών Πληρωμών.

4. Κάθε πελάτης πιστωτικού ιδρύματος και ιδρύματος πληρωμής που δεν διαθέτει Α.Φ.Μ. κατά τη δημοσίευση του παρόντος οφείλει να τον γνωστοποιεί σε αυτά εντός τριάντα (30) ημερολογιακών ημερών από τη δημοσίευση του παρόντος. . Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με την ανωτέρω υποχρέωση, τα πιστωτικά ιδρύματα και τα ιδρύματα πληρωμών υποχρεούνται στη λήψη κάθε πρόσφορου μέτρου, συμπεριλαμβανομένης της μη κατάρτισης της συναλλαγής και της άρνησης παροχής υπηρεσιών ή άσκησης δραστηριοτήτων, όπως ορίζει το άρθρο 13 παρ. 1 περ. ε) του ν. 3691/2008 (Α’ 166) .
5. Στις περιπτώσεις που κατά τη διαδικασία της αυτοματοποιημένης πρόσβασης στο Σ.Μ.Τ.Λ.& Λ.Π., από τις αρχές, υπηρεσίες και φορείς του Δημοσίου ανακτηθούν στοιχεία και πληροφορίες που αφορούν πρόσωπα διαφορετικά από αυτά που περιλαμβάνονται στο αίτημά τους, αυτό δεν συνιστά παραβίαση του επαγγελματικού και τραπεζικού απορρήτου καθώς και του απορρήτου των στοιχείων σύμφωνα με τη νομοθεσία περί προστασίας προσωπικών δεδομένων. Οι αρχές, υπηρεσίες και φορείς του Δημοσίου υποχρεούνται να καταστρέφουν αμελλητί τα στοιχεία αυτά.

6. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται ο χρόνος έναρξης λειτουργίας του Συστήματος Μητρώων Τραπεζικών Λογαριασμών και Λογαριασμών Πληρωμών, η λεπτομερής διαδικασία ένταξης των φορέων και πρόσβασής τους στο Σύστημα, τα διαβιβαζόμενα και τηρούμενα στοιχεία από τα πιστωτικά ιδρύματα και τα ιδρύματα πληρωμών, οι προθεσμίες και τα θέματα παροχής πληροφοριών από τα υπόχρεα πρόσωπα προς τις αρχές, υπηρεσίες και φορείς του Δημοσίου στις περιπτώσεις που η παροχή αυτών των πληροφοριών διενεργείται εκτός Σ.Μ.Τ.Λ. & Λ.Π. καθώς και κάθε σχετικό θέμα για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος.

Άρθρο 63

Ποινικές διατάξεις και διοικητικές κυρώσεις

1. α. Οι διατάξεις του άρθρου 2 του ν.δ. 1059/1971 (A’ 270) και του άρθρου 371 ΠΚ ισχύουν και για τους υπαλλήλους, το προσωπικό που υπηρε­τεί με οποιαδήποτε σχέση ερ­γασίας καθώς και τους λειτουργούς των αρχών, υπηρεσιών και φορέων του Δημοσίου. Η περαιτέρω διαβίβαση των πληροφοριών, που καλύπτονται από το τραπεζικό και επαγγελματικό απόρρητο και το απόρρητο των στοιχείων επιτρέπεται μόνον αν προβλέπεται από ειδική διάταξη νόμου.

β. Η παραβίαση των απορρήτων της προηγούμενης περίπτωσης από οποιοδήποτε πρόσωπο υπαγόμενο στο άρθρο 2 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ., και από οποιοδήποτε πρόσωπο που υπηρετεί με οποιαδήποτε σχέση εργασίας, συνιστά το πειθαρχικό παράπτωμα της παράβασης καθήκοντος και δύναται να επισύρει την ποινή της οριστικής παύσης ή απόλυσης.

γ. Οι διατάξεις του άρθρου 2 του ν.δ. 1059/1971 και του άρθρου 371 ΠΚ ισχύουν και για τους τρίτους, οι οποίοι κατά παράβαση των διατάξεων του ν.δ. 1059/1971, του άρθρου 371 ΠΚ και της προηγούμενης παραγράφου έλαβαν γνώση πληροφοριών και στοιχείων που καλύπτονται από το τραπεζικό και επαγγελματικό απόρρητο και το απόρρητο των στοιχείων.
2. Για τους σκοπούς του παρόντος δεν ισχύει το τραπεζικό και επαγγελματικό απόρρητο και το απόρρητο των στοιχείων για τον υπεύθυνο της διαχείρισης της Γ.Γ.Π.Σ. σύμφωνα με την παράγραφο 2 του προηγούμενου άρθρου. Με πράξη του Γενικού Γραμματέα Πληροφοριακών Συστημάτων ορίζεται αποκλειστικό δικαίωμα πρόσβασης μόνο για το προσωπικό που απασχολείται για το σκοπό αυτόν. Για τον υπεύθυνο της διαχείρισης του Σ.Μ.Τ.Λ.&Λ.Π. καθώς και για το προσωπικό του προηγούμενου εδαφίου ισχύουν οι διατάξεις του άρθρου 2 του ν.δ. 1059/1971 και του άρθρου 371 ΠΚ, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

3. Το δεύτερο εδάφιο της πρώτης παραγράφου του άρθρου 2 του ν.δ. 1059/1971 αντικαθίσταται ως εξής:

«Το απόρρητο αυτό δεν ισχύει έναντι των αρμόδιων για την είσπραξη και τον έλεγχο στον τομέα των δημοσίων εσόδων υπηρεσιών της Φορολογικής Διοίκησης καθώς και των αρμοδίων υπηρεσιών και ασφαλιστικών ταμείων για την είσπραξη των κοινωνικοασφαλιστικών εισφορών.»

4. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών σε περίπτωση παραβίασης του τραπεζικού και επαγγελματικού απορρήτου και απορρήτου των στοιχείων εφαρμόζονται αναλογικά οι διοικητικές κυρώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 8 του ν. 3832/2010.

Άρθρο 64

Τροποποίηση διατάξεων του Κ.Φ.Ε.

1. Στον πίνακα 1 του έκτου εδαφίου της περίπτωσης στ' της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε., οι λέξεις «Μηχανήματα, εξοπλισμός (εκτός Η/Υ και λογισμικού), μέσα μεταφοράς ατόμων, άυλα στοιχεία και δικαιώματα και λοιπά πάγια στοιχεία:10%» αντικαθίστανται με τις λέξεις «Μηχανήματα, εξοπλισμός (εκτός Η/Υ και λογισμικού), μέσα μεταφοράς ατόμων, άυλα στοιχεία, δικαιώματα, έξοδα πολυετούς απόσβεσης και λοιπά πάγια στοιχεία:10%».»

2. Η περίπτωση ια’ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε αντικαθίσταται ως εξής:

«ια) Οι δαπάνες επιστημονικής και τεχνολογικής έρευνας κατά το χρόνο της πραγματοποίησης τους, προσαυξημένες κατά ποσοστό τριάντα τοις εκατό (30). Ειδικά οι δαπάνες που αφορούν πάγιο εξοπλισμό, προκειμένου να προσαυξηθούν σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, κατανέμονται ισόποσα στα επόμενα τρία (3) έτη. Τα κριτήρια χαρακτηρισμού των πιο πάνω δαπανών καθορίζονται με προεδρικό διάταγμα μετά από πρόταση των Υπουργών Οικονομικών και Παιδείας και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού. Στην περίπτωση αυτή, οι διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 4 έχουν εφαρμογή για το υπόλοιπο ζημιών που προκύπτει μετά την αφαίρεση του ως άνω ποσοστού.

Συγχρόνως με την υποβολή της φορολογικής της δήλωσης, η επιχείρηση υποβάλλει στην Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων, πολιτισμού και Αθλητισμού τα απαραίτητα δικαιολογητικά για τις δαπάνες έρευνας και τεχνολογίας που πραγματοποίησε. Ο έλεγχος και η πιστοποίηση των δαπανών αυτών διενεργούνται εντός χρονικού διαστήματος έξι (6) μηνών. Μετά την άπρακτη παρέλευση της εν λόγω προθεσμίας θεωρείται ότι οι σχετικές δαπάνες έχουν εγκριθεί. Σε κάθε περίπτωση, το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού ενημερώνει σχετικά το Υπουργείο Οικονομικών σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζεται στο προεδρικό διάταγμα.»

3. α. Στο τέλος της παραγράφου 2 του άρθρου 39 του Κ.Φ.Ε. προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Ειδικότερα ως συνδεδεμένες νοούνται οι επιχειρήσεις οι οποίες:

α) συνδέονται λόγω της συμμετοχής της μιας στην άλλη επιχείρηση, κατέχοντας άμεσα ή έμμεσα μετοχές, μερίδια, ή συμμετοχή στο κεφάλαιο τουλάχιστον τριάντα τρία τοις εκατό (33%), βάσει αξίας ή αριθμού, ή δικαιώματα σε κέρδη ή δικαιώματα ψήφου.

β) συνδέονται με κάθε άλλη επιχείρηση που κατέχει άμεσα ή έμμεσα μετοχές, μερίδια δικαιώματα ψήφου ή συμμετοχής στο κεφάλαιο τουλάχιστον τριάντα τρία τοις εκατό (33%, βάσει αξίας ή αριθμού, ή δικαιώματα σε κέρδη ή δικαιώματα ψήφου σε μία από τις συνδεδεμένες επιχειρήσεις.

γ) συνδέονται με κάθε άλλο πρόσωπο με το οποίο υπάρχει σχέση άμεσης ή έμμεσης ουσιώδους διοικητικής εξάρτησης ή ελέγχου ή το πρόσωπο αυτό ασκεί καθοριστική επιρροή ή έχει τη δυνατότητα καθοριστικής επιρροής στη λήψη των αποφάσεων της επιχείρησης ή σε περίπτωση που και τα δύο πρόσωπα έχουν σχέση άμεσης ή έμμεσης ουσιώδους διοικητικής εξάρτησης ή ελέγχου ή δυνατότητα καθοριστικής επιρροής από τρίτο πρόσωπο.

β. Στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 5 του άρθρου 39 του Κ.Φ.Ε. διαγράφονται οι λέξεις «εντός αποκλειστικής προθεσμίας ενός μήνα» .

γ. Στην παράγραφο 8 του άρθρου 39 Α του Κ.Φ.Ε. διαγράφονται οι λέξεις «η οποία εκδίδεται εντός αποκλειστικής προθεσμίας ενός μήνα» .

δ. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 17 του άρθρου 11 του ν. 4110/2013 ( Α’ 17) αντικαθίσταται, από τότε που ίσχυσε, ως εξής:

«Ειδικά για τη διαχειριστική περίοδο που αρχίζει από την 1η Ιανουαρίου 2012 και λήγει μέχρι και την 30ή Μαΐου 2013, ο φάκελος τεκμηρίωσης καταρτίζεται και ο συνοπτικός πίνακας πληροφοριών υποβάλλεται μέχρι την 10η Ιουλίου 2013.»

4. Στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 118 του Κ.Φ.Ε. οι λέξεις «της κλίμακας (α)» αντικαθίστανται με τις λέξεις «των κλιμάκων όπως ισχύουν κάθε φορά».
5. α. Η παράγραφος 1 του άρθρου 59 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:

«1. Όσοι παρακρατούν φόρο, σύμφωνα με τις διατάξεις των περιπτώσεων α’, ε’ και η’ της παραγράφου 1 του άρθρου 55 και του άρθρου 58, υποχρεούνται να αποδίδουν αυτόν με εφάπαξ καταβολή στη Δ.Ο.Υ. της έδρας τους μέχρι την 20ή ημέρα των μηνών Μαρτίου, Μαίου, Ιουλίου, Σεπτεμβρίου, Νοεμβρίου και Ιανουαρίου κάθε έτους με προσωρινή δήλωση, η οποία περιλαμβάνει τα ακαθάριστα ποσά που έχουν καταβληθεί στο προηγούμενο ημερολογιακό δίμηνο και το φόρο που παρακρατήθηκε. Η υποβολή της δήλωσης πραγματοποιείται ανάλογα με το τελευταίο ψηφίο του αριθμού φορολογικού μητρώου (Α.Φ.Μ.) του υπόχρεου, με αρχή για το ψηφίο 1 την εικοστή (20ή) ημέρα των μηνών αυτών και ολοκληρώνεται μέσα σε έντεκα (11) εργάσιμες ημέρες. »

β. Η παράγραφος 2 του άρθρου 59 του Κ.Φ.Ε.αντικαθίσταται ως εξής:

«2. Ειδικώς, όσοι παρακρατούν φόρο σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 57, υποχρεούνται να αποδίδουν αυτόν με εφάπαξ καταβολή στη Δ.Ο.Υ. της έδρας τους μέχρι την 20ή ημέρα του επόμενου από την παρακράτηση μήνα με προσωρινή δήλωση, η οποία περιλαμβάνει τα ακαθάριστα ποσά που έχουν καταβληθεί στον προηγούμενο ημερολογιακό μήνα, το φόρο και το ποσό της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης του άρθρου 29 του ν. 3986/2011 που παρακρατήθηκαν και τις οφειλόμενες εισφορές κοινωνικής ασφάλισης. Η υποβολή της δήλωσης πραγματοποιείται ανάλογα με το τελευταίο ψηφίο του αριθμού φορολογικού μητρώου (Α.Φ.Μ.) του υπόχρεου, με αρχή για το ψηφίο 1 την εικοστή (20ή) ημέρα των μηνών αυτών και ολοκληρώνεται μέσα σε έντεκα (11) εργάσιμες ημέρες. Ειδικά για το Δημόσιο, τα Ν.Π.Δ.Δ. και τους Ο.Τ.Α. πρώτου και δεύτερου βαθμού, με εξαίρεση τα ασφαλιστικά ταμεία για τα οποία εφαρμόζονται οι διατάξεις των δύο προηγούμενων εδαφίων της παρούσας παραγράφου, υποχρεούνται σε απόδοση των ποσών που παρακρατήθηκαν μέχρι την εικοστή (20ή) ημέρα του μεθεπόμενου από την παρακράτηση μήνα. Η υποβολή της δήλωσης των περιπτώσεων αυτών πραγματοποιείται ανάλογα με το τελευταίο ψηφίο του Α.Φ.Μ. του υπόχρεου, με αρχή για το ψηφίο 1 την εικοστή (20ή) ημέρα των μηνών αυτών και ολοκληρώνεται μέσα σε έντεκα (11) εργάσιμες ημέρες. »

γ. Οι διατάξεις της περίπτωσης β. της παρούσας παραγράφου εφαρμόζονται για αποδοχές που καταβάλλονται από την 1η Σεπτεμβρίου 2013.

6. α. Στην παράγραφο 5 του άρθρου 10 του ν. 4110/2013 η λέξη «Ιουλίου» αντικαθίσταται με τη λέξη «Ιανουαρίου».

β. Σε περίπτωση που έχουν λάβει χώρα πωλήσεις μετόχων από την 1η Ιανουαρίου 2013 μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος, ο οφειλόμενος φόρος καταβάλλεται μέσα σε ένα μήνα από τη δημοσίευση του παρόντος χωρίς την επιβολή κυρώσεων.».

7. Στο τέλος της παραγράφου 6 του άρθρου 62 του Κ.Φ.Ε. προστίθεται νέο εδάφιο ως εξής:

«Ειδικά για τα εισοδήματα της παραγράφου 1 του άρθρου 12 του Κ.Φ.Ε. του οικονομικού έτους 2013 δεν υφίσταται υποχρέωση δήλωσής τους, εφόσον το συνολικό καθαρό ποσό αυτών δεν υπερβαίνει τα διακόσια πενήντα (250) ευρώ.».

Άρθρο 65

Συμπλήρωση της υποπαραγράφου ΙΑ.2 του ν. 4093/2012 και του άρθρου 40 ν. 4141/2013

1. Στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 40 του ν. 4141/2013 (Α’ 81) οι λέξεις «το οικογενειακό φορολογητέο εισόδημα» αντικαθίστανται, από τότε που ίσχυσε η διάταξη αυτή, με τις λέξεις «το συνολικό οικογενειακό εισόδημα»

2. Στο τέταρτο εδάφιο της υποπαραγράφου ΙΑ.2 του ν. 4093/2012 (Α’ 222) οι λέξεις «οικογενειακό εισόδημα (φορολογητέο εισόδημα)» αντικαθίστανται, από τότε που ίσχυσε η διάταξη αυτή, με τις λέξεις «συνολικό οικογενειακό εισόδημα»

Άρθρο 66

Τροποποίηση του Κ.Ε.Δ.Ε

Στο ν.δ. 356/1974 (Κώδικας Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων, Α’ 90) προστίθεται νέο άρθρο 30 Β ως εξής:

«Άρθρο 30Β

1. Προκειμένου ειδικά για κατασχέσεις απαιτήσεων στα χέρια πιστωτικών ιδρυμάτων,οι κοινοποιήσεις τόσο του κατασχετηρίου, όσο και της δήλωσης του άρθρου 32 με το πιο πάνω παραστατικό, ενεργούνται μέσω μοναδικών διαμετακομιστικών κόμβων ηλεκτρονικής διασύνδεσης και επικοινωνίας, τα οποία συνδέονται μεταξύ τους κατά τρόπο ασφαλή και ορίζονται από κοινού από το Ελληνικό Δημόσιο και όλα τα εγκατεστημένα στην χώρα πιστωτικά ιδρύματα, όπως εκπροσωπούνται για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος από την Ελληνική Ένωση Τραπεζών ή την Ένωση Συνεταιριστικών Τραπεζών κατά περίπτωση. Η κοινοποίηση του κατασχετηρίου θεωρείται ότι συντελέστηκε κατά την ημερομηνία και ώρα αποστολής της ηλεκτρονικής βεβαίωσης παραλαβής του από το πιστωτικό ίδρυμα, μέσω του διαμετακομιστικού κόμβου που δηλώθηκε από αυτό. Η επίδοση της δήλωσης του άρθρου 32 θεωρείται ότι συντελέσθηκε κατά την ημερομηνία και ώρα αποστολής της ηλεκτρονικής βεβαίωσης παραλαβής της, μέσω του διαμετακομιστικού κόμβου που δηλώθηκε από το Ελληνικό Δημόσιο. Οι ως άνω βεβαιώσεις είτε θα φέρουν προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή κατά την έννοια της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν.3979/2011, είτε θα είναι κρυπτογραφημένες και θα φέρουν ηλεκτρονική υπογραφή του εξυπηρετητή τους. H διέλευση των δεδομένων δια των ως άνω διαμετακομιστικών κόμβων εξαιρείται τόσο από την υποχρέωση γνωστοποίησης, ενημέρωσης, και λήψης συγκατάθεσης, κατά τις διατάξεις των άρθρων 6, 11 και 5 του ν. 2472/1997, ως εκάστοτε ισχύουν, όσο και από την εφαρμογή των διατάξεων περί τραπεζικού απορρήτου, όπως εκάστοτε ισχύουν.

Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται οι ανωτέρω, κατά περίπτωση, μοναδικοί διαμετακομιστικοί κόμβοι και η διαδικασία της γνωστοποίησής τους από τα μέρη, το υποχρεωτικό περιεχόμενο των κοινοποιούμενων κατασχετηρίων και υποβαλλόμενων δηλώσεων, ως και οι όροι ταυτοποίησής τους, τα χρονικά περιθώρια αποστολής και παραλαβής τους, οι όροι και προϋποθέσεις ασφαλείας και κάθε άλλη απαραίτητη λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων της παρούσης παραγράφου.

2. Τα κατασχεθέντα ποσά αποδίδονται είτε στο λογαριασμό του Ελληνικού Δημοσίου που τηρείται στην Τράπεζα της Ελλάδας είτε στην υπηρεσία που επέβαλε την κατάσχεση υποχρεωτικά εντός δέκα (10) ημερών από την υποβολή της δήλωσης του πιστωτικού ιδρύματος, σύμφωνα με διαδικασία που ορίζεται στην απόφαση της προηγούμενης παραγράφου.

3. Στις κατασχέσεις και λοιπές ενέργειες, που γίνονται σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους, το Δημόσιο δεν υποχρεούται στην καταβολή εξόδων και δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 87 και 88 του ν.δ. 17-7/13.8.1923 (Α’ 224).

4. Η διαδικασία των προηγουμένων παραγράφων του παρόντος άρθρου τίθεται σε πλήρη λειτουργία εξήντα (60) ημέρες από την δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, οπότε καθίσταται υποχρεωτική για τους φορείς του Δημοσίου, οι οποίοι μπορεί να εφαρμόζουν την διαδικασία του άρθρου 30Α του ν.δ 356/1974 μόνο σε περιπτώσεις που για λόγους ανώτερης βίας αποκλείεται η ηλεκτρονική επικοινωνία της παραγράφου 1 του παρόντος.».

Άρθρο 67

Τροποποίηση διατάξεων π.δ. 284/1998 και του ν. 4099/2012

1. α. Στην περίπτωση γ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 14 του π.δ. 284/1988 (Α΄ 128) «Οργανισμός του Υπουργείου Οικονομικών» προστίθεται τελευταίο εδάφιο ως εξής:

«Αρμοδιότητα του τμήματος για τον έλεγχο και την υπογραφή των εγκριτικών πράξεων νηολόγησης πλοίων με ελληνική σημαία, με βάση το εγκεκριμένο υπόδειγμα εγκριτικής πράξης και σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 13 του ν.δ. 2687/1953 (Α’ 317) «περί επενδύσεως και προστασίας κεφαλαίων εξωτερικού».

β. Με Απόφαση του Υπουργού Οικονομικών μπορεί να καθορίζονται ανά κατηγορία πλοίου τα υποδείγματα των εγκριτικών πράξεων και να ρυθμίζονται τα θέματα σχετικά με την ανάθεση των αρμοδιοτήτων της προηγούμενης παραγράφου.

2. Η περίπτωση δ’ της παραγράφου 1 του άρθρου 169 του ν.4099/2012 (Α’ 250), αντικαθίσταται ως εξής:

«δ) Είναι συμβατές με την εσωτερική αγορά και εξαιρούνται της ανάκτησης ενισχύσεις σε επιχειρήσεις κατά το μέρος που οι επιχειρήσεις, για κάλυψη του ειδικού αφορολόγητου αποθεματικού, πραγματοποίησαν δαπάνες οι οποίες εμπίπτουν σε μία τουλάχιστον από τις ακόλουθες περιπτώσεις και το ποσό της ανάκτησης στις περιπτώσεις αυτές, υπολογίζεται σύμφωνα με την περίπτωση ε’ του παρόντος.

- Στις διατάξεις του ν. 2601/1998 (Α’ 81) ή του ν. 3299/2004 (Α’ 261).

- Στον Κανονισμό 70/2001 /ΕΚ της Επιτροπής της 12ης Ιανουαρίου 2001 σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της Συνθήκης της ΕΚ στις κρατικές ενισχύσεις προς μικρές ή μεσαίες επιχειρήσεις (ΕΕ L 10, 13.1.2001) εφόσον πρόκειται για ενίσχυση σε μικρή ή μεσαία επιχείρηση.

- Στον Κανονισμό 68/2001/ΕΚ της Επιτροπής της 12.1.2001 σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της Συνθήκης της ΕΚ στις ενισχύσεις για επαγγελματική εκπαίδευση (ΕΕ L10, 13.1.2001).

- Στον Κανονισμό 1/2004/ΕΚ της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης της ΕΚ στις κρατικές ενισχύσεις προς μικρομεσαίες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στους τομείς της παραγωγής, μεταποίησης και εμπορίας γεωργικών προϊόντων (ΕΕ L 1, 3.1.2004) καθώς και στις Κοινοτικές Κατευθυντήριες Γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις στον τομέα της γεωργίας (ΕΕ C 28, 1.2.2000) μόνον εφόσον αφορούν τη μεταφορά εγκαταστάσεων γεωργικών εκμεταλλεύσεων για λόγους δημοσίου συμφέροντος.

- Στον Κανονισμό 1595/2004 /ΕΚ της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της Συνθήκης της ΕΚ στις κρατικές ενισχύσεις προς μικρομεσαίες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην παραγωγή, μεταποίηση και εμπορία προϊόντων αλιείας (ΕΕ L 291, 14.9.2004) καθώς και στο εγκεκριμένο καθεστώς Ν 621/2000 - Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Αλιείας 2000 - 2006 (ΕΕ C 102, 31.3.2001).».

Άρθρο 68

Ελεγκτές Βεβαίωσης και Αναγκαστικής Είσπραξης των Εσόδων του Κράτους

1. Το άρθρο 4 του ν. 3943/2011 (Α’ 66) αντικαθίσταται, από την 1η Ιουλίου 2013, ως εξής :

«Άρθρο 4

Σύσταση θέσεων Ελεγκτών Βεβαίωσης και Αναγκαστικής Είσπραξης

των Εσόδων του Κράτους

1. Συνιστώνται στο Υπουργείο Οικονομικών θέσεις Ελεγκτών Βεβαίωσης και Αναγκαστικής Είσπραξης των Εσόδων του Κράτους. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών καθορίζεται ή ανακαθορίζεται ο αριθμός των θέσεων αυτών, κατανέμονται ή ανακατανέμονται οι θέσεις αυτές σε υπηρεσιακές μονάδες, καθορίζονται ή ανακαθορίζονται οι οργανικές μονάδες όλων των επιπέδων και οι οργανικές θέσεις αυτών που καλύπτονται από τους ελεγκτές του πρώτου εδαφίου της παραγράφου αυτής. Ειδικά για τις υπηρεσίες που συγκροτούν τη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων οι παραπάνω αποφάσεις εκδίδονται από τον Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων.

2. Οι θέσεις των Ελεγκτών Βεβαίωσης και Αναγκαστικής Είσπραξης των εσόδων του Κράτους καλύπτονται από υπαλλήλους όλων των κλάδων του Υπουργείου Οικονομικών και των εποπτευομένων από αυτό Οργανισμών και Νομικών Προσώπων, που επιλέγονται, μετά από σχετικές προκηρύξεις αυτών από τους παρακάτω κλάδους ή υπηρεσίες του Υπουργείου Οικονομικών: α) των εφοριακών και τελωνειακών υπαλλήλων κατά προτεραιότητα, β) των λοιπών κλάδων και υπηρεσιών του Υπουργείου Οικονομικών και γ) των εποπτευομένων από το Υπουργείο Οικονομικών Οργανισμών και Νομικών Προσώπων, εφόσον οι θέσεις δεν καλύπτονται από τις περιπτώσεις α και β.

3. Οι υποψήφιοι επιλέγονται από πίνακα επιτυχόντων που καταρτίζεται μετά από επιτυχή εκπαίδευση σε θέματα φορολογίας, φορολογικού ελέγχου και αναγκαστικής είσπραξης εσόδων, σε συνδυασμό με αξιολόγηση των τυπικών και λοιπών ουσιαστικών προσόντων τους. Ο πίνακας επιτυχόντων που μπορεί να καταρτίζεται για όλη την Επικράτεια ή ανά Διοικητική Περιφέρεια ισχύει επί μία τριετία και οι θέσεις που κενώνονται καλύπτονται από τον πίνακα αυτόν. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών ή του Γενικού Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων κατά περίπτωση, καθορίζονται: α) τα απαιτούμενα τυπικά προσόντα των υποψηφίων όπως τίτλοι σπουδών, πτυχίο ΑΕΙ ή ΤΕΙ, μεταπτυχιακοί ή διδακτορικοί τίτλοι και η συνάφεια αυτών με το αντικείμενο της θέσης εργασίας, γνώση ξένης γλώσσας, γνώση ηλεκτρονικού υπολογιστή, β) τα ουσιαστικά προσόντα αυτών όπως εξειδίκευση, προηγούμενη εμπειρία, γ) το είδος ο χρόνος και ο τρόπος της εκπαίδευσης, καθώς και η βαθμολογία αυτής που πρέπει να επιτύχει ο υποψήφιος για να θεωρηθεί ότι την έχει περαιώσει με επιτυχία, η οποία αποτελεί απαραίτητο προσόν κατάταξης των υποψηφίων στον πίνακα ή τους πίνακες επιτυχόντων, δ) οι συντελεστές βαρύτητας των τυπικών και ουσιαστικών προσόντων των υποψηφίων , καθώς και κάθε άλλο θέμα σχετικό με την αξιολόγηση, την επιλογή αυτών και την κατάρτιση του πίνακα ή των πινάκων επιτυχόντων.

4. Για διάστημα δύο ετών από την αρχική τοποθέτησή τους σε θέση ελεγκτή βεβαίωσης και αναγκαστικής είσπραξης των εσόδων του Κράτους, οι υπάλληλοι χαρακτηρίζονταιως βοηθοί ελεγκτή. Τα καθήκοντα και οι υποχρεώσεις των βοηθών ελεγκτών βεβαίωσης και αναγκαστικής είσπραξης των εσόδων του Κράτους είναι ίδια με αυτά των ελεγκτών, μπορεί όμως να διαφοροποιείται η υπηρεσία τοποθέτησής τους ή οι υποθέσεις που χρεώνονται, ανάλογα με τις ιδιαίτερες γνώσεις τους, σύμφωνα με συγκεκριμένα κριτήρια, όπως αυτά καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ή του Γενικού Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων, κατά περίπτωση. Με την πρώτη ανανέωση της διετίας, μετά από την επιτυχή αξιολόγησή τους, χαρακτηρίζονται ως ελεγκτές.

Η θητεία μπορεί να ανανεώνεται μέχρι τρείς φορές, μετά από επιτυχή αξιολόγηση, με το πέρας της οποίας ο υπάλληλος μετακινείται υποχρεωτικά σε αντίστοιχη θέση άλλης οργανικής μονάδας .

5. Οι ελεγκτές βεβαίωσης και αναγκαστικής είσπραξης των εσόδων του Κράτους επανέρχονται υποχρεωτικά στην υπηρεσία από την οποία μετακινήθηκαν ή αποσπάστηκαν ή μετακινούνται σε άλλη υπηρεσία χωρίς να τοποθετούνται σε θέση ελεγκτή εφόσον: α) λήξει η θητείας τους, β) δεν αξιολογηθούν επιτυχώς, γ) ασκηθεί σε βάρος τους πειθαρχική δίωξη για σοβαρό παράπτωμα ή ποινική δίωξη που σχετίζεται με την υπηρεσία , δ) τους επιβληθεί οποιαδήποτε πειθαρχική ποινή προσωρινής παύσης ή προστίμου μεγαλύτερη του μήνα και δ) διαπιστωθεί ότι δεν υποβάλλουν δήλωση περιουσιακής κατάστασης ή έχουν υποβάλλει μεν τέτοια δήλωση αλλά κρίνεται ως ανακριβής.

6. Οι υπάλληλοι που μετακινούνται ή αποσπώνται σε θέσεις ελεγκτών βεβαίωσης και αναγκαστικής είσπραξης των εσόδων του Κράτους έχουν το δικαίωμα να υποβάλλουν υποψηφιότητα και να επιλεγούν ως προϊστάμενοι οργανικής μονάδας οποιουδήποτε επιπέδου. Εφόσον αποδεχθούν τέτοια θέση και αναλάβουν καθήκοντα απαλλάσσονται από τα καθήκοντα του ελεγκτή βεβαίωσης και αναγκαστικής είσπραξης των εσόδων του Κράτους ταυτόχρονα με την ανάληψη των νέων καθηκόντων τους, επανέρχονται δε σε αυτήν εφόσον απαλλαγούν από τα καθήκοντα της συγκεκριμένης θέσης, με τη λήξη της πρώτης θητείας τους ως προϊσταμένων, εκτός αν αυτό γίνεται λόγω πειθαρχικών ή ποινικών παραπτωμάτων που υπέπεσε ο υπάλληλος.

7. Οι Προϊστάμενοι διευθύνσεων, οι οποίοι με την τοποθέτησή τους και την ανάληψη υπηρεσίας αποδέχονται ταυτόχρονα τους ποιοτικούς και ποσοτικούς στόχους που προσδιορίζονται από τον Γενικό Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων, κατανέμουν αυτούς στους προϊσταμένους των υπό αυτών οργανικών μονάδων, επιπέδου υποδιεύθυνσης ή τμήματος ή αυτοτελούς Γραφείου , οι δε προϊστάμενοι των τμημάτων ή αυτοτελών Γραφείων κατανέμουν αυτούς μεταξύ των ελεγκτών βεβαίωσης και αναγκαστικής είσπραξης κατά περίπτωση. Η ανάληψη καθηκόντων ελεγκτή βεβαίωσης και αναγκαστικής είσπραξης των εσόδων του Κράτους σημαίνει και την αυτοδίκαιη αποδοχή των στόχων αυτών ακόμη και στην περίπτωση που αυτό γίνεται σε αντικατάσταση μετακινούμενου ή αποσπώμενου ελεγκτή μετά την έναρξη της περιόδου αξιολόγησης.

8. Από 1η Ιανουαρίου 2015, η διετής τουλάχιστον επιτυχής άσκηση καθηκόντων σε θέση ελεγκτή βεβαίωσης και αναγκαστικής είσπραξης των εσόδων του Κράτους θεωρείται ως απαραίτητη προϋπόθεση για την επιλογή προϊσταμένων οργανικών μονάδων οποιουδήποτε επιπέδου που στελεχώνονται από τους ως άνω ελεγκτές. Η επιτυχής άσκηση καθηκόντων σε θέση προϊσταμένου οργανικής μονάδος κάθε επιπέδου, επί διετία, από το έτος 2011 και μετά, στην οποία έχουν κατανεμηθεί θέσεις των ως άνω ελεγκτών θεωρείται και ως επιτυχής άσκηση καθηκόντων ελεγκτή βεβαίωσης και αναγκαστικής είσπραξης των εσόδων του Κράτους .

9. Οι τοποθετήσεις, μετακινήσεις ή αποσπάσεις των επιλεγέντων ελεγκτών βεβαίωσης και αναγκαστικής είσπραξης των εσόδων του Κράτους, γίνονται με αποφάσεις του Γενικού Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων ή του κατά περίπτωση αρμόδιου οργάνου.

10. Οι ελεγκτές βεβαίωσης και αναγκαστικής είσπραξης των εσόδων του Κράτους για τα πειθαρχικά τους παραπτώματα υπάγονται στο Πειθαρχικό Συμβούλιο, το οποίο είναι αρμόδιο για τα πειθαρχικά παραπτώματα των υπαλλήλων του κλάδου εφοριακών.

11. Στην αρμόδια Διεύθυνση Προσωπικού της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων δημιουργείται Μητρώο ελεγκτών βεβαίωσης και αναγκαστικής είσπραξης των εσόδων του Κράτους. Στο Μητρώο αυτό καταχωρούνται όσοι επιλέγονται ως ελεγκτές με τις διαδικασίες του παρόντος άρθρου, καθώς και όσοι επελέγησαν με τις αρχικές του διατάξεις από την έναρξη ισχύος του νόμου 3943/2011. Στο Μητρώο αυτό, εκτός των βασικών στοιχείων καταχωρείται η υπηρεσία που ασκεί καθήκοντα ο ελεγκτής, η απόδοση και αξιολόγηση αυτού, καθώς και οι εξειδικεύσεις του σε ελεγκτικά ή εισπρακτικά καθήκοντα. Με απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων καθορίζονται ή ανακαθορίζονται οι λεπτομέρειες και οι διαδικασίες τήρησης του Μητρώου αυτού.».

2. Η επιλογή, τοποθέτηση και η λήξη της θητείας των προϊσταμένων όλων των οργανικών μονάδων που συγκροτούν το Υπουργείο Οικονομικών, διενεργείται σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 21 του άρθρου 55 του νόμου 4002/2011 (Α’ 180).

3. Στο πρώτο εδάφιο της περίπτωσης στ’ της παραγράφου 2 του άρθρου 14 του Κώδικα Φορολογικής Απεικόνισης Συναλλαγών (ΚΦΑΣ), όπως θεσπίζεται με την υποπαράγραφο Ε 1 της παραγράφου Ε του άρθρου πρώτου του νόμου 4093/2012 (Α’ 222) οι λέξεις «για χρονικό διάστημα έξι (6) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου» αντικαθίστανται με τις λέξεις «από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου και μέχρι 30 Ιουνίου 2013».

4. Οι διατάξεις της παραγράφου 4, του άρθρου 2, του Π.Δ. 61/1997 (Α’ 53) τροποποιούνται ως εξής:

«4. Τρεις (3) θέσεις προσωπικού με σύμβαση εργασίας Ιδιωτικού Δικαίου του άρθρου 33, παρ. 2-5, του ν. 2190/1994.»

5. Στη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών συνιστώνται δύο (2) θέσεις προσωπικού με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου του άρθρου 33, παρ. 2-5, του ν. 2190/1994, όπως αυτές κωδικοποιήθηκαν με τις διατάξεις της παρ. 9 του άρθρου 55 του Κώδικα Νομοθεσίας για τη Κυβέρνηση και τα κυβερνητικά όργανα που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Π.Δ. 63/2005 (Α’ 98).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ B’

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΓΕΝΙΚΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΣ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ

Άρθρο 69

1. Στο Κεφάλαιο Β΄ του ν. 3986/2011 (Α’ 152) προστίθεται νέο άρθρο 17Β, ως εξής:

«Άρθρο 17Β

Ρυθμίσεις για ακίνητα των νομικών προσώπων του ν. 590/1977 (Α΄ 146)

1. Ακίνητα που ανήκουν στα νομικά πρόσωπα της παραγράφου 4 του άρθρου 1 του ν. 590/1977 ή επί των οποίων τα νομικά αυτά πρόσωπα διατηρούν δικαίωμα διακατοχής ή ασκούν τη διοίκηση και διαχείρισή τους, σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία, υπάγονται σε διαδικασία πολεοδομικής ωρίμανσης και αποκτούν βιώσιμη επενδυτική ταυτότητα με εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 11 έως 16 του παρόντος Κεφαλαίου και σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στις επόμενες παραγράφους.

2. Την αίτηση και τις συνοδεύουσες αυτήν μελέτες που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 12 του παρόντος Κεφαλαίου μπορεί να υποβάλει και το ενδιαφερόμενο νομικό πρόσωπο ή ο ασκών δικαιώματα διοίκησης, διαχείρισης και αξιοποίησης επί της περιουσίας του κατά τις κείμενες διατάξεις, ή ο έλκων εκ του νομικού προσώπου δικαιώματα. Όλες οι πράξεις που αναφέρονται στα άρθρα 12 έως 15 του παρόντος Κεφαλαίου αναφορικά με τα ακίνητα της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου αναρτώνται υποχρεωτικά στο δικτυακό τόπο της Γενικής Γραμματείας Δημόσιας Περιουσίας του Υπουργείου Οικονομικών.

3. Η αξιοποίηση των ακινήτων της παραγράφου 1 γίνεται αποκλειστικά με βάση τη νομοθεσία περί ανάπτυξης και αξιοποίησης της περιουσίας των νομικών προσώπων του άρθρου 1 παρ. 4 του ν. 590/1977. Τυχόν εμπράγματα δικαιώματα του Ελληνικού Δημοσίου ή των νομικών προσώπων της παραγράφου 1 επί των ακινήτων της παραγράφου 1 δεν θίγονται από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.

2. Το προϊόν της, σύμφωνα με τα άρθρα 11 έως 16 και 17 Β του ν. 3986/2011, αξιοποίησης των ακινήτων που ανήκουν στα νομικά πρόσωπα της παραγράφου 4 του άρθρου 1 του ν. 590/1977 ή επί των οποίων τα νομικά αυτά πρόσωπα διατηρούν δικαίωμα διακατοχής ή ασκούν τη διοίκηση και διαχείρισή τους διατίθεται αποκλειστικώς για τη χρηματοδότηση, ενίσχυση και ανάπτυξη του εν γένει κοινωνικού και φιλανθρωπικού έργου της Εκκλησίας της Ελλάδος και τη χρηματοδότηση των εκκλησιαστικών καθιδρυμάτων της, με απόφαση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου ή της Διοικούσας Επιτροπής της Εκκλησιαστικής Κεντρικής Υπηρεσίας Οικονομικών, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού 211/2010 (Α΄ 135).

Άρθρο 70

1. Οι όροι του με αριθμό 2560/10.07.1972 συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Αθηνών Ελένης Πουσκούρη-Κουρεμένου, το οποίο δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ Α’ 122/20.07.1972, όπως τροποποιήθηκε με το αριθμό 187490/12.08.1976 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Ιωάννου Στεργίου Καβαλέκα, το οποίο δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ Α’ 228/28.08.1976, όπως ισχύουν, μπορούν να τροποποιηθούν με μεταγενέστερη συμφωνία των συμβαλλομένων μερών και των καθολικών ή ειδικών διαδόχων τους, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Ιδίως είναι δυνατή (α) η τροποποίηση και κατάργηση του άρθρου 4 ώστε να επιτρέπεται η μεταβίβαση του εν λόγω ακινήτου αλλά και η αλλαγή της μορφής, του σκοπού της χρήσης και της εν γένει νομικής και πραγματικής του κατάστασης χωρίς ωστόσο να καταργηθεί ολικά ο ξενοδοχειακός προορισμός του ακινήτου, (β) η κατάργηση του άρθρου 6 και της εκεί ηρτημένης διαλυτικής αίρεσης, (γ) η κατάργηση του άρθρου 8 παρ. 3, ώστε να επιτρέπεται η μεταβίβαση του συνόλου των μετοχών του κυρίου του ακινήτου και (δ) η κατάργηση ή τροποποίηση λοιπών υποχρεώσεων της ΕΤΕ, ώστε να διευκολυνθεί η από κοινού αξιοποίηση των ακινήτων της παρούσας παραγράφου και της παραγράφου 2.
2. H από 20.12.1975 σύμβαση μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου, του ΕΟΤ, της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (ΕΤΕ) και της εταιρίας ΑΣΤΗΡ Α.Ξ.Ε. (η οποία απορροφήθηκε από την ΕΤΕ), η οποία κυρώθηκε με το ν. 377/1976 (Α’177) μπορεί να λυθεί, αζημίως για όλα τα μέρη, με μεταγενέστερη συμφωνία των συμβαλλομένων μερών και των καθολικών ή ειδικών τους διαδόχων, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
3. Για τις τροποποιήσεις των εν λόγω συμβάσεων, το Ελληνικό Δημόσιο εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομικών και ο ΕΟΤ εκπροσωπείται από τον Υπουργό Τουρισμού, οι οποίοι αποφασίζουν μετά από εισήγηση της Εταιρίας Ακινήτων Δημοσίου Α.Ε. και του Ταμείου Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου Α.Ε. (ΤΑΙΠΕΔ).
4. Για τα ακίνητα, στα οποία αφορούν οι συμβάσεις των παραγράφων 1 και 2, είναι δυνατό να εκδοθεί κοινό ΕΣΧΑΔΑ, υπό την προϋπόθεση ότι τα ακίνητα αυτά θα αξιοποιηθούν από κοινού, μέσω εισφοράς από το ΤΑΙΠΕΔ του ακινήτου της παρ. 2 στην ανώνυμη εταιρία ΑΣΤΗΡ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ και στη συνέχεια πώλησης του συνόλου των μετοχών που κατέχουν η ΕΤΕ και το ΤΑΙΠΕΔ στην εν λόγω εταιρία κατ΄ άρθρο 5 παρ. 1 περ. ζ’ του νόμου 3986/2011. Το κοινό ΕΣΧΑΔΑ εκδίδεται κατόπιν αιτήσεως του ΤΑΙΠΕΔ, που υποβάλλεται και πριν από την εισφορά του ακινήτου του στην ΑΣΤΗΡ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ. Η έκδοση του Προεδρικού Διατάγματος με το οποίο θα εγκρίνεται το κοινό ΕΣΧΑΔΑ προϋποθέτει την ολοκλήρωση της εισφοράς του ακινήτου του ΤΑΙΠΕΔ στην ΑΣΤΗΡ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ.
Άρθρο 71
Ρύθμιση θεμάτων περί Ο.Δ.Ι.Ε. Α.Ε.
1. Στο τέλος της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 7 του άρθρου 13 του ν. 4111/2013 (Α΄ 18) προστίθενται τα ακόλουθα εδάφια:
«Η Ο.Δ.Ι.Ε. Α.Ε. δύναται να εκμισθώνει στον Παραχωρησιούχο οποιεσδήποτε εγκαταστάσεις και οποιαδήποτε ακίνητα ιδιοκτησίας της που ευρίσκονται στο Μαρκόπουλο Αττικής. Η Γενική Συνέλευση των μετόχων της Ο.Δ.Ι.Ε. Α.Ε. καθορίζει ελεύθερα τη διαδικασία για την εκμίσθωση, η οποία μπορεί να εξελιχθεί παράλληλα με τον ανωτέρω διεθνή πλειοδοτικό διαγωνισμό. Το ύψος του μισθώματος καθορίζεται από τη Γενική Συνέλευση των μετόχων της Ο.Δ.Ι.Ε. Α.Ε. αφού ληφθεί υπόψη αποτίμηση ανεξάρτητου αποτιμητή και γνωστοποιείται στους υποψήφιους επενδυτές πριν την υποβολή δεσμευτικών προσφορών. Η μίσθωση και τα εκατέρωθεν δικαιώματα και υποχρεώσεις διέπονται αποκλειστικά από τους όρους που συμφωνούνται μεταξύ της Ο.Δ.Ι.Ε. Α.Ε. και του Παραχωρησιούχου, πριν τη θέση σε ισχύ της σύμβασης παραχώρησης, με την επιφύλαξη των γενικών διατάξεων του Αστικού Κώδικα, μη εφαρμοζομένων των διατάξεων της παραγράφου 7 του άρθρου 19 του π.δ. 774/1980 (Α’ 189) και του π.δ. 34/1995 (Α’ 30).».
2. Μετά τη λήξη κάθε οικονομικής χρήσεως τα αδιάθετα ποσά των κερδών από το αμοιβαίο ιπποδρομιακό στοίχημα, αποδίδονται στο Ελληνικό Δημόσιο.

Άρθρο 72

Τροποποίηση διατάξεων των ν. 3867/2010 και ν. 3965/2011

1. Το πρώτο και δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 20 του ν. 3867/2010 (Α’ 128) αντικαθίστανται ως έξής:

«Το ΣΣΕ είναι εννεαμελές: Μέλη του Συμβουλίου αποτελούν ο Υπουργός Οικονομικών, ο Αναπληρωτής Υπουργός Οικονομικών ή, σε περίπτωση μη ορισμού Αναπληρωτή, ο Υφυπουργός Οικονομικών, ο Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Οικονομικών, ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, ο αρμόδιος καθ’ ύλην Υποδιοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, ο Πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, ο Πρόεδρος και ο Διευθύνων Σύμβουλος του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας καθώς και ένα πρόσωπο εγνωσμένου κύρους, με ειδικές γνώσεις στον χρηματοπιστωτικό τομέα, που ορίζεται από τον Υπουργό Οικονομικών. Πρόεδρος του ΣΣΕ ορίζεται ο Υπουργός Οικονομικών, ο οποίος αναπληρώνεται από τον Αναπληρωτή Υπουργό Οικονομικών ή, εάν δεν έχει οριστεί, από τον Υφυπουργό Οικονομικών.».

2. Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 2 του ν. 3965/2011 (Α’ 113) τροποποιείται ως εξής:

«Μέχρι την απόσχιση του κλάδου εμπορικών δραστηριοτήτων του Ταμείου, για την κάλυψη σημαντικής επί έλαττον απόκλισης από το ελάχιστο όριο των εφαρμοστέων δεικτών ρευστότητας, μετά από απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου, το Ταμείο μπορεί να κάνει χρήση πόρων του από παρακαταθήκες, με σκοπό να επανέλθει ο δείκτης ρευστότητάς του.»

3. Η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 72 ισχύει από την ημερομηνία της κατάθεσης της στο Κοινοβούλιο.

Άρθρο 73

Συμπλήρωση διατάξεων του ν. 4152/2013

1. Το δεύτερο εδάφιο της περίπτωσης 3 της υποπαραγράφου Β.10. της παραγράφου Β. του άρθρου πρώτου του ν. 4152/2013 (Α’ 107), αντικαθίσταται, από τότε που ίσχυσε, ως εξής:

«Κατ’ εξαίρεση, όταν η ανάκτηση αφορά κρατική ενίσχυση που έχει χορηγηθεί σε παραλήπτες που δραστηριοποιούνται σε παραμεθόριες περιοχές της Ελλάδας, λαμβάνεται ειδική μέριμνα για τις συγκεκριμένες προϋποθέσεις που αφορούν στους παραλήπτες αυτούς, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας έκδοσης απόφασης ανάκτησης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σύμφωνα με τις γενικές αρχές του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.».
2. Η περίπτωση β’ της παρ. 4 του άρθρου 202 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999), όπως η παράγραφος αυτή προστέθηκε με την περίπτωση 6 της υποπαραγράφου Β.10 της παραγράφου Β. του άρθρου πρώτου του ν. 4152/2013, αντικαθίσταται, από τότε που ίσχυσε, ως εξής:
«β) Πιθανολογείται σοβαρά η παρανομία της εθνικής ή ενωσιακής πράξης ανάκτησης, και»
3. Το στοιχείο γγ) της υποπερίπτωσης στ) της περίπτωσης 2 της υποπαραγράφου Γ.2. του άρθρου πρώτου του ν. 4152/2013, αντικαθίσταται από τότε που ίσχυσε, ως εξής:
«γγ. Έχει επιτυχώς ολοκληρώσει τη διαδικασία εξετάσεων, όπως αυτή ορίζεται στην υποπαράγραφο Γ.3.».

4. Στο τέλος της υποπαραγράφου Ε.6. της παραγράφου Ε. του άρθρου πρώτου του ν. 4152/2013 προστίθεται στοιχείο ζ’, ως εξής:
«ζ. τους κανόνες για τον προσδιορισμό του ασυμβίβαστου και για το χαρακτηρισμό οποιαδήποτε κατάστασης ως σύγκρουση συμφερόντων για τα μέλη του Οργάνου Διοίκησης.».

5. Η υποπαράγραφος ΙΔ.3. της παραγράφου ΙΔ του ν. 4152/2013 τροποποιείται ως εξής:
α. Οι λέξεις «σε ό, τι αφορά αποκλειστικά τις μισθολογικές τους αποδοχές» αντικαθίστανται με τις λέξεις «σε ό,τι αφορά αποκλειστικά τον τρόπο υπολογισμού των μισθολογικών τους αποδοχών και το βαθμολογικό τους καθεστώς».

β. Στο τέλος της υποπαραγράφου ΙΔ.3. προστίθεται νέο εδάφιο ως εξής:

«Η ρύθμιση του προηγούμενου εδαφίου εφαρμόζεται από 1.6.2013.».

Άρθρο 74

Τροποποιήσεις του ν. 4002/2011

1. Στο τέλος της περίπτωσης γ’ της παραγράφου 3 του άρθρου 28 του ν. 4002/2011 (Α’ 180), μετά τη λέξη «παίγνια» προστίθενται οι λέξεις «, ή αυτεπάγγελτα».

2. Στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 3Α του άρθρου 28 του ν. 4002/2011, μετά τις λέξεις « της ΟΠΑΠ Α.Ε» προστίθενται οι λέξεις «επιβλέπει και μεριμνά την τήρηση εκ μέρους της ΟΠΑΠ Α.Ε.».

3. Η πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 51 του ν. 4002/2011 αντικαθίσταται ως εξής: «Αν παραβιάζονται οι διατάξεις της κάθε φορά ισχύουσας νομοθεσίας περί παιγνίων ή των κανονιστικών αποφάσεων που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότησή τους ή των όρων των αδειών, η Ε.Ε.Ε.Π. με απόφασή της:».

4. Στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 5 του άρθρου 23 του ν. 4141/2013 (Α’ 81) η φράση «όπου απαιτείται διεξαγωγή αστυνομικού έργου της περίπτωσης ζ΄ της παραγράφου 3 του ίδιου άρθρου» αντικαθίσταται από τη φράση «όπου απαιτείται διεξαγωγή αστυνομικού έργου, της περίπτωσης ζ΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 28 του ν. 4002/2011 (Α’ 180)».

5. Η παράγραφος 8 του άρθρου 22 του ν.3691/2008 (Α’ 166) καταργείται.

6. Το άρθρο 15 του ν. 4110/2013 (Α' 17) καταργείται.

Άρθρο 75

Τροποποίηση διατάξεων για το Ε.ΣΥ.Π.

Το άρθρο 38 του ν. 3979/2011 (Α’ 138) αντικαθίσταται ως εξής:

« Άρθρο 38

1. Οι δαπάνες για την παροχή υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών και των συναφών προς αυτές πληροφοριακών συστημάτων, όλων των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 5 του παρόντος, εξοφλούνται μέσω Ενιαίου Συστήματος Πληρωμών (Ε.ΣΥ.Π.) που συνιστάται και λειτουργεί στη Γενική Γραμματεία Δημοσιονομικής Πολιτικής του Υπουργείου Οικονομικών.

Οι δαπάνες αυτές δεν υπόκεινται στον προληπτικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

2. Στο ΕΣΥΠ δημιουργείται Μητρώο Φορέων, στο οποίο εντός πέντε (5) μηνών από την έναρξη λειτουργίας του Ε.ΣΥ.Π. καταχωρίζονται με δική τους μέριμνα υποχρεωτικά όλοι οι φορείς της παραγράφου 1.

3. Μέσα σε πέντε (5) μήνες από την έναρξη λειτουργίας του ΕΣΥΠ, οι πάροχοι υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών οφείλουν να καταχωρίσουν στο Ε.ΣΥ.Π., μέσω πληροφοριακού συστήματος διαχείρισης, κάθε στοιχείο που αφορά υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών προς τους φορείς της παραγράφου 1.

Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται ο χρόνος έναρξης λειτουργίας του Ε.ΣΥ.Π., η αρμόδια Διεύθυνση της Γενικής Γραμματείας Δημοσιονομικής Πολιτικής για την τήρηση του Μητρώου φορέων, η διαδικασία και ο ειδικότερος τρόπος καταχώρισης, η οργάνωση και λειτουργία του πληροφοριακού συστήματος διαχείρισης, τα τέλη και οι δαπάνες που εξοφλούνται μέσω Ε.ΣΥ.Π, η διαδικασία, ο χρόνος και τα στοιχεία καταχώρισης στο Ε.ΣΥ.Π, η διαλειτουργικότητα των πληροφοριακών συστημάτων του Ε.ΣΥ.Π. με άλλα συστήματα για την παρακολούθηση και εκτέλεση του προϋπολογισμού. Με την ίδια απόφαση καθορίζονται επίσης, τα αρμόδια όργανα για την εκκαθάριση και πληρωμή των εν λόγω δαπανών, τα απαιτούμενα δικαιολογητικά, η ευθύνη των εκκαθαριστών και των αρμόδιων για την πληρωμή οργάνων, ο τύπος των τίτλων πληρωμής και ο τρόπος εξόφλησης αυτών, κατά παρέκκλιση των διατάξεων του ν.2362/1995 (Α’ 247), όπως ισχύει και των λοιπών διατάξεων που ορίζουν διαφορετική διαδικασία πληρωμής, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την πληρωμή της εν λόγω δαπάνης.

4. Μετά το πέρας της ανωτέρω προθεσμίας: (α) τα σχετικά τέλη και δαπάνες εξοφλούνται αποκλειστικά μέσω του Ε.ΣΥ.Π., σύμφωνα με τα οριζόμενα στην απόφαση του Υπουργού Οικονομικών που προβλέπεται στην παράγραφο 3 του παρόντος και (β) κανένα τέλος ή δαπάνη δεν αναγνωρίζεται ούτε εκκαθαρίζεται ή πληρώνεται εάν δεν είναι καταχωρημένο στο Ε.ΣΥ.Π.

5. Οι φορείς που λόγω της ειδικής φύσεως ή αποστολής τους καλύπτονται από το απόρρητο (εθνική άμυνα, εθνική ασφάλεια, διεθνείς σχέσεις της χώρας) εξαιρούνται από την εφαρμογή του παρόντος άρθρου. Ο καθορισμός των φορέων αυτών γίνεται με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού, που εκδίδεται εντός δύο μηνών από την έναρξη λειτουργίας του Ε.ΣΥ.Π.»

6. Για τη λειτουργία του ΕΣΥΠ συνιστώνται στη Δ53-Διεύθυνση Πληροφοριακών Συστημάτων της Γενικής Γραμματείας Δημοσιονομικής Πολιτικής, δύο Τμήματα των οποίων οι αρμοδιότητες θα καθοριστούν με την απόφαση της παραγράφου 3 του παρόντος. Για την στελέχωση των Τμημάτων αυτών συνιστώνται δώδεκα (12) οργανικές θέσεις στον κλάδο ΠΕ Πληροφορικής και δύο (2) οργανικές θέσεις στον κλάδο ΔΕ Πληροφορικής, οι οποίες προστίθενται στις υφιστάμενες οργανικές θέσεις του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους. Των Τμημάτων αυτών προΐστανται υπάλληλοι του κλάδου ΠΕ Πληροφορικής.»

Άρθρο 76

Τροποποίηση διατάξεων ν. 2731/1999

1. Η παράγραφος 3 του άρθρου 12 του ν. 2731/1999 (Α’ 138) αντικαθίσταται, από τότε που ίσχυσε, ως εξής:

«3. Η επιχορήγηση προς Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις (Μ.Κ.Ο.), σωματεία, αστικές μη κερδοσκοπικές εταιρείες, Ν.Π.Ι.Δ. ή φυσικά πρόσωπα, ανεξαρτήτως ποσού επιχορήγησης και από οποιονδήποτε φορέα του Δημοσίου και αν προέρχεται, επιτρέπεται εφεξής υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) Υποβολή ειδικής έκθεσης προς τον αρμόδιο Υπουργό, με σαφή και πλήρη αιτιολόγηση ως προς την αναγκαιότητα και τη νομιμότητα της δαπάνης. Στην ειδική έκθεση θα μνημονεύονται απαραιτήτως όλα τα μέλη των συλλογικών οργάνων διοίκησης των ανωτέρω νομικών προσώπων, καθώς και κάθε τρίτου προσώπου στο οποίο έχουν τυχόν ανατεθεί αρμοδιότητες διοίκησης.

β) Χορήγηση ειδικής έγκρισης του αρμόδιου Υπουργού, παρεχομένης σε αυτόν της δυνατότητας απομείωσης του ύψους της προτεινόμενης δαπάνης ή πλήρους απόρριψής της, εάν η δημοσιονομική κατάσταση του Κράτους δεν την καθιστά εφικτή.

γ) Η απόφαση έγκρισης του αρμόδιου Υπουργού με το σχετικό φάκελο κοινοποιείται στην Οικονομική Αστυνομία, στη Γενική Διεύθυνση Οικονομικής Επιθεώρησης του Υπουργείου Οικονομικών, στο Ελεγκτικό Συνέδριο και στη Δ/νση Προϋπολογισμού Γενικής Κυβέρνησης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους.

Οποιαδήποτε επιχορήγηση χωρίς την τήρηση των παραπάνω προϋποθέσεων, συνιστά για τους δημόσιους λειτουργούς απιστία σχετική με την υπηρεσία που τιμωρείται σύμφωνα με το άρθρο 256 Π.Κ.».

2. Στο τέλος της παραγράφου 3 του άρθρου 13 του ν. 3965/2011 (Α’ 113) προστίθεται εδάφιο ως εξής:

«Οι συμβάσεις ειδικού επιστημονικού προσωπικού του Ο.Δ.Δ.Η.Χ. του προηγούμενου εδαφίου που είναι ενεργές την 30.5.2013 παρατείνονται αυτοδικαίως από το χρόνο λήξης τους μέχρι την 31.12.2013.».

3. Το προσωπικό που αποσπάται στο Συμβούλιο Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων (Σ.Ο.Ε.) μπορεί να επιλέγει είτε τις αποδοχές της θέσης προέλευσης, είτε τις αποδοχές που ορίζονται για το ειδικό επιστημονικό προσωπικό του Σ.Ο.Ε.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ’

ΛΟΙΠΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΩΝ

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ, ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗΣ ΚΑΙ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ, ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ, ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ, ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

Άρθρο 77

Συμπλήρωση του άρθρου 10 του ν. 4071/2012

1. Στο τέλος της παρ. 1 του άρθρου 10 του ν. 4071/2012 προστίθενται τα εξής:
« Ειδικότερα:

α. Οφειλές που βεβαιώθηκαν ταμειακά στις Δ.Ο.Υ. σε βάρος των αναφερομένων στην παρούσα παράγραφο επιχειρήσεων:

(αα) διαγράφονται με πράξεις της βεβαιούσας εν ευρεία εννοία αρχής και

(αβ) βεβαιώνονται σε βάρος του οικείου ΟΤΑ μόνο για τα ποσά των κύριων οφειλών που ορίζονται στα προηγούμενα εδάφια της παρούσας παραγράφου, με βάση χρηματικό κατάλογο που συντάσσεται σε βάρος του, για το ποσό της κύριας οφειλής, όπως αυτό προκύπτει από εκδοθείσες πράξεις επιβολής προστίμων ή αποφάσεων καταλογισμού, ή φύλλα ελέγχου ή πράξεις προσδιορισμού φόρου προστιθέμενης αξίας, καθώς και από το φόρο εισοδήματος ή παρακρατούμενους φόρους, έστω και αν τα ανωτέρω έχουν καταστεί απρόσβλητα λόγω απόρριψης τελεσίδικα των προσφυγών που ασκήθηκαν εναντίον τους ή άπρακτης παρόδου της προθεσμίας της προσφυγής.

Τυχόν καταβληθέντα ποσά από τις επιχειρήσεις της παρούσας παραγράφου ή από τα συνυπεύθυνα με αυτές πρόσωπα που αφορούν τις βεβαιωμένες οφειλές τους, δεν αναζητούνται και αποσβένουν κατά προτεραιότητα αντίστοιχο μέρος των επιβληθέντων πρόσθετων φόρων και προστίμων, και συνυπολογίζονται κατά τη διαγραφή και επαναβεβαίωση σύμφωνα με τα οριζόμενα στις υποπεριπτώσεις αα’ και αβ’ της παρούσας παραγράφου.

β. Οφειλές για τις οποίες κατά την έναρξη ισχύος της παρούσας διάταξης έχουν εκδοθεί καταλογιστικές πράξεις σε βάρος των αναφερόμενων στην παρούσα παράγραφο επιχειρήσεων και δεν έχουν βεβαιωθεί ταμειακά βεβαιώνονται σε βάρος του οικείου ΟΤΑ μόνο για τα ποσά των κύριων οφειλών, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην υποπερίπτωση αβ’. με βάση χρηματικό κατάλογο που συντάσσεται σε βάρος του.

Για οφειλές που δεν έχουν κατά την έναρξη ισχύος της παρούσας διάταξης βεβαιωθεί εν ευρεία εννοία σε βάρος των αναφερόμενων στην παρούσα παράγραφο επιχειρήσεων και οι οποίες προκύπτουν από έλεγχο που έχει ήδη διαταχθεί και δεν έχει ολοκληρωθεί:

(γα) ολοκληρώνεται ο έλεγχος και συντάσσεται σχετικό πόρισμα, προκειμένου να εκδοθούν οι οικείες καταλογιστικές πράξεις,

(γβ) βεβαιώνονται σε βάρος του οικείου ΟΤΑ μόνο τα ποσά των κύριων οφειλών σύμφωνα με τα οριζόμενα στην υποπερίπτωση αβ’ με βάση χρηματικό κατάλογο που συντάσσεται σε βάρος του, για το ποσό της κύριας οφειλής, όπως αυτό προκύπτει από το πόρισμα του ελέγχου.

δ. Για οφειλές που δεν έχουν κατά την έναρξη ισχύος της παρούσας διάταξης βεβαιωθεί εν ευρεία εννοία σε βάρος των αναφερόμενων στην παρούσα παράγραφο επιχειρήσεων και για τις οποίες δεν έχει διαταχθεί μέχρι την έναρξη ισχύος της παρούσας διάταξης έλεγχος:

(δα) διενεργείται κατά προτεραιότητα τακτικός έλεγχος από το αρμόδιο κατά περίπτωση ελεγκτικό όργανο σε όλα τα φορολογικά αντικείμενα και

(δβ) βεβαιώνονται σε βάρος του οικείου ΟΤΑ μόνο τα ποσά των κύριων οφειλών σύμφωνα με τα οριζόμενα στην υποπερίπτωση αβ’ με βάση χρηματικό κατάλογο που συντάσσεται σε βάρος του, για το ποσό της κύριας οφειλής, όπως αυτό προκύπτει από το πόρισμα του ελέγχου.
ε. Με τη δικαστική αμφισβήτηση των οφειλών των ΟΤΑ που έχουν βεβαιωθεί κατά τα οριζόμενα στις προηγούμενες περιπτώσεις της παρούσας παραγράφου, δεν εφαρμόζονται οι απαλλαγές που ορίζονται στις περιπτώσεις α έως και δ της παρούσας παραγράφου και οι ΟΤΑ επιβαρύνονται και με τους πρόσθετους φόρους, πρόστιμα και λοιπές επιβαρύνσεις και προσαυξήσεις σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις.

στ. Η εξόφληση από τους οικείους ΟΤΑ των οφειλών, όπως αυτές θα βεβαιωθούν κατ’ εφαρμογή των περιπτώσεων α’ έως και δ’ της παρούσας παραγράφου, συντελείται με τους ακόλουθους τρόπους:

(i) δια συμψηφισμού, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 2 της από 31.12.2011 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (Α΄268) που κυρώθηκε με το άρθρο δεύτερο του ν. 4047/2012 (Α΄31), και τις διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου πρώτου της από 30.4.2012 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου που κυρώθηκε με το άρθρο δεύτερο του ν.4079/2012 (Α’ 180), κατά παρέκκλιση του χρόνου βεβαίωσης των οφειλών των ΟΤΑ που προβλέπεται σε αυτόν,

(ii) από ίδιους πόρους, επιτρεπόμενης και της σύναψης δανείου κατ’ ανάλογη εφαρμογή της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 4038/2012 (Α΄14).

η. Εκκρεμείς, κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος, δίκες λόγω άσκησης ενδίκων βοηθημάτων από τις επιχειρήσεις της παρούσας παραγράφου κατά είτε των πράξεων καταλογισμού είτε των πράξεων ταμειακής βεβαιώσεως, καταργούνται. Εκκρεμείς υποθέσεις ενώπιον αρμοδίων οργάνων για τη διοικητική επίλυση των διαφορών απορρίπτονται για τυπικούς λόγους.

Άρθρο 78

Θέματα αρμοδιότητας Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων,Πολιτισμού και Αθλητισμού

1. Στο τέλος της περίπτωσης 2 της υποπαραγράφου Θ.18 της παραγράφου Θ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 (Α’ 222), όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 30 του ν.4111/2013 (Α’ 18) προστίθεται εδάφιο ως εξής:

«Οι εγγυητικές επιστολές που κατατέθηκαν σύμφωνα με την περίπτωση ζ της παραγράφου 3 του άρθρου 6 του ν. 3696/2008 (Α’ 177) από τα Κέντρα Μεταλυκειακής Εκπαίδευσης (Κολλέγια, όπως μετονομάστηκαν με το ν. 4093/2012) που διαθέτουν ισχύουσα άδεια ίδρυσης και άδεια λειτουργίας επιστρέφονται στους αιτούντες μετά την 1η Μαΐου 2013. Δεν επιστρέφονται οι εγγυητικές επιστολές, που υποβλήθηκαν από Κέντρα Μεταλυκειακής Εκπαίδευσης (Κολλέγια, όπως μετονομάστηκαν με το ν. 4093/2012), η άδεια ίδρυσης ή/ και η άδεια λειτουργίας των οποίων έχουν ανακληθεί με υπουργική απόφαση μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος. Στις περιπτώσεις αυτές η εφαρμογή της παραγράφου 4 του άρθρου 7 του ν. 3696/2008 παρατείνεται έως την 31η Αυγούστου 2013.».

2. Η παράγραφος 6 του άρθρου 136 του ν. 2725/1999 (Α’ 121) αντικαθίσταται ως εξής:

«6. Η Γενική Γραμματεία Αθλητισμού μπορεί με απόφασή της, κατόπιν αιτήματος και με δαπάνη της οικείας αθλητικής ομοσπονδίας, να ιδρύει περιοδικές Σχολές Προπονητών. Με την ίδια απόφαση ρυθμίζονται τα θέματα λειτουργίας κάθε σχολής, των προσόντων των υποψηφίων, του εκπαιδευτικού προσωπικού και κάθε άλλο συναφές θέμα. Στην απόφαση αυτή καθορίζεται επίσης υποχρεωτικά: α) το χρηματικό ποσό για τα συνολικά δίδακτρα φοίτησης εκάστου υποψηφίου που δε μπορεί να υπερβεί κατ’ ανώτατο όριο τα 250,00 ευρώ, καταβαλλόμενα ανταποδοτικά από κάθε υποψήφιο και β) η ελάχιστη χρονική διάρκεια σπουδών καθώς και οι συνολικές ώρες υποχρεωτικής παρακολούθησης των μαθημάτων της σχολής για κάθε υποψήφιο, που δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να είναι λιγότερες του 95% των συνολικών ωρών διδασκαλίας για κάθε περίοδο. Η Γενική Γραμματεία Αθλητισμού ελέγχει τα διπλώματα των περιοδικών σχολών προπονητών ως προς την νομιμότητά τους, δύναται δε να ορίζει ομάδα εργασίας έργο της οποίας θα είναι η παρακολούθηση της πιστής τήρησης των όρων λειτουργίας της σχολής, όπως αυτοί καθορίζονται με την απόφαση λειτουργίας της. Στα μέλη των ομάδων αυτών δεν καταβάλλεται αποζημίωση.».

Άρθρο 79

Τροποποίηση των άρθρων 22 του ν. 4109/2013 και 3Β του ν. 2362/1995

1. Η παράγραφος 2 του άρθρου 22 του ν. 4109/2013 (Α΄16), αντικαθίσταται ως εξής:

«2. Η Υπηρεσία Δημοσιονομικού Ελέγχου στο Υπουργείο Οικονομικών και η αρμόδια Υπηρεσία Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου εξυπηρετούν και τη Γενική Γραμματεία Συντονισμού.».

2. Στο τέλος της παρ. 7 του άρθρου 3Β του ν. 2362/1995 (Α' 247), όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 19 του ν. 4151/2013 (Α' 103), προστίθεται εδάφιο ως εξής:

«Σε περίπτωση συγχώνευσης Γενικών Διευθύνσεων Οικονομικών Υπηρεσιών λόγω της συγχώνευσης Υπουργείων, στη θέση προϊσταμένου Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών επανατοποθετείται από το αρμόδιο προς τούτο όργανο ένας από τους προϊσταμένους των συγχωνευόμενων Γενικών Διευθύνσεων Οικονομικών Υπηρεσιών, με βάση τη μοριοδότηση της τελευταίας κρίσης για τις επιλογές προϊσταμένων Γενικών Διευθύνσεων Οικονομικών Υπηρεσιών. Οι προϊστάμενοι που δεν επανατοποθετούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου, τοποθετούνται από το αρμόδιο προς τούτο όργανο σε κενή θέση προϊσταμένου Διεύθυνσης και, αν δεν υπάρχει, στην πρώτη θέση προϊσταμένου Διεύθυνσης που θα κενωθεί. Ως τότε θεωρούνται προϊστάμενοι Διεύθυνσης και τα καθήκοντα τους προσδιορίζονται με απόφαση του οικείου Υπουργού ανάλογα με τις υπηρεσιακές ανάγκες.».

Άρθρο 80

Έναρξη ισχύος

Οι διατάξεις του παρόντος νόμου ισχύουν από την δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στις επιμέρους διατάξεις.

Αθήνα, Ιουνίου 2013

ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ 

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΤΟΥΡΝΑΡΑΣ

ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ 

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΗΣ

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗΣ

ΚΑΙ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ 

ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΜΑΝΙΤΑΚΗΣ

ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ, ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΑΡΒΑΝΙΤΟΠΟΥΛΟΣ

ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΝΟΙΑΣ 

ΙΩΑΝΝΗΣ ΒΡΟΥΤΣΗΣ

ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ

ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ 

ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΡΟΥΠΑΚΙΩΤΗΣ

ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ

ΟΛΓΑ ΚΕΦΑΛΟΓΙΑΝΝΗ

ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΤΑΜΑΤΗΣ

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Δεν θέλετε να συμπληρώνετε το κείμενο αυτό σε κάθε αναζήτηση σας; Αρκεί απλά να γραφτείτε δωρεάν στο Forin.gr πατώντας εδώ ή να συνδεθείτε με τον λογαριασμό σας.

Δεν υπάρχουν σχόλια! Πρόσθεσε το σχόλιο σου τώρα!