ΣτΕ 752/2018
Αριθμός 752/2018
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Β΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 7 Μαρτίου 2018, με την εξής σύνθεση: Ε. Σάρπ, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Β΄ Τμήματος, Ε. Νίκα, Μ. Πικραμένος, Σ. Βιτάλη, Κ. Νικολάου, Σύμβουλοι, Ι. Δημητρακόπουλος, Γ. Φλίγγου, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Ι. Μητροτάσιος, Γραμματέας του Β΄ Τμήματος.
Για να δικάσει την από 22 Απριλίου 2016 αίτηση: του ..., κατοίκου Θεσσαλονίκης (οδός ...), ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Αργύριο Αργυριάδη (Α.Μ. 6440 Δ.Σ. Θεσ/νίκης), που τον διόρισε με πληρεξούσιο και ο οποίος κατέθεσε δήλωση, σύμφωνα με το άρθρο 26 του ν. 4509/2017, περί μη εμφανίσεώς του, κατά του Υπουργού Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με την Δέσποινα Γάκη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ' αριθμ. 12/2016 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Λάρισας.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Παρέδρου Ι. Δημητρακόπουλου.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την εκπρόσωπο του Υπουργού, η οποία ζήτησε την απόρριψη της υπό κρίση αιτήσεως.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά τον Νόμο
1. Επειδή, με την αίτηση αυτή, για την οποία έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (υπ' αριθμ. 1386159-60/2016 και 4043984/2016 ειδικά γραμμάτια παραβόλου, σειράς Α΄) και η οποία εισάγεται στην επταμελή σύνθεση του Β΄ Τμήματος λόγω σπουδαιότητας κατόπιν της από 10.1.2018 πράξης της Προέδρου του, ζητείται η αναίρεση της 12/2016 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Λάρισας, με την οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη έφεση του ήδη αναιρεσείοντος κατά της 407/2013 απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Λάρισας. Με την εν λόγω πρωτόδικη απόφαση είχε απορριφθεί προσφυγή του αναιρεσείοντος κατά της 26/09/14.12.2010 πράξης του Διευθυντή του Τελωνείου Λάρισας, περί καταλογισμού σε βάρος του, ως υπαίτιου τελωνειακής παράβασης λαθρεμπορίας αυτοκινήτου, διαφυγόντος τέλους ταξινόμησης ποσού 37.304,10 ευρώ, καθώς και πολλαπλού τέλους, ποσού 111.912,30 ευρώ, πλέον τελών χαρτοσήμου και εισφοράς υπέρ Ο.Γ.Α..
2. Επειδή, η παράγραφος 3 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213), ορίζει ότι
«Η αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου» (η ως άνω διάταξη επαναλήφθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 15 του ν. 4446/2016, Α΄ 240/22.12.2016).
Επιπλέον, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010,
«Δεν επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναιρέσεως όταν το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι κατώτερο από σαράντα χιλιάδες ευρώ [...]. Προκειμένου για διαφορές από ασφαλιστικές εισφορές, φόρους, δασμούς, τέλη και συναφή δικαιώματα, πρόστιμα και λοιπές κυρώσεις, ως ποσό της διαφοράς νοείται το ποσό εισφοράς, φόρου κ.λπ., χωρίς προσαυξήσεις και πρόσθετους φόρους, που αμφισβητείται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας.»
Κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων, προκειμένου να κριθεί παραδεκτή αίτηση αναίρεσης, απαιτείται η συνδρομή των προϋποθέσεων αμφοτέρων των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989 (βλ. ΣτΕ 1873/2012 επταμ., 2934/2017 επταμ. κ.ά.). Ειδικότερα, κατά την έννοια της πρώτης των ανωτέρω παραγράφων, ο αναιρεσείων βαρύνεται, επί ποινή ολικού ή μερικού απαραδέκτου της αίτησής του, να τεκμηριώσει με ειδικούς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιλαμβάνει στο εισαγωγικό δικόγραφο ότι με καθένα από τους προβαλλόμενους λόγους τίθεται συγκεκριμένο, κρίσιμο για την επίλυση της διαφοράς, νομικό ζήτημα, ήτοι ζήτημα ερμηνείας διάταξης νόμου ή γενικής αρχής του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, που κρίθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και επί του οποίου είτε δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας είτε οι σχετικές κρίσεις και παραδοχές της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης έρχονται σε αντίθεση με μη ανατραπείσα νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου ή, ελλείψει αυτών, προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, ως τέτοια δε νομολογία νοείται η διαμορφωθείσα επί αυτού τούτου του κρίσιμου νομικού ζητήματος και όχι επί ανάλογου ή παρόμοιου (βλ. 1365/2017 επταμ., 2934/2017 επταμ. κ.ά.). Εξάλλου, κατά την έννοια των διατάξεων της ανωτέρω παραγράφου 4 του π.δ. 18/1989, όταν με την ένδικη πράξη της τελωνειακής αρχής επιβλήθηκαν στον προσφεύγοντα, ως υπαίτιο λαθρεμπορίας, αφενός οι αναλογούντες στο αντικείμενό της δασμοί ή/και φόροι (όπως είναι το τέλος ταξινόμησης) και, αφετέρου, πολλαπλό τέλος, σύμφωνα με τον Εθνικό Τελωνειακό Κώδικα, για τον υπολογισμό του ποσού της διαφοράς συναθροίζονται τα δύο ποσά, λαμβανομένου υπόψη ότι το πολλαπλό τέλος δεν συνιστά “προσαύξηση” φόρου ή “πρόσθετο φόρο”, ανέρχεται, κατά το νόμο, τουλάχιστον στο τριπλάσιο των δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων και προϋποθέτει την ύπαρξη δόλου (και, δη, άμεσου) στο πρόσωπο του παραβάτη, στοιχείο το οποίο δεν απαιτείται για την γένεση της φορολογικής οφειλής.
3. Επειδή, το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Δικαστηρίου με την παρούσα αίτηση είναι ανώτερο των 40.000 ευρώ, δεδομένου ότι, σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, για τον υπολογισμό του ποσού αυτού συναθροίζονται τα ποσά του τέλους ταξινόμησης (37.304,10 ευρώ) και του πολλαπλού τέλους (111.912,30 ευρώ), τα οποία επιβλήθηκαν με την ένδικη πράξη της τελωνειακής αρχής.
4. Επειδή, με το άρθρο 22 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213) προστέθηκε στο άρθρο 93 του (κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/99, Α΄ 97) Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ΚΔΔ) παράγραφος 3, η οποία, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο (η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 37 παρ. 2 του ν. 4446/2016), έχει ως εξής:
«Προκειμένου για χρηματικού αντικειμένου φορολογικές και τελωνειακές εν γένει διαφορές, ο εκκαλών οφείλει να καταβάλει μέχρι την ημερομηνία της αρχικής δικασίμου, με ποινή απαραδέκτου της έφεσης, ποσοστό 50% του οφειλομένου, σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση, κυρίου φόρου, δασμού ή τέλους εν γένει, εκτός αν έχει χορηγηθεί αναστολή σύμφωνα με το άρθρο 209 Α. Το καταβλητέο ποσό υπολογίζεται από την αρμόδια φορολογική ή τελωνειακή αρχή, η οποία συντάσσει ατελώς, μετά από αίτηση του εκκαλούντος, ειδικό σημείωμα, με το οποίο βεβαιώνεται και η καταβολή του».
Στην αιτιολογική έκθεση του ν. 3900/2010 αναφέρεται συναφώς ότι
«Με την προτεινόμενη ρύθμιση [του άρθρου 22] επιδιώκεται ο συγκερασμός της ανάγκης άμβλυνσης των δυσμενών για το Δημόσιο συνεπειών από τη διατήρηση επί μακρό χρονικό διάστημα δικαστικών εκκρεμοτήτων στις φορολογικές και τελωνειακές υποθέσεις με το σεβασμό του δικαιώματος του διοικουμένου για παροχή δικαστικής προστασίας και επανάκριση της υπόθεσής του από δευτεροβάθμιο δικαστήριο [...]. Για να μην παρατείνεται επί μακρόν η είσπραξη των φορολογικών εσόδων όταν έχει ήδη μεσολαβήσει πρωτόδικη δικαστική κρίση, με την οποία έχει αναγνωριστεί η υποχρέωσή του, επιβάλλεται, επί ποινή απαραδέκτου της έφεσης, η καταβολή μέχρι την πρώτη δικάσιμο ποσοστό 50% του οφειλόμενου, σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση, κύριου φόρου, δασμού ή τέλους εν γένει, εκτός αν έχει χορηγηθεί αναστολή [...]. [Η διάταξη εντάσσεται σε πλέγμα ρυθμίσεων που αποβλέπουν στην] αποθάρρυνση της άσκησης ενδίκων μέσων με μόνο σκοπό την καθυστέρηση στην εκπλήρωση νόμιμων υποχρεώσεων, ιδίως εκείνων που αφορούν την καταβολή φόρων [...].»
Η ως άνω διάταξη του άρθρου 93 παρ. 3 εδαφ. α΄ του ΚΔΔ, που επιβάλλει θεμιτό περιορισμό του δικαιώματος ένδικης προστασίας (βλ. ΣτΕ 1619/2012 Ολομ., 3832/2014 επταμ.), ερμηνευόμενη, αφενός, στενώς, ως θεσπίζουσα όρο του παραδεκτού του ενδίκου μέσου της έφεσης στις φορολογικές και τελωνειακές εν γένει διαφορές (βλ. ΣτΕ 2036/2014 επταμ.) και, αφετέρου, υπό το φως των ως άνω αναφερόμενων στην αιτιολογική έκθεση του ν. 3900/2010 (όπου σημειώνεται η ανάγκη αποτροπής της μακροχρόνιας παράτασης της είσπραξης «φορολογικών εσόδων», καθώς και η ανάγκη αποθάρρυνσης της άσκησης εφέσεων, με μόνο σκοπό την καθυστέρηση της εκπλήρωσης εκ μέρους των διαδίκων των νόμιμων υποχρεώσεών τους, ιδίως για την καταβολή φόρων), έχει την έννοια ότι ο εκκαλών οφείλει να καταβάλει μέχρι την ημερομηνία της αρχικής δικασίμου, με ποινή απαραδέκτου της έφεσης, ποσοστό 50% του οφειλομένου, σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση, κυρίου φόρου, δασμού ή τέλους εν γένει, όχι όμως και του οφειλόμενου ποσού της σχετικής χρηματικής κύρωσης που επιβλήθηκε με την επίμαχη καταλογιστική πράξη της φορολογικής ή τελωνειακής αρχής. Συνεπώς, σε υπόθεση όπως η παρούσα, δεν αποτελεί προϋπόθεση του παραδεκτού της έφεσης η καταβολή του 50% του ένδικου πολλαπλού τέλους, που καταλογίσθηκε στον εκκαλούντα για τελωνειακή παράβαση λαθρεμπορίας.
5. Επειδή, το άρθρο 277 του ΚΔΔ, όπως οι παράγραφοι 2, 3 και 4 αυτού αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 45 παρ. 1 του ν. 3900/2010 και ίσχυαν κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο (η παράγραφος 2 αντικαταστάθηκε και η παράγραφος 3 τροποποιήθηκε, αντίστοιχα, με το άρθρο 37 παρ. 4 και 5 του ν. 4446/2016), ορίζει τα εξής:
«1. Για το παραδεκτό των ένδικων βοηθημάτων και μέσων πρέπει, ως την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης, να προσκομισθεί το προβλεπόμενο από τις κείμενες διατάξεις αποδεικτικό καταβολής παραβόλου. Αν δεν προσκομισθεί το αποδεικτικό αυτό ως την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης, εφαρμόζονται τα προβλεπόμενα στο άρθρο 139Α.
2. Το παράβολο ορίζεται: […]
3. ΚατΆ εξαίρεση, στις χρηματικού περιεχομένου φορολογικές και τελωνειακές εν γένει διαφορές, το παράβολο για την […] έφεση […] ορίζεται σε ποσοστό ίσο προς το δύο τοις εκατό του αντικειμένου της διαφοράς και μέχρι του ποσού των δέκα χιλιάδων ευρώ. Αν το παράβολο υπερβαίνει το ποσό των τριών χιλιάδων ευρώ, καταβάλλεται το ποσό αυτό, το επιπλέον δε τυχόν οφειλόμενο και μέχρι του ορίου των δέκα χιλιάδων ευρώ, καταλογίζεται, αν συντρέχει περίπτωση, με την οριστική απόφαση του δικαστηρίου επί της προσφυγής.
4. Τα ένδικα βοηθήματα και μέσα της παραγράφου 3 απορρίπτονται ως απαράδεκτα, εάν κατά την κατάθεση του εισαγωγικού δικογράφου της δίκης δεν καταβληθεί, από τον υπόχρεο, το 1/3 του κατά την προηγούμενη παράγραφο παραβόλου, έως δε την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης τα υπόλοιπα 2/3 αυτού. […]».
Εξάλλου, με το άρθρο 65 παρ. 4 του ν. 3994/2011 (Α΄ 165) προστέθηκε στην ως άνω παράγραφο 3 του άρθρου 277 εδάφιο γ, σύμφωνα με το οποίο «Ως αντικείμενο της διαφοράς θεωρείται η διαφορά του κύριου φόρου, δασμού, τέλους ή προστίμου.». Σύμφωνα με την τελευταία διάταξη του άρθρου 65 παρ. 4 του ν. 3994/2011, για την εφαρμογή της παραγράφου 3 του άρθρου 277 του ΚΔΔ [η οποία συνάδει προς τα άρθρα 4 (παρ. 1), 20 (παρ. 1) και 25 (παρ. 1 εδαφ. δ΄) του Συντάγματος: βλ. ΣτΕ 761/2014 επταμ.], σε υπόθεση που αφορά στην επιβολή φόρου ή τέλους και συναφούς προστίμου, το αντικείμενο της διαφοράς καθορίζεται με βάση το ποσό του αμφισβητούμενου φόρου ή τέλους, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το ποσό του σχετικού προστίμου (βλ. ΣτΕ 761/2014 επταμ.), όπως είναι το επίμαχο πολλαπλό τέλος λαθρεμπορίας, σε σχέση με το διαφυγόν τέλος ταξινόμησης.
6. Επειδή, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση κρίθηκε
(α) ότι κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης του άρθρου 93 παρ. 3 του ΚΔΔ, η θεσπισθείσα με αυτήν υποχρέωση, ως προϋπόθεση του παραδεκτού της έφεσης, αφορά στην καταβολή «του 50% του κύριου φόρου, δασμού ή τέλους εν γένει, που οφείλεται κατά την πρωτόδικη απόφαση, συνυπολογιζομένου και του πολλαπλού τέλους, που επιβάλλεται κατΆ επίκληση διατάξεων της τελωνειακής νομοθεσίας ως κύρωση και οφείλεται κατά την ως άνω απόφαση, όταν η αμφισβήτηση ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου αφορά και στο τέλος αυτό» και
(β) ότι κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων του άρθρου 277 παρ. 3 και 4 του ΚΔΔ, το αντικείμενο της διαφοράς, επί του οποίου υπολογίζεται το αναλογικό παράβολο, «καθορίζεται ομοίως με βάση το συνολικό ποσό των αμφισβητούμενων ως άνω οικονομικών επιβαρύνσεων», δηλαδή συνυπολογιζόμενου και του πολλαπλού τέλους.
Περαιτέρω, η έφεση του αναιρεσείοντος απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, βάσει των ως άνω διατάξεων του ΚΔΔ, αφενός, διότι αυτός είχε παραλείψει να καταβάλει το ποσό των 55.956,15 ευρώ, που αντιστοιχούσε στο 50% του επίμαχου πολλαπλού τέλους και, αφετέρου, διότι είχε καταβάλει μέχρι τη συζήτηση παράβολο ποσού 994,77 ευρώ, ενώ το ποσό του καταβλητέου παραβόλου ανερχόταν σε 2.984,33 ευρώ (37.304,10 + 111.912,30 ευρώ = 149.216,40 ευρώ Χ 2% = 2.984,33 ευρώ).
7. Επειδή, με τον πρώτο λόγο αναίρεσης προβάλλεται ότι η ως άνω υπό στοιχ. α κρίση του δικάσαντος Διοικητικού Εφετείου ενέχει εσφαλμένη ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 93 παρ. 3 του ΚΔΔ, κατΆ εφαρμογή της οποίας απορρίφθηκε εσφαλμένα η έφεση ως απαράδεκτη. Προς θεμελίωση του παραδεκτού του ως άνω λόγου αναίρεσης, διατυπώνεται ο ισχυρισμός ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας επί του συγκεκριμένου νομικού ζητήματος. Ο ισχυρισμός αυτός είναι βάσιμος και, συνεπώς, ο λόγος προβάλλεται παραδεκτώς. Εξάλλου, ο λόγος είναι και βάσιμος, διότι, σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στη σκέψη 4, δεν αποτελούσε προϋπόθεση του παραδεκτού της έφεσης του αναιρεσείοντος η καταβολή του 50% του επίμαχου πολλαπλού τέλους, που είχε καταλογισθεί σε βάρος του.
8. Επειδή, με το δεύτερο λόγο αναίρεσης προβάλλεται ότι η ως άνω υπό στοιχ. β κρίση του δικάσαντος Διοικητικού Εφετείου ενέχει εσφαλμένη ερμηνεία των διατάξεων του άρθρου 277 παρ. 3 του ΚΔΔ, βάσει των οποίων απορρίφθηκε εσφαλμένα η έφεση ως απαράδεκτη. Προς θεμελίωση του παραδεκτού του ως άνω λόγου αναίρεσης, διατυπώνεται ο ισχυρισμός ότι η επίμαχη ερμηνευτική κρίση της αναιρεσιβαλλόμενη έρχεται σε αντίθεση προς την απόφαση 761/2014 του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ο ισχυρισμός αυτός είναι βάσιμος και, συνεπώς, ο λόγος προβάλλεται παραδεκτώς. Περαιτέρω, ο λόγος είναι και βάσιμος, διότι, σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στη σκέψη 5 και δεδομένου ότι η υπόθεση αφορούσε τόσο στην επιβολή τέλους ταξινόμησης όσο και στον καταλογισμό σχετικής χρηματικής κύρωσης (πολλαπλού τέλους λαθρεμπορίας), το ποσό του αντικειμένου της διαφοράς, βάσει του οποίου έπρεπε να υπολογισθεί το αναλογικό παράβολο, δεν περιελάμβανε και το ποσό του πολλαπλού τέλους.
9. Επειδή, τούτων έπεται ότι πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Λάρισας, ενώ παρέλκει ως αλυσιτελής η εξέταση του τρίτου λόγου αναίρεσης. Περαιτέρω, η υπόθεση, που χρήζει διευκρίνισης ως προς το πραγματικό της, πρέπει να παραπεμφθεί στο Διοικητικό Εφετείο Λάρισας, για νέα νόμιμη κρίση.
Δια ταύτα
Δέχεται την αίτηση.
Αναιρεί την απόφαση 12/2016 του Διοικητικού Εφετείου Λάρισας, στο οποίο παραπέμπει την υπόθεση, σύμφωνα με το σκεπτικό.
Διατάσσει την απόδοση του καταβληθέντος παραβόλου.
Επιβάλλει στο Δημόσιο τη δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος, η οποία ανέρχεται σε εννιακόσια είκοσι (920) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 19 Μαρτίου 2018
Η Πρόεδρος του Β΄ Τμήματος Ο Γραμματέας του Β΄ Τμήματος
Ε. Σάρπ Ι. Μητροτάσιος
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 28ης Μαρτίου 2018.
Η Πρόεδρος του Β´ Τμήματος Η Γραμματέας
Ε. Σάρπ Α. Ζυγουρίτσα
Δεν υπάρχουν σχόλια! Πρόσθεσε το σχόλιο σου τώρα!