ΣτΕ 169/2018
Αριθμός 169/2018
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Β΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 11 Οκτωβρίου 2017, με την εξής σύνθεση: Ε. Σάρπ, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Β΄ Τμήματος, Σ. Βιτάλη, Α. Γαλενιανού-Χαλκιαδάκη, Σύμβουλοι, Ειρ. Σταυρουλάκη, Ν. Σεκέρογλου, Πάρεδροι. Γραμματέας η Α. Ζυγουρίτσα.
Για να δικάσει την από 24 Ιουνίου 2010 αίτηση: του Διευθυντή Τελωνείου Χαλκίδας, ο οποίος παρέστη με την Αναστασία Βασιλείου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, κατά του ..., κατοίκου ... Ευβοίας, ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Γεώργιο Ρουμελιώτη (Α.Μ. 292 Δ.Σ. Χαλκίδας), που τον διόρισε με πληρεξούσιο.
Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων Διευθυντής επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ' αριθμ. 169/2010 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Συμβούλου A. Γαλενιανού-Χαλκιαδάκη.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την εκπρόσωπο του αναιρεσείοντος Διευθυντή, η οποία ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον πληρεξούσιο του αναιρεσίβλητου, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά τον Νόμο
1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, για την άσκηση της οποίας δεν απαιτείται η καταβολή παραβόλου, ζητείται παραδεκτώς η αναίρεση της 169/2010 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς, με την οποία, κατ΄ αποδοχήν εφέσεως του αναιρεσίβλητου, εξαφανίσθηκε η 293/2004 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Χαλκίδας και ακυρώθηκε η υπ΄ αριθμ. 8/00/2002 πράξη του Διευθυντή του Τελωνείου Χαλκίδας, με την οποία είχε χαρακτηρισθεί ο ανωτέρω υπαίτιος λαθρεμπορικής παραβάσεως και είχε επιβληθεί σε βάρος του πολλαπλό τέλος ύψους 40.075,67 ευρώ.
2. Επειδή, το άρθρο 4 του κυρωθέντος με το ν. 1705/1987 (Α 89) 7ου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. ορίζει ότι:
«1. Κανένας δεν μπορεί να διωχθεί ή καταδικασθεί ποινικά από τα δικαστήρια του ίδιου Κράτους για μια παράβαση για την οποία ήδη αθωώθηκε ή καταδικάσθηκε με αμετάκλητη απόφαση σύμφωνα με το νόμο και την ποινική δικονομία του Κράτους αυτού». Κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης, για την ενεργοποίηση της προβλεπόμενης σε αυτήν απαγόρευσης (ne bis in idem), απαιτείται, κατ’ αρχήν, να συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
(α) πρέπει να υπάρχουν περισσότερες της μίας διακεκριμένες διαδικασίες επιβολής κύρωσης, οι οποίες δεν συνδέονται στενά μεταξύ τους,
(β) οι διαδικασίες αυτές πρέπει να είναι “ποινικές” κατά την αυτόνομη έννοια της Ε.Σ.Δ.Α., ήτοι βάσει των κριτηρίων Engel, κατ’ εφαρμογήν των οποίων μπορούν να θεωρηθούν ως “ποινικές” και κυρώσεις που επιβάλλονται από διοικητικά όργανα, ενόψει της φύσης των σχετικών παραβάσεων ή/και του είδους και της βαρύτητας των προβλεπόμενων γι’ αυτές διοικητικών κυρώσεων,
(γ) η μία από τις διαδικασίες πρέπει να έχει περατωθεί με αμετάκλητη απόφαση και
(δ) οι διαδικασίες πρέπει να στρέφονται κατά του ίδιου προσώπου και να αφορούν την ίδια κατ’ ουσίαν παραβατική συμπεριφορά (αποφάσεις Ε.Δ.Δ.Α. της 30.4.2015, Καπετάνιος και άλλοι κατά Ελλάδος, της 9.6.2016, Σισμανίδης και Σιταρίδης κατά Ελλάδος, της 15.11.2016, Α και Β κατά Νορβηγίας, βλ. ΣτΕ 7μελούς 680/2017 σκέψη 8, 2569-70, 2346, 1778, 167-169/2017).
3. Επειδή, η καταστολή της φοροδιαφυγής (και, ιδίως, της μεγάλης από απόψεως ποσού), μέσω της διαπίστωσης των οικείων παραβάσεων και της επιβολής των αντίστοιχων διαφυγόντων φόρων, καθώς και των προβλεπόμενων στο νόμο διοικητικών κυρώσεων, συνιστά, κατά το Σύνταγμα (άρθρα 4 παρ. 5, 26 και 106 παρ. 1 και 2), επιτακτικό σκοπό δημοσίου συμφέροντος και βασικό έργο της φορολογικής Διοίκησης, η νομιμότητα των πράξεων της οποίας υπόκειται στον έλεγχο των διοικητικών δικαστηρίων, σύμφωνα με το άρθρο 20 παρ. 1 και το άρθρο 94 παρ. 1 του Συντάγματος. Συναφώς, ο νομοθέτης μπορεί να χαρακτηρίσει όχι μόνο ως διοικητικές παραβάσεις αλλά και ως ποινικά αδικήματα τις πλέον σοβαρές, από απόψεως ποσού ή/και συνθηκών τέλεσης, παραβάσεις φοροδιαφυγής (πρβλ. Συνταγματικό Συμβούλιο Γαλλίας 24.6.2016, 2016-545 QPC, σκέψη 21), που, κατά την εκτίμησή του, χρήζουν έντονης κοινωνικής αποδοκιμασίας και απαιτούν συμπληρωματικές (σε σχέση με τις επιβαλλόμενες από τη φορολογική Διοίκηση) κυρώσεις, για την αποτελεσματικότερη πρόληψη και αντιμετώπισή τους. Δεδομένου, όμως, ότι, κατά τα προεκτεθέντα, η εφαρμογή και η επιβολή της διοικητικής νομοθεσίας περί φορολογίας ανάγεται στην άσκηση της κατά το άρθρο 26 του Συντάγματος εκτελεστικής λειτουργίας, η δράση της οποίας, σε περίπτωση αμφισβήτησης των πράξεών της, υπάγεται, σύμφωνα με το άρθρο 94 παρ. 1 του Συντάγματος, στο δικαιοδοτικό έλεγχο του διοικητικού δικαστή, που είναι ο “φυσικός” δικαστής των διαφορών μεταξύ του Κράτους και των διοικουμένων όσον αφορά στην ορθή ερμηνεία και εφαρμογή της φορολογικής νομοθεσίας, η διπλή, διοικητική και ποινική, διαδικασία, που προβλέπεται στο νόμο για την αντιμετώπιση παραβάσεων φοροδιαφυγής πρέπει να οργανώνεται νομοθετικά και να διενεργείται κατά τρόπο ώστε ο ποινικός δικαστής να επιλαμβάνεται (μετά από διακοπή της προθεσμίας παραγραφής του ποινικού αδικήματος), κατόπιν της τελεσίδικης κρίσης της ουσίας της υπόθεσης από τον διοικητικό δικαστή (πρβλ. άρθρα 55Α και 68 του ν. 4174/2013), δοθέντος, άλλωστε, ότι δεν θα ήταν συνταγματικώς ανεκτή ποινική καταδίκη για φοροδιαφυγή σε περίπτωση που ο διοικητικός δικαστής κρίνει, για λόγους αναγόμενους στην ουσία, ότι δεν είναι νόμιμη η σχετική καταλογιστική (του φόρου ή/και συναφούς προστίμου) πράξη της Διοίκησης (πρβλ. Συνταγματικό Συμβούλιο Γαλλίας 24.6.2016, 2016-545 QPC, σκέψη 13). Οι προαναφερόμενες συνταγματικές διατάξεις ναι μεν έχουν την παραπάνω έννοια, καθώς και την έννοια ότι ο κοινός νομοθέτης κωλύεται να εξαρτήσει την άσκηση των ως άνω εξουσιών της Διοίκησης ή/και της αρμοδιότητας των διοικητικών δικαστηρίων για επίλυση των σχετικών διαφορών από την προηγούμενη ποινική καταδίκη του φορολογούμενου για το αντίστοιχα προβλεπόμενο ποινικό αδίκημα φοροδιαφυγής ή λαθρεμπορίας, αλλά, πάντως, σε περίπτωση που προβλέπονται για την ίδια παραβατική συμπεριφορά τόσο διοικητικές όσο και ποινικές κυρώσεις, δεν εμποδίζουν τη θέσπιση και την εφαρμογή κανόνων, από τους οποίους να προκύπτει επίδραση της αμετακλήτως περατωθείσας ποινικής διαδικασίας και δίκης περί φοροδιαφυγής/ λαθρεμπορίας στην αντίστοιχη διοικητική διαδικασία και δίκη. Ειδικότερα, το άρθρο 94 (παρ. 1) του Συντάγματος έχει την έννοια ότι ουδόλως αποκλείει την εφαρμογή του κανόνα του άρθρου 4 παρ. 1 του 7ου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. σε υποθέσεις πολλαπλών τελών λαθρεμπορίας, όπως η παρούσα, διότι ο κανόνας αυτός, όπως ερμηνεύεται από το Ε.Δ.Δ.Α., δεν θίγει την κατανομή της δικαιοδοσίας μεταξύ των διοικητικών και των ποινικών δικαστηρίων, αλλά έχει διαφορετικό αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής, συγκεκριμένα, κατοχυρώνει θεμελιώδη εγγύηση υπέρ του διωκόμενου από τις δημόσιες αρχές, η οποία, σε περίπτωση δίωξής του για ποινικό αδίκημα λαθρεμπορίας και αμετάκλητης περάτωσης της οικείας ποινικής διαδικασίας, δύναται, μεταξύ άλλων, να έχει επιρροή στη νομιμότητα της διοικητικής πράξης περί επιβολής σε βάρος του πολλαπλού τέλους και, συνακόλουθα, να έχει συνέπειες ως προς το βάσιμο της κατ’ αυτής ασκούμενης ένδικης προσφυγής ή των περαιτέρω ασκούμενων ένδικων μέσων. Τούτων έπεται ότι η εφαρμογή του άρθρου 4 του 7ου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. στην υπό κρίση υπόθεση δεν προσκρούει στο άρθρο 94 παρ. 1 του Συντάγματος, ούτε, άλλωστε, ανακύπτει ζήτημα αντίθεσής της προς κάποια άλλη συνταγματική διάταξη (βλ. ΣτΕ 1992/2016 7μ., ΣτΕ 7μ. 680/2017 σκέψη 12, 2569-70, 1778/2017).
4. Επειδή, εν προκειμένω, όπως δέχεται η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, στην υπ΄ αριθ. 1757/8.3.2000 πορισματική αναφορά των υπαλλήλων του γραφείου δίωξης λαθρεμπορίου του Τελωνείου Χαλκίδας αναφέρεται ότι, σύμφωνα με την από 26-9-1996 έκθεση ελέγχου προσωρινής συντηρητικής δέσμευσης και ακινητοποίησης μεταφορικού μέσου στο τελωνειακό καθεστώς της προσωρινής απαλλαγής από τον Ε.Φ.Κ. Ν.2127/93, υπάλληλοι της ανωτέρω Υπηρεσίας, μετέβησαν στο Μαρμάρι Καρύστου και διενήργησαν έλεγχο για το αυτοκίνητο με αριθμό πλαισίου ... μάρκας PAJERO MITSUBISHI (J), τύπου JEEP, το οποίο βρέθηκε στη μάνδρα-σχιστήριο πλακών, που διατηρεί ο αναιρεσίβλητος στη διασταύρωση Μαρμαρίου, χωρίς αριθμό κυκλοφορίας και έγγραφα νόμιμης εισαγωγής, κατοχής και κυκλοφορίας του στην Ελλάδα. Στο ντουλάπι του εν λόγω αυτοκινήτου βρέθηκαν ένας άκυρος τίτλος κυριότητας αυτοκινήτου Νο ... Γερμανίας, στο όνομα ..., με αριθμό κυκλοφορίας GP-..., και μια προσωρινή άδεια κυκλοφορίας του, των Γερμανικών Αρχών, στο όνομα του Αλβανού υπηκόου ..., ισχύος από 17-9-1995 έως 24-2-1995. Οι ανωτέρω υπάλληλοι του Τελωνείου Χαλκίδας προέβησαν στη συντηρητική δέσμευση του οχήματος αυτού, κατά τις διατάξεις του άρθρου 88 παρ. 3 του Ν. 2127/1993, για την οποία συντάχθηκε η ανωτέρω έκθεση συντηρητικής κατάσχεσης, και όρισαν τον αναιρεσίβλητο, κάτοχο αυτού, μεσεγγυούχο και θεματοφύλακα υπέρ του Δημοσίου. Ο τελευταίος, κατόπιν σχετικής κλήσεως, μετέφερε το όχημα στις 3.10.1996, στο Τελωνείο Χαλκίδας, Ακολούθως εξετάσθηκε ως μάρτυρας ενώπιον των αρμοδίων τελωνειακών υπαλλήλων και κατέθεσε ότι είχε φέρει το εν λόγω όχημα πριν από ένα χρόνο στη μάνδρα του ο εξάδελφος του ..., ο οποίος εργαζόταν στη Γερμανία, και του ζήτησε να του επιτρέψει να το αφήσει εκεί για 10-15 ημέρες, όμως στο διάστημα αυτό ο τελευταίος σκοτώθηκε σε τροχαίο ατύχημα, και για το λόγο αυτό το αυτοκίνητο παρέμεινε στη μάντρα του έως το χρόνο του ελέγχου. Είχε δε ενημερώσει σχετικά τη σύζυγο του ως άνω αποβιώσαντος, η οποία τον διαβεβαίωσε ότι θα παραλάμβανε το όχημα, ενώ δεν είχε ενημερώσει περί αυτού την αρμόδια διάδικη τελωνειακή αρχή. Ο αναιρεσίβλητος δήλωσε ακόμη ότι ουδέποτε, μέχρι τον έλεγχο, είχε κυκλοφορήσει το όχημα αυτό. Προς απόδειξη των όσων δήλωσε στην ανωμοτί κατάθεση του υπέβαλε την υπ΄ αριθ. 80/7-5-2001 ληξιαρχική πράξη θανάτου του Ληξιάρχου Μαρμαρίου Εύβοιας, σύμφωνα με την οποία ο ... απεβίωσε στις 26-4-1995 στην περιοχή Κοκκίνης Μαρμαρίου Εύβοιας, καθώς και φωτοαντίγραφο από το βιβλίο Αδικημάτων και Συμβάντων του ΑΣ Μαρμαρίου Εύβοιας στις 26-4-1995, σύμφωνα με το οποίο, κατά την ημερομηνία αυτή, ο ... βρέθηκε νεκρός στην περιοχή Ιστρών λόγω ανατροπής του αυτοκινήτου του. Με βάση τις διαπιστώσεις αυτές, ο Διευθυντής του Τελωνείου Χαλκίδας, αφού έλαβε υπόψη και την από 4-4-2000 έκθεση χρέωσης δασμών, την υπ΄ αριθ. 1245/21-2-2001 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Χαλκίδας, με την οποία ο αναιρεσίβλητος κηρύχθηκε αθώος του ότι στις 26-9-1996 στους Στουπαίους Καρυστίας Ευβοίας κατείχε εμπόρευμα και συγκεκριμένα το ως άνω όχημα, εισαχθέν κατά τρόπο συνιστώντα το αδίκημα της λαθρεμπορίας, και ειδικότερα του ότι κατείχε και κυκλοφορούσε αυτό, χωρίς να έχει έγγραφα στοιχεία νόμιμης εισαγωγής και κυκλοφορίας και χωρίς να έχουν καταβληθεί οι αναλογούσες δασμοφορολογικές επιβαρύνσεις, και την από 2-2-2001 απολογία του αναιρεσίβλητου, εξέδωσε την υπ΄ αριθ. 8/00/2002 πράξη, με την οποία κατελόγισε στον αναιρεσίβλητο πολλαπλά τέλη ύψους 13.655.784 δρχ. ή 40.075,067 ευρώ για παράβαση των διατάξεων του άρθρου 89 παρ. 2 του Ν. 1165/1918. Κατά της πράξεως αυτής ο αναιρεσίβλητος άσκησε προσφυγή. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, συνεκτιμώντας την ως άνω αθωωτική απόφαση επί της αποδιδόμενης στον αναιρεσίβλητο πράξης, έκρινε ότι στοιχειοθετείται λαθρεμπορία, απορρίπτοντας την προσφυγή του. Κατά της πρωτόδικης αποφάσεως ο αναιρεσίβλητος άσκησε έφεση, η οποία έγινε δεκτή με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Ειδικότερα, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έλαβε υπόψη του ότι με την ως άνω απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Χαλκίδας, κατά της οποίας δεν προκύπτει να έχει ασκηθεί ένδικο μέσον, αθωώθηκε ο αναιρεσίβλητος για την ένδικη λαθρεμπορία, και ειδικότερα κηρύχθηκε αθώος του ότι κατά την ημερομηνία της φερομένης ως τελεσθείσης παραβάσεως κατείχε το επίδικο όχημα χωρίς να έχει έγγραφα στοιχεία νόμιμης εισαγωγής και κυκλοφορίας αυτού και χωρίς να έχουν καταβληθεί οι αναλογούσες δασμοφορολογικές επιβαρύνσεις. Για το λόγο δε αυτό έκρινε το δικάσαν δικαστήριο ότι η υπ΄ αριθ. 8/00/2002 πράξη του Διευθυντή του Τελωνείου Χαλκίδας, με την οποία ο αναιρεσίβλητος χαρακτηρίσθηκε υπαίτιος της ίδιας λαθρεμπορικής παράβασης και επιβλήθηκαν σε βάρος του πολλαπλά τέλη, είναι μη νόμιμη.
5. Επειδή, όπως συνάγεται από όλο το περιεχόμενο της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το διοικητικό εφετείο δέχθηκε ότι η απόδοση στον αναιρεσίβλητο της τελέσεως της διοικητικής παράβασης της λαθρεμπορίας έρχεται σε αντίθεση με το κατοχυρούμενο στο άρθρο 4 παρ. 1 του 7ου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. δικαίωμά του να μην τιμωρηθεί και να μην διωχθεί ή δικαστεί δύο φορές για την ίδια παράβαση (ne bis in idem) που γεννάται από την 1245/2001 απόφαση Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Χαλκίδας, με την οποία κρίθηκε, επί τη βάσει των ίδιων με την ένδικη υπόθεση πραγματικών περιστατικών, ότι δεν στοιχειοθετείται σε βάρος του το ποινικό αδίκημα της λαθρεμπορίας. Περαιτέρω, από το περιεχόμενο της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης σε συνδυασμό με τα λοιπά διαδικαστικά έγγραφα της δίκης (μνεία στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ότι δεν προκύπτει να έχει ασκηθεί ένδικο μέσο κατά της 1245/2001 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου, γεγονός, άλλωστε, το οποίο ουδέποτε έχει αμφισβητήσει το Δημόσιο), συνάγεται ότι το διοικητικό εφετείο θεώρησε ότι δεσμεύεται από την εν λόγω αθωωτική απόφαση, δεχόμενο προδήλως ότι αυτή έχει καταστεί αμετάκλητη.
6. Επειδή, ενόψει των γενομένων δεκτών στις σκέψεις 2 και 3, η προαναφερθείσα στη σκέψη 4 κρίση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης είναι νόμιμη, ανεξαρτήτως των ειδικότερων αιτιολογιών της, ο δε περί του αντιθέτου λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθό δε μέρος πλήσσονται με αυτόν οι ειδικότερες αυτές αιτιολογίες, ο λόγος είναι απορριπτέος ως αλυσιτελής.
Δια ταύτα
Απορρίπτει την αίτηση.
Επιβάλλει στο Δημόσιο τη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου, που ανέρχεται σε τετρακόσια εξήντα (460) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 18 Οκτωβρίου 2017
Η Πρόεδρος του Β΄ Τμήματος Η Γραμματέας
Ε. Σάρπ Α. Ζυγουρίτσα
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 24ης Ιανουαρίου 2018.
Η Πρόεδρος του Β´ Τμήματος Ο Γραμματέας του Β´ Τμήματος
Ε. Σάρπ Ι. Μητροτάσιος
Δεν υπάρχουν σχόλια! Πρόσθεσε το σχόλιο σου τώρα!