ΣτΕ 412/2018
Αριθμός 412/2018
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Β΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 7 Δεκεμβρίου 2016, με την εξής σύνθεση: Ι. Γράβαρης, Αντιπρόεδρος, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση της Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Κ. Νικολάου, Ι. Σύμπλης, Σύμβουλοι, Μ.-Α. Τσακάλη, Γ. Φλίγγου, Πάρεδροι. Γραμματέας η Κ. Κεχρολόγου.
Για να δικάσει την από 4 Μαρτίου 2009 αίτηση: του Διευθυντή ΣΤ΄ Τελωνείου Πειραιώς, ο οποίος παρέστη με τον Δημήτριο Φαρμάκη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, κατά του ..., κατοίκου Μεταμόρφωσης Αττικής (οδός ...), ο οποίος παρέστη με την δικηγόρο Παναγιώτα Δαμουλή (Α.Μ. 13252), που την διόρισε στο ακροατήριο.
Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων Διευθυντής επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ' αριθμ. 1845/2008 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Μ.-Α. Τσακάλη.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον εκπρόσωπο του αναιρεσείοντος Διευθυντή, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και την πληρεξούσια του αναιρεσιβλήτου, η οποία ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά τον Νόμο
1. Επειδή, η κρινόμενη αίτηση ασκήθηκε κατά τον νόμο χωρίς καταβολή παραβόλου.
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται, παραδεκτώς, η αναίρεση της 1845/2008 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά, με την οποία, κατ’ αποδοχή έφεσης του αναιρεσιβλήτου, εξαφανίσθηκε η 181/2004 απόφαση του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά. Με την τελευταία είχε απορριφθεί προσφυγή του ίδιου κατά της από 10.8.1999 πράξης χρέωσης τέλους ταξινόμησης επί της κατατεθείσας στο ΣΤ’ Τελωνείο Πειραιά 19613/1999 ειδικής δήλωσης-διασάφησης εισαγωγής αυτοκινήτου. Στη συνέχεια, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση μεταρρυθμίσθηκε η πιο πάνω πράξη και διατάχθηκε η επιστροφή στον αναιρεσίβλητο, ως αχρεωστήτως καταβληθέντος, από το ποσό που αντιστοιχεί στο 80% του εν λόγω τέλους, του αιτηθέντος με την προσφυγή ποσού των 4.138.846 δραχμών (12.146 ευρώ), εντόκως από την άσκηση της προσφυγής.
3. Επειδή, στο άρθρο 1 της οδηγίας 83/183/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 28ης Μαρτίου 1983 «σχετικά με τις φορολογικές ατέλειες που εφαρμόζονται στις οριστικές εισαγωγές, από Κράτος μέλος, προσωπικών ειδών που ανήκουν σε ιδιώτες» (L 105 της 23.4.1983), ορίζονται τα εξής:
«Πεδίο εφαρμογής
1. Τα Κράτη μέλη παρέχουν, υπό τις προϋποθέσεις και στις περιπτώσεις που αναφέρονται κατωτέρω, απαλλαγή από το φόρο κύκλου εργασιών, τους ειδικούς φόρους καταναλώσεως και τους άλλους φόρους καταναλώσεως οι οποίοι συνήθως επιβάλλονται κατά την οριστική εισαγωγή, από ιδιώτες, προσωπικών ειδών προελεύσεως άλλου Κράτους μέλους.
2. Η παρούσα οδηγία δεν αφορά τους ειδικούς ή/και τους περιοδικά καταβαλλόμενους φόρους και τέλη που αφορούν τη χρήση των εν λόγω ειδών στο εσωτερικό της χώρας, όπως π.χ. τέλη που εισπράττονται κατά την έκδοση άδειας κυκλοφορίας των αυτοκινήτων, τέλη κυκλοφορίας των αυτοκινήτων, τέλη τηλεοράσεως». Εξ άλλου, στην παράγραφο 1 στοιχείο α΄ του άρθρου 7 της εν λόγω οδηγίας 83/183/ΕΟΚ, όπως η παράγραφος αυτή αριθμήθηκε με το άρθρο 1 παρ. 4 στοιχείο α΄ της οδηγίας 89/604/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 23ης Νοεμβρίου 1989 (L 348 της 29.11.1989), ορίζεται ότι «Η ατέλεια του άρθρου 1 παρέχεται, εφόσον συντρέχουν οι όροι των άρθρων 2 μέχρι 5, για την εισαγωγή προσωπικών ειδών που πραγματοποιείται από ιδιώτη λόγω μεταφοράς της συνήθους κατοικίας του».
Σύμφωνα δε με το άρθρο 2 παρ. 2 στοιχείο β΄ της ίδιας οδηγίας, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 1 της ως άνω τροποποιητικής οδηγίας 89/604/ΕΟΚ,
«Η ατέλεια του άρθρου 1 παρέχεται για τα προσωπικά είδη τα οποία:
α) [...]
β) χρησιμοποιούσε πράγματι ο ενδιαφερόμενος πριν από τη μεταφορά της κατοικίας ή τη δημιουργία δευτερεύουσας κατοικίας. Προκειμένου για οδικά οχήματα με κινητήρα […] τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτήσουν να έχουν χρησιμοποιηθεί από τον ενδιαφερόμενο τουλάχιστον επί έξι μήνες πριν από τη μεταφορά κατοικίας […]».
Στην παράγραφο 1 του άρθρου 6 της ως άνω οδηγίας 83/183/ΕΟΚ ορίζεται η συνήθης κατοικία. Τέλος, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 11 της ίδιας ως άνω οδηγίας 83/183/ΕΟΚ
«Τα Κράτη μέλη έχουν την ευχέρεια να διατηρήσουν ή/και να θεσπίσουν, σχετικά με την παροχή ατέλειας προϋποθέσεις ευνοϊκότερες από αυτές που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία […]».
Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 2 της οδηγίας 91/680/ΕΟΚ (L 376) και 3 παρ. 1,3 και 23 παρ. 3 της οδηγίας 92/12/ΕΟΚ (L 76), στις 31 Δεκεμβρίου 1992 οι διατάξεις της οδηγίας 83/183/ΕΟΚ έπαυσαν να παράγουν αποτελέσματα μόνον καθ’ όσον αφορά τον φόρο προστιθέμενης αξίας καθώς και τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης για τα ορυκτέλαια, το οινόπνευμα, τα αλκοολούχα ποτά και τα βιομηχανοποιημένα καπνά. Συνεπώς, η εν λόγω οδηγία συνεχίζει να ισχύει ως προς τον εννοιολογικό προσδιορισμό της «συνήθους κατοικίας» σε σχέση με άλλους φόρους κατανάλωσης επιβαλλόμενους κατά την οριστική εισαγωγή λοιπών προσωπικών ειδών, όπως αυτοκινήτων οχημάτων.
4. Επειδή, η προαναφερθείσα οδηγία 83/183/EOK μεταφέρθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με την απόφαση Δ. 264/23/8.3.1985 του Υπουργού Οικονομικών (Β΄ 139/18.3.1985), η οποία αντικαταστάθηκε από την απόφαση Δ.245/11/1.3.1988 του Υπουργού Οικονομικών (Β΄ 195/6.4.1988). Η τελευταία αυτή υπουργική απόφαση κυρώθηκε με το άρθρο 11 παρ. 4 του ν. 1839/1989 (Α΄ 90) και στη συνέχεια τροποποιήθηκε με το άρθρο 15 παρ. 1 του ν. 2187/1994 (Α΄ 16), κατόπιν της απόφασης του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 2ας Αυγούστου 1993, στην υπόθεση C-9/92.
Στο άρθρο 1 της ως άνω υπουργικής απόφασης Δ.245/11/1.3.1988, σε αντιστοιχία με τις σχετικές διατάξεις της οδηγίας 83/183/ΕΟΚ του Συμβουλίου που παρατίθενται στην τρίτη σκέψη, ορίζονται τα ακόλουθα:
«1. Με την απόφαση αυτή καθορίζονται οι περιπτώσεις κατά τις οποίες παρέχεται απαλλαγή από δασμούς και λοιπούς φόρους για προσωπικά είδη που εισάγονται από ιδιώτες.
2. Η απόφαση αυτή δεν παρέχει απαλλαγή από τους ειδικούς ή τους περιοδικά καταβαλλόμενους φόρους και τέλη που αφορούν την χρήση των προσωπικών ειδών στο εσωτερικό της χώρας, όπως π.χ. τέλη που εισπράττονται κατά την έκδοση άδειας κυκλοφορίας αυτοκινήτων, τέλη κυκλοφορίας αυτοκινήτων, τέλη ραδιοφωνίας, τηλεόρασης και λοιπά». Στο δε άρθρο 2 παρ. 1 περ. β΄ της ίδιας υπουργικής απόφασης δίδεται ο ορισμός των «λοιπών φόρων», ως εξής: «”Λοιποί φόροι”: Ο Φόρος Προστιθέμενης Αξίας (ΦΠΑ), οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης, καθώς και κάθε άλλη επιβάρυνση που εισπράττεται κατά την εισαγωγή για την θέση σε ανάλωση (τελωνισμό) των εισαγομένων αγαθών». Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 1 της ίδιας απόφασης, «Με την επιφύλαξη των άρθρων 4 έως 12, απαλλάσσονται από δασμούς και λοιπούς φόρους, τα προσωπικά είδη που εισάγονται από φυσικά πρόσωπα τα οποία μεταφέρουν πραγματικά τη συνήθη κατοικία τους, από άλλη χώρα, στην Ελλάδα», ενώ, εξ άλλου, σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 1 αυτής, «Με την επιφύλαξη της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου, η απαλλαγή του άρθρου 3 περιορίζεται στα προσωπικά είδη τα οποία:
α. εφόσον πρόκειται για “μέσα μεταφοράς”, βρίσκονταν στην κυριότητα του δικαιούχου προσώπου και χρησιμοποιήθηκαν από αυτό στον τόπο της προηγούμενης κατοικίας του, τουλάχιστον έξι (6) μήνες πριν μεταφέρει τη συνήθη κατοικία του στην Ελλάδα» (η παράγραφος 4 του εν λόγω άρθρου 5 δεν ενδιαφέρει εν προκειμένω).
Στο άρθρο 2 παρ. 1 περ. γ΄ της ίδιας υπουργικής απόφασης δίδεται ο ορισμός της συνήθους κατοικίας σε αντιστοιχία με τα προβλεπόμενα στην προμνημονευθείσα παράγραφο 1 του άρθρου 6 της οδηγίας 83/183/ΕΟΚ.
5. Επειδή, στο άρθρο 1 παρ. 2 του ν. 2367/1953 «Περί τίτλων κυριότητος, ταξινομήσεως, αδειών κυκλοφορίας και φορολογίας αυτοκινήτων» (Α΄ 82), πριν από την κατάργηση της διάταξης αυτής με το άρθρο 9 του ν.δ. 1146/1972 (Α΄ 64), ορίζονταν τα εξής:
«Από της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος Νόμου και εφεξής, πλην των υπό του παρόντος νόμου προβλεπομένων εξαιρέσεων, ουδέν αυτοκίνητον όχημα επιτρέπεται όπως κυκλοφορή εν τη χώρα εφ’ όσον δεν έχει δεόντως ταξινομηθή παρά τω Υπουργείω Συγκοινωνιών, ως προβλέπεται εν τοις κατωτέρω, και εφ’ όσον δεν έχει εφοδιασθή δι’ αδείας κυκλοφορίας και δια πινακίδων αναγνωρίσεως του τρέχοντος έτους, ανηρτημένων επί του οχήματος καθ’ ον τρόπον ορίζεται υπό του παρόντος. Ουδέν αυτοκίνητον όχημα, πλην των υπό του παρόντος προβλεπομένων εξαιρέσεων, δύναται να ταξινομηθή, εφ’ όσον δεν έχει εκδοθή τίτλος κυριότητος επ’ αυτού, κατά τας διατάξεις του παρόντος νόμου και δεν έχουσι καταβληθή οι βαρύνοντες αυτό φόροι ως καθορίζονται εν τω παρόντι». Στο δε άρθρο 4 παρ. 2 του ίδιου νόμου ορίστηκε ότι «Πλην των εν τω παρόντι αναφερομένων εξαιρέσεων ουδέν όχημα επιτρέπεται να κυκλοφορή εν τη χώρα παρά μόνον εφ’ όσον έχει ταξινομηθή δεόντως παρά τω Υπουργείω Συγκοινωνιών και έχει εφοδιασθή δι’ αδείας κυκλοφορίας και δια πινακίδων αριθμών κυκλοφορίας του τρέχοντος έτους, ανηρτημένων επί του οχήματος, καθ’ ον τρόπον ορίζεται εν τω παρόντι Νόμω, έχουν δε καταβληθή τα οφειλόμενα τέλη κυκλοφορίας και ταξινομήσεως».
Περαιτέρω, στο άρθρο 12 ορίστηκε ότι «Από 1ης Μαρτίου 1953 η κυκλοφορία των αυτοκινήτων οχημάτων εν γένει υπόκειται εις τα δια των διατάξεων των άρθρων 14 και 15 οριζόμενα τέλη κυκλοφορίας και πρόσθετον ειδικόν τέλος», ενώ, στο άρθρο 15 του νόμου αυτού ορίστηκε ότι
«1. Οι φορολογικοί συντελεσταί των κατά εξάμηνον καταβλητέων τελών κυκλοφορίας ορίζονται κατά κατηγορίαν αυτοκινήτων ως ακολούθως […].
2. Αυτοκίνητα τιθέμενα το πρώτον εις κυκλοφορίαν εν Ελλάδι πλην των κατά την προηγουμένην παράγραφον εξαμηνιαίων τελών κυκλοφορίας, υποβάλλονται εφάπαξ εις πρόσθετον ειδικόν τέλος ίσον προς τα κατά περίπτωσιν τέλη κυκλοφορίας ενός εξαμήνου». Με την παράγραφο 4 του άρθρου 6 του ν.δ. 3839/1958 (Α΄ 143) προστέθηκε εδάφιο στο τέλος της παραγράφου 2 του άρθρου 15 του ν. 2367/1953, ως εξής: «Δια την καταβολήν του κατά την παρούσαν παράγραφον ειδικού τέλους ως έναρξις της εν Ελλάδι κυκλοφορίας λαμβάνεται η χρονολογία κατά την οποίαν το αυτοκίνητον υπήχθη εις τέλη κυκλοφορίας»,
η παράγραφος δε αυτή αναριθμήθηκε ως παρ. 7 με την παρ. 1 του άρθρου 17 του ν. 1326/1983 (Α΄ 19). Ακολούθως, στο άρθρο 20 του ν. 2367/1953 ορίστηκε ότι:
«1. Δια παν ταξινομούμενον κατά τας διατάξεις του άρθρου 4 του παρόντος νόμου αυτοκίνητον όχημα απευθύνεται υπό της υπηρεσίας ήτις ενήργησε την ταξινόμησιν σχετικόν σημείωμα προς τον Οικον. Έφορον […]. Επί τη βάσει του σημειώματος τούτου, ο Οικον. Έφορος υπολογίζει τα τέλη κυκλοφορίας του αυτοκινήτου ως και το πρόσθετον ειδικόν τέλος, προκειμένου περί αυτοκινήτου τιθεμένου το πρώτον εις κυκλοφορίαν εν Ελλάδι, διαβιβάζει δε το σημείωμα τούτο προς τον Ταμίαν δια την είσπραξιν των οφειλομένων τελών κυκλοφορίας και προσθέτου ειδικού τέλους. Άμα τη εκ μέρους του υποχρέου καταβολή των οφειλομένων τελών, το σημείωμα τούτο επιστρέφεται προς τον Οικον. Έφορον, ειδοποιείται δε η αρμοδία Υπηρεσία του Υπουργείου Συγκοινωνιών, ίνα προβή εις την έκδοσιν της αδείας κυκλοφορίας του αυτοκινήτου.
2. […]
3. […]
4. […]
5. Ουδεμία άδεια κυκλοφορίας αυτοκινήτου οχήματος εκδίδεται εφόσον δεν ήθελον καταβληθή τα τέλη του εξαμήνου εντός του οποίου εκδίδεται η άδεια κυκλοφορίας ή αι απαιτηταί δόσεις των τελών του εξαμήνου τούτου, ως και το πρόσθετον ειδικόν τέλος, δι' αυτοκίνητα τιθέμενα το πρώτον εις κυκλοφορίαν εν Ελλάδι, και δεν έχουν εξοφληθή αι τυχόν οφειλαί εκ τελών προγενεστέρων εξαμήνων.
6. […]
7. […]
8. […]».
Τέλος, στο άρθρο 21 προβλέπεται ο τρόπος καταβολής των τελών κυκλοφορίας, στο δε άρθρο 25, πριν από την κατάργησή του με το άρθρο 38 του ως άνω ν. 1326/1983, η καταβολή των τελών ταξινόμησης. Με το άρθρο 3 του ν.δ. 3829/1958 (Α΄ 126) καθορίστηκε το ύψος του εφάπαξ πρόσθετου ειδικού τέλους που προβλέφθηκε στο άρθρο 15 παρ. 2 του ν. 2367/1953 σύμφωνα με κλίμακα με βάση την τιμή του εργοστασίου (franco-usine). Με τον ν. 4288/1963 (Α΄ 48) κυρώθηκε η 173/1962 πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου «περί διαρρυθμίσεως του εφ’ άπαξ προσθέτου ειδικού τέλους […]», το οποίο καθορίσθηκε κλιμακούμενο με βάση τον κυλινδρισμό της μηχανής. Με το ν.δ. 341/1974 (Α΄ 60) επιβλήθηκε φόρος πολυτελείας σύμφωνα με το άρθρο 4 του ν. 2416/1953 (Α΄ 127) στα καινούργια αυτοκίνητα με βάση την δασμολογητέα αξία και τον κυλινδρισμό της μηχανής, σύμφωνα με ορισμένη κλιμάκωση, ο οποίος, όμως, καταργήθηκε από την έναρξη ισχύος του ν. 363/1976. Mε τον ν. 363/1976 «περί διαρρυθμίσεως των επί των αυτοκινήτων ιδιωτικής χρήσεως επιβαλλομένων φόρων» (Α΄ 152), επιβλήθηκε ειδικός φόρος κατανάλωσης επί των εισαγομένων από το εξωτερικό αυτοκινήτων, επί τη βάσει του κυλινδρισμού του κινητήρα και της διαμορφούμενης φορολογητέας αξίας (άρθρο 1).
Ειδικώς, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 1 του ως άνω νόμου, «η φορολογητέα αξία διαμορφούται εκ της αθροίσεως των κάτωθι στοιχείων:
α) [όπως ισχύει μετά την προσθήκη εδαφίου με την παρ. 2 του άρθρου 24 του ν. 1473/1984, Α΄ 127] Της τιμής χονδρικής πωλήσεως υπό του κατασκευαστού οίκου (NET FRANCO USINE) του αυτοκινήτου. […] Για τα μεταχειρισμένα αυτοκίνητα λαμβάνεται η πιο πάνω τιμή χονδρικής και λιανικής πώλησης του χρόνου κυκλοφορίας του αυτοκινήτου στη διεθνή αγορά. Από την τιμή χονδρικής πώλησης μετά τη σύγκρισή της με την τιμή λιανικής πώλησης και την ενδεχόμενη προσαρμογή της, εκπίπτει λόγω φθοράς από τη συνήθη χρήση ποσοστό 5% για κάθε χρόνο χρήσης, που δεν μπορεί να υπερβεί το 20%. Σε περίπτωση που το αυτοκίνητο φέρει βλάβη ή φθορά που δεν οφείλεται στη συνήθη χρήση μπορεί να εκπίπτει επιπλέον και μόνο μια φορά ποσοστό μέχρι 5% κατά ανώτατο όριο […]».
Περαιτέρω, στο άρθρο 3 (του ίδιου ν. 363/1976) προσδιορίσθηκε το εφ’ άπαξ πρόσθετο τέλος της παραγράφου 2 του άρθρου 15 του ν. 2367/1953 επί τη βάσει του κυλινδρισμού του κινητήρα του αυτοκινήτου, ενώ, από 1.1.1994, υπολογίζεται ως ποσοστό επί της φορολογητέας αξίας για την επιβολή του ειδικού φόρου κατανάλωσης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 7 και 17 παρ. 3 περ. β΄ του προαναφερθέντος ν. 2187/1994. Με το άρθρο 4 παρ. 1 του ν. 1573/1985 (Α΄ 201) ο ειδικός φόρος κατανάλωσης του ν. 363/1976 επιβλήθηκε και στα εγχωρίως παραγόμενα αυτοκίνητα. Στο μεταξύ, ειδικώς για τα καινούργια επιβατικά αυτοκίνητα αντιρρυπαντικής τεχνολογίας, ο ειδικός φόρος κατανάλωσης ναι μεν συνεχίζει να υπολογίζεται επί τη βάσει της φορολογητέας αξίας, όπως αυτή διαμορφώνεται σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 1 του ν. 363/1976, ωστόσο με μειωμένους συντελεστές, δυνάμει του άρθρου 37 του ν. 1882/1990 (Α΄ 43, διορθ. Α΄ 51/1990), οι οποίοι τροποποιήθηκαν με την παρ. 1 του άρθρου 10 του ν. 2093/1992 (Α΄ 181) και αναπροσαρμόστηκαν με την παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 2187/1994.
Εξ άλλου, στον ν. 2127/1993
«Εναρμόνιση προς το κοινοτικό δίκαιο του φορολογικού καθεστώτος των πετρελαιοειδών προϊόντων, αλκοόλης και αλκοολούχων ποτών και βιομηχανοποιημένων καπνών και άλλες διατάξεις» (Α΄ 48),
που μετέφερε στην Ελληνική έννομη τάξη την προαναφερθείσα οδηγία 92/12/ΕΟΚ του Συμβουλίου, ορίζεται στο άρθρο 75 ότι
«Αυτοκίνητα οχήματα και μοτοσυκλέτες, που πληρούν τις προϋποθέσεις των άρθρων 9 και 10 της Συνθήκης Ε.Ο.Κ. και αποστέλλονται ή μεταφέρονται στο εσωτερικό της χώρας από άλλα ΚράτηΜέλη της Κοινότητας, υπόκεινται στον ειδικό φόρο κατανάλωσης που προβλέπεται για τα εισαγόμενα ή εγχωρίως παραγόμενα αντίστοιχα οχήματα»,
περαιτέρω δε στο άρθρο 76 (του ν. 2127/1993) ορίζεται ότι «Για την εφαρμογή του παρόντος νόμου νοούνται ως:
α) "Αποστολή ή μεταφορά": - Κάθε αποστολή ή μεταφορά, που αρχίζει σε άλλο κράτος μέλος της Ε.Ο.Κ. και καταλήγει στο εσωτερικό της χώρας. Η έννοια της μεταφοράς περιλαμβάνει και τα οχήματα που μεταφέρονται αυτοδύναμα.
β…»,
στο δε επόμενο άρθρο 77 («Χρόνος γένεσης φορολογικής υποχρέωσης και απαιτητό του φόρου») του ίδιου ν. 2127/1993 ορίζεται ότι:
«1. Η φορολογική υποχρέωση γεννάται κατά το χρόνο που πραγματοποιείται η είσοδος του οχήματος στο εσωτερικό της χώρας.
2. Ο φόρος καθίσταται απαιτητός την 15η ημέρα του επόμενου μήνα από αυτόν κατά τον οποίο γεννήθηκε η φορολογική υποχρέωση. Σε περίπτωση υποβολής, προ της ημέρας αυτής, της Ειδικής Δήλωσης της παρ.2 του άρθρου 80, ο φόρος καθίσταται απαιτητός την ημερομηνία αποδοχής της Ειδικής Δήλωσης.
3. Για τα οχήματα που έχουν υπαχθεί στα καθεστώτα των παρ. 1 και 2 του άρθρου 84 του παρόντος, ο ειδικός φόρος κατανάλωσης και ο Φ.Π.Α. καθίστανται απαιτητοί κατά την έξοδο των οχημάτων, έστω και αντικανονικά, από τα καθεστώτα αυτά».
Στη συνέχεια, στο άρθρο 78 (Φορολογητέα αξία) του ίδιου ν. 2127/1993 ορίζεται ότι:
«1. Οι διατάξεις περί φορολογητέας αξίας για την επιβολή του ειδικού φόρου κατανάλωσης στα εισαγόμενα επιβατικά και φορτηγά αυτοκίνητα, αυτοκίνητα τύπου JEEP και μοτοσυκλέτες εφαρμόζονται ανάλογα και για τα αντίστοιχα οχήματα του άρθρου 75.
2. […]»,
ενώ στο άρθρο 79 (Μεταφορά - Αποστολή - Άφιξη οχημάτων) ορίζεται στην παράγραφο 1, όπως ισχύει μετά την προσθήκη φράσης στο τέλος του πρώτου εδαφίου αυτής με την παράγραφο 5 του άρθρου 2 του ν. 2443/1996 (Α΄ 265), ότι:
«1. Τα οχήματα του άρθρου 75, κατά την άφιξή τους στον πρώτο τόπο προορισμού, δηλώνονται στην πλησιέστερη τελωνειακή αρχή, εντός προθεσμίας δύο (2) εργάσιμων ημερών. Υπόχρεοι στη δήλωση αυτήν είναι ο ιδιοκτήτης ή ο παραλήπτης των οχημάτων ή ο νόμιμος αντιπρόσωπός τους ή το πρόσωπο, στην κατοχή του οποίου τίθενται τα οχήματα», στη δε παρ. 2 ότι: «Όταν τα παραπάνω οχήματα μεταφέρονται, αυτοδύναμα, στο εσωτερικό της χώρας, δηλώνονται αμέσως από το πρόσωπο που πραγματοποίησε την είσοδο αυτή, στην πλησιέστερη τελωνειακή αρχή».
Περαιτέρω, στο άρθρο 80 (Βεβαίωση και είσπραξη του φόρου - Πιστοποιητικά ταξινόμησης) του ίδιου ν. 2127/1993 ορίζεται ότι:
«1. Υπόχρεος στην καταβολή του φόρου είναι ο ιδιοκτήτης του οχήματος ή ο νόμιμος αντιπρόσωπός του.
2. Για τη βεβαίωση και είσπραξη του ειδικού φόρου κατανάλωσης και του φόρου προστιθέμενης αξίας ή για τη χορήγηση οριστικής απαλλαγής, υποβάλλεται στην αρμόδια τελωνειακή αρχή ειδική δήλωση, μέχρι και την επόμενη εργάσιμη ημέρα από εκείνη κατά την οποία ο φόρος κατέστη απαιτητός και οπωσδήποτε πριν από την έκδοση της άδειας κυκλοφορίας. Προκειμένου περί των οχημάτων των παρ. 1 και 2 του άρθρου 84, η ειδική δήλωση υποβάλλεται κατά την έξοδο αυτών από τα ανασταλτικά καθεστώτα. Με την ειδική δήλωση, που αποτελεί τίτλο υπέρ του Δημοσίου, συνεισπράττεται και ο οφειλόμενος φόρος προστιθέμενης αξίας.
3. […]
4. Μετά την είσπραξη των οφειλόμενων φόρων ή τη νόμιμη οριστική απαλλαγή από αυτούς, εκδίδονται από την αρμόδια τελωνειακή αρχή αποδεικτικό είσπραξης και πιστοποιητικό ταξινόμησης του οχήματος.
5. […]»
και στο άρθρο 83 (Οριστικές απαλλαγές) του ίδιου ν. 2127/1993 ορίζεται ότι
«Η μερική ή ολική απαλλαγή από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης, που προβλέπεται από τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις, στα οχήματα που εισάγονται οριστικά από τρίτες χώρες, εφαρμόζεται και στα οχήματα του άρθρου 75, υπό τους αυτούς όρους και προϋποθέσεις».
Επίσης, στο άρθρο 89 (Εφάπαξ πρόσθετο τέλος) του ίδιου ν. 2127/1993 ορίζεται ότι:
«1. Στο προβλεπόμενο από τις κείμενες διατάξεις εφάπαξ πρόσθετο ειδικό τέλος, για τα εισαγόμενα και εγχωρίως παραγόμενα οχήματα υπάγονται ανάλογα και τα όμοια οχήματα που αποστέλλονται ή μεταφέρονται στο εσωτερικό της χώρας από άλλο κράτος μέλος της Κοινότητας.
2. Η αρμοδιότητα της βεβαίωσης και είσπραξης του εφάπαξ πρόσθετου ειδικού τέλους ασκείται, από 1.1.1993, από τις τελωνειακές αρχές. […]».
Επηκολούθησε ο ν. 2682/1999 (Α΄ 16/8.2.1999), ο οποίος ίσχυε κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο, σύμφωνα με το άρθρο 2 του οποίου
«1. Επιβατικά αυτοκίνητα της δασμολογικής κλάσης 87.03 της Συνδυασμένης Ονοματολογίας (Κανονισμός ΕΟΚ αριθμ. 2658/87 του Συμβουλίου της 23ης Ιουλίου 1987 EEL 256 της 7.9.1987) υποβάλλονται σε τέλος ταξινόμησης επί της φορολογητέας αξίας, όπως αυτή διαμορφώνεται με βάση τις διατάξεις του άρθρου 7 του παρόντος και του άρθρου 4 του ν. 1573/1985 (ΦΕΚ 201 Α΄), όπως ισχύουν.
2. […]».
Ακολούθως, στο άρθρο 9 του ίδιου ν. 2682/1999 ορίζονται τα εξής:
«Χρόνος γένεσης υποχρέωσης καταβολής του τέλους ταξινόμησης και απαιτητό αυτού.
1. Η υποχρέωση καταβολής του τέλους ταξινόμησης γεννάται: - Για τα κοινοτικά οχήματα και για τα προερχόμενα από τρίτες χώρες κατά την είσοδό τους στο εσωτερικό της χώρας. – Για τα εγχωρίως παραγόμενα με την ολοκλήρωση της παραγωγής του οχήματος. Προκειμένου για οχήματα που παράγονται υπό καθεστώς τελωνειακής επίβλεψης κατά την έξοδο από το καθεστώς αυτό.
2. Το τέλος ταξινόμησης καθίσταται απαιτητό και καταβάλλεται πριν τη θέση των οχημάτων σε κυκλοφορία και για τα οχήματα των άρθρων 2, 3, 4 και 5 του παρόντος, το αργότερο: - Για τα μεταφερόμενα ή αποστελλόμενα από τα λοιπά Κράτη – Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης τη 15η ημέρα του επόμενου μήνα από αυτόν που γεννήθηκε η υποχρέωση καταβολής του τέλους αυτού. Εφόσον υποβληθεί πριν από την ημέρα αυτήν, η ειδική δήλωση της παρ. 2 του άρθρου 11 του παρόντος νόμου, το τέλος καθίσταται απαιτητό την ημερομηνία αποδοχής της ειδικής δήλωσης. – Για τα εισαγόμενα οχήματα, τη 15η ημέρα από τη θέση αυτών σε ανάλωση ή την ημερομηνία αποδοχής του σχετικού παραστατικού της παρ. 3 του άρθρου 11, εφόσον αυτό κατατεθεί νωρίτερα. – Για τα εγχωρίως παραγόμενα, κατά το χρόνο που γεννάται η υποχρέωση καταβολής του τέλους αυτού.
3. Όταν τα οχήματα τίθενται σε ένα από τα καθεστώτα αναστολής του άρθρου 14 του παρόντος νόμου ή στα τελωνειακά ανασταλτικά καθεστώτα του άρθρου 84 παράγραφος 1 στοιχείο α΄ του Καν. 2913/1992, το τέλος ταξινόμησης και ο φόρος προστιθεμένης αξίας (ΦΠΑ) καθίστανται απαιτητοί κατά την έξοδο των οχημάτων, έστω και αντικανονικά από τα καθεστώτα αυτά. Η θέση των οχημάτων στα καθεστώτα αυτά θα πρέπει να γίνει πριν το τέλος ταξινόμησης καταστεί απαιτητό, σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο».
Περαιτέρω, στο άρθρο 11 του πιο πάνω ν. 2682/1999 ορίζονται τα εξής:
«Βεβαίωση και είσπραξη του τέλους ταξινόμησης οχημάτων – Πιστοποιητικά ταξινόμησης.
1. Υπόχρεος στην καταβολή του τέλους ταξινόμησης είναι ο ιδιοκτήτης του οχήματος ή ο νόμιμος αντιπρόσωπός του.
2. Για τη βεβαίωση και είσπραξη του τέλους ταξινόμησης και του φόρου προστιθέμενης αξίας ή για τη χορήγηση οριστικής απαλλαγής κοινοτικών οχημάτων, υποβάλλεται στην αρμόδια Τελωνειακή Αρχή ειδική δήλωση μέχρι την ημερομηνία κατά την οποία το τέλος καθίσταται απαιτητό και οπωσδήποτε πριν από την έκδοση της άδειας κυκλοφορίας. Για τα οχήματα των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 14 η ειδική δήλωση υποβάλλεται κατά την έξοδο αυτών από τα ανασταλτικά καθεστώτα. Με την ειδική δήλωση, που αποτελεί τίτλο υπέρ του Δημοσίου, συνεισπράττεται και ο οφειλόμενος φόρος προστιθέμενης αξίας.
3. Η βεβαίωση και η είσπραξη του τέλους ταξινόμησης ή η χορήγηση οριστικής απαλλαγής από αυτό, των οχημάτων που προέρχονται από τρίτες χώρες, γίνεται:
α. Όταν το τέλος καταβληθεί κατά το χρόνο θέσης σε ανάλωση, επί του ίδιου παραστατικού που χρησιμοποιείται για τη βεβαίωση και είσπραξη των δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων εισαγωγής.
β. Όταν το τέλος καταβληθεί σε μεταγενέστερο χρόνο, επί της ειδικής δήλωσης που προβλέπεται από την προηγούμενη παράγραφο. Η ειδική δήλωση θα υποβάλλεται στην Τελωνειακή Αρχή στην οποία έγινε η θέση σε ανάλωση του οχήματος και θα συσχετίζεται με το παραστατικό θέσης σε ανάλωση που μέχρι τότε θα παραμένει σε εκκρεμότητα.
γ. Όταν τα οχήματα έχουν υπαχθεί σε τελωνειακό ανασταλτικό καθεστώς επί του παραστατικού με το οποίο τίθενται σε ανάλωση.
4. […]
5. Μετά την είσπραξη του τέλους ταξινόμησης και των λοιπών επιβαρύνσεων ή τη νόμιμη οριστική απαλλαγή από αυτά εκδίδονται από την αρμόδια Τελωνειακή Αρχή αποδεικτικό είσπραξης και πιστοποιητικό ταξινόμησης ή τελωνισμού του οχήματος.
6. […]».
Στη συνέχεια, στο άρθρο 13 του ίδιου πιο πάνω ν. 2682/1999 υπό τον τίτλο
«Οριστικές απαλλαγές» ορίζονται, εκτός άλλων, τα ακόλουθα:
«1. […]
2. Όπου από τις κείμενες διατάξεις προβλέπεται πλήρης απαλλαγή από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης και το εφάπαξ πρόσθετο ειδικό τέλος επιβατικών αυτοκινήτων, θα παρέχεται, με τους αυτούς όρους και προϋποθέσεις, πλήρης απαλλαγή από το τέλος ταξινόμησης.
3. Όπου από τις κείμενες διατάξεις προβλέπεται πλήρης απαλλαγή μόνο από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης, θα παρέχεται, με τους αυτούς όρους και προϋποθέσεις απαλλαγή από το τέλος ταξινόμησης ως ακολούθως:
α. Για επιβατικά αυτοκίνητα ή αυτοκινούμενα τροχόσπιτα και μοτοσικλέτες ποσοστό 80% του προβλεπόμενου κατά περίπτωση τέλους ταξινόμησης.
β. […]».
Επίσης, στο άρθρο 22 του εν λόγω ν. 2682/1999 ορίζεται ότι:
«1. Όπου στις κείμενες διατάξεις και στις κατ’ εξουσιοδότηση αυτών εκδοθείσες διοικητικές πράξεις αναφέρεται ειδικός φόρος κατανάλωσης ή εφάπαξ πρόσθετο ειδικό τέλος νοείται εφεξής τέλος ταξινόμησης. […]
2. […]»
και στο άρθρο 29 ότι:
«1. Από την έναρξη εφαρμογής του παρόντος νόμου καταργούνται οι παρακάτω διατάξεις, όπως ισχύουν:
α. Των άρθρων 75 έως και 88, του άρθρου 90 και της παρ. 1 του άρθρου 89 του ν. 2127/1993 (ΦΕΚ 48 Α΄).
β. Του ν. 363/1976 (ΦΕΚ 152 Α΄).
γ. Των άρθρων 37 και 38 του ν. 1882/1990 (ΦΕΚ 43 Α΄).
δ. […]
ζ. Της παρ. 7 του άρθρου 15 του ν. 2367/1953 (ΦΕΚ 82 Α΄).
η. […]».
Τέλος, στο άρθρο 36 του ως άνω ν. 2682/1999 ορίζεται ότι «Η ισχύς των διατάξεων του παρόντος νόμου αρχίζει από 16 Νοεμβρίου 1998, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στις επί μέρους διατάξεις».
6. Επειδή, όπως αποφάνθηκε το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων με την απόφαση της 26.4.2007 (υπόθεση C-392/05),
«Οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης […] εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της φορολογικής ατέλειας την οποία προβλέπει το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 83/183/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 28ης Μαρτίου 1983, σχετικά με τις φορολογικές ατέλειες που εφαρμόζονται στις οριστικές εισαγωγές, από κράτος μέλος, προσωπικών ειδών που ανήκουν σε ιδιώτες, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 89/604/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 23ης Νοεμβρίου 1989, εφόσον αποδεικνύεται […] ότι οι φόροι αυτοί επιβάλλονται συνήθως κατά την οριστική εισαγωγή, από ιδιώτες, ιδιωτικού οχήματος από άλλο κράτος μέλος».
7. Επειδή, εξάλλου, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 1 της οδηγίας 83/183/ΕΟΚ του Συμβουλίου (βλ. σκέψη 3), καθώς και των αντίστοιχων διατάξεων των άρθρων 1 και 2 της υπουργικής απόφασης Δ.245/11/1.3.1988 (βλ. σκέψη 4), που αφορούν το πεδίο εφαρμογής της απαλλαγής των εισαγομένων προσωπικών ειδών, η οποία έχει θεσπισθεί για τη διευκόλυνση των ιδιωτών που μεταφέρουν την οικοσκευή τους από ένα κράτος μέλος σε άλλο, προκειμένου να εγκατασταθούν στο τελευταίο, οι εν λόγω ιδιώτες απαλλάσσονται, εκτός άλλων, από τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης, οι οποίοι, σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους μέλους, στο οποίο εγκαθίστανται, επιβάλλονται συνήθως κατά την εν λόγω εισαγωγή, σε αντιδιαστολή με τους φόρους και τέλη που αφορούν τη χρήση των εν λόγω ειδών στο εσωτερικό της χώρας εγκατάστασης, ήτοι επιβαρύνσεις, ως προς τις οποίες δεν συντρέχει ο ανωτέρω σκοπός της απαλλαγής, είναι δε αδιάφορο για την εφαρμογή των ως άνω διατάξεων, το ενδεχόμενο επιβολής των εν λόγω ειδικών φόρων κατανάλωσης επί των ιδίων ειδών και με την ευκαιρία άλλων γεγονότων, όπως λ.χ. επιβολή ειδικού φόρου κατανάλωσης επί εγχωρίως παραγομένου αυτοκινήτου (ΣΕ 1402/2008 7μ., 1405/2008, 503/2009, 1136/2011, 4565/2014, 64/2015, 2083/2017).
8. Επειδή, εν όψει των εκτιθεμένων στις σκέψεις 6 και 7, η επιβολή του ειδικού φόρου κατανάλωσης επί αυτοκινήτου που εισάγεται από άλλο κράτος μέλος στην Ελλάδα, σύμφωνα με τις προπαρατιθέμενες διατάξεις του ν. 2127/1993, συναρτάται με το γεγονός της εισαγωγής του, ασυνδέτως προς τη χρήση του εντός της Ελληνικής επικρατείας. Σε αντίθεση με τον ειδικό φόρο κατανάλωσης, το εφάπαξ πρόσθετο ειδικό τέλος καταβάλλεται προκειμένου να εκδοθεί άδεια κυκλοφορίας από το Υπουργείο Μεταφορών για αυτοκίνητο που τίθεται το πρώτον σε κυκλοφορία στην Ελλάδα, είτε καινούργιο είτε μεταχειρισμένο, και υπολογίζεται επί της φορολογητέας αξίας για την επιβολή του ειδικού φόρου κατανάλωσης σε ποσοστό ανάλογο με τον κυλινδρισμό του κινητήρα του οχήματος. Το τέλος αυτό συνεισπράττεται με τον ειδικό φόρο κατανάλωσης από τις αρμόδιες τελωνειακές αρχές σε περίπτωση εισαγωγής αυτοκινήτου, κατά την εισαγωγή τούτου, δεν έχει, όμως, ως γενεσιουργό λόγο την εισαγωγή αλλά την αρχική ταξινόμηση ενός καινούργιου ή μεταχειρισμένου οχήματος στην Ελλάδα, συνάπτεται δε άμεσα με τη θέση του οχήματος στην κυκλοφορία, εφόσον η πληρωμή του αποτελεί νόμιμη προϋπόθεση για τη χορήγηση άδειας κυκλοφορίας. Με το νέο φορολογικό σύστημα του ν. 2682/1999 καταργούνται ο ειδικός φόρος κατανάλωσης και το εφάπαξ πρόσθετο ειδικό τέλος, αντικαθίστανται δε από ένα ενιαίο τέλος με την ονομασία «τέλος ταξινόμησης». Από τις διατάξεις του τελευταίου αυτού νόμου (ν. 2682/1999), που, κατά τα προεκτιθέμενα, ισχύει αναδρομικώς από 16.11.1998 και καταλαμβάνει και την κρινόμενη υπόθεση, προκύπτει ότι χρόνος γένεσης της φορολογικής υποχρέωσης για το τέλος ταξινόμησης είναι η είσοδος του οχήματος στο εσωτερικό της χώρας, το τέλος δε αυτό καθίσταται απαιτητό και καταβάλλεται πριν από τη θέση του οχήματος σε κυκλοφορία, αποτελεί δε, όπως και ο καταργηθείς ειδικός φόρος κατανάλωσης, φορολογική επιβάρυνση που συναρτάται με το γεγονός της εισαγωγής του, ασυνδέτως προς τη χρήση του εντός της Ελληνικής επικράτειας. Υπό την έννοια αυτή αποτελεί φόρο που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της φορολογικής ατέλειας που προβλέπεται στην παραπάνω διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 περ. β΄ της υπουργικής απόφασης Δ.245/11/1.3.1988. Εφ’ όσον, όμως, κατά τα προεκτιθέμενα, η εν λόγω φορολογική ατέλεια των προσώπων που υπάγονται στο Κεφάλαιο Β΄ (άρθρα 3 επόμενα) της υπουργικής αυτής απόφασης, ίσχυε μόνον για τον ειδικό φόρο κατανάλωσης και όχι και για το εφάπαξ πρόσθετο ειδικό τέλος, κατά τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 13 του ίδιου ν. 2682/1999 που παρατίθεται σε προηγούμενη σκέψη, η απαλλαγή από το τέλος ταξινόμησης δεν είναι πλήρης, αλλά ανέρχεται σε ποσοστό 80% επί του προβλεπόμενου κατά περίπτωση τέλους ταξινόμησης, εν όψει του γεγονότος ότι αυτό ενσωματώνει τις δύο παραπάνω επιβαρύνσεις, η δεύτερη από τις οποίες (εφάπαξ πρόσθετο ειδικό τέλος) δεν επιβαλλόταν κατά την εισαγωγή (ΣΕ 1025/2009 7μ., 1033/2009 7μ., 597, 1136/2011, 4565/2014, 2083/2017 κ.ά.).
9. Επειδή, εξάλλου, κατά παγία νομολογία του ΔΕΚ (ήδη ΔΕΕ), αν ένα κράτος μέλος εισέπραξε φόρους κατά παράβαση των κανόνων του κοινοτικού δικαίου (ήδη δικαίου της Ένωσης), οι ιδιώτες έχουν δικαίωμα, απορρέον από το ίδιο το κοινοτικό δίκαιο, επιστροφής όχι μόνον του αχρεωστήτως καταβληθέντος φόρου αλλά και των αμέσως σχετιζομένων με τον φόρο αυτό ποσών που το εν λόγω κράτος εισέπραξε ή παρακράτησε, ήτοι των σχετικών τόκων. Ελλείψει κοινοτικής νομοθεσίας, εναπόκειται στην εσωτερική έννομη τάξη κάθε κράτους μέλους να προβλέψει τις προϋποθέσεις καταβολής των εν λόγω τόκων, περιλαμβανομένων των ρυθμίσεων που αφορούν στο επιτόκιο και τον τρόπο υπολογισμού αυτών, οι οποίες πρέπει να συνάδουν προς τις αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας, δηλαδή δεν πρέπει να είναι λιγότερο ευνοϊκές από εκείνες που αφορούν παρόμοιες αιτήσεις που στηρίζονται σε διατάξεις του εθνικού δικαίου ούτε να καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που χορηγεί η κοινοτική έννομη τάξη, οι δε εθνικοί κανόνες σχετικά, μεταξύ άλλων, με τον υπολογισμό των τυχόν οφειλόμενων τόκων δεν πρέπει να καταλήγουν σε μη προσήκουσα αποζημίωση του υποκειμένου στον φόρο λόγω ζημίας οφειλομένης σε αχρεώστητη καταβολή του φόρου (βλ. αποφάσεις της 18.4.2013, C-565/2011, Mariana Irimie, σκ. 21-26, της 19.7.2012, C-591/2010, Littlewoods Retail, σκ.24-34 και την σε αυτές παρατιθεμένη νομολογία). Δεν πληροί την ως άνω επιταγή εθνικό σύστημα, το οποίο περιορίζει τους τόκους στους γεγενημένους από την επομένη της ημερομηνίας υποβολής της αίτησης επιστροφής του αχρεωστήτως εισπραχθέντος φόρου (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Mariana Irimie, σκ. 27).
10. Επειδή, με τις διατάξεις του άρθρου 38 παρ.2 του ν. 1473/1984 (Α’ 127), όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 του ν. 2120/1993 (Α’ 24), προβλέπεται η επιστροφή εντόκως (και, συγκεκριμένα, με το επιτόκιο που ισχύει για τα έντοκα γραμμάτια του Δημοσίου τρίμηνης διάρκειας), φόρων, δασμών και συναφών προστίμων, που, σύμφωνα με οριστική απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, έχουν καταβληθεί αχρεωστήτως. Στην περίπτωση αυτή, η τοκοφορία αρχίζει μετά την πάροδο του οριζομένου στις ανωτέρω διατάξεις εξαμήνου από την πρώτη του μήνα του επόμενου από την κοινοποίηση στη φορολογική αρχή της δικαστικής απόφασης και εφ’ όσον συντρέχουν οι προβλεπόμενες στις ως άνω διατάξεις προϋποθέσεις. Με την 2190/2014 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε ότι οι ως άνω ειδικές διατάξεις του άρθρου 38 παρ. 2 του ν. 1473/1984, όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 3 του ν. 2120/1993, ισχύουν για αξιώσεις του φορολογουμένου προς επιδίκαση τόκων κατά την επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθέντων φόρων. Ως εκ τούτου, για το ζήτημα αυτό δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 340 έως 346 και 910-911 του Αστικού Κώδικα. Με την ίδια απόφαση (και την 2191/2014) κρίθηκε περαιτέρω ότι οι εν λόγω διατάξεις, κατά το μέρος που ορίζουν ότι, επί επιστροφής φόρων, δασμών κ.λπ., που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως κατά τα κριθέντα με οριστική δικαστική απόφαση, η τοκοφορία αρχίζει μετά την πάροδο εξαμήνου από την πρώτη του μήνα του επόμενου της κοινοποίησης στη φορολογική αρχή της δικαστικής απόφασης, έχουν ως συνέπεια τη μη προσήκουσα αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας του αχρεωστήτως καταβαλόντος τον φόρο, η οποία προκλήθηκε από τη διαγνωσθείσα ως εξαρχής αχρεώστητη καταβολή του φόρου, περιέχουν, δε, ως εκ τούτου, ρύθμιση ασύμβατη τόσο με το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος περί ισότητας των πολιτών ενώπιον των δημοσίων βαρών, όσο και με τα άρθρα 17 παρ. 1 του Συντάγματος και 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (κυρ. ν.δ. 53/1974, Α’ 256) περί προστασίας της ιδιοκτησίας και, κατ’ ακολουθίαν, ανίσχυρη. Κρίθηκε, τέλος, ότι εν όψει της αντισυνταγματικότητας κατά το μέρος αυτό των εν λόγω διατάξεων, ο χρόνος έναρξης της τοκοφορίας ρυθμίζεται από την προγενέστερη διάταξη του άρθρου 21 του κ.δ. «περί κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου» της 26.6/10.7.1944 (Α΄ 139), η οποία έχει εφαρμογή και σε περίπτωση οφειλής που απορρέει από σχέση δημοσίου δικαίου, όπως η φορολογική, εφ’ όσον δεν ορίζεται διαφορετικά από ειδικές διατάξεις. Ωστόσο, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην προηγούμενη σκέψη 9, οι προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 21 του κ.δ. της 26.6/10.7.1944, κατά το μέρος που ορίζουν ως χρόνο έναρξης της τοκοφορίας εκείνον της άσκησης της προσφυγής, με την οποία υποβάλλεται το αίτημα για επιστροφή του φόρου που έχει καταβληθεί αχρεωστήτως, αντίκεινται στο κοινοτικό δίκαιο (ΣτΕ 2083/2017, 64/2015, 4565/2014).
11. Επειδή, εν προκειμένω, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έγιναν δεκτά τα εξής: Ο αναιρεσίβλητος, αξιωματικός της Πολεμικής Αεροπορίας, κατά το χρονικό διάστημα από 10.7.1997 έως 26.7.1999, είχε εγκατασταθεί μαζί με την οικογένειά του (δύο τέκνα) και εργαζόταν στη Νάπολη της Ιταλίας σε υπηρεσία του ΝΑΤΟ, είχε δηλαδή εκεί τη συνήθη κατοικία του, όπως προκύπτει, μεταξύ άλλων, και από τη σχετική βεβαίωση επαναπατρισμού του Γενικού Προξενείου της Ελλάδος στη Νάπολη και βεβαίωση του Διευθυντή του Ελληνικού γραφείου AFSOUTH [NATO] Νεαπόλεως. Κατά την εκεί παραμονή του και συγκεκριμένα στις 14.12.1998 αγόρασε ένα αυτοκίνητο μάρκας BMW κυβισμού 1895 cc. Στις 9.8.1999 κατέθεσε στο ΣΤ’ Τελωνείο Πειραιά την 19613/1999 ειδική δήλωση-διασάφηση για τον εκτελωνισμό του ανωτέρω αυτοκινήτου, με την οποία ζήτησε τον ατελή εκτελωνισμό του ως προσωπικού είδους κατά την επιστροφή του στην Ελλάδα. Με την από 10.8.1999 πράξη χρέωσης επί της δηλώσεως αυτής του Διευθυντή του ανωτέρω Τελωνείου χρεώθηκε σε βάρος του τέλος ταξινόμησης 5.617.005 δραχμών (φορολογητέα αξίας 7.390.797 δρχ. επί 76%), που καταβλήθηκε με το 996749/1999 αποδεικτικό είσπραξης. Προσφυγή του αναιρεσιβλήτου κατά της ανωτέρω πράξης χρέωσης, με την οποία υποστηρίχθηκε ότι ο αναιρεσίβλητος δικαιούται μερική απαλλαγή από το τέλος ταξινόμησης, ότι το οφειλόμενο τέλος ανέρχεται σε 1.478.159 δρχ. (φορολογητέα αξία 7.390.797 δρχ. επί 20%) και ότι το επιπλέον ποσό 4.138.846 δρχ. (5.617.005 μείον 1.478.159) πρέπει να του επιστραφεί εντόκως ως αχρεωστήτως καταβληθέν, απορρίφθηκε με την πρωτόδικη απόφαση. Με την αναιρεσιβαλλομένη κρίθηκε ότι, όπως βασίμως προβλήθηκε, εφόσον ο αναιρεσίβλητος κατείχε το αυτοκίνητο που αγόρασε στις 14.12.1998, δηλαδή κατά το διάστημα που είχε τη συνήθη κατοικία του στην Ιταλία, τουλάχιστον 6 μήνες πριν από τη μεταφορά της κατοικίας του στην Ελλάδα (26.7.1999), δικαιούται για το αυτοκίνητο αυτό, αφού απαλλασσόταν –πριν από την ισχύ του ν. 2682/1999από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης, όχι όμως και από το ειδικό τέλος ταξινόμησης του ν. 2367/1953, την κατ’ άρθρο 3 της Δ 245/1988 Α.Υ.Ο. απαλλαγή από το ένδικο τέλος ταξινόμησης, παρά την κατάργηση των άρθρων 25 και 26 αυτής με το άρθρο 6 ν. 2459/1997, σε ποσοστό όμως 80% αυτού, που ανέρχεται σε 4.493.644 δρχ. (5.617.005 επί 80%) ήτοι 13.188 ευρώ, έπρεπε όμως να του επιστραφεί το ποσό των 4.138.846 δρχ. ήτοι 12.146 ευρώ, αφού αυτό ζήτησε με την προσφυγή του. Κατόπιν αυτών, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έγινε δεκτή η έφεση, εξαφανίσθηκε η πρωτόδικη απόφαση, έγινε δεκτή η προσφυγή του, μεταρρυθμίσθηκε η ένδικη πράξη χρέωσης, κρίθηκε δε ότι πρέπει να επιστραφεί εντόκως (κατ’ άρθρο 38 παρ. 2 του ν. 1473/1984) από την άσκηση της προσφυγής, κατ’ αποδοχήν σχετικού αιτήματος της προσφυγής του αναιρεσιβλήτου, το προαναφερθέν αχρεωστήτως καταβληθέν ποσό (12.146 ευρώ).
12. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν αιτιολόγησε την κρίση της εάν το ένδικο τέλος ταξινόμησης του ν. 2682/1999 συναρτάται με την εισαγωγή του επιβατηγού οχήματος ή προς άλλη γενεσιουργό αιτία και, συνεπώς, αν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 83/183/ΕΟΚ. Ο λόγος αυτός, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη σκέψη 8, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
13. Επειδή, εν όψει όσων έγιναν ανωτέρω δεκτά (σκ. 10), αβασίμως προβάλλεται ότι έσφαλε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, καθόσον δεν εφήρμοσε τις ειδικές διατάξεις του άρθρου 3 του ν. 2120/1993, που προσδιορίζουν τον χρόνο έναρξης της τοκοφορίας μετά την πάροδο ορισμένου χρόνου από την κοινοποίηση της δικαστικής απόφασης η οποία κρίνει ότι δεν οφείλεται ο φόρος.
14. Επειδή, κατόπιν αυτών, και δεδομένου ότι δεν προβάλλεται άλλος λόγος αναιρέσεως, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.
Διά ταύτα
Απορρίπτει την αίτηση.
Επιβάλλει σε βάρος του Δημοσίου τη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου, η οποία ανέρχεται σε τετρακόσια εξήντα (460) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 7 Δεκεμβρίου 2017
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 21ης Φεβρουαρίου 2018.
Ο Προεδρεύων Αντιπρόεδρος Η Γραμματέας
Ι. Γράβαρης Κ. Κεχρολόγου
Δεν υπάρχουν σχόλια! Πρόσθεσε το σχόλιο σου τώρα!